Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως φλόγα αγάπης – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Θεού γαρ μιμούμενος ευσπλαγχνίαν, συμπαθής νοσούσι
γέγονεν, γυμνουμένων τε πάντων περιβόλαιον»

Ο γέροντας, έχοντας τη χάρη του Θεού, εκοσμείτο από πλήθος αρετών. Άνθρωπος πλημμυρισμένος από την αγάπη του Θεού, ξεχείλιζε αυτήν την αγάπη και στις εικόνες του Θεού, που τον πλησίαζαν. Ζούσε πραγματικά σ’ ένα παροξυσμό αγάπης και αυτοπροσφοράς. Μια αγάπη πηγαία, που δεν τη βρίσκεις εύκολα. Η ψυχή του αγκάλιαζε τους πάντες, αλλά η καρδιά του κολλημένη μόνο στον Κύριο. Όλο του το είναι ήταν στο πως θα γίνει το θέλημα του Θεού.
Έλεγε ένα πνευματικό του παιδί:
«Ο π. Αθανάσιος δεν είχε ούτε ύψος, ούτε εμφάνιση, ούτε ωραία φωνή, ούτε διακρινόταν για τη ρητορική του δεινότητα. Όμως μας μαγνήτιζε με τις αρετές του, τη μεγάλη του αγάπη, την καλοσύνη του, την απλότητα, την πραότητα, την ταπείνωση».
Θα σταθούμε αρχικά σε δύο αρετές του που πραγματικά ακτινοβολούσαν και λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Συνδύαζε τη μοναχική αρετή της ακτημοσύνης και την κορωνίδα των αρετών, την αγάπη. Για την αγάπη και φιλανθρωπία του θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι.
Ο γέροντας ζούσε λιτότατα, απέριττα, ασκητικά. Η αφιλαργυρία του ήταν απίστευτη, πραγματικό σκάνδαλο για το σύγχρονο άπληστο άνθρωπο, που μοναδικός του στόχος κι ένα από τα κυριότερα αιτήματα της «προσευχής» του είναι η αύξηση του εισοδήματος και ο πλουτισμός. Ο γέροντας προσευχόταν για το αντίθετο:
«Κύριε, απάλλαξέ με από την όρέξιν του πλουτισμού. Αποδίωξε απ’ εμού την φλογεράν δίχαν της φιλαργυρίας». Και παρέμενε φτωχός.
-Κοιμάμαι φτωχός και ξυπνάω πλούσιος, έλεγε χαριτολογώντας.
-Λεφτά δεν έχω και χωρίς λεφτά δεν μένω.
-Γυμνός εξήλθον και γυμνός απελεύσομαι και είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος.
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστό», έλεγε συχνά. Όταν του έδιναν χρήματα κοίταζε πώς να τα διώξει. Δεν άφηνε ούτε μια βραδιά να διανυκτερεύσουν στο κελλί του. γρήγορα γίνονταν παρανάλωμα της αγάπης. Μια μέρα, την ώρα που κουβέντιαζε με τον κ. Κ., του έδωσαν ένα χαρτονόμισμα για τους φτωχούς. Μόλις έφυγαν γύρισε και λέει στον κ. Κ.
-Πάρ’ το εσύ να μην το κρατάω εγώ.
Αν ήταν δυνατό να μην τα αγγίζει στα χέρια του.
Όταν οι επίτροποι μετρούσαν τα χρήματα του παγκαριού, έφευγε. Δεν ήθελε να είναι παρών.
Ήταν εχθρός της φιλαργυρίας, αλλά και της τσιγκουνιάς, της απληστίας, της σπατάλης, της πολυτέλειας. Κάποτε που βρέθηκε σ’ ένα νεκροταφείο είδε ένα πολυτελέστατο μνήμα. Λυπήθηκε για την άσκοπη σπατάλη και μονολόγησε:
-Σ’ αυτό το μνήμα χορεύουν οι δαίμονες.
Καταγράφουμε μερικά περιστατικά που μας διηγήθηκαν πνευματικά παιδιά του γέροντα, πιστεύοντας ότι είναι ελάχιστα μπροστά στον ωκεανό της αγάπης του και της ακτημοσύνης του.
Γράφει ο κ. Σ. Αναγνωστόπουλος.
