Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης διακονών εν φόβω Θεού – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Η λογική του σύγχρονου ανθρώπου δυσκολεύεται να αποδεχθεί το χωρίο αυτό του απ. Παύλου και άλλα παρόμοια. Σε κάποια πράγματα κολλάει την ετικέτα της «τυπικότητας» ή της «συντήρησης» και ξενοιάζει. Ο γέροντας, επειδή ζούσε μέσα στο φόβο του Θεού και βίωνε σε όλο το βάθος του αυτό το «στώμεν ευλαβώς εν οίκω Θεού ημών, είχε άλλη αντίληψη για τα πράγματα. Γιατί ο φόβος του Θεού δεν είναι τροχοπέδη αλλά κινητήρια δύναμη. Γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος:
«Φόβος Κυρίου πηγή ζωής. Φόβος Κυρίου οχύρωμα ψυχής. Φόβος Κυρίου κυβερνήτης ψυχής. Φόβος Κυρίου φωτίζει ψυχήν. Φόβος Κυρίου αύξει αγάπην… Ουκ έστιν εν ανθρώποις μείζων του φοβουμένου τον Κύριον. Ο φοβούμενος τον Κύριον έοικε φωτί οδηγούντι πολλούς εις οδόν σωτηρίας».
Δηλαδή:
Ο φόβος του Κυρίου είναι πηγή ζωής. Ο φόβος του Κυρίου είναι οχύρωμα ψυχής. Ο φόβος του Κυρίου είναι κυβερνήτης ψυχής. Ο φόβος του Κυρίου φωτίζει την ψυχή. Ο φόβος του Κυρίου αυξάνει την αγάπη… Δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων μεγαλύτερος από εκείνον που φοβάται τον Κύριο. Εκείνος που φοβάται τον Κύριο ομοιάζει με φως που οδηγεί πολλούς στο δρόμο της σωτηρίας.
Και πράγματι ο γέροντας ήταν φως και οδήγησε πολλούς στη σωτηρία, γιατί όλη του η ζωή και όλη η ποιμαντική διακονία του εκινείτο μέσα στο φόβο του Θεού. Συνήθιζε μάλιστα να συμβουλεύει:
-Χρειάζεται πάντοτε να έχουμε φόβο Θεού και προσοχή˙ και πάλι προσοχή και φόβο Θεού. Ο άνθρωπος που έχει μέσα του το θείο φόβο προφυλάσσεται πάντοτε από τις παγίδες και τα δολώματα του εχθρού.
Ο κ. Μ. Π. αναφέρει:
«Η κάθε λέξη του, η κάθε κίνησή του σου έδινε την αίσθηση ότι είχε το φόβο του Θεού. Ανησυχούσε μήπως κάτι δεν το κάνει καλά. Πρόσεχε και το παραμικρό. Ήθελε όλα να γίνουν σωστά, ειδικά στη θεία Λειτουργία, στα μυστήρια, στις ακολουθίες. Όπως ένας τεχνίτης, για να χτίσει και να βάλει την πέτρα πάνω στην άλλη, θα κάνει κάποιες κινήσεις, θα βάλει κάποια υλικά που φαίνονται δευτερεύοντα, αλλά στην ουσία δεν είναι, γιατί αν απορρίψει αυτά τα υλικά δεν μπορεί να γίνει η οικοδομή, έτσι και ο π. Αθανάσιος, κάθε του κίνηση πίστευε ότι είναι πραγματικότητα και όχι κάτι τυπικό. Ό,τι έκανε το έκανε με πολλή προσοχή και φόβο Θεού.
Κάποια φορά τελούσε τη βάπτιση της κόρης μου. Έκανε την κατήχηση και ήλθε η ώρα να «φτύσει» το διάβολο. Καθόμουν ακριβώς απέναντι, μπροστά στην πόρτα. Δεν το θεώρησε απλό. Γυρίζει και μου λέει:
-Παραμέρισε από εκεί, γιατί τώρα θα φτύσουμε το σατανά. Άμα μείνεις εκεί θα φτύσουμε εσένα!
Το απλό αυτό γεγονός δείχνει πόσο ζούσε τη στιγμή, ενώ άλλος θα το έκανε τυπικά και μηχανικά.
Μια άλλη φορά βγήκε να θυμιατίσει στην θ’ ωδή, την ωδή της Θεοτόκου. Εγώ καθόμουν στην καρέκλα. Δεν γνώριζα ότι αυτή τη στιγμή δεν κάθονται. Ο γέροντας, παρόλο που με αγαπούσε πολύ, δεν μου «χαρίστηκε». Με πλησίασε και με πολλή ευγένεια μου είπε:
-Ξέρεις, παιδί, όχι πως θέλω να σε στενοχωρήσω, αλλά στην ωδή της Παναγίας πρέπει να στεκόμαστε όρθιοι».

