Ο άγιος Γιώργης ο Χιοπολίτης – Φώτη Κόντογλου.

Πιάνω πάλε σήμερα να γράψω μια παλιά ιστορία. Δεν φταίγω αν λέγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ο κόσμος άλλαξε ολότελα, πάνε πλια κείνα τα χρόνια που οι ανθρώποι είχανε αντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ- λογιώ. Κι από τέτοια – τέτοια χαρίσματα γίνουνται οι ιστορίες, και διαλαλιούνται στον ντουνιά ονόματα και πίθεται π’ ως τα τότες ήτανε σαν το δικό μου και σαν το δικό σου.

Από δω που κάθομαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε από μοβόρους παλληκαράδες και τώρα τους αυλακώνουνε τα ξυλάλετρα. Αντίκρυ απ’ το παραθύρι που κάθουμαι φαίνουνται μέσα στο θολό πέλαγε τα βουνά της Τουρκιάς. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι αν ήτανε κανένας παρών τώρα που κοιτάζω κατά κει, θαν έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μα κ’ εδώ, σε τούτο το νησί που πατώ, και πέρ’ από δω, τα χώματα είναι βασανισμένα απ’ τον Τούρκο. Όπου πατήσεις και όπου σταθείς, βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότη αυτουνού του σκύλου, που ξεπέζεψε σα μερμηγκιά απάνου σε τούτα τ’ αρχαία χώματα, μπήκε μεσ’ στα σπίτια μας, πατσαβούριασε την τιμή μας, ρούφηξε το αίμα μας. Χιλιάδες μέρες και χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πως περάσανε και βγάζει πάλε ξανά η γης ετούτη νιούς και κοπέλες! Πώς δεν ξεράθηκε για ούλους τους αιώνες το δέντρο που μαράθηκε απ’ το φαρμακερό χνώτο αυτουνού του φιδιού!

Ρωτιέμαι μέσα μου και κοιτάζω και τα βουνά, ρωτώ τη γης που ‘δε τόσα και τόσα, ρωτώ τη θάλασσα… Στα γκρεμνισμένα κάστρα κείτουνται ακόμα σα θρεμμένα γουρούνια τα κανόνια με τον ντουρά του σουλτάνου, πράσινα απ’ τη σκουριά, τα μάσκουλα είναι παρατημένα δω κι εκεί. Οι μαρμαρένιες μπάλες, τα διπλά τοπούζια1 στο κύμα της ακρογιαλιάς. Στα ντουβάρια είναι χτισμένες οι πλάκες με τ’ αφορεσμένα ζερβοψήφια του Μεμέτη. Από μέσ’ απ’ τα ογρά κατώγια κι απ’ τους μπαρουτχανέδες, σα ν’ ακούς ακόμα τις φωνές που βγάζανε οι μαύροι βασανισμένοι με τα δαρμένα κορμιά, με τα βουλιασμένα μάτια, σγουμποί, δίχως αίμα˙ λες και βλέπεις ακόμα τα ταγκαλάκια, τους μπασιμποζούκηδες, σταυροπόδι με τις κάμες στα ζουνάρια, με τα θεόρατα μπασλίκια στα κεφάλια, να βιγλίζουνε απάνου στις ντάμπιες. Και κατ’ απ’ το κάστρο αρχινάνε τα σπίτια, τα τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες δω κ’ εκεί. Οι χαραμοφάγοι πήρανε τα χωράφια, πήρανε τ’ αμπέλια, δεν αφήσανε γης μηδέ για μνημόρι. Κι ο νοικοκύρης πήγε και λούφαξε κλωτσημένος μέσα στα λαγούμια,
μέσα στα χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά. Έτσ’ είναι ο νόμος του πολέμου για τον Τούρκο.

