Αγροτικές Παροιμίες σχετικές με το ζωϊκό βασίλειο – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα.
Ακόμη και το λιοντάρι είναι υποχρεωμένο να διώχνει τις μύγες.
Ακόμη κι ο σαλίγκαρος στο σπίτι του βαριέται.
Αλιά που τόχει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
Άλλα μάτια έχει η πέρδικα και άλλα η κουκουβάγια.
Άλλα σκοπάζει ο γάϊδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Αλλοί στο σπιτικό που η γιόρνιθα κράζει.
Αλλού είν’ ο λαγός κι αλλού είν’ η φωλιά του.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Άμα περάσει ο λαγός απ’ το καρτέρι, άντε πιάστον.
Άμα φάει η μύγα το γομάρι, το διαβαίνει το μουλάρι.
Αν άκουγε ο Θεός τα κοράκια, δεν θα υπήρχαν γαϊδούρια (ή Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάϊδαροι θα ψοφούσαν).
Αν άκουγε ο Θεός τα όρνια, θα γιόμιζε ο κόσμος λέσια (ο Θεός δεν ακούει παράλογες απαιτήσεις).
Άναψε ο γιαλός και κάηκαν τα ψάρια.
Αν βρέξει ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μία και φίνα, αξίζει τ’ αλαφόπουλο μ’ όλη την αλαφίνα.
Αν δεν δείχνει η γίδα, δείχνει το κέρατό της.
Αν δεν γονάτιζε η γκαμήλα, δεν θα την φορτώναμε.
Αν δεν κλωτσίσει ο γάϊδαρος, δεν τόνε ξεφορτώνουν.
Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, οι σκύλοι δεν παν κοντά της.
Αν έβγαζαν όλες οι μέλισσες μέλι, θα έτρωγαν και οι γύφτοι με την κουτάλα.
Αν είχε η κουρούνα γνώση, θα μας δάνειζε κάμποση.
Αν κελαηδάει ο γάϊδαρος, γκαρίζουν και τ’ αηδόνια.
Αν σε φάει το κονακάκι (φίδι), τσαπάκι και φτυαράκι (ή θα σου κλείσει το σπιτάκι).
Αν σταματάς σε κάθε σκύλο στο δρόμο σου, δεν θα φτάσεις στο τέρμα.
Ανταμικό (συντροφικό) αρνί, το τρώει ο λύκος.
Αν τα σκορπάμε (τα λεφτά), θα πάμε για λάγια πρόβατα.
Αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα.
Αντί να βογγήξει ο γάϊδαρος, βογγάει το σαμάρι.
Αντί να βογγήξει το βόδι, βογγάει τ’ αμάξι.
Αν το κοράκι έχεις οδηγό, μόνο στο ψοφίμι θα σε πάει.
Αξίζει η παλιά κότα (ή μια γερόκοτα), σαράντα πουλακίδες.
Απ’ έξω πρόβατο κι από μέσα λύκος.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Από εκεί που πήδηξε η κατσίκα, θα πηδήξει και το κατσικάκι της.
Από ένα αρνί δεν βγαίνουν δύο τομάρια.
Από λαγό τυρί κι από λαφίνα μέλι.
Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος.
Από της κότας το αυγό θα βγει πάντα κοτόπουλο, έστω κι αν το κλωσσήσει φίδι.
Από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι.
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
Ας χαρεί το γουρουνάκι κι ας πονεί το ποδαράκι.
Άσπρος γεννιέται ο κόρακας και μαύρος κατανταίνει.
Αφεντικού διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Βάρδα που ‘ρχεται το βόδι.
Βαρεί το σαμάρι, για ν’ ακούσει ο γάϊδαρος.
Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Βγάζει κι απ’ τη μύγα ξύγκι.
Βλέπεις το λύκο κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.
Βόσκει ο γάϊδαρος, εκεί που θα τον δέσουν.
Γάϊδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης.
Γάϊδαρος δεμένος, αγάς ασφαλισμένος.
Γάϊδαρος με σέλα και τσοπάνος με ομπρέλα.
Γάτα που φταρνίζεται, χειμώνα ανεμίζει (προαισθάνεται).
Γάτος με γάντια, ποντικούς δεν πιάνει.