Άλλοτε τον επισκέφθηκαν νεαροί θεολόγοι και τον παρακάλεσαν να τους κάνει ευχέλαιο. Ο γέροντας δέχθηκε. Έβαλε το πετραχήλι του και πριν αρχίσει, θέλησε να ξεκαθαρίσει μια σύγχυση και παρεξήγηση σχετικά με το μυστήριο.
-Παιδιά, το ευχέλαιο δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση.
Κι άρχισε αμέσως.
Διηγείται ο π. Ν.Γ. που ήταν παρών: «Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που διάβαζα τις ευχές. Με πολλή προσοχή. Με φόβο Θεού. Η κάθε λέξη γι’ αυτόν είχε σημασία, τη ζούσε και εν τη περνούσε έτσι. Ειδικά το «Δέσποτα Θεέ, ελέησον τους δούλους σου», το έλεγε με ένταση, με τόνο παρακλητικό».

«Εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι»
Ιδιαίτερα αυστηρός ήταν στο θέμα της σεμνότητας και ειδικότερα της ενδυμασίας των γυναικών. Δεν ήθελε να γίνονται αιτία σκανδαλισμού. Όπως λέει ένα πνευματικό του παιδί:
«Ήταν αυστηρός αλλά αγαπητός. Γιατί παρ’ όλη την αυστηρότητα δεν πρόσβαλλε τον άλλον. Μιλούσε με ευγένεια, περιφραστικά, για να μη λυπήσει και προκαλέσει αντιστάσεις. Αυτή ήταν πάντοτε η διαγωγή του. Σε σπάνιες περιπτώσεις ξεπερνούσε αυτό το όριο, όταν συναντούσε αναίδεια. Έλεγε συχνά, όταν έβλεπε προκλητική εμφάνιση μέσα στην εκκλησία, ή βαμμένες γυναίκες με πλησιάζουν να κοινωνήσουν, ή να πάρουν αντίδωρο:
-Αγαπητά μου παιδιά, όπως στη δουλειά μας ή στην υπηρεσία μας φοράμε ειδικά ρούχα, έτσι και εσείς εδώ. Να έχετε για την εκκλησία ένα ειδικό σεμνό ρούχο και να μην έρχεστε με βαμμένα χείλη να κοινωνήσετε. Δεν ξέρω τι θα κάνετε αλλά εδώ θα έρχεστε με φόβο Θεού, με ευλάβεια, με σεμνότητα, όπως μας παραγγέλλει ο απ. Παύλος. ¨Ωσαύτως και τας γυναίκας εν καταστολή κοσμίω, μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς, μη εν πλέγμασιν ή χρυσώ ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί, άλλ’ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελομέναις θεοσέβειαν, δι’ έργων αγαθών¨.

Τα πνευματικά του παιδιά αναφέρουν πολλά χαριτωμένα περιστατικά γύρω απ’ αυτό το θέμα. Ο γέροντας πάντα έβρισκε ένα όμορφο τρόπο να νουθετήσει. Μια μέρα είδε στο ναό κάποια νέα με κοντό μανίκι. Γυρίζει και της λέει πολύ απλά και φυσικά:
-Παιδί, ρίξε μια ζακετούλα πάνω σου, θα κρυώσεις!
Και ήταν καλοκαίρι.

