Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως εξομολόγος – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

«Ποιμήν κυρίως εστίν, ο τα απολωλότα λογικά πρόβατα δι’ ακακίας,
δι’ οικείας σπουδής και ευχής αναζητήσαι και ανορθώσαι δυνάμενος»

Στον τομέα που ο π. Αθανάσιος πραγματικά διέπρεψε ήταν η εξομολόγηση. Ήταν ένα από τα αγαπημένα του θέματα στα κηρύγματά του και καλούσε συνεχώς τους ανθρώπους να προσέλθουν στο φιλάνθρωπο μυστήριο.

Έλεγε συχνά:
«Από πού αρχίζει, παιδιά, η εξομολόγηση; Από το Γολγοθά. Δείτε, ο ένας ληστής βλαστημάει και ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και να, μπαίνει πρώτος στον παράδεισο. Βλέπετε; Από το Γολγοθά αρχίζει η εξομολόγησε. Κι εμείς έτσι πρέπει να εξομολογούμαστε. Με ειλικρίνεια, όπως ο ληστής… Η μετάνοια η καλή καθαρίζει, αγιάζει και λαμπρύνει την ψυχή».
Και ο ίδιος χρόνια ολόκληρα εξομολογούσε, ενθάρρυνε, συμβούλευε, καθοδηγούσε, αφουγκραζόταν τον καθημερινό πόνο, θεράπευε, καθάριζε και ανόρθωνε πεσμένες ψυχές. Ποτέ δεν σταμάτησε την εξομολόγηση, ακόμη και όταν ήταν άρρωστος. Εξομολογούσε πότε στο ναό, πότε στο κελλί του και το καλοκαίρι κάτω από τα πεύκα σε μια γωνιά του σπιτιού.
Ιδιαίτερα στις παραμονές μεγάλων γιορτών και περισσότερο τον Αύγουστο, άρχιζε αμέσως μετά τον όρθρο, πολλές φορές χωρίς καν να βάλει κάτι στο στόμα του. Άλλοτε ερχόταν νηστικός, κατάκοπος και καταϊδρωμένος από τα Μελίσσια, όπου επισκεπτόταν τους φυματικούς, χαιρετούσε όλους και ζητούσε μια μικρή χάρη:
-Παιδιά, δύο λεπτά μόνο να πιω ένα ποτηράκι νερό και θα σας δεχτώ όλους ακόμη και αν είναι να ξημερωθούμε.
Και πράγματι, καθόταν ως αργά τη νύχτα. Δεν έδιωχνε ποτέ κανέναν. Εξομολογούσε όλους, μέχρι τον τελευταίο. Όταν, μάλιστα, έμενε μαζί του και ο π. Πανάρετος Δουληγέρης κι έβλεπε τόσο κόσμο ως αργά τη νύχτα, έβγαινε από το κελλί του και διαμαρτυρόταν:
-Τώρα είναι αργά. Τι περιμένετε τέτοια ώρα; Μόνο τα θηρία βγαίνουν τη νύχτα…
Ο π. Αθανάσιος όμως χαμογελώντας, τους καθησύχαζε και τους έκανε νόημα να έλθουν από την άλλη πόρτα.
Η φήμη του απλώθηκε όπως απλώνεται η ευωδία, όχι μόνο στο Μαρούσι, αλλά σ’ όλη την Αττική και πιο πέρα ακόμη. Και τα πλήθη, σαν τις μέλισσες μαζεύονταν για να ρουφήξουν το νέκταρ της αγάπης του και να γλυκαθούν μέσα στη δοκιμασία της θλίψη και του πόνου τους. Κάθε μέρα η Νερατζιώτισσα ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα ανθρώπινο μελίσσι. Μια μέρα πέρασε κάποιος που ερχόταν για πρώτη φορά και είδε πλήθος κόσμου. Ήταν μια απλή καθημερινή. Υπολόγισε ότι θα γιορτάζει η Νερατζιώτισσα. Όμως η ημερομηνία δεν του θύμιζε τίποτα. Γι’ αυτό και ρώτησε:
-Τί γιορτάζει σήμερα αυτή η εκκλησία; Πού είναι αφιερωμένη;
Τον κοίταξαν όλοι απορημένοι .Του εξήγησαν κι ο άνθρωπος έφυγε κατάπληκτος.
Ατέλειωτες οι ώρες της εξομολογήσεως. Χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν απ’ το πετραχήλι του. Και τι δεν άκουσαν οι τοίχοι της εκκλησίας, του κελλιού, τα πεύκα. Κάποια μέρα τον επισκέφθηκε ο πατέρας ενός ιερομονάχου. Ο γέροντας εξομολογούσε κάτω από το πεύκο. Το δέντρο περιέργως, χωρίς αιτία, είχε αρχίσει να ξεραίνεται από κάποια άκρη του. Τον ρώτησε:
-Πάτερ, τί έπαθε το πεύκο και ξεραίνεται;
-Τόσες πολλές και μεγάλες αμαρτίες που έχει ακούσει, πώς να μην ξεραίνεται; Απάντησε. «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει…»
Πέρα απ’ την Νερατζιώτισσα ο γέροντας μια φορά την εβδομάδα εξομολογούσε και στην Κηφισιά, στο εκκλησάκι της Παναγίας, που γιορτάζει στην Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 23 Αυγούστου. (Το εκκλησάκι αυτό είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους Κηφισιώτες. Μάλιστα στη δεκαετία του 1940 είχε γίνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κόσμου ένα μεγάλο θαύμα. Μια γυναίκα με σοβαρό πρόβλημα στα πόδια – είχε κάνει επτά εγχειρήσεις – τη μέρα της γιορτής και κατά τη διάρκεια της λιτανείας, η ανάπηρη θεραπεύτηκε και πέταξε τα δεκανίκια. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν «θαύμα, θαύμα, η Παναγία έκανε το θαύμα της» και όσοι ζουν το θυμούνται με πολλή συγκίνηση).