Γελάτε οι κότες που ‘ναι τα γουρούνια σιούτα (όταν κάποιος σε κοροϊδεύει για κάτι που αυτός είναι ίδιος ή χειρότερος).
Γι’ αυτό έκαψα την κάπα μου, να μη με τρων οι ψύλλοι.
Για ψύλλου πήδημα.
Για ψύλλου πήδημα, έστησε καυγά.
Γίναμε κοπριές και μας κλωτσάνε οι κότες (πέρασε η αξία μας).
Γλάροι στη στεριά, φουρτούνα στο πέλαγο.
Γουρούνι στο σακκί, να μη να βασκαθεί.
Γριά αλεπού, στην παγίδα δεν πιάνεται.
Γυναίκα με μυαλό, σπίτι χωρίς σκύλο.
Γυρεύει (ή ψάχνει) ψύλλους στ’ άχυρα (ή πιάσε ψύλλο στ’ άχυρα).
Δεν είν’ όλα ψάρια, όσα πιάνονται στο δίχτυ.
Δεν έχουν άλογο, όλοι όσοι φορούν σπιρούνια.
Δεν κουτσαίνει η γίδα από το αυτί (ή από το κέρατο).
Δεν μπορεί να βαρέσει το γάϊδαρο και βαράει το σαμάρι.
Δεν μπορεί να μοιράσει ένα σακκί άχυρο σε δύο γαϊδούρια.
Δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδουριών άχυρα.
Δεν παχαίνει η αλεπού στο παζάρι.
Δεν χωράει ψύλλος στον κόρφο σου.
Δέσαμε το γάϊδαρο στο μαρούλι.
Δίνει άχυρα του σκύλου, κόκκαλα του γομαριού.
Δουλεύουν τ’ άλογα και τρώνε τα γαϊδούρια.
Δυο γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Δωσ’ μου αϊτέ μου τ’ άντερα (απατηλή ελπίδα).
Εάν τρέχει το άλογο, περισσεύουν τα σπιρούνια.
Έβαλαν την αλεπού τις όρνιθες να βλέπει.
Έγινε ο τσίτσκας αηδόνι (όταν κάποιος προβάλει ανύπαρκτα προσόντα).
Εγώ το λέω στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.
Είδε η ψείρα αλώνι, περπατεί και καμαρώνει.
Είναι για το γάϊδαρο καβάλα.
Είναι φτωχό τ’ αρνί, έχει και πλατειά ουρά.
Είπε ο γάϊδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Είσαι σουπιά (άνθρωπος δόλιος ή κρυψίνους).
Εκάκιωσε ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει.
Έκανε η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει.
Έκαψα την καλύβα μου, να μη με τρων’ οι ψύλλοι.
Εκεί που μας χρωστούσανε, μας πήραν και το βόιδι.
Εκ στόματος κόρακος εξελεύσεται κρα.
Εμαζεύτηκαν οι κάργιες κι έκαναν τον κούκο αφέντη (ανάξια μέλη, ανάξιος αρχηγός).
Έμαθε ο τρελός την πόρτα και ο σκύλος το χασάπη.
Εμείς ψωμί δεν έχουμε και ντάβλαρο (βουβάλι) γυρεύουμε (όταν δε βλέπουμε ή αγνοούμε την πραγματικότητα).
Ένα χελιδόνι (ή ένας κούκος) δεν φέρνει την άνοιξη.
Εννιά η αλεπού, δέκα τ’ αλεπόπουλο.
Έτρεφα φίδι στον κόρφο μου.
Εφάγαμε το γάϊδαρο (ή το βόδι) μας έμεινε η ουρά του.
Έφταιξε ο γάϊδαρος και δείραν το σαμάρι.
Έφυγε σαν τη βρεγμένη γάτα.
Έχει γαϊδουρινή υπομονή.
Έχει κι ο μύρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα (να μην περιφρονούμε κανένα).
Έχεις νύχια ξύσου, αλλιώς θα σε φάνε οι ψείρες.
Ζήσε μαύρε μου, να φας το Μάη τριφύλλι.
Η αλεπού βλέποντας να καλιγώνουν τ’ άλογο, εσήκωσε και αυτή το ποδάρι της.
Η αλεπού είχε εργατιά κι εκείνη ακριδολόγαγε.
