Κυριακή προ της Χριστού γεννήσεως: Η πόλις του Θεού – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

«…Εξεδέχετο γαρ (ο
Αβραάμ)την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός»
(Εβρ. 11,10)

Για πολλά πρόσωπα, αγαπητοί μου, μιλάει ο σημερινός Απόστολος. Είνε πρόσωπα που ανήκουν στον κόσμο της παλαιάς διαθήκης. Όλα τα πρόσωπα αυτά έζησαν προ Χριστού, σε χρόνια μεγάλης απιστίας και διαφθοράς, και όλα με λαχτάρα περίμεναν να έρθη ο Χριστός για να σώση τον κόσμο. Μια βαθειά πίστι διέκρινε τα πρόσωπα αυτά της παλαιάς διαθήκης. Αλλ’ απ’ όλα τα πρόσωπα, που αναφέρει ο απόστολος στο 11ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής, εκείνο το πρόσωπο που υπερέχει είνε ο Αβραάμ.
Ο Αβραάμ είνε ο αρχηγός του Ιουδαϊκού έθνους, ο πατέρας, ο πατριάρχης όλων των φυλών του Ισραήλ. Ο Αβραάμ είνε η ρίζα του μεγάλου δένδρου, απ’ το οποίο βγήκε μέχρι σήμερα το άρωμα του και ζωογονεί τον κόσμο· το λουλούδι αυτό είνε ο Χριστός. Αυτός, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας τις άγιες αυτές μέρες, είνε το «άνθος εκ της ρίζης Ιεσσαί», ο δε Ιεσσαί ΄ταν κι αυτός ένας απόγονος του πατριάρχου Αβραάμ. Για τον Αβράμ λοιπόν, αυτό το μεγάλο άνδρα, που τιμούν μέχρι σήμερα όχι μόνο οι χριστιανοί και οι εβραίοι, αλλά κι αυτοί οι μωαμεθανοί, αξίζει να πούμε κ’ εμείς σήμερα λίγα λόγια.