Ο γέροντας εξομολογούσε και πολλούς ανθρώπους γραμμάτων, καθηγητές πανεπιστημίου, λογοτέχνες, πολιτικούς, στρατιωτικούς, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Επίσης αρκετούς αρχιερείς και ιερείς. Οι αρχιερείς έχοντας διάφορα προβλήματα στις Μητροπόλεις τους, έρχονταν πολύ πρωί και κάθονταν ως αργά το βράδυ.
Ο γέροντας είχε έμφυτο το χάρισμα του παιδαγωγού και ψυχολόγου, διέθετε μεγάλη πείρα και κυρίως χάρη Θεού. Είχε την ικανότητα να δημιουργεί άνετο κλίμα, μ’ εκείνο το πατρικό του χαμόγελο και βοηθούσε ευθύς εξαρχής τον εξομολογούμενο να νικήσει τους δισταγμούς του και να φύγει ελευθερωμένος. Γνώριζε καλά ότι «πολύ το επικεκρυμμένον εν ανθρώποις» και ότι η έλλειψη αυτογνωσίας και η ντροπή είναι απ’ τα κυριότερα εμπόδια στην εξομολόγηση. Έτσι, σαν το Σωκράτη, τηρουμένων των αναλογιών, με κατάλληλες ερωτήσεις, με λόγους ενθαρρυντικούς, ή με τη σιωπή του και το μειλίχιο ύφος του, οδηγούσε στη συνειδητοποίηση των «κρυφίων» και στο ξεπέρασμα του εμποδίου της ντροπής. Ο εξομολογούμενος παραδινόταν με εμπιστοσύνη. Απλές κουβέντες ήταν πολύ βοηθητικές˙ «Έλα, παιδί, πες το, πες το. Μην το φυλάς…» Τα άκουγε όλα με υπομονή, ηρεμία, καλοσύνη και αγάπη. Απέφευγε δε διακριτικά, αλλά τόσο ψυχολογημένα, να κοιτάζει στα μάτια τον εξομολογούμενο, ιδιαίτερα όταν είχε βαριές αμαρτίες.
Η αντιμετώπιση των αμαρτιών ήταν ένας σπάνιος και γεμάτος διάκριση συνδυασμός αυστηρότητας και επιείκειας. Και η αυστηρότητα και η επιείκεια (η «οικονομία»), ήταν αποτέλεσμα αγαπώσης καρδίας και φιλανθρωπίας. Γι’ αυτό και τα πνευματικά του παιδιά συνδέονταν μαζί του με έναν άρρηκτο πνευματικό δεσμό. Δέχονταν με χαρά και την αυστηρότητά του, που δεν είχε σχέση με την αδιάκριτη σκληρότητα, και την επιείκειά του, που δεν είχε σχέση με την εγκληματική αδιαφορία. Τα προβλήματα των εξομολογουμένων τα έκανε δικά του προβλήματα και προσπαθούσε να βρει λύσεις που να είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού. Εφήρμοζε με φιλανθρωπία τους κανόνες της εκκλησίας. Σκοπός του ήταν η θεραπεία και η σωτηρία του ανθρώπου, γι’ αυτό και δεν δίσταζε να δίνει τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα, τη σωστή θεραπευτική αγωγή, συνδυάζοντας την ακρίβεια με την οικονομία. Ποτέ δεν έλεγε «δεν βαρυέσαι». Και αυτό είναι δείγμα της σοβαρότητας και υπευθυνότητας με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικές οι κρίσεις που άκουσα από απλούς ανθρώπους, πνευματικά παιδιά του γέροντα:
«Ο π. Αθανάσιος σε ανέπαυε. Ένιωθες όταν εξομολογιόσουν, τη χάρη του Αγ. Πνεύματος».
«Ο π. Αθανάσιος, και αν ακόμη ήθελε να στηλιτεύσει, το έκανε με τόση γλυκύτητα, που δεν αντιδρούσες, και σ’ έβαζε στο δρόμο του Θεού χωρίς να το καταλάβεις. Και κυρίως δεν σε απογοήτευε».
«Ο παππούλης χτύπαγε την αμαρτία στο κεφάλι, αλλά όχι τον αμαρτωλό».
(Αλήθεια, πόσο όμορφα, πόσο απλά, πόσο βαθιά, αλλά και ζεστά μιλούν οι απλοί άνθρωποι. Τόσο αληθινά που βάζουν γυαλιά σε μορφωμένους και ιδίως θεολογούντες).
Πολύ σημαντική η μαρτυρία του Μητροπολίτου Αργολίδος Ιακώβου, που έζησε κοντά στο γέροντα:
«Ο γέροντας δεν ήταν αυστηρός˙ στον εαυτό το ήταν αυστηρός. Για θέματα που περίμενε κανείς αυστηρότητα, έδειχνε επιείκεια. Όταν έβλεπε κάποια ίχνη μετάνοιας, προέτρεπε τον εξομολογούμενο να κάνει κάποια πράγματα, κάποιον αγώνα και του έλεγε να ξαναπάει. Απέφευγε να βάζει μεγάλα χρονικά διαστήματα, που μπορούσαν να προκαλέσουν απόγνωση. Όταν ο άνθρωπος ξαναπήγαινε κι ο γέροντας έβλεπε τη μετάνοια και τον αγώνα του, συντόμευε το χρόνο που επιβάλλουν οι ιεροί κανόνες. Και μένα με συμβούλευε:
-Ποτέ μην πεις σε κάποιον, θα κοινωνήσεις σε τρία ή τέσσερα χρόνια, γιατί, δεν ξέρουμε, στα χρόνια αυτά μπορεί να έλθει σε μετάνοια. Σκοπός του επιτιμίου είναι η μετάνοια. Θα βλέπεις την πορεία του και αναλόγως θα κινείσαι. Αν διόρθωσε το σφάλμα του, αν άρχισε μια πνευματική ζωή, τότε θα συντάμεις το χρόνο.
Αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και πιστεύω ότι εκινείτο μέσα στο πνεύμα των ι. κανόνων και στα όρια που θέτει ο τελευταίος κανόνας της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου».
