Χρόνος καὶ Αἰώνας – Δημήτρη Μαυρόπουλου.

«Ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο»
Ντοστογιέφσκυ

Προσπαθῶ νὰ κάνω τεράστιο ἅλμα πίσω στὴ ζωή μου, νὰ θυμηθῶ πότε αἰσθάνθηκα τὴν ὕπαρξη τοῦ χρόνου. Ὅ,τι καταλαβαίνω πὼς πρέπει νὰ συνέβη ὀφείλεται στὶς διηγήσεις τῆς μάνας μου. Ἀναπληρώνω ἀπὸ τὴν πείρα τοῦ μεγαλώματος των δικῶν μου παιδιῶν, ἢ τῶν παιδιῶν φίλων μου.

Πότε ἕνα μικρὸ παιδὶ φτάνει τελικὰ νὰ λέει «αὔριο» ἢ «χθὲς» ἔχοντας συνείδηση ἑνὸς χρονικοῦ μεγέθους ἴδιου μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ γύρω του; Θὰ πρέπει νὰ παιδεύτηκα, ἀπ’ ὅ,τι ἔλεγε ἡ μάνα μου ― εἶχα κλείσει τὰ τρία καὶ μπέρδευα τὶς χρονικὲς ἀλληλουχίες. Προηγήθηκε ἡ αἴσθηση τοῦ «αὔριο» ἀπὸ τὴν αἴσθηση τοῦ «σήμερα» καὶ τοῦ «χθές». Κι ὅταν ἔμαθα πιὰ νὰ τὰ προσδιορίζω σωστὰ αὐτὰ τὰ τρία χρονικὰ σημεῖα, χαιρόμουν γιὰ τὶς ἐπιβραβεύσεις τῶν μεγάλων. Τὸ μπέρδεμα ὅμως ἐλλόχευε ὕπουλα στὴ ζωή μου, πάντα ἀγωνιοῦσα γιὰ τοὺς σωστοὺς προσδιορισμούς. Συχνὰ αἰσθανόμουν τὸ «αὔριο» ὡς «σήμερα», καμιὰ φορὰ καὶ ὡς «χθές», ἀλλὰ τέτοια αἰσθήματα τὰ κρατοῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Στοὺς γύρω μου φανέρωνα πάντοτε αὐτὸ ποὺ περίμεναν ἀπὸ μένα, ἐπιδίωκα ἀπὸ μικρὸς νὰ σέβομαι τὶς κοινὲς συμβάσεις. Ἕνα μυστικὸ ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ διαμορφώνεται στὴ ζωή μου, ἕνα μυστικὸ ποὺ πῆρε ὑπαρξιακὲς διαστάσεις ὅταν πῆγα σχολεῖο καὶ οἱ δάσκαλοι βάλθηκαν, μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια, νὰ μοῦ μάθουν τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς. Τώρα δὲν ἦταν μόνο τὰ τρία βασικὰ μεγέθη (χθές, σήμερα, αὔριο), ἀλλὰ προστέθηκαν καὶ ἄλλοι χρονικοὶ προσδιορισμοί: ὁ μήνας, τὸ ἔτος, ἡ χρονικὴ περίοδος, τὸ μέτρημα τῆς ὥρας καὶ τῶν λεπτῶν ― καὶ στὸ μάθημα τῆς ἱστορίας τὸ «πρὸ Χριστοῦ» καὶ «μετὰ Χριστόν».

