Τα πρώτα βήματα του Μακαριστού Ιερομ. Αθανασίου Χαμακιώτου – Μητροπ. Αργολιδος Νεκταρίου.

Εισαγωγικό.

Ένας πανέμορφος ευωδιαστός κήπος είναι η Εκκλησία του Χριστού. Ο άγρυπνος επουράνιος κηπουρός με περισσή επιμέλεια φροντίζει τον κήπο Του. Σε κάθε εποχή, με χίλιους δυο τρόπους, πολύχρωμα ανατέλλουν τα λουλούδια. Είναι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Μπορούμε να φανταστούμε τη γη χωρίς λουλούδια; Την Εκκλησία μας δίχως αγίους; Και αν ακόμη ήταν δυνατόν να υπάρξει γη δίχως λουλούδια, η Εκκλησία δίχως τους αγίους δεν το μπορεί.

Η αγιότητα είναι ένα λουλούδια που μόνο μέσα στην Εκκλησία μπορεί να ανθίσει. Δεν μπορούμε να το βρούμε αλλού, γιατί μόνο η Εκκλησία είναι εργαστήριο αγιότητος. Και βέβαια άγιοι υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε κάθε εποχή, γιατί ο Θεός «έως άρτι εργάζεται» εξακολουθεί να εργάζεται έως τώρα. «Έτι το Ευαγγέλιον ενεργεί και φίλους Θεού και προφήτας κατασκευάζει». Το Ευαγγέλιο ενεργεί και σήμερα, δημιουργώντας φίλους του Θεού και προφήτες, θα μας πει ο όσιος Νικήτας ο Σταθάτος.

Σήμερα ο αλλοτριωμένος, οκνηρός και χλιαρός πνευματικός άνθρωπος, για να δικαιολογήσει τη δειλία και φυγομαχία του, υποστηρίζει πως η αγιότητα είναι ένα λουλούδι που δεν φυτρώνει πλέον στην εποχή μας˙ και ότι ήταν άλλες οι εποχές εκείνες, που έδιναν στους ανθρώπους τη δυνατότητα να αγιάσουν. Κι έτσι παραιτείται από την αρχή κιόλας από την προσπάθεια και τον αγώνα για την απόκτηση της αγιότητος. Όμως ο «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η εντολή Του «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμί» δεν έπαψε να ισχύει. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησε και στις μέρες μας η χάρη του Θεού να αναδεικνύει αγίους, που ζουν και κινούνται ανάμεσά μας, που παρηγορούν το λαό του Θεού και με τις ευχές τους στηρίζουν την οικουμένη.

«Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ» ιερομόναχος Αθανάσιος. Όπως όλοι όσοι δέχθηκαν το συγκλονισμό της θείας χάρης, έτσι και «ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν». Άνθρωπος με σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος από την αγάπη προς το Θεό και τον άνθρωπο. Στολισμένος με όλες τις άγιες αρετές. Πράος, ταπεινός, σεμνός, ειρηνικός, υπομονετικός, ασκητικός. Γνήσιος ποιμένας και πνευματικός πατέρας. Αληθινός αγωνιστής που με τη χάρη του Θεού και την αγία βιοτή του ενδύθηκε το ένδυμα της αγιότητας.

Αυτή την κατά κοινή ομολογία αγία μορφή επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε. Παράτολμο το εγχείρημα. Πώς να παρουσιάσεις μέσα σε λίγες σελίδες τη μορφή και τη ζωή ενός πνευματικού αγωνιστή, όσιου και άγιου; Μια πνευματική εμπειρία και ακτινοβολία δεν μπορείς να την περιγράψεις, έστω κι αν ακόμη την έχεις δεχτεί. Όμως δεν μπορείς και να σιωπήσεις. Ελπίζουμε πως η αγάπη του θα συγχωρήσει τις ατέλειες και θα αναπληρώσει τα ελλείποντα. …