Η αλεπού ζωντανή στο παζάρι δεν πηγαίνει.
Η αλεπού κατό χρονώ και τ’ αλεπουδέλια εκατό δέκα.
Η αλεπού μ’ ακρίδες δε χορταίνει.
Η αλεπού όσα δεν έφτανε, τ’ άφηνε για κρεμαστάρια.
Η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε και κολοκύθες μάζευε.
Η αρκούδα δεν χορταίνει με μυρμήγκια.
Η γάτα για το ψάρι έβαλε το αμπέλι ενέχυρο.
Η γάτα για το ψάρι της, πούλησε και τ’ αμπέλι της.
Η γάτα κι αν εγέρασε, τα νύχια που είχε τάχει.
Η γάτα τα ψάρια που δε φτάνει τα κάνει βρώμικα.
Η γριά αλεπού ξέρει τα κοτέτσια.
Η γριά αλεπού στο δόκανο δεν πιάνεται.
Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
Η γυναίκα κι το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη.
Η έλαφος έλαχε (ή έτυχε ) γάϊδαρος.
Η κότα, φωνάζει και προτιμούν τα αυγά της, ενώ η πάπια και η χήνα που δεν φωνάζουν δεν τα προτιμούν.
Η κότα πίνει νερό, κοιτάει και το Θεό.
Η μικρή τούφα έχει το λαγό.
Ή ο γάϊδαρος ψοφά ή ο νοικοκύρης πεθαίνει.
Η πέρδικα λαλεί νερό κι η κουκουβάγια βδία (ευδία= καλοκαιρία).
Η σαρδέλα ελπίζει μια μέρα να γίνει φάλαινα.
Η σκύλα από τη βιάση της γεννάει στραβά κουτάβια (η βιασύνη είναι κακός σύμβουλος).
Ήταν λίγο το ζουμί, το ‘πιε κι η γάτα κι απόμεινε.
Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φάγε κι ο γάϊδαρος κι απόγινε.
Η φωνή του κούκου διαφέρει από της κουκουβάγιας.
Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.
Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
Θέλει την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Θρέψε (ή Φύλα) φίδι το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Κάβουρα, που πας ανάποδα, θα δω την προκοπή σου.
Καθαρό γουρούνι δεν παχαίνει.
Κάθε κάβουρας στην τρύπα του είναι δυνατός.
Κάθε πετεινός στη φωλιά του κράζει.
Κάθεσαι σαν κούκος (μοναχός).
Κάθεται σα να του έφαγε η γαϊδούρα τ’ αλέτρι.
Και η γάτα μαγειρεύει και ο ποντικός χορεύει.
Και οι κότες έχουν φτερά, αλλά αετοί δεν είναι.
Και πράσινα άλογα.
Και τ’ Απριλιού στις δεκαοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’΄αυγό.
Και το σκυλί χορτάτο και το καρβέλι αφάγωτο.
Κακαρίζοντας η κότα, μαρτυράει τ’ αυγά της.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Κάλλιο να ΄μια κεφαλή ποντικού, παρά ουρά λιονταριού.
Κάλλιο πουλάκι στο κλαρί (ή κλαδί), παρά πουλί στο βρόχι (ή παρά πουλάκι στο κλουβί).
Κάλλιο τελευταίο λιοντάρι, παρά πρώτη αλεπού.
Κάλλιο φιδιού γλώσσα, παρά κακής γυναίκας.
Καλύτερα να πέσεις σε κόρακα, παρά σε κόλακα.
Κανείς δεν διδάσκει καλύτερα από το μυρμήγκι, που δεν λέει τίποτα, αλλά συνεχώς εργάζεται.
Κάνει τον ψόφιο κοριό.
Καποιανού του χάριζαν γάϊδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
Καρκαρέλι (δεντρόβιος βάτραχος) μοναχικό λαλάει, για βροχή παρακαλάει.
Κατά το πουλί και η φωλιά του, κατά τον άνθρωπο το σπίτι του.
Κατά φωνή και το πουλί (ή κι ο γάϊδαρος).
Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
Κι αν έχει ο γάϊδαρος φωνή για ψάλτη δεν τον κράζουν.
Κλωτσιώνται τα γαϊδούρια, αλλοί στα σαμάρια.