Καίρια σημασία γιὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ χρόνου στὴ ζωή μου εἶχε ἕνας θάνατος. Θὰ ἤμουν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ χρόνων ὅταν ἕνα κοριτσάκι στὴ γειτονιά, μὲ τὸ ὁποῖο συχνὰ παίζαμε στὰ κοινὰ παιχνίδια, ἀρρώστησε καὶ πέθανε. Μέχρι τότε ὁ θάνατος ἦταν γνωστὸς ἀπὸ ἀκούσματα τῶν μεγάλων ― πέθανε ὁ τάδε, ἡ τάδε. Τώρα ὅμως ἦταν παρὼν στὸ σκῆνος ἑνὸς προσώπου ποὺ ἀγαποῦσα, ἦταν φίλη μου. Πῆγα στὸ σπίτι της νὰ δῶ, χωρὶς νὰ ξέρω τί ἤθελα νὰ δῶ. Ὑπῆρχε θρῆνος καὶ ὀδυρμός, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔκλαιγαν κι ἕνας πατέρας νὰ χτυπιέται. Δὲν ἄφηναν τὰ παιδιὰ νὰ μποῦν στὴν κάμαρη ποὺ ἦταν τὸ σκῆνος, κατόρθωσα ὅμως νὰ φτάσω μέχρι ἐκεῖ καὶ νὰ δῶ. Ἡ Ἀννούλα ἦταν ξαπλωμένη σ’ ἕνα φέρετρο ἀνοιχτό, ντυμένη νυφούλα, καὶ ὄμορφη, πολὺ ὄμορφη, ὅσο δὲν τὴν εἶχα δεῖ μέχρι τότε. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ὁ θάνατος;

Ἀργότερα, ὅταν ἤμουν δεκατεσσάρων, μία ἀνάλογη ὀμορφιὰ εἶδα στὸ σκῆνος τῆς μικρασιάτισσας γιαγιᾶς μου. Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ πρέπει νὰ ἔχει παίξει σημαντικὸ ρόλο στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προσέγγιζα ἀπὸ μικρὸς τὸν χρόνο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ μεγάλοι, οἰκεῖοι, γείτονες καὶ δάσκαλοι, εἶχαν ἕναν κοινὸ κανόνα νὰ προσδιορίζουν καὶ νὰ ὀνοματίζουν τὸν χρόνο. Ἡ γιαγιὰ εἶχε ἄλλους κανόνες. Μέτραγε τὸν χρόνο μὲ τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων, μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς γιορτές, μὲ τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας ἀλλὰ καὶ τῆς κατάλυσης. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ λεγόμενα ἱστορικὰ συμβάντα, τὰ παρελθόντα ὅπως λέμε, εἶχε παράξενες ἀντιλήψεις, χρησιμοποιοῦσε πολὺ συχνὰ ἐνεστώτα ἢ μέλλοντα χρόνο.

Ἔλεγε, π.χ., «Ἔρχονται τώρα δὰ οἱ τσέτες καὶ ὁρμᾶνε πάνω μας· ἂχ τί βλέπω… κόβουν χέρια μὲ βραχιόλια, κόβουν αὐτιὰ μὲ σκουλαρίκια, κόβουν κεφάλια», ἤ, «Θὰ τὸ πῶ τοῦ Μιλτιάδη νὰ μοῦ πεῖ ἂν συμφωνεῖ», κι ὁ Μιλτιάδης ὁ ἄντρας της εἶχε χαθεῖ χρόνια πρὶν στὴν καταστροφή.

