Το όργωμα.

Ο Πανάγος.

Ο ήλιος λάμπει επάνω από τα βρεγμένα χωράφια και τα φρεσκοπλυμένα πεύκα. Τους χαμογελά ως παλαιός βασιλεύς, ευχαριστημένος από τους ανθρώπους του.
Από απέναντι η θάλασσα στέλλει την μυρωμένην άλμην της να ενωθή με το άρωμα των μύρτων και των σχίνων. Μέσα εις την γαλήνην της εξοχής φλώροι, καρδερίναι και σπίνοι, καθισμένοι εις τους κλώνους των θάμνων, δοκιμάζουν νέα κελαδήματα. Και πέραν, εις τα πλάγια του βουνού, ο βοσκός βόσκει τα πρόβατά του και παίζει την φλογέραν του.
Ο κυρ Πανάγος φθάνει εις τον αγρόν του με τα δύο άλογά του, τον Ψαρήν και τον Ντορήν, και με το άροτρον. Αφίνει εις την ρίζαν του πεύκου, που υψώνεται εις το μέσον του αγρού, το σακκίδιον με το λιτόν φαγητόν του, την στάμναν με το νερό και τον σάκκον με την τροφήν των ζώων. Δίπλα εξαπλώνεται ο σκύλος, με το ρύγχος ανάμεσα από τους δύο πόδας του, άγρυπνος φρουρός των αγαθών του κυρίου του.
Πριν αρχίση το έργον ο Πανάγος, αφαιρεί τον σκούφόν του και κοιτάζει προς τα ουράνια κατά την ανατολήν. Παρατηρεί με θάρρος, ωσάν να βλέπη παλαιόν φίλον και γνώριμον εκεί υψηλά εις τον ουρανόν. Κάμνει τρεις φοράς τον σταυρόν του και τα χείλη του ψιθυρίζουν με συγκίνησιν την αφελή προσευχήν του:
-Ευλογημένος ο ερχόμενος!… Και τοποθετεί πάλιν τον σκούφον εις την ασημένιαν κεφαλήν του.
Ερευνά έπειτα με το βλέμμα την παλαιάν γραμμήν των αυλάκων του αγρού, δια να οργώση τώρα σταυρωτά, και αρπάζει την χειρολαβήν του αρότρου με την στιβαράν χείρά του.
-Έλα, Ψαρή μου! Έλα Ντορή μου! Άιντε, πουλλιά μου!… Δίδει το σύνθημα εις τους δύο συντρόφους του με τόνον πολύ φιλικόν και αρχίζει το έργον του.

Το έργον του.

Τα δύο ζώα, φιλότιμα και ψυχωμένα, προχωρούν με κόπον. Όπισθέν των το υνίον αναποδογυρίζει τους βώλους και αυλακώνει βαθέως την γην.
Κάθε τόσον ο Πανάγος κοιτάζει οπίσω τα αυλάκια, που αφίνει το άροτρόν του, ενώ η φωνή του γλυκεία ενθαρρύνει τα ζώα:
-Έλα, Ντορή μου! Άιντε, Ψαρή μου!…
Τα δύο άλογα προχωρούν, ενώ λάμπουν από τον ιδρώτα, τον οποίον χύνουν.
Πόσον θαυμάζω το μέγα έργον του κυρ Πανάγου! Μου φαίνεται έξαφνα, ότι ο γέρων μεγαλώνει και ότι εγγίζει τον θόλον του ουρανού˙ όλα τα άλλα φαίνονται μικρά εμπρός εις αυτόν. Μικρά είναι η πολιτεία εκεί πέραν με τους θορύβους της˙ μικροί οι κύριοι και αι κυρίαι, που περνούν αυτήν την στιγμήν με τα αυτοκίνητα συζητούντες˙ μικροί και οι αργόσχολοι, που πηγαίνουν περίπατον εις την εξοχήν.
Μόνον ο γέρων γεωργός είναι πράγματι μεγάλος. Ο ήλιος χρυσώνει το ιδρωμένον και ψημένον μέτωπόν του˙ ο πρωινός αήρ εισέρχεται από το ανοικτόν εις το στήθος υποκάμισόν του και θωπεύει το γεροδεμένον σώμά του.
Και αυτός επαναλαμβάνει συχνά:
-Έλα, Ψαρή μου! Έλα, Ντορή μου! Άιντε πουλλιά μου!
Το υψηλόν πεύκον τον καρτερεί την μεσημβρίαν. Θα καθίση εις την σκιάν του, θα φάγη και θα κατακλιθή ολίγον ν’ αναπαυθή˙ ως στρώμα και προσκέφαλον θα έχη μυρωμένους κλάδους από σχίνα. Και όταν γλυκά γλυκά θα έλθη ο ύπνος, θα απλωθή εμπρός εις τους οφθαλμούς του ολόξανθο όνειρο από στάχυα, τα οποία κυματίζουν μεστωμένα.
Στέκω να τον θαυμάσω ακόμη μίαν φοράν… Γυρίζει και με βλέπει˙ αποκαλύπτομαι.
-Γειά σου! μου λέει με αφέλειαν, νομίζων ότι τον καλημερίζω.
Αλλά αυτό δεν ήτο μία απλή καλημέρα. Ήτο ο βαθύς σεβασμός προς τον θείον γέροντα, τον εργάτην της γης˙ είχον αποκαλυφθή, όπως αποκαλυπτόμεθα εις την εκκλησίαν.
(Διασκευή Ν. Α. Κοντοπούλου) Σπύρος Μελάς.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.