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Εκκλησία μας δεν αρκείται στο να μας προσφέρει τη διδασκαλία της γύρω από τα σπουδαία θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά μας παρουσιάζει και ένσαρκες φανερώσεις της αλήθειας. Ανθρώπους, δηλαδή, που έκαναν όλα αυτά πράξη, βίωμα, ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι όλος ο χρόνος είναι κατάσπαρτος από τις γιορτές των αγίων. Ούτε επίσης είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι μεγάλοι άγιοι ασχολήθηκαν με τη συγγραφή βίων άλλων αγίων. Αναμφισβήτητα το θεωρούσαν πολύ σημαντικό. Και όλοι αυτοί οι βίοι έγιναν τροφή για το λαό του Θεού. Τα συναξάρια έγιναν τα προσφιλέστερα αναγνώσματα και έθρεψαν γενιές. Οι πιστοί έβλεπαν και βλέπουν μέσα στα κείμενα αυτά τους αγίους να επιβεβαιώνουν έμπρακτα και να μαρτυρούν με τη ζωή τους την αλήθεια που κήρυξε ο Ιησούς Χριστός και φανέρωσε στον κόσμο. Γράφει ο μακαριστός γέροντας Σωφρόνιος στο βίο του αγίου Σιλουανού:

«Από την εποχή του Ιωάννου του Θεολόγου, στο διάβα 19 αιώνων πέρασαν χοροί ολόκληροι από τέτοιους μάρτυρες. Αυτός όμως ο τελευταίος μας είναι ιδιαίτερα πολύτιμος, γιατί ήταν σύγχρονός μας. Πολλές φορές έχουν οι Χριστιανοί τον απόλυτα φυσικό πόθο να δουν ορατές αποδείξεις της πίστεώς μας. Αλλιώς η ελπίδα τους εξασθενεί και οι διηγήσεις για θαύματα παλαιοτέρων εποχών καταντούν μύθος στη συνείδησή τους. Να γιατί είναι ωφέλιμη η επανάληψη παρόμοιων μαρτυριών, να γιατί είναι ανεκτίμητος για μας αυτός ο καινούργιος μάρτυρας, στον οποίο θα μπορούσε να δει κανείς σωτηριώδεις εκδηλώσεις της πίστεώς μας. Ξέρουμε πως κι αυτόν λίγοι θα τον πιστέψουν, όπως λίγοι πίστεψαν τη μαρτυρία των προγενέστερων πατέρων. Κι αυτό όχι γιατί δεν είναι αληθινή η μαρτυρία, μα γιατί η πίστη απαιτεί αυταπάρνηση και αγώνα».

Ας ευχηθούμε και ο βίος του μακαριστού γέροντα Αθανασίου, που είναι μια καινούργια σελίδα της ζωής του Χριστού στη γη μας, να γίνει μία κραυγή αφύπνισης για τις εφησυχασμένες συνειδήσεις μας.
Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος.
17 Αυγούστου 1997
μνήμη του αγίου μάρτυρος Μύρωνος
και τριακοστή επέτειος από την κοίμηση του Γέροντα.

Τα πρώτα βήματα.

«Εκ ρίζης ευκλεούς θεοδώρητον κλήμα»

Ο μακαριστός γέροντας Αθανάσιος, για όσους είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν, θεωρείται ότι ανήκει στους λίγους ανθρώπους, που με τη ζωή τους δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι «κατεβασμένοι» από τον ουρανό, ότι είναι «δώρα του ουρανού» στη γη. Επίγεια πατρίδα του ήταν το μικρό γραφικό χωριό Τουρλάδα, που βρίσκεται σε δασωμένη πλαγιά, στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και σε υψόμετρο 780 μ. Στη Τουρλάδα οι χωρικοί ζουν απλά, ταπεινά, χαμένοι στην ερημιά των γύρω ορεινών όγκων. Γονείς του γέροντας οι ευλαβείς χωρικοί Βασίλειος και Κωνσταντίνο. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1891 και βαφτίστηκε στην εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον απόστολο Ανδρέα, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος. Είχε και άλλα τρία αδέλφια, τον Αθανάσιο (που έγινε κι αυτός ιερομόναχος με το όνομα Χαρίτων και χρημάτισε ηγούμενος της Ι. Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου), το Θεόδωρο και την Αικατερίνη.