Πολύ σημαντικές και οι επισημάνσεις του π. Α. Ρ.:
«Συνδύαζε ο Γέροντας το γλυκό με το αυστηρό, το ταπεινό με το ηγεμονικό, το μοναχικό με το κοινωνικό, την απλότητα με τη σοφία. Ένιωθες άνετα κοντά του, αλλά συγχρόνως η παρουσία του ήταν μια ζώσα επιταγή να ανεβείς ψηλά, προκειμένου να τον συναντήσεις. Η εμφάνισις του Γέροντα ήταν ολόφωτος και «παραδοσιακή». Ήταν τρομερά ελκυστική, αλλά κρατούσε και τις αποστάσεις. Υπήρξεν ο αυστηρός εις τον εαυτό του ιερομόναχος που λειτουργούσε συνάμα ως στοργικός «ενοριακός» και υπερενοριακός ΠΑΤΕΡΑΣ.
Ήξευρε πολύ καλά τι έπρεπε και τι μπορούσε να δώσει στον καθένα, χωρίς υπερβολές ή παραλείψεις, χωρίς τολμηρούς και αυθαίρετους νεωτερισμούς ή τροχοπεδικές τυπολατρίες. Ποτέ δεν εφέρετο σαν να είχεν εμπιστοσύνη στις γνώσεις του, αλλά και ποτέ δεν είχεν ατεκμηρίωτες θέσεις. Δεν υπήρξε «φανατικός», αλλά δεν είχε ούτε προαίρεση για παραμικρή χαλάρωσι σε θέματα πίστεως, τάξεως και ζωής εν Χριστώ.
Θα ήθελα ακόμη να τονίσω το στοιχείο της διακριτικής εφαρμογής των Ιερών Κανόνων εκ μέρους του γέροντος. Ο αείμνηστος Πατέρας μας είχε σαν βιωματικό στόχο την πλήρη εφαρμογή των θείων και ιερών κανόνων. Μελετούσε και εφήρμοζε το ιερό πηδάλιο, πάντοτε όμως με διάκριση, αγάπη και ρεαλισμό.
Τούτο φαίνεται και από το πώς αντιμετώπισε την περίπτωσί μου, ως ρασοφορεμένου δοκίμου μοναχού. Λόγω της στενότητος του χώρου των εκκλησιαζομένων και εφ’ όσον ήμουν ρασοφορεμένος, επέτρεπε την παραμονήν μου στο ιερό Βήμα, ακόμη και κατά την ώρα που ήθελε να είναι μόνος του. Όταν όμως επρόκειτο να μεταλάβω εγώ, έπρεπε να βγω στο εκκλησίασμα σαν λαϊκός να μεταλάβω. Δεν χωρούσε καμμιά συμβατική αυθαιρεσία ή άσκοπη φιλοφροσύνη».

Καταγράφουμε κι ένα αξιοπρόσεκτο περιστατικό, που δείχνει πόσο ο γέροντας ήταν αυστηρός εκεί που έπρεπε, ακόμη και σε πρόσωπα ανώτερά του. Δεν φοβόταν να πει την αλήθεια. Κάποιος αρχιερέας, που τον εκτιμούσε βαθύτατα, ζήτησε τη γνώμη του για κάποια ενέργειά του. Ο γέροντας δεν συμφωνούσε. Σηκώθηκε και με αυστηρό ύφος του είπε:
-Από σένα δεν το περίμενα! Δεν έπρεπε να το κάνεις.
Ο επίσκοπος αναστατώθηκε. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί, αλλά ο γέροντας επέμενε.
-Από σένα δεν το περίμενα. Και ήξερες ότι είναι λάθος.
-Γέροντα, συγχώρεσέ με, απάντησε ο επίσκοπος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Μετανοιωμένος έσκυψε να του βάλει μετάνοια και να του φιλήσει το χέρι. Ο γέροντας δεν το άντεξε. Βλέποντας την ταπείνωση του επισκόπου, έπεσε στα πόδια του και του είπε:
-Σεβασμιώτατε, συγχωρέστε με. Σας ζητώ συγνώμη γιατί σας ήλεγξα. Είσαστε αρχιερέας!
Ο επίσκοπος ένιωσε νέο συγκλονισμό. Έσκυψε να τον σηκώσει.
-Συγχώρεσέ με γέροντα!
-Εσύ, να με συγχωρέσεις… Συγχώρεσέ με. δεν συμφωνώ με ό,τι έκανες, αλλά δεν πρέπει να σε ελέγξω γιατί είσαι αρχιερέας, μεγαλύτερος από μένα…
Αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. κι έπειτα ο γέροντας του φόρεσε το πετραχήλι, και ζήτησε να του διαβάσει ο ελεχθείς επίσκοπος συγχωρητική ευχή!

Όπως ομολογούν τα πνευματικά του παιδιά, στην εξομολόγηση συνέπασχε με την άρρωστη ψυχή. «Έχαιρε μετά χαιρόντων και έκλαιε μετά κλαιόντων». Έλεγε σε ένα πνευματικό του παιδί: «Τα δάκρυα που χύνετε δια την σωτηρίαν της ψυχής είναι πολύ ωφέλιμα. ¨Και δάκρυον στάξαν ισοδυναμεί τω λουτρώ¨, λέγει ο Κύριος δια μέσου των αγίων Του». Οι άνθρωποι του άφηναν στα πόδια του τα δάκρυα της μετάνοιας και του πόνου τους, τις κραυγές της αγωνίας τους. Υπάρξεις ταλαιπωρημένες από την αμαρτία, την αρρώστια, τη φτώχεια, τον κατατρεγμό, έρχονταν να βρουν ανάπαυση στον π. Αθανάσιο, που ήταν ο δικός τους άνθρωπος, ο πνευματικός τους πατέρας. Ως μέλη του ίδιου σώματος, της ίδιας οικογένειας, της Εκκλησίας, συνέπασχον μαζί. Γιατί «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη». Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για ό,τι του εξομολογούντο. Και λυπόταν όταν άκουγε επανάληψη κάποιων αμαρτιών. «Τώρανες! Τι κάνουμε παιδί τώρανες!», έλεγε με την πελοποννήσια διάλεκτό του. Σα να είχε ο ίδιος αμαρτήσει. Και προσπαθούσε να ανορθώσει, να βοηθήσει, να ενισχύσει. Είχε και πολύ καλή μνήμη. Θυμόταν τα προβλήματα όλων. Ακόμη και μετά από μήνες αν έβλεπε κάποιον, ρωτούσε με ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Αρκούσε και μια μόνη συνάντηση με τον γέροντα για να νιώσει κανείς, ακόμη και ο πιο αμαρτωλός, αυτή την απέραντη αγάπη του π. Αθανασίου, δείγμα αληθινού ποιμένα. «Ποιμένα αληθινόν, αποδείξει αγάπη˙ δι’ αγάπην γαρ ο ποιμήν εσταύρωται». Τον αληθινό ποιμένα θα τον φανερώσει η αγάπη. Από αγάπη άλλωστε ο ποιμήν σταυρώθηκε.