«Η αφιλαργυρία ήταν ένα σπουδαίο «προσόν» που κοσμούσε τον π. Αθανάσιο… Έλεγε ο γέροντας:
-Κάποτε με επεσκέφθη και ο ιερεύς της ιδιαιτέρας μου πατρίδος, άνθρωπος ευλαβής, που αγωνίζεται δια την εκκλησίαν του χωριού μου και μου ζήτησε έναν επενδυμένο Απόστολο. Πίστευε ο σεβάσμιος ιερεύς ότι εγώ είχα χρήματα και ότι μπορούσα να αγοράσω και να δωρίσω τον Απόστολο στην εκκλησία του χωριού μου. Όμως στενοχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να ικανοποιήσω τη σωστή και δίκαιη επιθυμία του, δυστυχώς, ελλείψει χρημάτων.
Ο γέροντας πράγματι δεν κρατούσε χρήματα. Από το ένα μέρος του έδιναν τα πνευματικά του παιδιά, από το άλλο τα έδινε αμέσως χωρίς χρονοτριβή. Όταν όμως του δόθηκε η ευκαιρία, χωρίς να λησμονήσει την εκκλησία του χωριού του, δώρισε ένα Άγιο Ποτήριο, μια στολή καλυμμάτων και ένα πολυκάνδηλο, που κρέμεται στο μέσον του ναού του Αποστόλου Ανδρέου του χωριού του.
Το Άγιο Ποτήριο είναι πράγματι ωραίο και πολύτιμο. Στο χρυσοχόο που το έκανε του είπε:
-Πρόσεξε να μου το κάνεις καλό, διότι εκεί μέσα επαναπαύεται ο Θεός.
Εννοούσε την Θείαν Κοινωνίαν που είναι Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτός ο Κύριος».

Μια μέρα τον επισκέφθηκε μια φτωχή γυναίκα για να ζητήσει ελεημοσύνη. Κρατούσε μόνο 50 δραχμές. Της τα έδωσε αμέσως. Η γυναίκα ευχαρίστησε κι έφυγε. Σαν έκλεισε την πόρτα, σκέφτηκε ότι της έδωσε λίγα. Δεν αναπαυόταν. Βγήκε και της φώναξε να επιστρέψει. Πήγε στο κελλί του, έψαξε παντού, το έκανε άνω κάτω. Τελικά βρήκε άλλο ένα πενηντάρικο. Το πήρε χαρούμενος και της το έδωσε ικανοποιημένος.
-Πάρ’ το, παιδί, και πήγαινε στο καλό.
Ούτε καν σκέφθηκε τι θα κάνει ο ίδιος αν χρειαστεί κάτι. Τόσο ήταν αφημένος στην πρόνοια του Θεού. «Ο κτησάμενος αγάπην διεσκόρπισε χρήματα˙ ο δε λέγων αμφοτέροις συζήν εαυτόν ηπάτησεν», τονίζει ο άγ. Ιωάννης ο Σιναΐτης. Δηλαδή, όποιος απέκτησε αγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Όποιος όμως ισχυρίζεται πως συμβιβάζει στη ζωή του και τα δύο, αυτοαπατήθηκε.

Μια μέρα τον επισκέφθηκε μια χήρα γυναίκα. Δεν είχε καθόλου χρήματα και κινδύνευε να μείνει δίχως σπίτι, γιατί μη έχοντας να πληρώσει, θα της έκαναν έξωση. Έχοντας φτάσει σ’ αυτό το οριακό σημείο έτρεξε στον π. Αθανάσιο. Ο γέροντας τη συμπόνεσε και κυρίως για το ότι τη στιγμή εκείνη δεν είχε χρήματα.
-Παιδί, δεν έχω δραχμή στην τσέπη μου. Δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω. Όμως μη φύγεις. Κάθισε έξω στους πάγκους να δω τι θα γίνει.
Η καρδιά του αναστατώθηκε. Κατέφυγε στην προσευχή. Σε λίγο μια ευκατάστατη κυρία κατέφθασε και παρέδωσε στο γέροντα ένα φάκελο με σεβαστό ποσό. Ο Γέροντας ούτε άνοιξε το φάκελο να δει πόσα είναι. Φώναξε με χαρά τη χήρα και της τα παρέδωσε. Η φτωχή γυναίκα άνοιξε το φάκελο κι έμεινε άφωνη. Ήταν ακριβώς το ποσόν που χρωστούσε στον ιδιοκτήτη.