Και τα τέσσερα παιδιά μεγάλωσαν σ’ ένα ήρεμο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι γονείς τους ήταν άνθρωποι φτωχοί, με απλότητα και ευσέβεια. Ανάθρεψαν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ο ίδιος ο π. Αθανάσιος μιλούσε με ευγνωμοσύνη για τους γονείς του και τόνιζε την ευσέβειά τους. Για τον πατέρα του διηγείτο ότι γνώριζε ελάχιστα γράμματα. Όμως το προσφιλές του ανάγνωσμα ήταν η Οκτώηχος. Είχε την Οκτώηχο σε μικρό σχήμα και καθημερινά φεύγοντας για τα χωράφια ή για τα πρόβατα, έβαζε το βιβλίο στον τορβά του και όταν έβρισκε ευκαιρία, σε κάποια ανάπαυλα της δουλειάς του, την έπαιρνε και διάβαζε με ευλάβεια.

Η Τουρλάδα, όπως και όλη η περιοχή, είχε δεχθεί λίγες δεκαετίες πριν την ευεργετική επίδραση του φλογερού μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου, που καταγόταν από το γειτονικό χωριό Άρμπουνα. Οι διηγήσεις των παλαιοτέρων για τη ζωή του και τα αφυπνιστικά κηρύγματά του ήταν σίγουρα πηγή έμπνευσης για το μικρό Γεώργιο, που από μικρός ξεχώριζε για τη σύνεση, σεμνότητα, καλοσύνη του κι έδειχνε ιδιαίτερη κλίση προς το ράσο. Η εκκλησία του χωριού και τα ξωκλήσια γύρω από το χωριό, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Στέφανος, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Προφήτης Ηλίας, η Ζωοδόχος Πηγή ήταν τα αγαπημένα του καταφύγια. Η κλίση του αυτή δεν έμεινε απαρατήρητη. Οι συγχωριανοί του στις συζητήσεις τους σχολίαζαν:

-Αυτό το παιδί θα γίνει παπάς. Δεύτερος Παπουλάκος θα γίνει.

Και οι γονείς τον είχαν για υπόδειγμα. Έλεγαν στα παιδιά τους:

-Σαν τον Γεώργιο να γίνεις.

Οι γονείς του Γεωργίου εργάζονταν σκληρά για τα παιδιά τους. Η μητέρα λαχταρούσε να τα μορφώσει κι έκανε ό,τι μπορούσε.

-Θέλω να σπουδάσω τα παιδιά μου˙ μπορεί να γίνουν παπάδες, έλεγε.

Και το όνειρό της έγινε πραγματικότητα. Ο σύζυγός της έφυγε σχετικά νωρίς. Μια πνευμονία ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει στον ουρανό σε ηλικία 58 χρόνων. Αλλά και η μητέρα δοκιμάστηκε πολύ. Τα τελευταία χρόνια τυφλώθηκε. Αντιμετώπισε και αυτή τη δοκιμασία, όπως όλες τις άλλες, με πολλή πίστη και υπομονή. Την αξίωσε όμως ο Θεός να δει αυτό που επιθυμούσε. Τα δυο παιδιά της ιερείς του Υψίστου.

«Εις τα όρη, ψυχή, αρθώμεν»

Η καρδιά του μικρού Γεωργίου φλέγεται από την αγάπη του Θεού. Πολύ νωρίς, σε ηλικία 15 χρονών, τον Ιούλιο του 1906, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να αφιερωθεί. Η περιοχή των Καλαβρύτων έχει πλούσια μοναστική παράδοση. Στα γύρω βουνά στέκονται αιώνες τώρα θρονιασμένα τα Καλαβρυτινά μοναστήρια, φιλοξενώντας φλογερές υπάρξεις, ανήσυχες ψυχές, που θέλουν να πάνε τρέχοντας στο Θεό. Αγία Λαύρα, Μέγα Σπήλαιο, Μακελαριά, Άγιος Νικόλαος, Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Γεώργιος, Ευαγγελίστρια, Άγιος Αθανάσιος κ.ά. Ανάμεσά τους διακρίνεται η θρυλική Αγία Λαύρα, γνωστή όχι μόνο για την προφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, αλλά και για την πνευματικότητά της. Στην επιλογή του Γεωργίου, για το συγκεκριμένο μοναστήρι έπαιξε σπουδαίο ρόλο ο ιερομόναχος π. Χαρίτων Αναγνωστόπουλος, θείος του – αδελφός της μητέρας του, ο οποίος μόναζε στην Αγία Λαύρα.