Κάποιος βαρυνόταν από πολλές αμαρτίες. Είχε φθάσει στα όρια της απόγνωσης. Δεν είχε και καλές σχέσεις με την εκκλησία με αποτέλεσμα να ασφυκτιά και να πνίγεται μπροστά στο αδιέξοδο που είχε περιέλθει. Μετά από συνεχή παρότρυνση φίλου του αποφάσισε να επισκεφθεί τον π. Αθανάσιο. Ήταν όμως δύσπιστος και διστακτικός. Σαν άρχισε να ξεδιπλώνει τη ζωή του, ο γέροντας ξέσπασε σε κλάματα. Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Ο άνθρωπος αυτός συγκλονίστηκε.
-Πάτερ μου, του λέει, μην κλαίς έτσι, δεν το αντέχω.
Η έμπρακτη αγάπη του γέροντα, και μάλιστα σ’ έναν άνθρωπος άγνωστο, που τον έβλεπε για πρώτη φορά, έριξε τις αντιστάσεις και έφερε την καλή αλλοίωσιν στην ψυχή του ανθρώπου αυτού.
Γράφει ένα πνευματικό του παιδί:
«Οι συμβουλές του ήταν πολύ πειστικές. Όλοι στα δύσκολα προβλήματα έτρεχαν σ’ αυτόν. Ήταν ο άνθρωπος για τα δύσκολα. Και τον άκουγαν σε ό,τι τους έλεγε, γιατί ενέπνεε το σεβασμό και την εμπιστοσύνη. Η μορφή του ήταν αυτό που λέει στο Γεροντικό: «Μου αρκεί μόνον το να σε βλέπω, πάτερ». Κι ενώ μερικοί έλεγαν ότι είναι αυστηρός, εγώ όταν τον έβλεπα αναρωτιόμουν, μικρό παιδί τότε: πώς είναι δυνατόν αυτός ο παππούλης, ο τόσο καλός και γλυκός, να είναι αυστηρός;».
Ο π. Αθανάσιος, ως πνευματικός, δεν χανόταν σε λεπτομέρειες. Τις απέφευγε, ειδικά σε αμαρτήματα που μπορούσε να παρεξηγηθεί. Συμβούλευε μάλιστα πολύ σοφά νεότερο πνευματικό:
-Πρόσεχε, παιδί, όσο μπορείς μην τα ψάχνεις. Έγινε το αμάρτημα; Από δω και πέρα να δούμε τι θα κάνουμε, πώς μπορούμε να το θεραπεύσουμε. Αυτό να μας απασχολεί.
Όταν συνέβαιναν σε κάποιον διάφορες κακοτυχίες, έψαχνε κάτω από τα φαινόμενα.
-Παιδί, χρειάζεσαι αναθεώρηση βίου. Κάτι άλλο υπάρχει κάποια αμαρτία και συμβαίνουν αυτά.
Και σαν καλός χειρουργός, έκανε τη σωτήρια επέμβαση. Η διάγνωσή του ήταν σωστή. Αποκάλυπτε την αρρώστια που κρυβόταν κάτω από τα συμπτώματα και με παιδαγωγικό τρόπο βοηθούσε και τον εξομολογούμενο να αφήσει τις αρνήσεις και αντιστάσεις και να το κατανοήσει.
Λέει η κ. Δ. Λ.:
«Στην εξομολόγηση ένιωθες ότι έμπαινε στην ψυχή σου. Αυτό που σου έλεγε δεν μπορούσες να το αμφισβητήσεις. Ούτε έτρεχες σε άλλες πηγές. Δεν έλεγες, μήπως είναι κι αλλιώς, ή μήπως δεν είναι έτσι; Αυτό που σου έλεγε γίνονταν πίστη».
Κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σταύρος Καλκανδής. (Ήταν τετραπληγικός και αργότερα θεραπεύτηκε θαυματουργικά από τον άγιο Νεκτάριο). Πήγε για πρώτη φορά να εξομολογηθεί. Ο γέροντας τον άκουσε και στο τέλος του έδωσε την κατάλληλη γι’ αυτόν θεραπευτική αγωγή: να μην κοινωνήσει για ένα χρόνο. Ο άρρωστος αντέδρασε:
-Γέροντα, είμαι ετοιμοθάνατος και συ μου βάζεις τέτοιο κανόνα;
Ο γέροντας απάντησε σταθερά.
-Εγώ είμαι υπεύθυνος για σένα.
Ο Καλκανδής σκέφθηκε να πάει σε άλλον πνευματικό. Ζήτησε τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο. Γράφει ο ίδιος για τη συνέχεια:
«Ήθελα να εφεσιβάλω κατά κάποιο τρόπο την απόφαση. Εξομολογήθηκα, λοιπόν, στον π. Φιλόθεο και μου λέει τα ίδια λόγια, το ίδιο επιτίμιο. Εξεπλάγην. Και είπα: Λες να έχουν συνεννοηθεί; Αλλά τότε υπάκουσα».