Κάποια πολυμελής οικογένεια έφτασε σε έσχατη ένδεια. Ο γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν του είπαν τίποτα. Όταν το έμαθε λυπήθηκε αφάνταστα, κάλεσε το ένα από τα παιδιά και του είπε με παράπονο.
-Παιδί, γιατί δεν μου το είπες; Δεν έχω πολλά κι εγώ, αλλά ένα γιαουρτάκι μπορώ να σας το πάρω.
Από τότε το σπίτι αυτό μπήκε υπό την προστασία του. Μια μέρα γυρνούσε από το Σισμανόγλειο νοσοκομείο. Του είχαν δώσει λίγο βούτυρο. Δεν το κράτησε. Πέρασε απ’ το σπίτι αυτό και το άφησε.
-Πάρ’ το, παιδί, μου το έδωσαν, αλλά εγώ δεν το χρησιμοποιώ.
Σε άλλη επίσκεψή του, είδε ότι το τζάμι του παραθύρου ήταν σπασμένο. Μη έχοντας χρήματα να πάρουν άλλο τζάμι, είχαν βάλλει πρόχειρα ένα μαξιλάρι. Ο γέροντας το είδε. Δεν είπε τίποτα. Πήγε σ’ ένα υαλοπώλη, του έδωσε χρήματα και τον έστειλε να φτιάξει το τζάμι.
Ο οικτίρμων γέροντας δεν άφηνε ευκαιρία. Ή μάλλον κυνηγούσε συνεχώς να βρει ευκαιρίες για να δείξει την αγάπη του και να μιμηθεί τον «Πατέρα των οικτιρμών». Σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Γίνεσθε οικτίρμονες ως ο πατήρ υμών. Καίτοι πολλά ειπών, ουδαμού τούτο τέθηκεν, άλλ’ επί των οικτιρμών μόνον. Ουδέν γαρ ημάς ίσους Θεώ ποιεί, ως το ευεργετείν».
Δηλαδή:
Να γίνεται ευσπλαχνικοί, καθώς και ο Πατέρας σας. Αν και πολλές εντολές έδωσε ο Κύριος, εν τούτοις σε καμιά περίπτωση δεν είπε αυτό, παρά μόνο για τους οικτίρμονες το έκανε. Διότι τίποτε δεν μας κάνει ίσους με το Θεό, όσον η ευεργεσία.
Όλ’ αυτά και όσα θα δούμε πιο κάτω, ο γέροντας τα έκανε αθόρυβα, όσο ήταν δυνατόν «εν κρυπτώ». Το «σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου, όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ» το εφήρμοζε με επιμέλεια. Και οι αποδέκτες της αγάπης και των ευεργεσιών του δεσμεύονταν με απειλή αυστηρού επιτιμίου να μην ανακοινώσουν τίποτα. Έλεγε ένα από τα πνευματικά του παιδιά, που γνώριζε τις ευεργεσίες του πολύ καλά:
«Ο παππούλης με δέσμευε να μη μιλάω. Μου έλεγε χαρακτηριστικά:
-Ό,τι ξέρεις είναι νεκρό για σένα. Δεν θέλω να με εκθέσεις, παιδί, γιατί δεν ξέρουμε το τέλος μας».
Και η κ. Π. λέει:
«Πολλές φορές με έστελνε σε κάποια σπίτια για να τους δώσω βοηθήματα. Και μου έλεγε:
-Αν σε ρωτήσουν ποιος σου τα έδωσε, να τους πεις: Σας τα στέλνει ο Χριστός!».
Σ’ ένα από τα λίγα χειρόγραφά του που διασώθηκαν διαβάζουμε τα εξής:
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργον των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
Όμως, όπως στο σύμπαν λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι, παρόμοια και στο χώρο της εκκλησίας λειτουργούν κάποιοι άλλοι, οι πνευματικοί νόμοι. Όσο ένας άνθρωπος ταπεινώνεται τόσο ο Θεός τον δοξάζει. «Η χάρη του Θεού έρχεται υποχρεωτικά στον ταπεινό», έλεγε ο μακαριστός π. Παΐσιος. Και όσο ο πνευματικός άνθρωπος κρύβεται και εργάζεται «εν κρυπτώ», τόσο ο Θεός τον φανερώνει. «Ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ». Όσο κι αν κρυβόταν, ο Θεός επέτρεπε, προς οικοδομήν των πιστών, να φανερώνεται η ελεημονητική του διάθεση, οι πάμπολλες ευεργεσίες του. Αν και σίγουρα πολλά έμειναν κρυφά.