Η Αγία Λαύρα απέχει από την Τουρλάδα έξι ώρες με τα πόδια. Και ο μικρός Γεώργιος μαζί με τους γονείς του, ανήμερα του προφήτη Ηλία, αναχωρούν για το ιστορικό μοναστήρι. Η αναχώρηση και η πορεία του ήταν μια έξοδος και μια αποδέσμευση από οτιδήποτε δεσμεύει τον άνθρωπο και τον καθηλώνει στη γη. Το κάθε βήμα του τον έφερνε πιο μακριά από το περιβάλλον και τις συνήθειες του μικρού χωριού, και τον οδηγούσε πιο κοντά στη ζωή της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο Θεό. Κόβοντας τα νήματα του κόσμου ίσως πόνεσε. Άφηνε πίσω του το αγαπημένο του χωριό, τους συγγενείς, τους παιδικούς φίλους. Όμως είχε γερό αντίβαρο. Το όραμα της νέας ζωής ήταν τόσο δυνατό, που τον μαγνήτιζε και τον συνέπαιρνε.

Φτάνοντας στην Αγία Λαύρα ο θείος του τον υποδέχθηκε με πολλή χαρά και ο γέροντάς του π. Αθανάσιος συγκατανεύει. Ο Γεώργιος κατατάσσεται στους δόκιμους της μονής και παραδίνεται χωρίς απαιτήσεις στη μοναστική ζωή. Παρότι είναι μικρός στην ηλικία, τον διακρίνει μια ασυνήθιστη ωριμότητα. Γνωρίζει πολύ καλά, ότι «ούτος ο καιρός της πάλης εστίν». Μπαίνει στην πνευματική παλαίστρα και μαθαίνει σιγά – σιγά την τέχνη του αόρατου πολέμου. Προστάτες του η Παναγία η Αγιολαυρίτισσα και ο όσιος Αλέξιος, δύο πρόσωπα στα οποία έτρεφε πάντα ιδιαίτερη ευλάβεια. Επτά χρόνια παρέμεινε ως δόκιμος με ρασοευχή.

Παράλληλα ο δόκιμος Γεώργιος φοιτά στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Αφού τελείωσε τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου με την ευλογία της μονής του, πήρε μεταγραφή για την Ιερατική σχολή Άρτης. Η σχολή είχε ιδρυθεί το 1904 από το Μητροπολίτη Γεννάδιο. Φοίτησε δύο χρόνια από το 1911 μέχρι το 1913. Είναι τα χρόνια των μεγάλων Βαλκανικών πολέμων. Τα σύνορα της Ελλάδας ήταν τότε μέχρι την Άρτα. Το ποτάμι της Άρτας ήταν το φυσικό σύνορο. Χώριζε την ελεύθερη Άρτα, από την τουρκοκρατούμενη. Ο γέροντας αργότερα θα θυμάται και θα διηγείται ότι:

-Κάποιες φορές οι υπόδουλοι Έλληνες ζητούσαν λουκούμια! Όμως οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν. Κι εγώ έβαζα κάτω από το ράσο μου τα λουκούμια, έκανα την προσευχή μου, περνούσα απαρατήρητος τα σύνορα και τα έδινα στους Έλληνες!