Και μ’ όλο τούτο, ο ραγιάς και σε τούτη την καταντιά έθρεφε μέσα στο βερέμικο2 κορμί αίστημα κι ανθρωπιά. Αγάλι –αγάλια ανεράγωσε. Περάσανε χρόνια και χρόνια ως να ξεχλωμιάσει απ’ την τρομάρα που πήρε σαν έπεσ’ η Πόλη. Στο τέλος τα κατάφερε να μην περνά τη ζωή του στραβοκωλιάζοντας σαν σκύλος μπρος στους σκύλους. Είχανε κείνοι πασάδες, ντερεμπέηδες, αγάδες, μουφτήδες˙ είχανε κ’ οι χριστιανοί δημογερόντους, προεστούς και δεσποτάδες. Μα οι αρχόντοι τους κ’ οι προεστοί τους δεν ήτανε καλοπερασμένοι αφεντάδες, μόνο είχανε ζωγραφισμένη απάνου στα πρόσωπά τους πίκρα κ’ ένα μεράκι. Το μάγουλό τους ήτανε δίχως αίμα, η ματιά τους ταπεινή και θλιμμένη, το μουστάκι τους άστριφτο, τα γένια τους παρατημένα από χτένι κι από μπαρμπέρη, λες κ’ ήτανε τίποτις ασκητάδες γη αγιοί, κι όχι αρχόντοι από μεγάλα σόγια. Ο Τούρκος καμωνότανε το φίλο, μα οι ραγιάδες δεν τον μπιστευόντανε. Οι αρχόντοι τους πεθαίνανε με την κρεμάλα και με το παλούκι, οι παπάδες τους αγιάζανε με το χαντζάρι. Η κουβέντα τους ήτανε σαν κλάψα, το
τραγούδι τους θρήνος, το περπάτημά τους τεμενάς και σελάμ αλέκιουμ. Φαρμάκι απάνου στα φαρμάκια.

Η ιστορία που σκεδιάζω έγινε εκατό χρόνια πρι γεννηθώ. Μα στέκει τόσο ζωηρή μεσ’ στο μυαλό μου, που μου φαίνεται πως ήμουνα κιόλας φερμένος στον κόσμο, κ’ είδα με τα μάτια μου τα όσα ξιστορώ˙ τόσο καλά μου τα παραστήσανε κείνοι που μ’ αναθρέψανε.

Κάθε χρόνο στις 26 του Νοέμβρη αποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οι καμπάνες στα δώδεκα καμπαναριά της πολιτείας, κι ούλος ο κόσμος φορεμένος τα καλά του πάγαινε στο παζάρι κι άναβε κεριά και τα κολλούσε απάνω σε μια ματωμένη πέτρα, κι ανεσπαζότανε τ’ ασημωμένο κεφάλι τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη, που ‘χε μαρτυρήσει σε κείνο το μέρος κι απάνου σε κείνη την πλάκα. Οι καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τα μεσάνυχτα, κι ο πιο πολύς κόσμος δεν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στα σπίτια το συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οι γέροι διηγόντουσαν το τι θυμόντανε απ’ τη σφαγή του, είτε το τι είχανε ακουστά απ’ τους γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, εμάς των μικρών, απόμνησκε μια θλίψη, που βαστούσε δύο και τρεις ημέρες, κατά το αίστημα του καθενούς. Κ’ εγώ από μικρός είχα πιθυμιά να γράψω την ιστορία του για ν’ απομείνει απ’ το χέρι μου. …

Ο άγιος Γιώργης ο Χιοπολίτης – Φώτη Κόντογλου.rar
www.orp.gr/Avali2.rar

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
26 Νοεμβρίου, μνήμη και του Νεομάρτυρος Γεωργίου του Χιοπολίτου: Συναξάριον, Ακολουθία, ηχογραφημένη ομιλία του Αρχιμ. Ανανία Κουστένη (αρχείο ήχου, mp3).
26 Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Στυλιανού του Παφλαγόνος: Συναξάριον, Ακολουθία.
26 Νοεμβρίου, Άγιος Νίκων ο “Μετανοείτε” – Φώτη Κόντογλου.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.