Το φιλανθρωπικό έργο του γέροντα σιγά – σιγά πήρε μεγάλες διαστάσεις. Αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ χρήματα η Νερατζιώτισσα είχε γίνει ένα φιλανθρωπικό κέντρο. Βλέποντας πολλοί άνθρωποι την αγάπη και την ελεημονητική διάθεση του «πατέρα», του πρόσφεραν όλα τα μέσα για να ανταποκριθεί στο έργο του. Ευκατάστατοι άνθρωποι που εκτιμούσαν το γέροντα, έρχονταν με τα αυτοκίνητά τους γεμάτα τρόφιμα και είδη ρουχισμού. Αλλά και οι φτωχοί άνθρωποι συνεισέφεραν με το «δίλεπτό» τους. Το ένα δωμάτιο του πρεσβυτερίου ήταν η αποθήκη όλων αυτών των προσφορών. Ιδιαίτερα τις Κυριακές, τα πράγματα που μαζεύονταν ήταν αρκετά. Ο π. Αθανάσιος μετά τη λειτουργία πήγαινε στο δωμάτιο – αποθήκη, έβλεπε με χαρά τα όσα είχαν συγκεντρωθεί και έλεγε:
-Δόξα σοι ο Θεός. Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου. Πολλά πράγματα έχουμε. Πάλι θα ευχαριστηθούν οι φτωχοί μας!
Και το δωμάτιο γρήγορα άδειαζε.
Παλαιότερα, για να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τους φτωχούς, πήγαινε ο ίδιος από σπίτι σε σπίτι και μοίραζε τρόφιμα, ρούχα, χρήματα «καθότι αν τις χρείαν είχε». Αργότερα, όταν οι υποχρεώσεις, η ηλικία και η υγεία του δεν επέτρεπαν, τα έστελνε με έμπιστα πνευματικά του παιδιά, ή με νέα παιδιά, που με χαρά ανέβαιναν στα ποδήλατά τους και γίνονταν οι ταχυδρόμοι της αγάπης.
Η Νερατζιώτισσα, με την έμπνευση πάντα του π. Αθανασίου, είχε και το «κιβώτιον των πενήτων», το φιλόπτωχο ταμείο, έναν απλό κουμπαρά που γέμιζε πάντα απ’ τις προσφορές των πνευματικών του παιδιών. Στο κιβώτιο είχε τοποθετήσει την εικόνα της χήρας του Ευαγγελίου με το «δίλεπτο». Όπως σημειώσαμε, αγαπημένο του θέμα στα κηρύγματά του ήταν η ελεημοσύνη. Πάντα θύμιζε τα «δύο λεπτά» της χήρας. Τόνιζε το «δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν». Αλλά και το «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός». Ο κ. Α. Μ. έχει συγκρατήσει στη μνήμη του λόγια που συνήθως απηύθυνε στο εκκλησίασμα μετά τη Θεία Λειτουργία:
«… Μαζί με την λατρείαν και την μελέτην του λόγου του Θεού, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ελεημοσύνη. Διότι η ελεημοσύνη είναι η κορωνίς των αρετών ή, αν θέλετε, η βάσις επί της οποίας θα κριθώμεν. «Δανείζει Θεώ, ο ελεών πτωχόν». Ας προσφέρωμεν υπέρ των πτωχών και πασχόντων συνανθρώπων μας, μιμούμενοι την χήρα του Ευαγγελίου, που επαίνεσεν ο Κύριος δια την προσφοράν του διλέπτου». Ας προσφέρωμεν και ημείς, ό,τι δυνάμεθα, χωρίς στενοχώρια «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Και με την βεβαιότητα ότι θα το λάβωμεν πολλαπλάσιον. Με χαμόγελο, λοιπόν, ας ρίξωμεν το οβολόν μας…»
Το εκκλησίασμα, αν και στην πλειονότητα φτωχό, συνεκινείτο από την προτροπή του γέροντα και το ποσό που μαζευόταν ήταν για την εποχή εκείνη πολύ υψηλό. Ξεπερνούσε και το φιλόπτωχο μεγάλων ενοριών.