Άλλη μέρα τον επισκέφτηκαν τρεις αδελφές. Η πιο μικρή φορούσε κοντή φούστα. Πήγε στο δωμάτιό του, πήρε χρήματα, τους τα έδωσε και με πολλή καλοσύνη τους είπε:
-Η φούστα της αδελφούλα σας είναι πολύ κοντή. Ξέρω, δεν θα είχατε χρήματα να πάρετε μεγαλύτερη. Πάρτε αυτά για να τη μακρύνετε…
Μία κοπέλα πήγε να εξομολογηθεί. Ήταν υπερβολικά βαμμένη. Στο τέλος της είπε:
-Παιδί, ξέρεις τι κάνεις; Όπως ένας μεγάλος καλλιτέχνης κάνει ένα ωραίο πορτραίτο και πάει ο αρχάριος να διορθώσει, έτσι κι εσύ. Αυτό το καλλιτέχνημα του Θεού πας και το διορθώνεις και το μασκαρεύεις…

Όλες του οι παρατηρήσεις, «άλατι ηρτυμένες», χωρίς να προσβάλλει, με μια ανυπόκριτη ευγένεια που συγκινούσε τους πάντες και δεν προκαλούσε αντιδράσεις. Ο γέροντας ήταν πραγματικά ευγενική φύση. Και το τόνιζε αυτό στα πνευματικά του παιδιά:
-Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.

«Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με»
Ο γέροντας έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά και στους νέους. Φερόταν με πολλή στοργή και γλυκύτητα. Στο κελλί του είχε μια φοντανιέρα γεμάτη καραμέλες για να φιλεύει τα παιδάκια. Έτσι δημιουργούσε ευχάριστο περιβάλλον και τα παιδιά ένιωθαν σαν στο σπίτι τους. Όταν περνούσε από κάποιες γειτονιές τα παιδιά τον αναγνώριζαν. Άφηναν το παιχνίδι κι έτρεχαν κοντά του φωνάζοντας: «Περνάει ο Χριστούλης». Του φιλούσαν το χέρι, τον τραβούσαν απ’ το ράσο, δεν τον άφηναν να φύγει. Ο γέροντας χαμογελούσε καλοκάγαθα.
Σε άλλη γειτονιά, όταν τον έβλεπαν, ανέβαιναν στα δέντρα, έκοβαν φρούτα και του έδιναν με μια χαριτωμένη παιδική αθωότητα. Ο γέροντας τα δεχόταν, αλλά μέχρι να φτάσει στη Νερατζιώτισσα τα μοίραζε στους εργάτες που συναντούσε στο δρόμο.
Μέσα στην εκκλησία είχε τον τρόπο να ειρηνεύει τα παιδιά, ειδικά την ώρα της θείας Κοινωνίας. Και μόνο το βλέμμα του ήταν αρκετό να τα ηρεμήσει. Κι αν οι γονείς έλεγαν:
-Έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι… ο γέροντας τους διόρθωνε:
-Όχι, παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις.

«Η κόρη μου» λέει η κ. Μ. Λ., «φοβόταν πολύ όταν την πήγαινα στην εκκλησία. Δεν ήθελε να δει ιερέα καθόλου, ούτε μπορούσα να την κοινωνήσω. Παρόλο που την πήγαινα συνεχώς για να συνηθίσει αντιδρούσε κι έκλαιγε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μια Κυριακή την πήγα στην Παναγία (Μητρόπολη Αμαρουσίου). Ο εφημέριος π. Ι. παραξενεύτηκε.
-Μα τι του έκανες του παιδιού και αντιδρά έτσι; Δεν το πας στον π. Αθανάσιο;
Πράγματι το πήγα. Ο γέροντας το κοίταξε με πολλή τρυφερότητα, το σταύρωσε και από κείνη την ημέρα το παιδί ηρέμησε».

