ποιά η σημασία και η θέση της Αγίας Σοφίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Η Αγία Σοφία ήταν «το επακόλουθο μιας πεποιθήσεως ότι η αυτοκρατορία εξεπλήρωνε μια θεία αποστολή˙ ότι η απαίτησή της να κυβερνά βασιζόταν στη θέληση του χριστιανικού Θεού» ( Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 40). Καθώς στεκόταν υψηλή πάνω από την Κων/πολη των άλλων οικοδομημάτων έμοιαζε ότι ήταν όρθια η ίδια η βυζαντινή αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και ο Προκόπιος τη θεωρούσε καρδιά του όλου «Χριστεπωνύμου πληρώματος».
Δεν ήταν μόνον μέγιστος ναός, αγιώτατος, ιερώτατος, περιώνυμος, περίπυστος και περιλάλητος. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, αυτοκράτωρ και ιστορικός του ΙΔ’ αι. μ. Χ. τον θεωρούσε «κοινόν άγαλμα της Ρωμαίων ηγεμονίας και δείγμα της μεγαλουργίας και της περί τα καλά φιλοτιμίας» ενώ ο Μανουήλ Χρυσολωράς αποφαινόταν «έσται γαρ όντως ουκ ανθρωπίνης σοφίας έργον» Μ. Ελλην. Εγκυκλοπ. Τόμ. Α’, σελ. 301-2). Ήταν «συνεχούς λάμψεως και επιβλητικής πρωτεύουσας επικαιρότητας» (Πασπάτη Α’, Βυζ. Μελέται, σελ. 294- 295).
Την αγία Σοφία μπορείς να θεωρήσεις ως το πρώτο κέντρο ζωής της βυζαντινής αυτοκρατορίας: «Μετά την εκλογή του ο αυτοκράτορας πήγαινε επευφημούμενος από τους στρατιώτες και το λαό για να αγιάσει το στέμμα του, ακουμπώντας το για λίγες στιγμές πάνω στην αγία τράπεζα… Ο Πατριάρχης ( ο οποίος έμενε σε οίκημα κοντά στην αγία Σοφία) ευλογεί, τον εξορκίζει να τηρήσει το αμετάβλητον της Ορθοδοξίας και των αυτοκρατορικών δικαιωμάτων, να φοβάται το Θεό και να θυμάται τον θάνατο» Ζεράρ Βάλτερ, η καθημερινή ζωή του βυζαντίου, σελ. 71 – 75.
Η αγία Σοφία δεν ήταν συνέπεια της νοοτροπίας του Panem et circenses (άρτου και θεάματος), αλλά έγινε κιβωτός του χριστιανισμού, αγιαστικό κέντρο λατρείας και συλλογών ιερών λειψάνων και αντικειμένων. «Στην αγία Σοφία ήταν και δύο κομμάτια του Τιμίου Σταυρού, το σίδερο της λόγχης, που τρύπησε το πλευρό και τα δύο καρφιά και ένα μπουκάλι από κρύσταλλο που είχε μέρος από το ακάνθινο στέφανο και το αίμα του Χριστού. Στην αγία Σοφία βρίσκονταν τα σάβανα του Χριστού, τα χρυσά λαγήνια με τα δώρα των Μάγων, το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου, η πέτρα με την τρύπα που σκέπαζε το πηγάδι της Σαμαρείτιδας, η πέτρα του Παναγίου Τάφου, οι βίδες και το πριόνι, που είχαν χρησιμοποιηθεί για να γίνει ο Τίμιος Σταυρός» Κ. Κυριαζή, Η Δ’ Σταυροφορία, σελ. 301-2.
Οι βυζαντινοί την ωνόμασαν Μεγάλη Εκκλησία την αγία Σοφία καθόσον συνδεόταν με την ιστορία του Βυζαντίου, με τον πολιτισμό του βυζαντίου και με την βυζαντινή και παγκόσμια τέχνη. Στην ιστορία συνδεόταν με τα μεγαλύτερα επεισόδια και τις παλίντροπες τύχες της μακραίωνης αυτοκρατορίας. Στον πολιτισμό συνδεόταν με τις μεγαλοπρεπέστατες πομπές, στέψεις και τελετές της εκκλησίας και της αυλής. Και για την τέχνη αθάνατο μνημείο, με το οποίο εγκαινιάσθηκε νέος αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο ορθόδοξος ρυθμός.