«Αγκάλας πατρικάς…»

Όταν μετά από δυο χρόνια αποφοίτησε από την Ιερατική σχολή, επέστρεψε στο μοναστήρι του. Ήδη έχει κλείσει συνολικά επτά χρόνια ως δόκιμος. Ήλθε, λοιπόν, η πολυπόθητη στιγμή για το Γεώργιο να δεχθεί το αγγελικό σχήμα. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1913 στο καθολικό της μονής δίνει τις μοναχικές υποσχέσεις. Ο Γεώργιος μετονομάζεται Αθανάσιος. Είναι το όνομα ενός πραγματικά μεγάλου αγίου, που τόσο επάξια θα τιμήσει. Αλλά συνάμα και το όνομα του σεβάσμιου γέροντα του θείου του, π. Αθανασίου (Γεωργίου). Η μεγάλη αρχή έχει γίνει.

Το καινούργιο όνομα ήλθε να σφραγίσει τη νέα ζωή, ενώ το παλιό όνομα σβήστηκε και μαζί του όλη η παλιά ζωή. «Απέθανε Γεώργιος και ανέστη Αθανάσιος». Αναστήθηκε ως νέος άνθρωπος με νέο όνομα και με νέες διαθέσεις. Στα χέρια του κρατούσε το σταυρό και τη λαμπάδα. Ο σταυρός του θύμιζε πως αυτή θα ήταν πλέον η ζωή του. Αυτόν θα έπρεπε να σηκώνει και να σταυρώσει τον παλαιό άνθρωπο. Και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο της νέας ζωής. Έπρεπε να φωτίζει και ταυτόχρονα να λιώνει, να θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου. Και πράγματι, ο γέροντας σ’ όλη του τη ζωή φώτιζε το δρόμο στους ανθρώπους και έλιωνε γι’ αυτούς.

Έπειτα από έναν χρόνο ο θείος του και γέροντάς του π. Χαρίτων, χαίρων και αγαλλόμενος που παρέδωσε τη σκυτάλη στον κατά πάντα άξιο διάδοχό του, έφυγε για την άνω Ιερουσαλήμ. Ο μοναχός Αθανάσιος επιδόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες. Έχει τη βαθιά αίσθηση πως η μοναχική πολιτεία είναι ένας αδιάκοπος αγώνας και ότι «άνευ αγώνος ουδείς στεφανούται». Και ότι ο αληθινός μοναχός είναι κατά το λόγο του Ευαγγελίου ένας «βιαστής». «Μοναχός εστί βία φύσεως διηνεκής». Λέει ο συμμοναστής του π. Άνθιμος Αγιολαυρίτης:

-Στο πρόσωπό του γνώρισα έναν πραγματικό μοναχό. Ο π. Αθανάσιος τηρούσε το μοναχικό κανόνα σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τους άλλους μοναχούς.

Πράγματι, νέο ακόμη τον βλέπουμε να ζει με περισσότερη άσκηση και βία. Όχι μόνο δεν διενοείτο να απουσιάσει από τις ακολουθίες του μοναστηριού, αλλά ενώ η ακολουθία άρχιζε στις 4 το πρωί, αυτός σηκωνόταν δύο ώρες ενωρίτερα. Έτσι για δύο ώρες, μέσα στη γαλήνη της νύχτα, προσευχόταν, ή μελετούσε την Αγία Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας. «Τα όπλα του μοναχού εστίν η μελέτη και η προσευχή», τονίζουν οι άγιοι πατέρες. Για να νικήσει τον ύπνο διάβαζε περπατώντας στο κελλί του˙ κράταγε ένα κερί στο ένα χέρι και το βιβλίο στο άλλο. Υπήρχε όμως περίοδος που το μοναστήρι είχε πληθώρα μοναχών και έλλειψη κελλιών. Έτσι αναγκάζονταν οι μοναχοί να μένουν στο ίδιο κελλί τρεις, τέσσερις, πέντε μαζί. Και πάλι ο π. Αθανάσιος βρήκε τον τρόπο να μην αφήσει τα προσφιλή του πνευματικά αναγνώσματα. Έβαζε τη λάμπα πετρελαίου πίσω από το προσκεφάλι του και, για να μην ενοχλεί τους άλλους μοναχούς, τοποθετούσε ένα πρόχειρο χαρτόνι, που περιόριζε το φως μόνο σ’ αυτόν.