Στη συμβουλευτική του τόνιζε την ανάγκη πνευματικού αγώνα:
-Παιδί, τώρα πρόσεχε τη ζωή σου, γιατί φεύγουμε γρήγορα απ’ αυτό τον κόσμο. Δούλευε τις χριστιανικές αρετές και ο Κύριος μας φυλάει ανοιχτές τις πύλες του παραδείσου. Να είσαι οπλισμένος σαν το φρουρό, με πνευματικά όπλα, γιατί κάνουμε μάχη με τον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έδειχνε στην αγωγή και καθοδήγηση των νέων. Τόνιζε με έμφαση την αξία της αγνότητας και την ανάγκη για σκληρό αγώνα κατά των σαρκικών παθών, επιθυμιών, και επαναστάσεων. Γνώριζε πολύ καλά πόσο πολεμάει τους νέους το πάθος της «ασελγείας˙ χαλεπός γαρ ούτος ο πόλεμος, και ουδέν ούτως ενοχλεί την ηλικίαν αυτήν, ως τούτο το πάθος… τούτο γαρ πάντων πλέον την νεότητα λυμαίνεται». Δηλαδή, αυτός ο πόλεμος, της ακολασίας, είναι σκληρός και τίποτε δεν ενοχλεί τόσο αυτή την ηλικία, όσο αυτό το πάθος… αυτό τους μολύνει περισσότερο απ’ όλα. Άκουγε τους προβληματισμούς των νέων, συζητούσε μαζί τους με άνεση, τους ενίσχυε στους πειρασμούς τους, τους έδινε κατευθύνσεις. Τόνιζε ότι το θέλημα του Θεού είναι «η έννομος συζυγία». Οι παρεκτροπές στο θέμα αυτό στενοχωρούσαν πολύ τον γέροντα κι επαναλάμβανε τα λόγια το απ. Παύλου: «Φεύγετε την πορνείαν. Παν αμάρτημα ο εάν ποιήση ο άνθρωπος εκτός του σώματός εστίν, ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει… ουκ οίκατε ότι τα σώματα ημών μέλη Χριστού εστίν;». Δηλαδή, αποφεύγετε την πορνεία. Κάθε άλλο αμάρτημα που κάνει ο άνθρωπος είναι έξω από το σώμα… εκείνος όμως που πορνεύει, αμαρτάνει προς το ίδιο του το σώμα… δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη Χριστού;
Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή των νέων στο να μην γίνονται οι ίδιοι αφορμή σκανδάλου, ούτε να υποτιμούν τους πειρασμούς κατά τους κινδύνους, αλλά ούτε και να υπερτιμούν τις δυνάμεις τους και να «θαρρεύουν εις τον εαυτόν τους». Διότι η ανθρώπινη φύση είναι «στουππείον ξηρόν», όπως λέει ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, και εύκολα αρπάζει φωτιά. Σ’ ένα γράμμα του προς μία νέα – πνευματικό παιδί του – την συμβουλεύει.
«Όταν (ο τάδε) θέλη να συζητήση μαζί σου, έσο φειδωλεστάτη στας ομιλίας και να ίστασαι σαν να έχης καρφιά εις τα πόδια σου και να θεωρής ανάγκην ν’ αποσυρθής με αντέχουσαν από τον πόνον. Πολύ βλάπτεται που σε ατενίζει… Να διάκεισαι την ώραν εκείνην ως η καταδιωκομένη υπό τινός και μη έχουσα καιρόν να είπης περισσότερα».

Επέμενε δε στην αποφυγή των προκλήσεων και αφορμών, που μπορούν να οδηγήσουν στην πτώση, στην ακολασία, όπως π.χ. άσεμνα θεάματα, αναγνώσματα παιδιών. Κάποια από τις αδελφές είχε αγοράσει ένα κοσμικό περιοδικό. Ο γέροντας το είδε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Λυπήθηκε. Δεν δίστασε να το πάρει, να το σκίσει και να το πετάξει στα σκουπίδια! Έπειτα έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις.
Προέτρεπε τους νέους να μελετούν βιβλία που αναφέρονται σε νεανικά προβλήματα και γενικότερα σε πνευματικά θέματα. Μια από τις πρώτες ερωτήσεις του στους νέους, αλλά και σε όσους μπορούσαν να διαβάσουν ήταν:
-Διαβάζεις, παιδί;
Το πρώτο βιβλίο που συνιστούσε ήταν η Αγία Γραφή. Ήταν μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρός. Ο κ. Ι. Λ. μας είπε:
«Ο π. Αθανάσιος τόνιζε ιδιαίτερα την καθημερινή μελέτη της Αγ. Γραφής. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα λόγια του:
-Να διαβάζετε κάθε μέρα ένα κεφάλαιο από την Αγ. Γραφή. Αν όχι όλο, έστω λίγο. Αν δεν διαβάζετε, εγώ θα σας κατηγορήσω στον Κύριο την ημέρα της κρίσεως!».
Επίσης συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά:
-Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Ο ίδιος είχε πάντα μια ποσότητα κατάλληλων βιβλίων τα οποία μοίραζε δωρεάν. Ο κ. Α. Μ. διηγείται:
«Ήταν το 1937 όταν επισκέφθηκα σ’ ένα φτωχόσπιτο μια παράλυτη γυναίκα. Πάνω το τραπέζι είδα ένα βιβλίο. Ρώτησα που μπορώ να το προμηθευτώ και αυτή μου συνέστησε τον π. Αθανάσιο. Πήγα να τον βρω. Με δέχθηκε με πολλή αγάπη… Του ζήτησα το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά αυτός μου έδωσε ένα άλλο. Διάβασα τον τίτλο: Η μετάνοια.
-Αυτό είναι πολύ καλό, μου είπε, θα το διαβάσεις και θα ξανάρθεις.