Εκεί αποδίδονταν πολλές φορές οι ευχαριστήριες δοξολογίες για τις μεγάλες νίκες των αυτοκρατόρων και ακολουθούσαν τα αναθήματα = αφιερώματα των ένδοξων νικητών λ.χ. ο Ιωάννης Τζιμισκής μετά το θρίαμβό του στην εκστρατεία κατά των Ρώς «τον θρίαμβον καταγαγών δια μέσης της πόλεως… εις τον μέγαν ναόν της του Θεού Σοφίας εισελαύνει σηκόν. Και τας ευχαριστηρίους ευχάς αποδούς… το των Μυσών εκπρεπέστατον στέφος οιονεί πρωτόλειον δώρον τω Θεώ καταθέμενος» Leonis diaconi, Histroriae, βιβλ. 9, κεφ. 12, σελ. 158.
Ο θρίαμβος του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου μάλιστα είχε δύο φάσεις, την πρώτη στον Παρθενώνα της Ακροπόλεως και τη δεύτερη στην αγία Σοφία Κων/πόλεως. Συγκεκριμένα γνώρισε η αγία Σοφία θριάμβους κατά των Περσών, Σλάβων, Αβάρων, Αράβων, Πετσενέγγων, Κουμάνων, Ούγγρων, Τούρκων, Νορμανδών και Φράγκων.
Από τον άμβωνα άλλωστε της αγίας Σοφίας είχαν ανακοινωθεί οι μεγάλες νίκες του Ηρακλείου και άλλων, καθώς και οι μεγάλες αποφάσεις των Συνόδων και των αυτοκρατόρων. Οπωσδήποτε ακούσθηκαν και τα ζωογόνα κηρύγματα των μεγάλων Πατέρων της εκκλησίας και των πατριαρχών, όπως του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Σεργίου, του Φωτίου. Για χίλια εκατόν τριάντα πέντε έτη στην αγία Σοφία διαδραματίσθηκαν όλα τα μεγάλα εκκλησιαστικά και πολιτικά γεγονότα του βυζαντινού βίου.
Γνώρισε και τις «μαύρες ώρες» του βυζαντίου ο ναός της αγίας Σοφίας, όπως στη διάρκεια της εικονομαχικής θύελλας οπότε έπαθε πολλές καταστροφές. Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων του 820 μ. Χ. οι συνωμότες του Μιχαήλ Τραυλού μεταμφιεσμένος σε κληρικούς και φέροντες εγχειρίδια υπό μάλης και κραυγάζοντες «ουχ όρκων, αλλά φόνων καιρός» δολοφόνησαν τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Ε’ και έσυραν ακρωτηριασμένον το νεκρό του βασιλέως στον Ιππόδρομο. Όταν το παλάτι και ο ιππόδρομος γίνονταν πολιτκή αρένα, όπου ανταγωνίζονταν οι αντίπαλες μερίδες των δυναστικών παρατάξεων, τότε μεταφέρονταν οι αντιδικίες και στην αγία Σοφία και ο λαός συγκεντρωνόταν όχι για να προσευχηθεί, μα για να εκφράζει την επιδοκιμασία του ή την αποδοκιμασία του, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας αυτοκράτορες.
