Ο Όσιος Αγάθων ο Ερημίτης.

Εορτάζει στις 8 Ιανουαρίου εκάστου έτους.

Ανάμεσα στους ονομαστούς ασκητές της Αιγύπτου που έζησαν τον 4ο αιώνα, ξεχωριστή θέση κατέχει ο όσιος Αγάθων[1]. Τον συναντούμε στην έρημο, στην κοινότητα της Σκήτεως, να ζει με αυστηρή συνέπεια τον αγγελικό βίο. Θαυμαστοί υπήρξαν οι ασκητικοί του αγώνες. Ζηλευτή η καρποφορία των αρετών του και κυρίως της υπομονής, της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης.

Επειδή μάλιστα από τη μικρή του ηλικία παρουσίασε έκτακτα πνευματικά χαρίσματα σοφού και ενάρετου Γέροντα, οι πατέρες της ερήμου τον προσφωνούσαν από τότε· «αββά», δηλαδή «πάτερ»! Και έλεγαν μεταξύ τους: «Μας αναγκάζει να τον ονομάζουμε έτσι ο τρόπος της ζωής του».

Ζούσε ο Όσιος στο κλίμα της θερμής και απερίσπαστης προσευχής, της προσεκτικής μελέτης των Αγίων Γραφών και των Βίων των Αγίων. Κανένα δεν επιβάρυνε με προσωπικές του εξυπηρετήσεις. Εργαζόταν με επιμέλεια το προσωπικό του εργόχειρο πλέκοντας καλάθια που πουλούσε στην Αλεξάνδρεια, και μάλιστα σε ευτελέστατη τιμή. Ποτέ δεν μετρούσε τα χρήματα που του έδιναν. Ήταν ο Όσιος πηγή ανεξάντλητης φιλανθρωπίας. Βοηθούσε τους ανήμπορους ασκητές, εξυπηρετούσε τις ανάγκες των καταπονημένων.

Τόσο απέραντη αγάπη είχε, ώστε έλεγε: «Εἰ δυνατὸν ἦν μοι εὑρεῖν κελεφὸν καὶ δοῦναι αὐτῷ τὸ ἐμὸν σῶμα καὶ λαβεῖν τὸ αὐτοῦ, ἡδέως εἶχον. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τελεία ἀγάπη». Δηλαδή: Εάν μου ήταν δυνατόν να βρω ένα λεπρό και να του δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα ήμουνα ευτυχισμένος. Γιατί αυτή είναι η τέλεια αγάπη.

Κάποια φορά στην αγορά συνάντησε έναν εγκαταλελειμμένο πάμφτωχο και άρρωστο άνθρωπο. Για χάρη του νοίκιασε δωμάτιο σε ξενώνα στην Αλεξάνδρεια και έμεινε μαζί του και τον φρόντιζε ως αγαπητό αδελφό του Κυρίου, μέχρις ότου έγινε τελείως καλά. Τέσσερις μήνες κράτησε η θυσιαστική του αυτή διακονία, και επέστρεψε ο Αγάθων γεμάτος χαρά στη Σκήτη.

Θαυμαστός υπήρξε ακόμη ο αγώνας του Οσίου για τη σιωπή. Θέλοντας να δαμάσει τη γλώσσα του επί τρία χρόνια έβαζε στο στόμα του ένα βότσαλο για να ασκηθεί στην εγκράτεια των περιττών λόγων. Και δίδασκε τους μαθητές του να μην προσκολλώνται στα φθαρτά πράγματα της γης, διότι παρέρχονται και χάνονται, να αποφεύγουν την κενόδοξη παρρησία και το θάρρος το εγωιστικό μπροστά στους ανθρώπους, και να παραμένουν ταπεινοί στο λόγο και στο ήθος. Να καλλιεργούν δε τέτοια ακρίβεια, ώστε να μη δίνουν ποτέ το δικαίωμα να τους κατηγορήσει κάποιος «εις οιονδήποτε πράγμα», για οποιοδήποτε παράπτωμα.