Το διάβασα, πράγματι, και αυτό το βιβλίο στάθηκε αιτία να εξομολογηθώ στο γέροντα και να τον κάνω πνευματικό μου ως το τέλος».
Ο π. Αθανάσιος πίστευε πως το καλό βιβλίο είναι πολύτιμο βοήθημα στον πνευματικό αγώνα.
Και όταν ο π. Αθανάσιος μιλούσε για πνευματικό αγώνα, το εννοούσε. Υπήρξαν περιπτώσεις που ζήτησε από ανθρώπους να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, να προχωρήσουν σε πράξεις ηρωικές, να μιμηθούν τα κατορθώματα μεγάλων αγίων. Γιατί δεν ήθελε απλώς να γίνουν «καλά παιδιά», ή «ηθικοί άνθρωποι», αλλά κάτι παραπάνω. Μιμητές αγίων. Τα επόμενα περιστατικά δείχνουν τον τρόπο που ο γέροντας οδηγούσε τους ανθρώπους στην αγιότητα. Είναι πάνω απ’ τη δική μας λογική και φτάνουν στα όρια της «αγίας τρέλας», που έζησαν πολλοί άγιοι.
Τα τρία πρώτα έχουν σχέση με την πίστη – εμπιστοσύνη απέναντι στην πρόνοια του Θεού. Διηγείται η κ. Μ.:
«Την ύπαρξή μου την χρωστάω στον π. Αθανάσιο. Όταν η μητέρα μου έμεινε έγκυος σε μένα, είχε την ατυχία ο πατέρας μου να μη με θέλει. Της είχε θέσει όριο. Ή το παιδί ή εμένα. Επειδή τότε είχε απαγορευτεί δια νόμου από τον Μεταξά η έκτρωση, ο πατέρας μου έδινε στη μητέρα μου διάφορα φάρμακα για να με αποβάλλει. Χρησιμοποιούσε και άλλους πιο σκληρούς τρόπους. Τη χτυπούσε, την έριχνε κάτω από το κρεβάτι, την πήγαινε στη θάλασσα και την υποχρέωνε να κάνει οκτώ φορές μπάνιο τη μέρα, και άλλα πολλά. Παράλληλα προσπαθούσε να βρει κάποιο γιατρό να προχωρήσει στην έκτρωση, αλλά δεν αναλάμβανε κανείς. Τελικά βρέθηκε κάποιος γιατρός να κάνει την έκτρωση. Τότε όμως κάποια φίλη της της σύστησε τον π. Αθανάσιο. Πήγε, λοιπόν, για πρώτη φορά, και εξομολογήθηκε το πρόβλημά της. Ο γέροντας ήταν απόλυτος. Της εξήγησε ότι αυτό που πάει να κάνει είναι έγκλημα.
-Μα θα με χωρίσει ο άνδρας μου, πάτερ, αντέτεινε.
-Να προτιμήσεις να σε χωρίσει παρά να σκοτώσεις το παιδί.
-Και πώς θα το μεγαλώσω μόνη μου;
-Θα φροντίσει ο Θεός. Έχουν γίνει τόσες απόπειρες και προσπάθειες για να φύγει το παιδί από πάνω σου και δεν έχει φύγει! Αυτό θα πρέπει να σε βάλει σε σκέψεις. Δεν ξέρεις τι σκοπό έχει ο Θεός γι’ αυτό.
Η μητέρα μου γύρισε αποφασισμένη να σηκώσει το σταυρό της. Ο πατέρας μου θύμωσε και την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι εγώ γεννήθηκα χωρίς την παρουσία του πατέρα μου και μεγάλωσα χωρίς αυτόν. Παρόλο που ζούσε, απέφυγε να με γνωρίσει. Εγώ νόμιζα ότι είχε πεθάνει. Έτσι με άφηναν να πιστεύω η μητέρα μου και η γιαγιά. Όταν αργότερα έμαθα την αλήθεια και ότι ζει, έκανα πάρα πολλές προσπάθειες να τον βρω, αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί είχε αλλάξει και το όνομά του. Έτσι δεν τον είδα ποτέ. Το μόνο που έμαθα και με χαροποίησε, ήταν ότι στο τέλος της ζωής του μετανόησε.
Τα χρόνια πέρασαν, παντρεύτηκα και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης του δεύτερου παιδιού προσβλήθηκα από οξείς ρευματισμούς, με αποτέλεσμα να κλονιστεί πολύ η υγεία μου. Έπαιρνα οκτώ ασπιρίνες την ημέρα και πέντε κορτιζόνες των 5 mgr, αγνοώντας όμως την εγκυμοσύνη. Είχα πάρει συνολικά 450 ασπιρίνες και 250 κορτιζόνες, όταν ανακάλυψα την εγκυμοσύνη. Πανικοβλήθηκα τότε και εγώ και οι γιατροί. Όλοι πρότειναν να γίνει διακοπή της κύησης. Εγώ όμως θυμήθηκα τη δική μου περίπτωση, τη στάση του π. Αθανασίου, που δεν τον γνώριζα, και δεν δέχθηκα. Το άφησα στο Θεό. Έκανα μάλιστα και μια απερισκεψία. Σταμάτησα απότομα τη θεραπεία, πιστεύοντας ότι προστατεύω το παιδί, αλλά έτσι δεν προστάτευα ούτε την υγεία μου. Ταλαιπωρήθηκα πολύ. Τελικά, με τη χάρη του Θεού, το παιδί γεννήθηκε υγιέστατο! Οι γιατροί όμως μου απαγόρευσαν να κάνω άλλο παιδί τουλάχιστον για τρία χρόνια, γιατί η υγεία μου ήταν πολύ κλονισμένη. Έτσι, παρόλο που δεν το ήθελα, απέφευγα να κάνω άλλο παιδί.