Οπωσδήποτε γνώρισε μεγάλες – συγκλονιστικές στιγμές της διακηρύξεως της ορθοδοξίας, όπως στην ανακοίνωση των αποφάσεων της Δευτέρας Οικουμενικής συνόδου και στην αποκατάσταση της ορθοδοξίας, ύστερα από την εικονομαχία στις 11 Μαρτίου του 843 μ. Χ., την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε αναγνώσθηκε το συνοδικό, το οποίο κατεδίκαζε όχι μόνον τους εικονομάχους, αλλά και όλους τους αιρετικούς. Τότε παραβρέθηκαν και πολλοί μοναχοί, που είχαν κατεβεί από τα όρη της Βιθυνίας και ύστερα παρέλασαν σαν νικητές στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Υπήρξε ο ιερός χώρος προσευχής αρχόντων και λαού, καταφύγιον χριστιανών «εις στιγμάς απελπισίας και το ανεγνωρισμένον ιερόν άσυλον των καταδιωκομένων». Εις την αγίαν Σοφίαν γονατιστός με τα μελανά υποδήματα του μαχητού μετά το Πάσχα του 622 μ. Χ. ο Ηράκλειος ζήτησε την βοήθεια όλων, αρχής γενομένης από του Θεού, και άφησε την πόλη στα χέρια του Θεού, της Θεοτόκου και του πατριάρχου. Εκεί κατέφυγε ο πανίσχυρος ευνούχος Ευτρόπιος, όταν απώλεσε την ισχύν και την επιρροήν του. Εκεί έτρεχαν «εις δεινάς περιστάσεις άρχοντες και λαός δια ν’ ανακηρύξουν ικανούς αυτοκράτορες, ως τον Μούρτζουφλον, τον Λάσκαρην κατά την πολιορκίαν της πόλεως από τους Φράγκους το 1204 μ. Χ. Μεγ. ελλην. Εγκυκλ. Τόμ. 1ος, σελ. 299.
Στην αγία Σοφία εκδηλωνόταν επίσημα και ουσιαστικά η συνεργασία Πολιτείας και εκκλησίας. «Ο βασιλεύς είναι ως εν τω οίκω του. Έχει ιδιαίτερον δωμάτιον, το Μιτατώριον. Οσάκις θέλει να κάμη μεγάλην υποδοχήν εις ξένους πρέσβεις λαμπρύνει την διακόσμηση την διακόσμησιν του παλατίου με τα σκεύη και κειμήλια της αγίας Σοφίας. Και να μεταχειρισθή αυτά δύναται προς σωτηρίαν του κράτους… Οσάκις εκινδύνευσεν το κράτος από εχθρούς, τα κειμήλια της αγίας Σοφίας έδωκαν εις τους βασιλείς το απαιτούμενον χρήμα. Από τον άφθονον χρυσόν και άργυρον των βαρυτίμων και πολυπληθών εκείνων κειμηλίων έκοπτον νομίσματα χάριν της επειγούσης ανάγκης… Ο Ηράκλειος κατά των Περσών και ο Αλέξιος Α’ κατά των Νορμανδών… τα επέστρεψαν με τα άλλα κειμήλια… Και ο Κων/νος Παλαιολόγος έλαβεν, αλλά δεν επέπρωτο να επιστρέψη!». Μεγ. ελλην. Εγκυκλοπ. Τόμ. Α’, σελ. 298. Οι βυζαντινοί ιστορικοί συγγραφείς Κων/νος Πορφυρογέννητος, Ψευδοκωδηνός και Ιωάννης Καντακουζηνός κάνουν λόγο για την προετοιμασία του αυτοκράτορα πριν από τη στέψη, με ολονυκτία την παραμονή. Ο αυτοκράτωρ διερχόταν τη νύκτα στα υπερώα και το πρωί κατερχόταν και εισερχόταν από την Βασίλειο Πύλη… Στον άμβωνα γινόταν η στέψη και μετά ο αυτοκράτορας εισερχόταν στο ιερό. Ο αυτοκράτορας συνώδευε την πομπή της θείας ευχαριστίας… Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης κρατούμενοι από το χέρι, διέρχονταν με βραδύ και ιεροπρεπές βάδισμα το χώρο του ναού… Εκεί διδόταν και ο αδελφικός ασπασμός των αρχόντων στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη.