Η Νερατζιώτισσα δεν ήταν ενοριακός ναός, αλλά παρεκκλήσιο του ΤΑΚΕ. Και τα χρήματα του παγκαριού ανήκαν στο ΤΑΚΕ. Όταν οι επίτροποι μετρούσαν τα χρήματα κι έφταναν στις δεκάρες, ο γέροντας, αν και απέφευγε να είναι παρών στην καταμέτρηση, έλεγε:
–Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, αλλά αυτές τις δεκάρες θα τις «κλέψω» για τους φτωχούς μας. Το ΤΑΚΕ έχει, οι φτωχοί δεν έχουν!
Και οι «κλεμμένες» δεκάρες, πήγαιναν στο φιλόπτωχο ταμείο.
Η συνηθισμένη φράση του γέροντα ήταν:
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός». Μεταφορά σε απλή γλώσσα του Κυριακού λογίου: «Δίδετε και δοθήσεται υμίν μέτρον καλόν, πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και υπερεκχυνόμενον δώσουσιν εις τον κόλπον υμών». Δηλαδή, «δίνετε για να σας δώσει κι εσάς ο Θεός. Η δωρεά του θα είναι πλούσια, άφθονη, τέλεια και ξέχειλη».
Η κ. Β. Λ. μας είπε:
«Κάποτε μου μιλούσε για την αξία της ελεημοσύνης. Στο τέλος κατέληξε:
-Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει παράδεισο!».
Όμως ο π. Αθανάσιος ήταν διακριτικός στο θέμα της ελεημοσύνης. Αν έβλεπε κάποιον υγιή, που δεν ήθελε να εργαστεί, δεν του έδινε, αλλά τον προέτρεπε να εργαστεί. Μάλιστα ο ίδιος προσπαθούσε να του βρει εργασία. Έλεγε και στα κηρύγματά του:
-Προσέξτε που δίνετε ελεημοσύνη, γιατί αν τη δίνετε αβασάνιστα, δημιουργείτε τεμπέληδες. Ο απ. Παύλος μας λέει: «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω».
Αλλά η καλοσύνη του γέροντα υπερίσχυε της λογικής. Δεν ήταν δυνατόν να μην ξεφύγουν κάποιες περιπτώσεις ανειλικρινών ανθρώπων που εκμεταλλεύονταν την καλοσύνη του. Κάποτε είχε στείλει χρήματα σε οικογένεια που δεν είχε ανάγκη. Ένα πνευματικό του παιδί τον ενημέρωσε:
-Πάτερ, μην τους πιστεύετε. Συνηθίζουν να ζουν εις βάρος των άλλων και εξαπατούν και σας και πολλούς άλλους.
Ο γέροντας το κατάλαβε και με παιδική απλότητα και αφέλεια δικαιολογήθηκε:
-Δεν πειράζει, παιδί… λίγα τους έδωσα!

Μια άλλη φορά τον επισκέφθηκε μια φτωχοντυμένη γυναίκα και του ζήτησε χρήματα. Ο γέροντας της έδωσε. Αυτή πήγε, άλλαξε ρούχα και ξαναπαρουσιάστηκε. Και πάλι ο γέροντας της πρόσφερε. Για τρίτη φορά άλλαξε ρούχα και ζήτησε ελεημοσύνη. Ο άκακος και απονήρευτος γέροντας δεν της αρνήθηκε. Βγαίνοντας αυτή, είπε ειρωνικά: «Α! το κορόϊδο!» Ο γέροντας το άκουσε, και το διηγείτο έπειτα χαριεντιζόμενος.

Τα πνευματικά του παιδιά, με τη δική του πάντα έμπνευση και προσπάθεια, είχαν μπει σιγά – σιγά, στο κλίμα της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Άλλοι πρόσφεραν ό,τι είχαν. Άλλοι μετέφεραν τα βοηθήματα στους φτωχούς. Άλλοι επισκέπτονταν ασθενείς. Άλλοι σα «λαγωνικά» ανακάλυπταν ανθρώπους ενδεείς κι ενημέρωναν το γέροντα.
Μια μέρα ανακάλυψαν μια πάμπτωχη οικογένεια με οκτώ παιδιά που έμενε σε μια παράγκα στην Εκάλη. Η έμπαζε από όλες τις μεριές. Σκέφθηκαν να πάρουν ένα πισσόχαρτο και κουβέρτες για μια πρώτη βοήθεια. Το ανέφεραν στον π. Αθανάσιο.