Κλωτσιώνται τα μουλάρια, την πληρώνουν τα σαμάρια.
Κολιός και κολιός από ‘να βαρέλι.
Κόρακας, κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κόρακας στον ουρανό, για αέρας για νερό.
Κόστισε ο κούκος για αηδόνι.
Κουβέντα, κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βιτούλα.
Κουρούνα στο φτερό, για αέρας για νερό.
Κυνηγούν τα περιστέρια και αφήνουν τα κοράκια.
Λαγοί με πετραχήλια.
Λαγός τη φτέρη κούναγε (ή έσειε), κακό της κεφαλής του.
Λαλεί ο κούκος για νερό κι ο χορχολός (νυχτοκόρακας) για ξέρα.
Λείπει ο γάτος και χορεύουν τα ποντίκια.
Λιοντάρι γέρικο, σκυλάκια το δαγκώνουν.
Μαλώνουν σαν τα κοκκόρια.
Μάρκο –Μάρκο, μάργωσέ τα κι Άη Γιώργη τύφλωσέ τα (εννοεί τα φίδια που αρχίζουν να βγαίνουν στις 23 ή 25 Απριλίου)!
Μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.
Μεγάλωσε το γαϊδουράκι, κόντυνε το σαμαράκι.
Μ’ έζωσαν τα φίδια (ανησύχησα).
Μείναμε τρεις κι ο κούκος.
Με λαγούς και με περδίκια, τ’ άδικα τα κάνεις δίκια.
Με στεγνά τα χέρια, δεν πιάνουν σαλιγκάρια.
Με το μαΐστρο τα ψάρια ακρίζουν (πλέουν κοντά στην παραλία).
Μη με γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι! Αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι.
Μην εμπιστεύεσαι τα πισινά τ’ αλόγου, ούτε το δόντι του σκύλου.
Μία σταγών ελαίου, ενός βουβαλιού δύναμις.
Μια φορά το λεν τ’ ανθρώπου και δύο του γαϊδάρου.
Μισό σκυλί, μισό ζαγάρι.
Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά.
Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε.
Μπορεί να βγάλει από τον τράγο γάλα.
Να κουρέψουμε τη γάτα και να φτιάξουμε μια κάπα.
Νάμουν το Μάη γάϊδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκκορας και γάτος το Γενάρη.
Να ‘σαι καλά τον Αύγουστο, που ‘ναι παχιές οι μυίγες (λόγω των πολλών φρούτων).
Να φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
Να ‘χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Ξένο γάϊδαρο καβαλλίκεψες, γρήγορα θα ξεπεζέψεις.
Ξερακιανός γάϊδαρος, ξεπατωμός της αχυρώνας (ή αλλοί στην αχυρώνα).
Ξέρει η κλώσσα πως πατεί τα πουλιά της.
Ξέρει η πάπια που είναι η λίμνη.
Ξεχωρίζει (ή είναι ) σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα.
Ο γάϊδαρος εψόφησε στις πρώτες του Φλεβάρη και τον Θεόν εδόξασε πως έφυγ’ ο Γενάρης.
Ο γλάρος αψηλά πετά και χαμηλά λογιάζει.
Ο διάβολος πουλεί τυρί, χωρίς να έχει γίδια.
Ο Θεός ταΐζει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει στη φωλιά τους (ή Ο Θεός δίνει τροφή σε κάθε πουλί, αλλά δεν του το ρίχνει μέσα στη φωλιά του).
Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα.
Οι κοκκόροι κράζουν, οι καιροί αλλάζουν.
Ο κάβουρας στο σπίτι του κανέναν δε φοβάται.
Ο καλός σκύλος είναι και καλός φίλος.
Ο κόκκορας λαλεί καλύτερα στην αυλή του.
Ο κόκκορας λαλεί, σιρόκος ή βροχή.
Ο κόκκορας πολυλαλεί, έχουμε καιρού αλλαγή.
Ο κόρακας μοιρολογεί το πρόβατο και ύστερα το τρώει.
Ο κόρακας περιστέρι δεν γίνεται.
Ο κούκος θέλει σύντροφο και το ρεβύθι αέρα.
Ο κούκος σκούζει για νερό κι η κουκουβάγια ξέρα (το λάλημά του προμηνύει βροχή).
