Πάντα ευσχημόνως και κατα τάξιν γινέσθω (από τη ζωή του Αρχιμ. Αθανασίου Χαμακιώτη) – Μητροπ. Αργολίδος, Νεκταρίου..

Στη Νερατζιώτισσα ο π. Αθανάσιος, μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο είχε εμπνεύσει κι επιβάλλει απόλυτη τάξη και ησυχία. Χωρίς ποτέ, αυτός «ο πράος και ταπεινός τη καρδία» να θυμώσει ή να νευριάσει. Ένα βλέμμα και μόνον αρκούσε να ηρεμήσουν τα πάντα. Αλλά και ο τρόπος που ιερουργούσε, σε κατένυγε απ’ την πρώτη στιγμή. Γενικά ήταν τέτοιο το κλίμα που τα πάντα, θα λέγαμε, λειτουργούσαν μόνα τους, «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν». Καμιά αταξία, αγένεια, ασέβεια δεν μπορούσε να σταθεί. Ψίθυρο δεν άκουγες. Και όποιος ερχόταν στη Νερατζιώτισσα έπρεπε να προσαρμοστεί στο περιβάλλον.
Βέβαια αυτή η τάξη δεν ήταν δεδομένη. Όταν πρωτοπήγε στο Μαρούσι οι άνθρωποι ήταν ακατήχητοι, είχαν άγνοια σε πολλά πράγματα. Ο π. Αθανάσιος έκανε πολύ αγώνα να ευαισθητοποιήσει τις καρδιές, να τις φέρει σε συναίσθηση. Στα χειρόγραφά του βρέθηκε κι ένα κήρυγμά του, στο οποίο με πόνο στηλιτεύει την ασέβεια που επιδεικνύουν οι άνθρωποι κατά την ώρα της Λειτουργίας. Αφορμή στάθηκε ένας λόγος του ιερού Χρυσοστόμου που αναφέρεται στο ίδιο θέμα.
«Αγαπητοί.
Προχθές κατά την διάρκεια της Ακολουθίας των αχράντων Παθών του Κυρίου μας αντελήφθην κάποιαν μικράν αταξίαν την οποίαν δεν ηθέλησα να παρατηρήσω. Αντελήφθην με την προσκύνησιν του Εσταυρωμένου εις το μέσον σχεδόν της Ακολουθίας μίαν απότομον κίνησιν˙ δεν εβράδυνε δε να ιδώ συνωθούμενον και ως εκ συνθήματος αγεληδόν εξερχόμενον εκ του ιερού Ναού το Εκκλησίασμα μετά θορύβου τινός και βοής.
Το τοιούτον θα το άφηνα να παρέλθη όλως απαρατήρητον, εάν δεν με κατείχε μία προκατάληψις ότι είναι επόμενον να επαναληφθή εκ δευτέρου. Και επειδή φοβούμαι μήπως η προκατάληψίς μου αυτή επαληθεύση κατά την σήμερον μεγάλην ημέραν και στερηθή το Εκκλησίασμα του αγιασμού και της ευλογίας του Κυρίου, η οποία παρέχεται ιδίως δια του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, ήτις είναι η κυρίως λατρεία, θέλων να προλάβω το μεγάλο αυτό κακό, το οποίον γίνεται από τους περισσότερους εξ αγνοίας, εθεώρησα σκόπιμον να παραθέσω κατωτέρω ολίγα λόγια εκ του αγίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του οποίου και την λειτουργίαν θα επιτελέσωμεν τη βοηθεία του Θεού μετ’ ου πολύ, λόγια λίαν χαρακτηριστικά και επίκαιρα περί του ζητήματός μας και εφιστώ επ’ αυτών σύντονον την προσοχήν υμών:
Θέλετε να σας είπω, λέγει ο θείος Πατήρ, πόθεν ο θόρυβος και η κραυγή γίνεται; Διότι δεν σας κλείομεν δια παντός τας θύρας (του Ναού) άλλ’ επιτρέπομεν προ του τελειώση η Ευχαριστία να αναχωρήτε εις τας οικίας σας, το οποίον και αυτό είναι ένδειξις μεγάλης καταφρονήσεως (προς τα Θεία). Τί κάμνεις, άνθρωπε; Του Χριστού παρόντος, των αγγέλων παρεστώτων, της φρικτής ταύτης τραπέζης προκειμένης, των αδελφών σου μυσταγωγουμένων ακόμη, συ αφήσας κατά πάντα αυτά φεύγεις; Και εις φαγητόν δε εάν σε καλέσουν, και εάν χορτάσης προτύτερα από τους άλλους, δεν τολμάς, ενώ οι άλλοι παρακάθηνται εις την τράπεζαν να αναχωρήσης συ προ των φίλων. Εδώ δε των φρικτών του Χριστού μυστηρίων επιτελουμένων, της ιεράς τελετής εξακολουθούσης ακόμη, εγκαταλείπεις εις το μέσον όλα και αναχωρείς; Και κατά ποίον τρόπον είναι άξια συγγνώμης αυτά; Ποίας δε απολογίας; Θέλετε να είπω τίνος έργον κάμνουσι οι προ της συμπληρώσεως αναχωρούντες και μη προσφέροντες τας ευχαριστηρίους ωδάς εις το τέλος της θείας Τραπέζης; Ίσως θα σας φανή βαρύ εκείνο το οποίον πρόκειται να ειπώ˙ άλλ’ όμως είναι απαραίτητον να λεχθή ένεκα της ραθυμίας και αμελείας