*******************

Ο Αβραάμ είνε αξιοθαύμαστος. Αξιοθαύμαστος για όλες τις αρετές που είχε, αλλ’ ιδίως αξιοθαύμαστος για την πίστι του. Η πίστι του Αβραάμ δεν ήταν σαν την πίστι τη δική μας, μικρή, αδύνατη και χλιαρή, που στο πρώτο εμπόδιο λυγίζει και πέφτει· η πίστι του Αβραάμ ήταν μια πίστι μεγάλη, δυνατή κι ακλόνητη, ήταν μια πίστι βουνό.
Ο Αβραάμ δεν έζησε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι πίστευαν στο Θεό· ζούσε σε μια χώρα όπου όλοι οι κάτοικοι της ήταν ειδωλολάτρες. Ο πατέρας του ήταν κι αυτός ειδωλολάτρης. Αλλ’ όταν ο αληθινός Θεός απ’ τα εκατομμύρια των ανθρώπων διάλεξε τον Αβραάμ σαν διαμάντι πολύτιμο για να τον κάνη αρχηγό ενός νέου κόσμου, κόσμου που θα πίστευε στον αληθινό Θεό, και για αυτό το μεγάλο σκοπό τον κάλεσε ν’ αφήση την πατρίδα του και να πάη να κατοικήση εκεί που θα του έδειχνε. Ο Αβράμ δεν έδειξε καμμιά αμφιβολία και δισταγμό. Πίστεψε εξ ολοκλήρου στα λόγια του Θεού και υπάκουσε στη διαταγή του. Κ’ έφυγε από την πατρίδα του, και πολλά χρόνια περιπλανιώταν εδώ κ’ εκεί, έως ότου έφτασε στο μέρος που του ώρισε ο Θεός.
Αλλά κι όταν έφτασε στο μέρος αυτό, στη γη της επαγγελίας, που είχε πλούσια τα υλικά αγαθά, η καρδιά του Αβραάμ δεν προσκολλήθηκε σ’ αυτά, δεν λάτρεψε την ύλη όπως ο κόσμος όλος. Η καρδιά του Αβραάμ ήταν δοσμένη στον αληθινό Θεό. Αυτόν πίστευε, αυτόν αγαπούσε, αυτόν λάτρευε. Παραπάνω απ’ τη γυναίκα του και παραπάνω απ’ το μονάκριβο παιδί του, τον Ισαάκ, αγαπούσε τον Θεό. Και τον αγαπούσε όχι μόνο με τα λόγια, αλλά με πράξεις και έργα. Ήταν έτοιμος να θυσιάση το παιδί του χάριν της αγάπης του προς τον Θεό. Όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα που έβλεπε στη γη αυτή τα αγαπούσε σαν δημιουργήματα και πλάσματα του Θεού, αλλά κανένα απ’ αυτά δεν το έκανε Θεό. Πίστευε, ότι όλα αυτά, οσοδήποτε χρήσιμα και αγαπητά κι αν είνε, είνε προσωρινά. Μόνιμο και αιώνιο και αθάνατο αγαθό είνε ο Θεός, Η καρδιά του ήταν στραμμένη προς τα άνω, προς τον ουρανό. Ο ουρανός είνε η αιώνια πατρίδα, και σ’ αυτήν ποθούσε να πάη, για να ‘νε πάντα μαζί με το Θεό. Υπάρχει τίποτε άλλο ανώτερο απ’ αυτό, να ‘νε μαζί με το Θεό, να ζη κοντά του, να τον βλέπη και ν’ απολαμβάνη την αγάπη του;
Αυτά πίστευε ο Αβραάμ, και γι’ αυτό δεν προσκολλήθηκε στα υλικά πράγματα. Δεν έχτισε παλάτια και μέγαρα, δεν ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Σπίτι του ήταν μια σκηνή, ένα τσαντίρι, σαν κι αυτά τα τσαντίρια που στήνουν οι γύφτοι, και σήμερα είνε εδώ και αύριο σηκώνουν το τσαντίρι και πηγαίνουν παρακάτω, και κανένας τόπος δεν είνε μόνιμη κατοικία τους. Κάτω από σκηνές, λέει ο σημερινός Απόστολος (Εβρ. 11,9), ζούσε ο Αβραάμ, και περίμενε έναν άλλο κόσμο, την πόλι του Θεού, στην αιώνια ζωή και βασιλεία.