Δεύτερη φορά, μετὰ τὸν θάνατο τῆς Ἀννούλας, ποὺ μία νέα ἀντίληψη χρόνου μπῆκε στὴ ζωή μου, ἦταν στὰ δεκαεφτά μου, ὅταν γνώρισα τὰ ποιητικὰ κείμενα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, ἢ μᾶλλον γνωρίστηκα ἀπ’ αὐτά. Μὴ ἔχοντας τρόπο νὰ τὰ προμηθευτῶ, πήγαινα στὴν ἐκκλησία τῆς γειτονιᾶς καὶ ἔμενα ὧρες στὸ ἀναλόγιο διαβάζοντας καὶ σπουδάζοντας τὸν λόγο ποὺ ἀναδυόταν ἀπὸ τοὺς στίχους. Τὸν λογάριαζα ὡς ποίηση πραγματική, μεγαλειώδη. Δὲν εἶχα ἀκόμα τὰ ἐφόδια νὰ εἰσδύσω στὰ νοήματα, ἂς τὰ ποῦμε θεολογικά, οὔτε ἄλλωστε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μὲ ἐνδιέφερε κάτι τέτοιο. Ἔμενα στὶς λέξεις καὶ στὶς εἰκόνες, στὸν ρυθμὸ καὶ στὰ γυρίσματα τοῦ λόγου, στὶς ἀναλογίες καὶ στὰ πρωθύστερα. Αὐτὰ τὰ πρωθύστερα μὲ παλάβωναν, αὐτὲς οἱ ἀντιθέσεις καὶ οἱ ἀποφατισμοί. Καὶ συνέχεια, σὰν ρεφρὲν σὲ τραγούδι ψυχῆς, νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἐπανέρχεται τὸ «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Τί γίνεται μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις, πῶς ξεμπερδεύεις μ’ αὐτές; Τὸ ἀεὶ ὡς πάντοτε τὸ καταλαβαίνεις, ἔχεις διδαχτεῖ καὶ λίγη φυσικὴ στὸ γυμνάσιο, κάτι ξέρεις γιὰ τὸ ἄπειρο, γιὰ τὸ χάος, γιὰ διαστολὲς καὶ συστολὲς τοῦ κόσμου. Ἀεὶ σημαίνει πάντοτε, καὶ τὸ πάντοτε δὲν ἔχει τέλος. Ἀλλὰ οἱ αἰῶνες, καὶ μάλιστα οἱ αἰῶνες τῶν αἰώνων, ποῦ παραπέμπουν, σὲ ποιοὺς κόσμους; Χρόνος καὶ αἰώνας εἶναι ἴδια; εἶναι ὁμόλογα; εἶναι ἀντίθετα; Μπορεῖ ὁ χρόνος νὰ εἶναι αἰώνας καὶ ὁ αἰώνας χρόνος; Εἶναι παρὼν ὁ αἰώνας, ἢ εἶναι μέλλον, ἢ εἶναι τὸ ἀνάμεσό τους; Μήπως αἰώνας εἶναι ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀννούλας καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς γιαγιᾶς μου στὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου; Ἂν ὁ αἰώνας εἶναι χρόνος ὅπου ἔχει σταματήσει ἡ κίνηση καὶ τὸ μόνο ποὺ ὑπάρχει εἶναι αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, τότε χρόνος πρέπει νὰ εἶναι ὁ αἰώνας μὲ κίνηση ― ἡ Ἀννούλα ὅταν παίζουμε καὶ ἡ γιαγιὰ ὅταν μὲ κανακεύει στὰ πόδια της
ξεδιπλώνοντάς μου μαγικοὺς κόσμους μὲ διηγήσεις καὶ μὲ παραμύθια, τὶς μόνες ἀλήθειες ποὺ ἐμπιστεύτηκα στὴ ζωή μου.