των περισσοτέρων. Ότε εκοινώνησε το τελευταίον δείπνον ο Ιούδας, το κατά την τελευταίαν νύκτα εκείνην, ενώ οι άλλοι μαθηταί όλοι παρεκάθηντο, αυτός εγερθείς προ των άλλων εξήλθε. Εκείνον λοιπόν μιμούνται και ούτοι οι προ του τέλους της Ευχαριστίας εξερχόμενοι. Διότι εκείνος εάν δεν εξήρχετο, δεν θα εγίνετο προδότης. Εάν δεν εγκατέλειπε τους μαθητάς δεν θα εχάνετο, εάν δεν εξεχώριζε τον εαυτόν του εκ της ιεράς εκείνης αγέλης δεν θα τον εύρισκε μοναχόν ο λύκος δια να τον φάγη. Εάν δεν απεμακρύνετο από τον ποιμένα, δεν θα εγίνετο θηριάλωτος. Εκ της αιτίας δε ταύτης ακριβώς εκείνος μεν (ο Ιούδας δηλαδή) μετά των Ιουδαίων. Ούτοι δε (δηλαδή οι Μαθηταί) μετά του Δεσπότου υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των Ελαιών. Βλέπεις λοιπόν, ότι η τελευταία μετά την αναίμακτον θυσίαν ευχή, σύμφωνα με τον τύπον εκείνον γίνεται; Και τώρα (κατόπιν δηλαδή απ’ όσα είπομεν) αν αισθανόμεθα ταύτα, αυτά ας συλλογιζώμεθα φοβούμενοι την καταδίκην η οποία μας περιένει εξ αιτίας τούτων. Ο Ιησούς Χριστός μεταδίδει εις σε εκ του Σώματός του˙ συ δε δεν εννοείς ούτε με λόγια να αμείψης Αυτόν; Ούτε τον ευχαριστείς δι’ εκείνα τα οποία έλαβες; Αλλά σωματικής τροφής γευόμενος, μετά την τράπεζαν καταφεύγεις εις ευχήν, πνευματικής δε τροφής μετέχων και τοιαύτης τροφής η οποία υπερέχει απάσης της κτίσεως και της ορατής και της αοράτου, συ, άνθρωπος υπάρχων και της ευτελούς φύσεως, δεν παραμένεις δια να ευχαριστήσης τον Θεόν και με λόγια και με πράγματα; Και πώς, δεν είναι αυτά άξια της χειροτέρας καταδίκης; Μετά πολλής λοιπόν σιγής, μετά πολλής ευταξίας, μετά της αρμοζούσης ευλαβείας ας παρακολουθώμεν την ιεράν ταύτην Θυσίαν, ίνα έχωμεν και την αγάπην του Θεού και τας ψυχάς μας καθαρίσωμεν και των αιωνίων επιτύχωμεν αγαθών εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών μεθ’ ου δόξα και το κράτος και η προσκύνησις, τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αυτά λέγει ο θείος Χρυσόστομος δι’ εκείνους οι οποίοι θέλουν να εξέρχονται εκ του Ναού προ της συμπληρώσεως της λειτουργίας. Κατόπιν δε τούτων εναπομένει εις την ελευθέραν υμών θέλησιν να πράξωμεν είτε το καλόν και ωφέλιμον δια να έχωμεν την ευλογίαν του Θεού μαζί μας, είτε το σαθρόν και κακόν δια να γίνωμεν έρμαια του πονηρού όστις αρέσκεται πάντοτε εις την αταξίαν».
Αυτή η έγνοιά του, οι συνεχείς προσπάθειες και νουθεσίες, έφεραν σιγά – σιγά καρπούς. Οι άνθρωποι άρχισαν να συναισθάνονται και το εκκλησίασμα της Νερατζιώτισσας έγινε πρότυπο.
Κάποτε, σε αγρυπνία, είχε έλθει ο γνωστός λαϊκός ιεροκήρυκας Δημ. Παναγόπουλος για να μιλήσει. Σ’ όλη την αγρυπνία επικρατούσε άκρα ησυχία. Ο Παναγόπουλος καθόταν στο ιερό. Είχε την εντύπωση πως ελάχιστοι άνθρωποι θα ήταν στο ναό. Όταν βγήκε στην Ωραία Πύλη να μιλήσει εξεπλάγη. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη. Συγκινημένος είπε:
-Πώς να ευχαριστήσουμε το Θεό γι’ αυτό που ζούμε τώρα; Έχω πάει σε τόσες εκκλησίες. Πρώτη φορά δεν άκουσα τον παραμικρό θόρυβο. Νόμιζε ότι δεν υπήρχε καθόλου κόσμος. Κι εδώ είναι τόσοι άνθρωποι στριμωγμένοι μέχρι έξω. Δόξα τω Θεώ!
Η τάξη, η εν ευλαβεία συμμετοχή (και όχι η «παρακολούθηση»), όπως και η προτεραιότητα της θείας Λειτουργίας ήταν πράγματα που ο γέροντας είχε καταφέρει να εμπνεύσει στα πνευματικά του παιδιά. Και όπως λέει ο κ. Σ.Σ.: «Ο γέροντας μας έλεγε ότι η θεία Λειτουργία είναι το άπαν. Έχει απόλυτη προτεραιότητα. Γι’ αυτό ποτέ δεν συγκατένευε να χάσει θεία Λειτουργία για εκδρομή, ταξίδι, εργασία, μαθήματα κ.λπ. Δεν το δεχόταν με τίποτα και ήταν απόλυτος».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.