Στην αγία Σοφία ονομαστοί πατριάρχες ήλεγξαν αυστηρά τον αυτοκράτορα, όταν παρέβαινε τον θείον και τον ανθρώπινον νόμον. Π. χ. «ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός απαγόρευσε δύο φορές στον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ το Σοφό (είχε συνάψει τέταρτο γάμο) να μπει στην αγία Σοφία, τα Χριστούγεννα του 906 μ. Χ. και τα Θεοφάνεια του 908 μ. Χ.» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία βυζ. Κράτους, τόμ. Α’, σελ. 122. Αποφασιστικός ο πατριάρχης είπε: «ει δε τυραννικώς επιβής, ετοίμως έχομεν άπαντες του ναού απαναχωρήσαι» Διον. Ζακυθηνού, βυζ. Ιστορίας επισκόπησις, συμπλήρωμα Μ.Ε.Ε. σε. 227.
Γνώρισε την ταπείνωση, που επέβαλαν οι σταυροφόροι καταργώντας την αγία Σοφία για πενήντα επτά (57) χρόνια. Γνώρισε όμως και τη δόξα της ανάκτησης: στις 15 Αυγούστου του 1261 ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος – που ο λαός προϋπάντησε με την εικόνα της Οδηγήτριας, που πιστευόταν ότι ήταν έργο του ευαγγελιστή Λουκά – πορεύθηκε πεζός, περισσότερο χριστιανός, παρά αυτοκράτορας, με την ιερή πομπή στην αγία Σοφία. Στο ναό αυτό της Θείας Σοφίας, που αποδόθηκε πάλι στην Ορθοδοξία στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτωρ» Georg. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. Κράτ. Τ. Γ’, σελ. 132.
Προκαλούσε εκπληκτική εντύπωση στους ξένους, απεσταλμένους και ηγέτες λαών και τους προσείλκυε. Οι Ρως (Ρώσσοι) λ.χ. απεσταλμένοι εκφράσθηκαν στο βασιλιά τους Βλαδίμηρο έτσι: «Δεν ξέραμε αν βρισκόμαστε στον ουρανό ή στη γη. Γιατί στη γη δεν υπάρχει τέτοιο μεγαλείο και τέτοιο κάλλος και αδυνατούσε να το περιγράψουμε»: (Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 311). Είχε μόνιμη απήχηση εσωτερικά και εξωτερικά, όπως σημειώνει και ο Κ. Κrumbacher: «Μεγίστην διάδοσιν είχεν η διήγησις περί της κτίσεως της αγίας Σοφίας˙ εν απειραρίθμοις χειρογράφοις κείνται πραγματείαι τούτο το θέμα έχουσαι όπερ άφθονον τροφήν παρείχεν εις το εθνικόν και εκκλησιαστικόν αίσθημα του λαού και εις την αγάπην του προς τας περί θαυμάτων διηγήσεις. Και εις την Σλαβικήν Λογοτεχνίαν μετωχετεύθη η περί της αγίας Σοφίας διήγησις» Κ. Κrumbacher, ιστορία της βυζ. Λογοτεχνίας, τόμ. Α, σελ. 43.
Και όταν σκοτίσθηκε ο ήλιος και έπεσε η βασιλεύουσα και η αγία Σοφία βεβηλώθηκε μεταβληθείσα σε τζαμί, τότε σ’ αυτήν μαθήτευσαν οι Τούρκοι αρχιτέκτονες, των οποίων ονομαστότερος ήταν ο Σινάν, ελληνικής καταγωγής, και δημιούργησαν τα μεγάλα τζαμιά. Ενώ για τους Έλληνες «η συγκέντρωσις των Ελληνικών πόθων επί τους μακρούς της δουλείας αιώνας εις της Αγίας Σοφίας τους θόλους δεν ήτο πλάνη ιστορική, άλλ’ απόδειξις της συγχωνεύσεως ταύτης του ελληνισμού και του βυζαντίου» (Δημ. Βιλέλα, περί βυζ. Μελέτη, σελ. 75).
Κοντολογής για τη σημασία και τη θέση της αγίας Σοφίας στη βυζαντινή αυτοκρατορία, θα μπορούσες να υπογραμμίσεις την άποψη του Κων. Παπαρρηγοπούλου: «Εν τω ναώ εκείνω, ως εν βουλευτηρίω, απεφασίσθησαν και εδραματουργήθησαν αι τύχαι του Ελληνισμού» Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Θ’, σελ. 190.

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.