Ήταν παραμονές του Πάσχα το 1967 κι επειδή ο πνευματικός μας έλειπε στη Β. Ελλάδα, πήγαμε με τον άνδρα μου στο μοναστήρι να εξομολογηθούμε στον π. Αθανάσιο. Ήταν τότε πολύ γέροντας. Κι εγώ συγκινήθηκα βλέποντας για πρώτη φορά τον άνθρωπο χάρη στον οποίο ήλθα στη ζωή. Του μίλησα για την περιπέτειά μου και για τη συμβουλή των γιατρών. Ο γέροντας, αφού με άκουσε, μου είπε:
-Παιδί, οι επίγειοι γιατροί γνωρίζουν το πρόβλημά σου! Ο επουράνιος γιατρός δεν το γνωρίζει; Αν δεν πρέπει να τεκνοποιήσεις δεν θα σου δώσει παιδί. Αρκεί να τον εμπιστευθείς και συ βλέπω δεν τον εμπιστεύεσαι.
Αποφασίσαμε με το σύζυγό μου να το αφήσουμε και πάλι στην αγάπη του Θεού. Και πράγματι ο Θεός επέτρεψε να αποκτήσουμε παιδί στο όριο που έβαλαν οι γιατροί. Τότε είχε αποκατασταθεί η υγεία μου. Ήταν το τρίτο παιδί μας και αποφασίσαμε να το πάμε, μαζί με τα άλλα δύο, στο μοναστήρι. Αγνοούσαμε ότι ο γέροντας είχε κοιμηθεί. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή και ανεβήκαμε στη Φανερωμένη για την ακολουθία επιταφίου. Είχε πολύ κόσμο και κατευθυνθήκαμε στη νότια πλευρά της εκκλησίας. Ανάμεσα στα λουλούδια, χωρίς να το πολυπροσέξουμε, είδαμε μια μαρμάρινη πλάκα και ακουμπήσαμε το καλαθάκι με το παιδί. Γυρίσαμε ταυτόχρονα και τι να δούμε: «Αθανάσιος Ιερομόναχος». Καταλάβαμε ότι ήταν ο τάφος του γέροντα. Αισθανθήκαμε ρίγος και νιώσαμε τα ίδια συναισθήματα και την ίδια ακριβώς σκέψη. Βλέποντας το μωρό μας πάνω στον τάφο του γέροντα το νιώσαμε σαν προσφορά και δώρο δικό του και σα να ακούγαμε τον ίδιο να μας λέει: Βλέπετε που το παιδί ήλθε στην ώρα που έπρεπε να έλθει; Κοιταχθήκαμε και όταν εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλο τα συναισθήματα και τη σκέψη μας και διαπιστώσαμε ότι ήταν ακριβώς τα ίδια, τα μάτια μας γέμισαν δάκρυα. Η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη. Ο άνθρωπος αυτός, άγνωστος σε μένα, έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου και στην οικογένειά μου».

Η κ. Χ. Κ. διηγείται:
«Το 1939 έφερα στον κόσμο το πρώτο μου παιδί, που γεννήθηκε τυφλό. Μου είπαν οι γιατροί να μην κάνω άλλο παιδί, γιατί θα βγει και αυτό ανάπηρο. Ζήτησα τότε να εξομολογηθώ και μου συνέστησαν τον π. Αθανάσιο. Του είπα το γεγονός και ότι φοβόμουν να κάνω άλλο παιδί. Ο παππούλης μου απάντησε:
-Παιδί, τι φοβάσαι; Τον Θεό φοβάσαι; Αν ο Θεός θέλει δεν μπορείς να του κρατήσεις εσύ το χέρι. Έχεις κάνει εξετάσεις;
-Ναι, πατέρα, και οι γιατροί μου είπαν ότι είναι μία ατέλεια της φύσης…
-Κανείς δεν ξέρει το σχέδιο του Θεού. Πες ότι τώρα πηγαίνεις σπίτι σου και στο δρόμο σκοντάφτεις σ’ ένα ξύλο, πέφτεις και μπαίνει το ξύλο στο μάτι σου… Κανείς δεν ξέρει το αύριο. Να λες ό,τι θέλει ο Θεός. Ας γίνει το θέλημά Του. Και μην φοβάσαι. Να κάνεις και άλλο παιδί. Άκουσέ με και δεν θα μετανιώσεις ποτέ στη ζωή σου.
Αισθάνθηκα πάρα πολύ ωραία. Μου έδωσε χαρά και ζωή. Γύρισα στο σπίτι άλλος άνθρωπος. Αλλά τότε συνέβη κάτι που με συντάραξε και δεν ξέχασα ποτέ τα λόγια του. Βρήκα τον άνδρα μου τραυματισμένο στο πόδι.
-Τι έπαθες; Τον ρώτησα.
-Πήγα να κόψω ένα ξύλο, αυτό μου πετάχτηκε και με πλήγωσε στο πόδι. Θα ήταν πολύ χειρότερα, γιατί πετάχτηκε με δύναμη, πέρασε δίπλα απ’ το μάτι μου και με φύλαξε ο Θεός, γιατί θα είχα τυφλωθεί!
Του είπα συγκινημένη τα λόγια του π. Αθανασίου. Δοξάσαμε το Θεό και πλέον αφεθήκαμε στη χάρη του. Αποκτήσαμε και άλλα δύο παιδιά υγιέστατα».

Αυτό το πνεύμα της αυταπάρνησης, της θυσίας, αλλά και της εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού ο π. Αθανάσιος το είχε εμπνεύσει και σε ανθρώπους που κατείχαν σπουδαίες θέσεις και λειτουργήματα. Επηρεασμένος άμεσα απ’ το γέροντα ήταν και ο γιατρός Χ. Κ., που συχνά χρειάστηκε κάποτε να πάρει αποφάσεις κόντρα στην επιστήμη του, με μοναδικό γνώμονα την πίστη. Αντιγράφουμε το επόμενο περιστατικό σαν συνέχεια των προηγουμένων, από το βιβλίο του Αναμνήσεις ενός γιατρού (σελ. 187- 188) στο οποίο συχνά αναφέρεται στον πνευματικό του πατέρα π. Αθανάσιο.