Μέσα το ιερό της Νερατζιώτισσας γέμιζε από παιδιά. Ήταν στενός ο χώρος και ο γέροντας αποφάσισε να λάβει «μέτρα».
-Θα ντύνονται μόνον όσοι έρχονται πρώτοι.
Και άρχισε ο ανταγωνισμός! Τα παιδιά, για να προλάβουν, έρχονταν πρωί – πρωί πριν χτυπήσει η καμπάνα και πριν βγει ο γέροντας. Ο π. Αθανάσιος μοίραζε στους πρώτους τις στολές. Παρόλο που ήταν τόσο αγαπητός, δεν χαριζόταν όταν άκουγε την παραμικρή φασαρία. Νουθετούσε με πολλή αγάπη και επέβαλλε την ησυχία. Τις περισσότερες φορές αρκούσε και μόνον ένα βλέμμα. Ήταν η καλύτερη παρατήρηση, σα να έλεγε χίλιες λέξεις. Όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Και οφθαλμός παιδευτού σιωπούσα διδασκαλία», δηλ. και το βλέμμα του δασκάλου, είναι διδασκαλία χωρίς λόγια.
Χαιρόταν πολύ όταν κάποιοι από τα παιδιά ήθελε να μάθει να ψέλνει. Τα ενθάρρυνε, καθόταν με ενδιαφέρον να τους μάθε το τυπικό, να τους βοηθήσει να μάθουν δύσκολες λέξεις, ή να τους ερμηνεύσει τη σημασία τους. Τις καθημερινές πολύ συχνά έβλεπε κανείς να τον βοηθούν στο αναλόγιο μικρά παιδιά.
Μερικά παιδιά περνούσαν κάθε πρωί, πριν πάνε στο σχολείο για να πάρουν την ευχή του. Ιδιαίτερα όμως όταν έγραφαν διαγωνισμούς. Τότε θα περνούσαν απαραιτήτως. Ο γέροντας χαμογελούσε κι έλεγε στους μεγαλύτερους:
-Είδες; Τα παιδιά είναι πονηρά! Τώρα που έχουν εξετάσεις έρχονται να πάρουν ευλογία για να γράψουν καλά..

Ιδιαίτερη προσοχή και αγάπη έδειχνε στα παιδιά που προσέρχονταν στην εξομολόγηση. Τα αντιμετώπιζε υπεύθυνα, με μια έξοχη δεξιοτεχνία. Ο π. Α. Φ. θυμάται:
«Η πρώτη μου εξομολόγηση ήταν σ’ αυτόν. Ένα απόγευμα, μαθητής της Δ’ Δημοτικού, με πήρε από το χέρι η γιαγιά μου και με πήγε στη Νερατζιώτισσα να εξομολογηθεί και αυτή και εγώ. Φοβόμουν και ντρεπόμουν, περιμένοντας δεν ξέρω τι…, επιπλήξεις, τιμωρίες. Αλλά η αγγελική του μορφή, τα γλυκά του λόγια και η εμφανής αγάπη του μου έδωσαν θάρρος και φτερά, κι έτσι έγινε σωστή και σωτήρια η πρώτη μου εξομολόγηση».
Ο κ. Α. Π. διηγείται:
«Ήμουν μικρό παιδί και είχα αρχίσει να ψιλοκλέβω. Η μητέρα μου με πήγε στον π. Αθανάσιο. Εντυπωσιάστηκα από τη μορφή του. Εξομολογήθηκα και του ανέφερα το παράπτωμά μου. Δεν θέλησε να το παραβλέψει. Μου είπε με πολλή καλοσύνη λίγα λόγια και αυτό που θυμάμαι είναι ότι έφερε ως παράδειγμα τον Ιούδα, «ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν». Μου το είπε με τέτοιο τρόπο, που από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να κλέβω. Μου είχε κάνει εντύπωση η διάκρισή του και η ελευθερία του. Άλλοτε πάλι η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον π. Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
-Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει».

Ο γέροντας, κατά το λόγο του Κυρίου, έμοιαζε με τα παιδιά και είχε μαζί τους μια τόσο όμορφη επικοινωνία. Γι’ αυτό και στη μνήμη όλων αυτών των παιδιών μένουν ανεξίτηλα τα λόγια του, αλλά κυρίως η στοργή και η αγάπη του.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.