-Τί να κάνουμε, πάτερ;
-Τί να κάνουμε, παιδί; Να ανοίξουμε τον κουμπαρά. Τον άνοιξαν, μέτρησαν τα χρήματα, αλλά είχε χαρτονόμισμα, που δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Ήταν τυλιγμένο, αλλά όταν το ξεδίπλωσαν βρήκαν μέσα μια χρυσή λίρα. Τον φώναξαν χαρούμενοι.
-Πάτερ, βρέθηκε μια λίρα. Τώρα μπορούμε να πάρουμε ακόμη και κουβέρτες.
-Μπράβο, παιδί. Δόξα τω Θεώ, θα ανακουφιστούν οι άνθρωποι.
Αγόρασαν τις κουβέρτες και τα κατάλληλα υλικά και με δική τους προσωπική εργασία επισκεύασαν την παράγκα. Η οικογένεια αυτή πλέον μπήκε υπό την προστασία της Νερατζιώτισσας. Αργότερα, τριάντα περίπου πνευματικά παιδιά του γέροντα βάφτισαν το τελευταίο παιδί.

Πολλά πνευματικά του παιδιά τα έστελνε να επισκεφτούν και να περιποιηθούν αρρώστους, ή εγκαταλειμμένους. Τους ενέπνεε το πνεύμα της θυσίας κι έκαναν ό,τι τους έλεγε με επιμέλεια και χαρούμενη διάθεση. «Μια μέρα», διηγείται η κ. Β., «με έστειλε να επισκεφθώ μια φτωχή οικογένεια και να τους μεταφέρω τρόφιμα. Στο δρόμο όμως εκείνο κυκλοφορούσαν πολλά αδέσποτα σκυλιά. Όταν μου το είπε δίστασα.
-Πάτερ, φοβάμαι τα σκυλιά. Πώς να περάσω από κει; Θα μας χυμήξουν.
-Να πας, μη φοβάσαι, δε θα σε πειράξουν.
Έκανα υπακοή, πήρα τα τρόφιμα και ξεκίνησα, αλλά με πολλή αγωνία. Από μακρυά διέκρινα τα σκυλιά. Η καρδιά μου άρχισε να κτυπάει δυνατά από το φόβο μου. Δεν σταμάτησα. Κι εκείνη την ώρα πέρασε με το τρίκυκλο ο γαλατάς. Τα σκυλιά έτρεξαν πίσω του γαυγίζοντας και απομακρύνθηκαν. Σε λίγο ξαναγύρισαν αλλά κατά παράδοξο τρόπο, ήταν ήρεμα. Ήλθαν κοντά μου, ¨παρατάχτηκαν¨ δεξιά και αριστερά και με ακολούθησαν. Έτσι, μ’ αυτή την τιμητική παράταξη έφτασα χωρίς φόβο πλέον στο σπίτι, άφησα τα πράγματα και γύρισα χαρούμενη στη Νερατζιώτισσα.
Ο γέροντας με περίμενε στην πόρτα και χαμογελούσε. Σαν να ήξερε τι συνέβη.
-Είδες, παιδί, που δεν σε πείραξαν…».

Στο Μαρούσι, ζούσε η Μ., νέα κοπέλα αλλά χτυπημένη από φυματίωση. Ο π. Αθανάσιος την επισκεπτόταν τακτικά, την εξομολογούσε, την κοινωνούσε, την ενίσχυε. Και όλ’ αυτά δίχως να φοβάται μήπως μολυνθεί.
Ένα από τα πνευματικά του παιδιά, η κ. Ο., φοβόταν πολύ τα μικρόβια. Μια μέρα ο π. Αθανάσιος της είπε:
-Θα πας στη Μ. για να την επισκεφθείς.
Η κ. Ο. τρόμαξε. Η σκέψη της πήγε στα… μικρόβια. Ο γέροντας διάβασε την σκέψη της. Χαμογέλασε και της είπε:
-Και… μη φοβάσαι, δεν θα κολλήσεις!