Αν και με … πνίγουν οι αναμνήσεις, είπα κι άλλη μια φορά να σταματήσω, όμως τούτο ας είναι το τελευταίο, γιατί πραγματικά συνέβηκε τελευταία κι ας είχε την αφετηρία του εδώ και είκοσι χρόνια.
Γράφοντας τις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίο, έρχεται στο σπίτι μου μια γυναίκα, που επέμενε να με δει.
-Ο γιατρός, δεν δέχεται πια, δεν έχει ιατρείο…
-Δεν θέλω τον γιατρό, επέμενε. Θέλω τον άνθρωπο.
Ξαφνιάστηκε όταν μπήκε στο άλλοτε τόσο γνωστό της ιατρείο. Ούτε ακτίνες, ούτε διβάνι, ούτε βιβλιοθήκες! Ένα καβαλέτο με προσωπογραφία μισοτελειωμένη η γυναίκα μου, άλλο καβαλέτο γλυπτικής με στημένη προτομή σε φυσικό μέγεθος δουλεμένη σε πηλό, ο πατέρας μου. Εγώ, με την άσπρη ιατρική μου μπλούζα πασαλειμμένη, με πηλούς και με χρώματα…
Μ’ όλο που είχα τόσα χρόνια να τη δω, τη γνώρισα αμέσως, την καλημέρισα μ’ εγκαρδιότητα, θυμήθηκα την ιστορία της.
Μου μίλησε με τόση συγκίνηση, είδα το κλάμα της μεγάλης χαράς της. Την άκουσα να μου διηγείται την ευτυχία της, που εγώ την ξεκίνησα, πριν από είκοσι χρόνια. Μου έδωσε μια πρόσκληση γάμου, φιλώντας μου τα χέρια.
-Θα μας έρθετε στο γάμο μαζί με τη γυναίκα σας, που μου συμπαραστάθηκε με τους καλούς της τρόπους. Τα ξέρει η κόρη μου, τα ‘πε στον μνηστήρα της. θέλουμε να παρευρεθείτε στη χαρά μας, που σας την οφείλουμε ύστερα από το Θεό!
Γυρίζω στα περασμένα… είκοσι χρόνια πριν. Η αξιόλογη εκείνη περίπτωση, με τη σημερινή της συνέχεια!
Τότε βαριά άρρωστη, με σπηλαιώδη φυματίωση, νιοπαντρεμένη και έγκυος.
Διακοπή της κυήσεως αμέσως διέταξαν όλοι οι γιατροί, ειδικοί καθηγητές, μεγάλα ονόματα της εποχής.
-Όχι, είπα εγώ. Όχι έκτρωση!
Συμβούλια επί συμβουλίων, επέμεναν στη διακοπή.
-Όχι, διακοπή, επέμενα κι εγώ. Είχα μελετήσει καλά το περιστατικό, είχα τα επιχειρήματά μου. Το σπήλαιο στη βάση του αριστερού πνεύμονα, θα πιεστεί εκ των κάτω δια της ανόδου του διαφράγματος, με την αύξηση του αναπτυσσομένου εμβρύου, και θα έχει εκ της πιέσεως θεραπευτικά αποτελέσματα, όπως ο πνευμοθώραξ… δηλαδή, θα θεραπεύσει την μητέρα του το ερχόμενο παιδί… ευγνωμοσύνης ένεκεν! Έκανα θυμούμαι και πνεύμα.
Οι σοβαροφανείς συνάδελφοι με αποδοκίμασαν.
-Νίπτομεν τας χείρας μας! Είπαν.
Το νεαρό ζευγάρι, ήθελε πολύ την απόκτηση παιδιού, και παραδέχτηκε τις απόψεις μου, κάνοντάς με όπως και υπεύθυνο.
-Αναλαμβάνω τις ευθύνες, τους είπα. Τώρα σκέφτομαι πως το είπα αυτό, που στην ιατρική τίποτα δεν είναι απόλυτο. Είχα όμως μια πίστη πως και το παιδί θα ‘ρχόταν στον κόσμο και η μητέρα του θα γινόταν καλά, στο διάστημα της κυήσεως.
Έτσι ακριβώς έγινε! Θυμούμαι την ικανοποίησή μου. Παρακολουθούσα μάνα και παιδί, επί πέντε χρόνια, και αισθανόμουν υπερήφανος, έλεγα στους γονείς, που έφερα στον κόσμο μια τέτοια κουκλίτσα.
Δέκα εννιά χρονών την ερωτεύτηκε ένας πλούσιος βιομήχανος. Κοσμικό γεγονός ο γάμος της.
Η Μητρόπολη ανθοστολισμένη. Πλάι στους γονείς της και εμείς. Το επέμεναν.
-Εσείς τη φέρατε στον κόσμο. Δικό σας πλάσμα είναι η κόρη μας, γιατρέ.
Και ο γάμος της, και η ευγνωμοσύνη τους και το τέλος της ιατρικής μου πορείας, όλα μαζί μου ‘φεραν μεγάλη συγκίνηση και ικανοποίηση που κοιτάζοντας γύρω σταμάτησα στην εικόνα του Χριστού, και μου ‘ρθε να του πω το «νυν απολύεις…». Αλλά δεν το είπα. Ποτέ κανένας άνθρωπος (εκτός από έναν που αναφέρουν οι Γραφές) δεν το ζήτησε από τον Θεό με την καρδιά του. Τον ικετεύει μόνο για το αντίθετο ακριβώς. ¨Ίασαι, Κύριε, τας ασθενείας ημών…¨ Τόσο τη θέλει τη ζωή του ο άνθρωπος. Και ύστερα από το Θεό, φωνάζει στο γιατρό: Γιατρέ, σώσε με!
Ένα γαλάζιο φως από μέσα μου με πλημμύρισε ευχαρίστηση. Φώτισε το νου μου, κι έβλεπα μέσα σ’ αυτό το φως το γιατρό ανεβασμένο στο κοινωνικό βάθρο που τον θέλησε και τον τοποθέτησε η Θεία και η ανθρώπινη κρίση».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.