Σιγὰ σιγὰ ἄρχισα νὰ ὑποψιάζομαι ὅτι ὑπάρχει χρόνος μέσα στὸν χρόνο, ὁ μέσα στὸν χρόνο χρόνος, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ μπορεῖ νὰ πραγματοποιεῖται στὸ παρόν. Εἶναι ἕνας ἤδη καὶ ὄχι ἀκόμα χρόνος, ὁ χρόνος τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης ― αὐτὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων χρόνος. Χρόνος ποὺ ἀναπαύεται σὲ πρόσωπα, μόνο ἡ σχέση τῶν προσώπων τὸν κάνει παρόντα. Κι ἔτσι ἄρχισαν ἐκεῖνες οἱ συνάξεις τῶν προσώπων νὰ γίνονται κόσμος, ἕνας κόσμος ὅπου ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι κοινωνοῦν τὴ χαρὰ καὶ τὴν ὀμορφιά. Ἄκουγα ―καὶ ἀκούω― ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ μᾶς καλεῖ μ’ ἐκεῖνο τὸ «Πρόσχωμεν» καὶ συγκλονίζομαι, νὰ μᾶς καλεῖ σὲ ἐμπειρία, γεύση καὶ αἴσθημα μαζί, νὰ ζήσομε αὐτὸ τὸν χρόνο τὸν ἀπερίσταλτο, ἐδῶ καὶ τώρα, κι ἀκόμα δὲν ξέρω νὰ πῶ πότε καὶ ποῦ συμβαίνουν αὐτά ― ὅμως συμβαίνουν. Κι ὅταν κατεβαίνω στὴν καθημερινὴ ἱστορία, ὅπου συνωστίζονται ἄνθρωποι πολλοί, ἄλλοι
ζωντανοὶ καὶ ἄλλοι πρωθύστερα πεθαμένοι, ἀναζητάω νὰ πιαστῶ ἀπὸ τὴν παρουσία κάποιων πεθαμένων ποὺ στέκουν ὁλοζώντανοι στὴ ζωή μου κι ἂς ἔχουν πεθάνει χρόνια πρίν, καὶ συνεχίζουν νὰ τὴν τροφοδοτοῦν μὲ λόγο τοῦ αἰώνιου χρόνου. Καὶ λαχταρῶ, λαχταρῶ νὰ ξαναβρεθῶ στὴ σύναξη ἐκείνη νὰ βυζάξω ζωή, νὰ ζήσω αὐτὸν τὸν μέσα στὸν χρόνο χρόνο, τὸν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων χρόνο.

Ὅταν ἀσχολήθηκα μὲ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, κατάλαβα γιατί ἡ ποίηση τῆς Ἐκκλησίας μὲ σημάδεψε καὶ μὲ σημαδεύει. Ἔμαθα γιὰ τὸ μεράκι τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ ἀναλόγιο, τὴν ἐρωτικὴ κορύφωση πρὸς τὸν Νυμφίο, τὰ ἔζησα ὅμως στὸ παράδειγμα τοῦ ἀείμνηστου δάσκαλου Θεόδωρου Χατζηθεοδώρου τοῦ Φωκαέως (μακάριος Θεόδωρε!) ἀκούγοντας τὴ μελωδία του στὸ Ἁγιοταφήτικο ἀναλόγιο, ἐκεῖ στὶς ὑπώρειες τῆς Ἀκρόπολης. Μήπως ἡ ψαλτικὴ εἶναι ἔρωτας καὶ ὄχι τέχνη; Ἕνα τραγούδι πρὸς ἐρώμενο πρόσωπο, ἕνα ἅλμα στὸ μέλλον τῆς Βασιλείας γιὰ νὰ τὸ συναντήσεις, νὰ ἀπαντήσεις στὸν δικό του ἔρωτα; Μήπως λόγος καὶ μελωδία, ποίηση καὶ μουσική, εἶναι αὐτὸς ὁ μέσα στὸ χρόνο χρόνος, ὁ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων χρόνος;

Μετά, νέα ἐμπειρία ποὺ μὲ σημάδεψε μὲ τὸν δικό της χρόνο, χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τοῦ θανάτου καὶ χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς ποίησης καὶ χώρια ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς ἱερῆς σύναξης καὶ τῆς ἱερῆς μελωδίας, ἦταν ὁ χρόνος τοῦ ἔρωτα. Ἐκεῖ πιὰ μπερδεύτηκα γιὰ τὰ καλά. Κάθε συνάντηση νὰ εἶναι πρώτη, κι ἂς εἶχαν προηγηθεῖ ἄλλες. Τὸ μέλλον νὰ γίνεται παρελθὸν καὶ τὸ παρελθὸν παρόν. Νὰ λὲς «θὰ ἔρθει» καὶ νὰ εἶναι ἤδη παρούσα. Νὰ τὴν ἀνακαλεῖς ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ νὰ ἀνακαλύπτεις ὅτι ἦταν ἐκεῖ ὅταν γεννιόσουνα, νὰ ζεῖς μὲ ἔνταση τὴ στιγμὴ τῆς γέννας σου ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Νὰ χάνεις τὶς χρονικὲς διάρκειες, τὰ λεπτὰ καὶ τὶς ὧρες καὶ τὶς μέρες καὶ τὰ χρόνια, καὶ νὰ λὲς ὅτι ὁ χρόνος μπορεῖ καὶ νὰ σταματήσει, νὰ γίνεται ὁ χρόνος αἰώνας. Κι αὐτὸ σιγὰ σιγὰ νὰ μπαίνει στὴ ζωή σου, νὰ γίνεται ἡ ζωή σου, καὶ νὰ καταλαβαίνεις ὅτι τὰ ἔργα σου, μικρὰ ἢ μεγάλα, ἔχουν
ἀποδέκτη, ἔχουν λόγο καὶ περιεχόμενο.