****************
Ο Αβραάμ ζούσε μέσα σε τσαντίρι.
-Και λοιπόν τι θέλεις να πης; Θέλεις κ’ εμείς, όπως οι τσιγγάνοι, να ζούμε σε τσαντίρια;…
Όχι τέτοιο πράγμα. Δεν σου λέω να κατοικήσης κάτω από σκηνές σαν τον Αβραάμ. Η θρησκεία δεν σου απαγορεύει να χτίσης ένα σπιτάκι, να μαζέψης την οικογένειά σου και να ζήσης με κάποια άνεσι· εκείνο που σου απαγορεύει είνε να δίνης όλη τη καρδιά σου στα υλικά πράγματα και να νομίζης πως στα υλικά πράγματα υπάρχει η χαρά κ’ η ευτυχία.
Μπορεί να ζης μέσα σ’ ένα τσαντίρι, κι όμως, αν έχης αγάπη με τη γυναίκα και τα παιδιά σου, να είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου· και μπορεί να ζης μέσα σ’ ένα παλάτι σαν άρχοντας και βασιλιάς, κι όμως, αν δεν έχης αγάπη με τη γυναίκα και τα παιδιά σου, να είσαι ο πιο δυστυχισμένος. Ο άνθρωπος είνε καρδιά και όχι οικόπεδα, ντουβάρια, αυτοκίνητα, εργοστάσια και μηχανές. Έχεις δώσει την καρδιά σου στο Θεό; Είσαι ευτυχής. Δεν έχεις δώσει την καρδιά σου στο Θεό, αλλά την έχεις δώσει στα πρόσωπα και στα πράγματα του κόσμου; Κι αν σήμερα νομίζης πως είσαι ευτυχής, θα ‘ρθη μέρα που θα κλάψης. Έρχεται κάποιος που σου τα παίρνει όλα· είνε ο θάνατος. Τι μένει, αγαπητέ, στον κόσμο αυτό μόνιμο και σταθερό;
Ρίξε μια ματιά στην πόλι ή στο χωριό που κατοικείς. Δες όχι τις καλύβες των φτωχών, αλλά τα μέγαρα των πλουσίων, που με τόσο κόπο τα έχουν κτίσει. Σε ρωτώ· Ποιοι καθόντουσαν πριν από 50 χρόνια στα μεγάλα αυτά σπίτια, και ποιοι κατοικούν σήμερα; Αλλοίμονο! Δεν κατοικούν πια στα σπίτια αυτά εκείνοι που τα χτίσανε. Αυτοί κάπου αλλού κατοικούν τώρα· κατοικούν στο νεκροταφείο· κατοικούν σ’ ένα μικρό σπιτάκι που είνε δύο μέτρα το μήκος του και μισό μέτρο το πλάτος του· κατοικούν μέσ’ στα μνήματα, όχι βέβαια οι ψυχές τους, αλλά τα κορμιά τους, που κι αυτά σε λίγο θα γίνουν στάχτη. Πόσο σωστά σκεπτόταν ένας καλόγερος, που στο κελλί του είχε γράψει με μεγάλα γράμματα ένα ρητό, για να το διαβάζη κάθε μέρα και να θυμάται τη ματαιότητα του κόσμου· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον εμού, αύριον ετέρου, και ουδέποτέ τινος».
Οι αστροναύτες, που με τα διαστημόπλοιά τους πετούν και πηγαίνουν στο φεγγάρι, από ‘κει ψηλά βλέπουν τη γη πολύ μικρή, σαν μια μικρή σφαίρα, σαν μια μπάλλα που παίζουν τα παιδιά. Κι αν πετάξουν πιο ψηλά, φαίνεται ακόμα πιο μικρή. Η γη, με όλες τις μεγάλες πολιτείες και τα κράτη της, με όλα τα αγαθά της, είνε ένας κόκκος άμμου. Και γι’ αυτόν λοιπόν τον κόκκο της άμμου, που κι αυτός θα κατακαή μια μέρα (βλ. Β’ Πετρ. 3,10), τόση κακία, τόσα αίματα, τόσα δάκρυα; Ασφαλώς, ο κόσμος που βρίσκεται μακριά απ’ το Θεό φαίνεται πως τρελλάθηκε και λάτρεψε την κτίσι και όχι τον Κτίσαντα, τον Δημιουργό του παντός.

*****************

Αγαπητοί μου αδελφοί!
Έως πότε θα έχουμε τα μάτια μας καρφωμένα εδώ στο μάταιο και αμαρτωλό κόσμο; Μας φωνάζει σήμερα ο Αβραάμ, μας φωνάζουν χιλιάδες άγιοι, μας φωνάζει η Εκκλησία μας· «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Μπορούμε κ’ εμείς να φτάσουμε στον ουρανό και να πάμε πιο ψηλά από ‘κει που πήγαν οι αστροναύτες· σ’ ένα κόσμο άυλο και πνευματικό.
Δρόμο, λεωφόρο προς τον ουρανό, άνοιξε ο Χριστός. Και ο δρόμος αυτός ονομάζεται οδός μετανοίας. Πιστέψτε, μετανοήστε, και σωθήτε, αδελφοί.

Από το βιβλίο: Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: (Σύντομα κηρύγματα επί των Αποστολικών Περικοπών). Γ’ έκδοσις. 2000.

Παράβαλε και:
Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως: Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Θόραξ και κοντάρι», Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.