Έτσι, με το πρωτόγονο αυτό πορτατίφ, μπορούσε να εντρυφεί ανενόχλητα στα κείμενα της Βίβλου και των αγίων πατέρων και να μπαίνει σιγά – σιγά στο πνεύμα τους.

Όχι μόνο τότε αλλά και σ’ όλη τη ζωή του ο γέροντας διάβαζε˙ και όχι απλώς διάβαζε αλλά μελετούσε με επιμέλεια. Υπογράμμιζε πάνω στα βιβλίλα, σχολίαζε, κρατούσε σημειώσεις ή αντέγραφε σε τετράδιο ό,τι του άρεσε και του έκανε εντύπωση. Αυτό φαίνεται στα βιβλία του, αλλά και στις χειρόγραφες συλλογές του, που σώζονται είτε στο μοναστήρι είτε σε πνευματικά του παιδιά. Επίσης κρατούσε αποκόμματα από περιοδικά, ακόμη και από εφημερίδες, οτιδήποτε θα του ήταν χρήσιμο για την πνευματική του κατάρτιση και για την ποιμαντική διακονία του.

Μ’ αυτό τον τρόπο αναπλήρωνε τις ελάχιστες θεολογικές σπουδές του. Το μοναστήρι, ο προσωπικός αγώνας του, και βέβαια η χάρη του Θεού, του άνοιξαν το δρόμο, για να κατανοήσει την αληθινή θεολογία. Δίκαια ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος θα σημειώσει: «Παρά το ότι δεν είχε περγαμηνάς θεολογικάς, ήτο φωτισμένος θεολόγος και με μεγάλην ευκολίαν έλυε όχι μόνον πάσαν θεολογικήν ή Γραφικήν απορίαν, αλλά και εκήρυττε με δύναμιν και απλότητα, ώστε και πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι ακούοντες τα κηρύγματά του εθαύμαζον την χάριν των λόγων του».

«Διάκονος Θεού»

Την εποχή αυτή σφράγισε με την παρουσία του και την ποιμαντική του δράση την Ι. Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας ο Μητροπολίτης Τιμόθεος Αναστασίου (1861 – 1936). Άνθρωπος με βαθιά πίστη και αγιότητα βίου. Με την πνευματική του ευαισθησία, διέκρινε αρκετά νωρίς την αρετή και την πνευματικότητα του μοναχού Αθανασίου. Όταν τον επισκέφθηκε ο μετέπειτα Μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης, του συνέστησε το νεαρό Αθανάσιο λέγοντάς του:

-Χρυσόστομε, όρθριζε προς αυτόν˙ ούτος είναι εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος.

Και ο Χρυσόστομος έλεγε με συγκίνηση:

-Όρθριζα προς αυτόν κατά την επιταγήν του Καλαβρύτων Τιμοθέου.

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μέχρι το τέλος του π. Αθανασίου εξομολογείτο σ’ αυτόν.

Το 1916 ο π. Αθανάσιος, όντας σε ηλικία 25 χρόνων, δέχεται από τα χέρια του Μητροπολίτου Τιμοθέου τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης και ταυτόχρονα ο Τιμόθεος τον πήρε στη Μητρόπολη ως αρχιδιάκονο και γραμματέα. Η παραμονή του π. Αθανασίου στη Μητρόπολη ήταν μια σημαντική σπουδή, γιατί, όπως σημειώσαμε, ο μητροπολίτης Τιμόθεος διακρινόταν για τη ζωντανή πίστη του, για την αγάπη και τη φιλοπτωχία του, για το ανύστακτο ενδιαφέρον του για το ποίμνιό του, για τον ιεραποστολικό του ζήλο. Από την ημέρα της χειροτονίας του εις διάκονο, έως την τελευτή του ως επίσκοπος, διακόνησε με αυταπάρνηση την Εκκλησία, κυρίως με το κήρυγμα, την εξομολόγηση κ.λπ. Δύο φορές, στην αρχή ακόμη της ποιμαντικής του διακονίας, έπαθε υπερκόπωση. Την δεύτερη φορά παρακάλεσε το Θεό να του χαρίσει μόνον έξι χρόνια ζωής. Έζησε όμως ακόμη πάνω από σαράντα χρόνια. Το 1912 εξελέγη Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Το 1931 παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Έζησε στον Πειραιά κηρύττων συνεχώς μέχρι του θανάτου του (1936).