Ο λαγός είναι εχθρός του σκύλου και ο κόλακας του φίλου.
Ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αυτιά του φαίνονται.
Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν.
Όλοι οι χοίροι μια γενιά κι έχουν γουρούνι μπάρμπα.
Ο λύκος έχει το κακό όνομα κι ας τρώει η αλεπού τα περισσότερα.
Ο λύκος έχει το όνομα και η αλεπού τη χάρη.
Ο λύκος έχει χοντρό σβέρκο γιατί κάνει τις δουλειές μόνος του.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του.
Ο λύκος πιστικός δε γίνεται κι ο σκύλος τυροκόμος.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα (ή στην αντάρα) χαίρεται.
Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη όχι.
Ο μαύρος μου εψόφησε, χορτάρι μη φυτρώσει.
Ο μουσαφίρης (ή ο φιλοξενούμενος) και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρωμάνε.
Ο μπούφος σκούζει για νερό κι η χουχουλούζα (κουκουβάγια) ξέρα.
Ο πεινασμένος γάϊδαρος, ξυλιές δε μετράει.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες.
Όποιος γίνεται πρόβατο, τον τρώει ο λύκος.
Όποιος έχει τα κακαρίσματα, έχει και τ’ αυγά.
Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται.
Όποιος καβαλικεύει ξένο άλογο, γρήγορα ξεπεζεύει (ή Σ’ άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις).
Όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους.
Όποιος κοιμάται ως αργά δεν πιάνει ψάρια.
Όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, χάνει και τον ένα (ή δεν πιάνει κανέναν).
Όποιος πεινάει (ή πονεί, γαϊδουρινά φωνάζει.
Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει.
Όπου βρήκε η κότα κουτσούλησε.
Ο που κρατάει το χέλι απ’ την ουρά, δεν το ‘πιάσεν ακόμα.
Όπου λαλούν πολλοί πετεινοί (ή κοκκόροι) αργεί να ξημερώσει.
Όπως μιλάει ο κόρακας, μιλάει και το παιδί του.
Όρισαν της αλεπούς και η αλεπού της ουράς της.
Όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
Ο σαλίγκαρος τραγουδάει, όταν ψήνεται.
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι.
Όταν βγαίνει το σαμάρι, τότε φαίνονται οι πληγές.
Όταν γερνάει ο λύκος, παιχνίδι των σκυλιών γίνεται.
Όταν θέλει η γίδα ξύλο, ξύνεται στην γκλίτσα του τσοπάνη.
Όταν κεντάς τις σφήκες, σε τρώνε.
Όταν λαλούν τα κοράκια (ή οι κόρακες) σιωπαίνουν τ’ αηδόνια.
Όταν ο ποντικός πιαστεί στη φάκα, δεν έχει πια όρεξη για το δόλωμα.
Όταν ο σκύλος σου πεινά, τους ξένους μην ταΐζεις.
Όταν πεινάει η αλεπού, καμώνεται ότι κοιμάται.
Όταν πετούν τα χελιδονόψαρα, φρεσκάρει ο αέρας (έρχεται ανεμοθύελλα).
Όταν στο βάλτο μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια.
Όταν το αρνί ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη, κάτι θέλει.
Όταν φτερώσει το μυρμήγκι, χάνεται.
Ό,τι δεν κατορθώνει η δορά του λέοντος, το επιτυγχάνει η δορά της αλεπούς.
Ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Ούτε ο Αλής γίνεται Γιάννης, ούτε η όρνιθα χταπόδι.
Ούτε κότες έχουμε, ούτε με την αλεπού μαλώνουμε.
Ούτε πουλί (ή πουλάκι) πετούμενο, να μη βρεθεί μπροστά σου (ή στο δρόμο σου).
Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου.
Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά.
Ο χρυσωμένος γάϊδαρος, πάλι γάϊδαρος είναι.
Πάει μόνος του, σαν λύκος.
Παλιός γάϊδαρος ( ή μουλάρι) καινούργιο περπατησιά δε βγάζει.
Πάντα μπορεί να υπάρχει ένα φίδι μέσα στο γρασίδι.
Πέρασαν από δω αητοί και σταυραετοί, όχι μπούφοι και κουκουβάγιες.
Περπατεί σαν τον κάβουρα.