Είχε δε ο Όσιος τόσο ανεξίκακη καρδιά, ώστε έλεγε: «Ποτέ δεν κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κανενός, ούτε άφησα κανένα να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, όσο εξαρτιόταν από μένα».

Κάποιοι αδελφοί θέλησαν κάποτε να δοκιμάσουν την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη του. Και τον αποκάλεσαν περιφρονητικά «καταλάλο, φλύαρο, ανήθικο, αιρετικό». Και εκείνος ο μακάριος αποκρίθηκε: «Τις αποδέχομαι όλες τις κατηγορίες, γιατί πολύ ωφελούν την ψυχή μου οι διαπιστώσεις σας αυτές. Μία όμως κατηγορία αρνούμαι: ότι είμαι αιρετικός». «Αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή: Το να είναι κανείς αιρετικός αποτελεί χωρισμό από τον Θεό, και εγώ δεν θέλω να χωρισθώ από τον Θεό.

Ύστερα από μακρούς θεοφιλείς αγώνες έφθασε κάποτε και το τέλος του Οσίου. Και ενώ ήταν στολισμένος με τα ευωδιαστά άνθη των αρετών, στην καρδιά του βασίλευε η μακαρία ταπεινοφροσύνη. Και το απέδειξε λίγο πριν αναχωρήσει για να συναντήσει τον Νυμφίο της ψυχής του. Τρία μερόνυχτα πριν εκδημήσει, κοιτούσε με τα μάτια ακίνητα και ανοιχτά κάπου ψηλά, έκπληκτος.

–Που είσαι, αββά Αγάθων; τον ρώτησαν οι μαθητές του, για να τον προκαλέσουν να πει κάτι.

–Είμαι μπροστά στο Κριτήριο του Θεού! απάντησε ο Όσιος.

–Και συ φοβάσαι; του είπαν.

Και με πολλή ταπείνωση απάντησε ο όσιος Γέροντας:

–Σε όλη μου τη ζωή μέχρι και αυτή τη στιγμή προσπάθησα, όσο μπορούσα, να εφαρμόσω το θέλημα του Κυρίου, αλλά άνθρωπος είμαι, δεν γνωρίζω αν τελικά όλα όσα έπραξα ήταν ευάρεστα στο Θεό. Δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στα καλά μου έργα και στη δική μου κρίση. Άλλη είναι η κρίση των ανθρώπων και άλλη η κρίση του Θεού.

Ήθελαν και άλλα να ερωτήσουν τον όσιό τους πατέρα οι μαθητές του, αλλά δεν τους το επέτρεψε λέγοντάς τους:

–«Ποιήσατε ἀγάπην, μὴ λαλεῖτε ἄρτι μετ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀσχολοῦμαι». Κάντε μου τη χάρη, μη μου μιλάτε τώρα, γιατί είμαι απασχολημένος.

Και σε λίγο γεμάτος χαρά, όπως χαιρετά κάποιος τους φίλους και αγαπητούς του, ο Όσιος άφησε την τελευταία του πνοή στο έλεος του πολυεύσπλαχνου Κυρίου και κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου ευτυχισμένος.

Πέρασαν δεκαέξι αιώνες από τότε. Και η φωνή και η ζωή των Πατέρων της ερήμου είναι πάντα επίκαιρη. Μας διδάσκουν τις απλές και μεγάλες αλήθειες του Ευαγγελίου, που συνοψίζονται σε μια προτροπή: Χωρίς τη βαθιά ταπεινοφροσύνη και την έμπρακτη αγάπη ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί, ούτε να εμπνεύσει στους άλλους τον δρόμο της σωτηρίας.

Από το περιοδικό «Ο Σωτήρ». Τεύχ. 2146 (1ης Ιανουαρίου 2017)

Παράβαλε και:
08 Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Αγάθωνος: Συναξάριον, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.