Η πολύπλευρη ποιμαντική του δράση και η όλη βιοτή του επέδρασε ουσιαστικά και άφησε ζωηρά ίχνη στην ψυχή του π. Αθανασίου, ο οποίος μιλούσε συχνά με σεβασμό και ευλάβεια για την προσωπικότητα του επισκόπου που τον χειροτόνησε. Ο π. Αθανάσιος διακόνησε στην Ι. Μητρόπολη με ζήλο και συνέπεια. Όμως δεν έμεινε για πολύ. Άλλωστε δεν τον θέλγουν τα αξιώματα ούτε τον ενθουσιάζουν τέτοιες θέσεις. Μετά από ένα χρόνο ευχαρίστησε το Μητροπολίτη για την αγάπη και την τιμή στο πρόσωπό του και του ζήτησε την ευλογία να επιστρέψει στο μοναστήρι. Ο επίσκοπος έδειξε κατανόηση και ο π. Αθανάσιος γύρισε στην Αγία Λαύρα. Με την επιστροφή του, του ανέθεσαν το διακόνημα του γραμματέως της Ι. Μονής, διακόνημα σημαντικό και υπεύθυνο.

«Εις το ενδότερον του καταπετάσματος»

Σε ηλικία 30 χρόνων, σύμφωνα πάντα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, δια των χειρών του επισκόπου Τιμοθέου, «η θεία χάρις, η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, προχειρίζεται Αθανάσιον τον ευλαβέστατον διάκονον εις πρεσβύτερον». Η ημερομηνία είναι σημαδιακή: 14 Σεπτεμβρίου 1921. Ανήμερα του Σταυρού ο π. Αθανάσιος αναλαμβάνει το βαρύ σταυρό της ιεροσύνης, που θα τον κρατήσει 46 ολόκληρα χρόνια. Τώρα πλέον που η θεία χάρη τον κάλεσε «εις τον άγιον και υπερμέγιστον βαθμόν της ιεροσύνης», θα μπορεί να εισέρχεται «εις τα Άγια των Αγίων, όπου παρακύψαι οι άγιοι Άγγελοι επιθυμούσι και ακούσαι της Ευαγγελικής φωνής Κυρίου του Θεού και θεάσασθαι αυτοψεί το πρόσωπον της αγίας αναφοράς και απολαύσαι της θείας και ιεράς λειτουργίας». Είναι η μεγαλύτερη δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ο π. Αθανάσιος το συναισθάνεται βαθύτατα αυτό. Νιώθει ευγνωμοσύνη στο Θεό. Ο ίδιος πολύ συχνά ομολογεί στα πνευματικά του παιδιά:

-Παιδί, η λέξις ιερομόναχος με τέρπει.

Με τη νέα του ιδιότητα θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του και ως εφημέριος στο μοναστήρι, με ζήλο και αυταπάρνηση για δέκα ακόμη χρόνια. Το 1922 εκλέγεται από την αδελφότητα και ηγουμενοσύμβουλος. Και παρ’ όλα τα επιπρόσθετα βάρη και διακονήματα δεν παύει και τους δικούς του προσωπικούς ασκητικούς αγώνες.

Χειροθεσία «εις το λειτούργημα της πνευματικής πατρότητος».

Πέρασαν ακόμη εννέα χρόνια και μια νέα χαρά προστίθεται στη ζωή του γέροντα. Το 1930 στις 18 Ιανουαρίου, κατά την ημέρα της γιορτής του, ο Μητροπολίτης Τιμόθεος θα του προσφέρει ένα πολύτιμο δώρο˙ τον χειροθετεί πνευματικό. Το ωραιότατο κείμενο του «ενταλτηρίου γράμματος», για όποιον γνώρισε από κοντά τον π. Αθανάσιο, έχει την αίσθηση ότι γράφτηκε ειδικά γι’ αυτόν.