Πέρυσι κάηκε ο λαγός κι εφέτος ακούσθη η βρώμα.
Πεταλώνει τον ψύλλο.
Πήγε για λαγούς κι έβγαλε πρινάρι.
Πήγε για λαυράκι και βρήκε αναψαριά.
Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Πήγε σαν του μπούφ’ το πουλί.
Πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα.
Πόθε να πιάσεις αχινό και να μη σ’ αγκυλώσει.
Ποιό αρνί ζητάει να ‘ρθει νωρίς το Πάσχα;
Ποιός είδε λαγό με ταμπουρά και αλεπού με ρόκα;
Πουλί όπου σου πέταξε, οπίσω δε γυρίζει.
Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να κατεβάζεις ψείρες.
Προβάτου σχήμα και λύκου γνώση.
Πώς πάνε κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουν.
Πώς τα περνάς αλεπού; Από σώγαμπρος καλύτερα.
Σαλίγκαρος σπίτι καίγεται κι εκείνος τραγουδάει.
Σαλίγκαρος καιγότανε κι ακόμη τραγουδούσε.
Σαν ταύρος σε υαλοπωλείο.
Σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι.
Σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση.
Σα χορεύουν τα δελφίνια, προκαλούνε τη φουρτούνα.
Σε κάποιον χάριζαν γάϊδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
Σε χύτρα που βράζει, μύγες δεν πάνε.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σιγά – σιγά κοτούλα μου κι εγώ σε μαγειρεύω.
Σκάει ο τζίτζικας.
Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά.
Σκουλήκι μικρό, πιάνει μεγάλα ψάρια.
Σκυλί δαρμένο, κακό κυνήγι κάνει.
Σκυλί που γαυγίζει δε δαγκώνει.
Σου δίνει αυγό, να σου φάει την κότα.
Στην ανεμοζάλη, ο λύκος χαίρεται.
Στο μερμήγκι όταν θέλει να χαθεί, ο Θεός του δίνει φτερά.
Στραβά πηγαίνεις κάβουρα, να δω την προκοπή σου.
Συντροφικό γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.
Σώγαμπρος, αλεπού γδαρμένη.
Σώθηκε από του λύκου τα δόντια.
Τα άλογα επτά φορές τη μέρα σκέφτονται να σκοτώσουν τον αφέντη τους.
Τα βόδια τα δένουν από τα κέρατα, τον άνθρωπο από τα λόγια του.
Τα θες γαλάτα και μαλλάτα και τα αρνιά σερνικά (τα θέλεις κατά πως σε συμφέρει).
Τα καλά τα λόγια βγάζουν το φίδι από την τρύπα.
Τα μυρμήγκια πιλαλάνε, τον χειμώνα καρτεράνε.
Τα πουλιά κυνηγούν τους ώριμους καρπούς, οι συκοφάντες τους γεμάτους αρετή και αξία ανθρώπους.
Τα χέλια, που σκαρίζουν (μαζεύονται) στη στεριά, φοβούνται βαρυχειμωνιά.
Τζίτζικας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε.
Την έσκισα τη γάτα.
Της αλεπούς το τομάρι, στο παζάρι κρέμεται.
Τί είναι ο κάβουρας, τί είναι το ζουμί του.
Τί θέλει (ή τί ζητά) η αλεπού στο παζάρι;
Το αηδόνι τα καλύτερα τραγούδια του, τα κελαϊδεί στο σκοτάδι.
Το άλογο μπορείς να το πας στην πηγή, αλλά δε μπορείς να το κάνεις να πιει νερό.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει, πάλι αξίζει ένα βόδι.
Το βρώμικο ψάρι τη ρίγανη αγαπάει.
Το γαϊδούρι όταν πιεί και ξεδιψάσει, δίνει στον κάδο μια κλωτσιά.
Το γουρούνι, πρόβατο δεν γίνεται.
Το δόλωμα πιάνει το ψάρι κι όχι τ’ αγκίστρι.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Το καλό (ή το ήμερο ) τ’ αρνί βυζαίνει από δύο μανάδες.
Το καλό το πουλί από τ’ αυγό του κελαϊδεί.
Το καλό το σύκο, το τρώει η κουρούνα.
Το καλύτερο αχλάδι, το τρώει ο χοίρος.