Κι ἀνάμεσα στὸν χρόνο καὶ τὸν αἰώνα, ἀνάμεσα στὴν παρουσία τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου, ἀναζητᾶς τὸν «καιρό», τὴν κατάλληλη στιγμή, ποὺ θὰ ἀπεκδυθεῖς τὶς συμβάσεις καὶ θὰ ἐπιχειρήσεις τὸ ἄλμα, νὰ περάσεις ἀπὸ τὸ ἐνθάδε στὸ ἐπέκεινα. Ἕνα ἐπέκεινα διαρκῶς παρόν, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνα ἐπέκεινα χωρὶς δεδομένα – μόνο ἡ λαχτάρα τῆς συνάντησης μὲ ἐρώμενο πρόσωπο γεμίζει τὴ ζωή σου.

Λέμε: «ὁ ἱερέας παίρνει καιρό», καὶ ἀναφερόμαστε στὴ σύντομη ἀκολουθία ποὺ ἐνεργεῖται ὅταν ὁ ἱερέας πρόκειται νὰ ἀρχίσει τὴν ἀκολουθία τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀμέσως μετὰ θὰ φορέσει τὰ ἄμφιά του. Ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀπὸ τὴν ἱστορία, καὶ μεταβαίνει στὸν ναὸ γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ Βασιλεία. Ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ στὴ Βασιλεία πρέπει νὰ κάνει τὸ ἅλμα, καὶ αὐτὸ τὸ ἅλμα εἶναι ὁ καιρός. Ἕνας τέτοιος καιρὸς εἶναι στὴ ζωή μας ἕνα ἅλμα, ἐκ πρώτης ὄψεως στὸ πουθενά. Ὁ καιρὸς ἔχει ἐρωτικὸ περιεχόμενο. Πηδᾶς στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Νυμφίου χωρὶς νὰ ξέρεις τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ξέρεις ὅμως ὅτι εἶναι ὁ μέγας ἔρωτάς σου. Σὲ μιὰ τέτοια ἀγκαλιὰ ἔσπευδε νὰ περικλειστεῖ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται».

Βαδίζοντας στὴν ἕβδομη δεκαετία τῆς ζωῆς μου, ἀκόμα ζῶ σὲ μία ἀναντιστοιχία μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους στὸ θέμα τοῦ χρόνου. Καμώνομαι ὅτι ξέρω τὰ ὅριά του, τὰ διαστήματά του, συμβουλεύομαι τὸ ρολόι μου καὶ τὸν ἡμεροδείχτη γιὰ νὰ ὀργανώσω τὴ ζωή μου, ἀλλὰ συνεχῶς καταλαμβάνομαι ἀσυνεπὴς στὶς κοινές μας συνθῆκες. Μόνο τὸν χρόνο τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου δὲν ἔχω προδώσει ἀκόμα. Ὅταν ἐμφανίζεται τὸν ἀναγνωρίζω καὶ τοῦ παραδίνομαι. Χρόνος καὶ αἰώνας γίνονται ἕνα.

(Πρώτη γραφή, 25 Νοεμβρίου 2006)

Ὁμιλία κατὰ τὴν κοπὴ τῆς Βασιλειόπιτας τοῦ Βυζαντινοῦ Χοροῦ Τρόπος, 2017

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 25 Νοεμβρίου 2020

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.