«Οφείλεις αναδέχεσθαι τους λογισμούς πάνων, των επί εξομολογήσει των ιδίων αμαρτημάτων προσερχομένων σοι, και ανακρίνειν αυτούς και τα βάθη των καρδιών αυτών, ερευνάν τα διανοήματα και τας πράξεις καταμανθάνειν˙ εφ’ ω τας μεν αρχάς και τας αιτίας ως οίόν τε αναστέλλειν και ανασπάν, τα δε τέλη και ενεργήματα τούτων ευθύνειν κανονικώς και προς τας έξεις και διαθέσεις των προσερχομένων, και τα φάρμακα τούτοις επιτιθέναι, και γίνεσθαι τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντας κερδήσης, νυν μεν ελέγχων, νυν δε επιτιμών και παρακαλών, και παντί τρόπω την σωτηρίαν τούτων πραγματευόμενος. Όθεν και δήσεις μεν, α δει δεθήναι, λύσεις δε πάλιν τας λύσεως άξια… Και επί πάσιν, οφείλεις εν πάση ευλαβεία αναστρέφεσθαι και σεμνότητι, ήτις αρμόζουσά εστί πνευματικοίς ανδράσιν, ως λόγον αποδώσων τω Θεώ…».

Δηλαδή: Έχεις καθήκον να αναλαμβάνεις το βάρος που σου φορτώνουν με τους λογισμούς τους όσοι έρχονται κοντά σου για να εξομολογηθούν τα αμαρτήματά τους εξετάζοντας λεπτομερώς τους λογισμούς τους, αλλά και τις πιο βαθιές και μύχιες σκέψεις που πηγάζουν από την καρδιά τους , ανιχνεύοντας όσα διανοούνται και μαθαίνοντας πλήρως τις πράξεις τους. Με αυτή λοιπόν την πλήρη και πολύπλευρη γνώση της ζωής των εξομολογουμένων, θα μπορείς τις αιτίες και την πηγή των αμαρτημάτων να αναχαιτίζεις και να αποσπάς τραβώντας τα προς τα έξω μαζί με τη ρίζα που τα γεννά, τους δε σκοπούς και τις κινήσεις των εξομολογουμένων να διορθώνεις και να κατευθύνεις ορθώς˙ και ανάλογα με τη συμπεριφορά και την προαίρεση αυτών που σε πλησιάζουν για να λυτρωθούν να καθορίζεις και τα κατάλληλα γι’ αυτούς φάρμακα και τις θεραπείες και συμπεριφερόμενος προς όλους σύμφωνα με τη δική τους δεκτικότητα και ικανότητα κατανόηση των θείων να κερδίζεις στη σωτηρία όλους, άλλοτε ελέγχοντας τις πράξεις τους, άλλοτε επιπλήττοντας και παρακαλώντας και
πάντως με κάθε τρόπο ενεργώντας για τη σωτηρία τους. Έτσι λοιπόν δεν θα τους συγχωρήσεις όσα πρέπει να μη συγχωρηθούν εξαιτίας της αμετανοησίας τους, αντιθέτως δε να δώσεις άφεση σε όσα πρέπει να συγχωρηθούν λόγω της συντριβής και της μετάνοιάς τους… Και γενικά προς όλους να έχεις τέτοια συμπεριφορά και ευλαβική συναναστροφή και σεμνότητα, η οποία ταιριάζει σε άνδρες που εμφορούνται από το Άγιο Πνεύμα, επειδή θα δώσεις λόγο για όλα αυτά στον ίδιο το Θεό.

Ο π. Αθανάσιος τίμησε «το λειτούργημα της πνευματικής πατρότητος» όσο λίγοι πνευματικοί. Χιλιάδες άνθρωποι αναπαύθηκαν κάτω απ’ το πετραχήλι του και οδηγήθηκαν «εις νομάς σωτηρίους».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.