Το λύκο κουρεύανε και εκείνος ρωτούσε, πού θα πάνε τα πρόβατα.
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Το μέλι είναι γλυκό, μα η μέλισσα κεντά (ή οι μέλισσες κεντρίζουν).
Το μισιακό γαϊδούρι, το τρώει ο λύκος.
Το μοναχό το πρόβατο, το τρώει ο λύκος.
Το μυρμήγκι, όταν θέλει να χαθεί, κάνει φτερά.
Τον καβαλίκεψε το γάϊδαρο.
Το πονηρό πουλί πιάνεται και απ’ τα δυο πόδια (ή πιάνεται στο δόκανο).
Το πρωινό πουλί βρίσκει το σκουλήκι.
Το σκυλί γεννά σκυλί.
Το σκυλί, όπου τρώει, γαυγίζει.
Το σκυλί που γαυγίζει, μην το φοβάσαι.
Το σκύλο κάμε σύντεκνο και το ραβδί σου βάστα.
Τότε κελαϊδούν τ’ αηδόνια, όταν πάψουν (να κράζουν) τα κοράκια.
Το τυχερό αρνί βυζαίνει από δύο μανάδες.
Του ανθρώπου ασπρίζουν πρώτα τα μαλλιά κι ύστερα τα φρύδια, ενώ του αλόγου αντίθετα.
Του γεννούν και τα κοκκόρια.
Του γουρουνιού τη μύτη κι αν την κόψεις, πάλι γρου… γρου… θα κάνει.
Του κόστισε ο κούκος, αηδόνι.
Του Σωτήρος τα λελέκια, του Σταυρού τα χελιδόνια.
Του τάξανε λαγού τυρί κι απ’ άγριο γίδι γάλα.
Του ‘φάγε η γαϊδούρα τ’ αλεύρι.
Του φιδιού το δάγκωμα, ύστερα πονεί.
Του φτωχού τ’ αρνί, κριάρι δεν γίνεται.
Το φίδι, αν δεν φάει φίδι, δράκος δεν γίνεται.
Το φτωχό το αρνί δεν κάνει πλατειά ουρά.
Το χαρισμένο άλογο, στα δόντια δεν το βλέπουν.
Το χρυσό το χαλινάρι δεν κάνει καλύτερο το άλογο.
Το ψάρι από την κεφαλή βρωμάει.
Το ψάρι θέλει υπομονή και το κυνήγι πόδια (ή πείσμα).
Το ψάρι και ο φιλοξενούμενος στο σπίτι σε τρεις μέρες βρωμούν.
Το ψει… ψει… γίνεται ψείρα.
Τρεις και ο κούκος.
Τρέχει πίσω του, σαν το σκυλί.
Τρία πουλάκια κάθονται.
Τρία πουλιά κι ένα τσιώνι (ένα και το αυτό).
Τρων αλεύρι οι ποντικοί, τρων τους ποντικούς οι γάτες.
Φάγαμε το βόϊδι και κολλήσαμε στην ουρά.
Φύλαξε φίδι το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Φύση τη φύση κυνηγά κι η γάτα το ποντίκι.
Χάνει το σκυλί, τον αφέντη.
Χόρτασε η ψείρα κι εβγήκε στο γιακά (νεοπλουτισμός).
Χτυπάει το σαμάρι, ν’ ακούσει το γαϊδούρι.
Χώρισαν τα γαλάρια από τα στέρφα.
Ψάρια στο γυαλό (ή μέσα απ’ το γυαλό), όσα θέλεις σου πουλώ.
Ψειρίζουν τη μαϊμού.
Ψηλά φόρτωνε τ’ άλογο και χαμηλά τραγούδα.
Ψήσου γίδα μ’ ψήσου και ροδοκοκκινίσου (λέγεται περιμένοντας κάποια επιτυχία).
Ψόφησε ο γάϊδαρος (ή το βόδι) χάλασε η σεμπριά.
Ώδινεν όρος και έτεκε μυν.
Ως και τ’ αηδόνι που λαλεί, να παντρευτεί γυρεύει.
Ώσπου να μάθουν το γάϊδαρο να μην τρώει, ψόφησε.

Από το βιβλίο: «Αγροτικές Παροιμίες», των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.