Η κ. Ο., δεν μπορούσε να παρακούσει το γέροντα. Πήγε διστακτικά στην αρχή. Σιγά – σιγά ο φόβος έφυγε και την επισκεπτόταν πολύ τακτικά. Η άρρωστη Μ. είχε δυνατή πίστη και ωφέλησε πολύ την κ. Ο. Έπειτα από καιρό η βασανισμένη κοπέλα κοιμήθηκε. Η κ. Ο. διηγείτο με συγκίνηση ότι ο θάνατός της ήταν οσιακός και ευγνωμονούσε το γέροντα για την ευκαιρία που της έδωσε.
Με παρόμοιους τρόπους και παιδαγωγικές μεθόδους, ο γέροντας βοηθούσε τα πνευματικά του παιδιά να βγουν απ’ τον εαυτό τους και να συναντήσουν τον αδελφό τους.
Ιδιαίτερη ήταν η ευαισθησία του στα διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.λπ.
Τα περιέβαλλε με πολλή στοργή και αγάπη. Κι εδώ έστελνε δικούς του ανθρώπους να βοηθήσουν, να προσφέρουν χρήματα, ή τον προσωπικό τους κόπο. Στο Μαρούσι δημιουργήθηκε και ο οίκος τυφλών. Ο π. Αθανάσιος ήταν ο κύριος μοχλός, και χάρη στη δική του συμβολή λειτουργούσε ιδανικά. Μια φορά το μήνα έβγαζε στη Νερατζιώτισσα ειδικό δίσκο, για τον οίκο τυφλών. Ακόμη είχε δημιουργήσει ομάδα γυναικών που ασχολούνταν με τον οίκο τυφλών, οι οποίες πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους.
Όμως ο π. Αθανάσιος δεν ήταν απλώς ο διοργανωτής. Δεν έδινε μόνον εντολές, γιατί κάθε άλλο παρά άνθρωπος του γραφείου ήταν. Ο ίδιος πρώτος έτρεχε όπου άκουγε ότι υπάρχει ανάγκη, ένδεια, πόνος, αρρώστια. Ειδικά τους αρρώστους τους υπεραγαπούσε και θυσιαζόταν γι’ αυτούς! Είχε δώσει μάλιστα εντολή, όταν μαθαίνουν για κάποιον άρρωστο να τον ειδοποιούν.
Η Χ. Μ., έχοντας και η ίδια περάσει από το καμίνι του πόνου και της αρρώστιας, όταν θεραπεύτηκε, μιμούμενη το γέροντα, επισκεπτόταν πολύ και υπηρετούσε τους αρρώστους. Όταν κατέβαινε στη Νερατζιώτισσα και το ανέφερε στον γέροντα, ο ίδιος γινόταν άλλος άνθρωπος. Λέει η ίδια:
«Πόσο χαιρόταν όταν του έλεγα ότι επισκέφθηκα έναν άρρωστο! Πεταγόταν πάνω απ’ τη χαρά του. Και αν ήθελε ο άρρωστος να εξομολογηθεί, ρωτούσε τη διεύθυνση κι έτρεχε χωρίς χρονοτριβή. Έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στους αρρώστους, αλλά και ιδιαίτερα αγαπούσε όσους από τα πνευματικά του παιδιά υπηρετούσαν αρρώστους».
Είναι πολύ συγκινητικά τα επόμενα περιστατικά. Αναρωτιέται κανείς, είναι δυνατόν να συνέβησαν στην εποχή μας την τόσο εγωκεντρική; Κοντά στη Νερατζιώτισσα, σ’ ένα φτωχικό σπίτι, κατοικούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα, παράλυτη. Δεν είχε κάποιον άνθρωπο να την περιποιείται. Παραδόξως όμως, όσοι την επισκέπτονταν έβλεπαν το σπίτι καθαρό, περιποιημένο, τα ρούχα της πλυμένα, σιδερωμένα κι έτοιμο φαγητό. Δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν, ούτε και η ίδια η παράλυτη έλεγε κάτι. Η περιέργεια οδήγησε κάποιους να παραφυλάξουν. Ο «δράστης» ήταν ο π. Αθανάσιος. Όταν βράδιαζε, έπαιρνε το ραβδί του και ξεκινούσε για το σπίτι της παράλυτης. Σκούπιζε, καθάριζε, τακτοποιούσε το σπίτι, μαγείρευε και όταν τέλειωνε επέστρεφε στο κελλί του έχοντας μαζί και τα άπλυτα ρούχα. Τα έπλενε, τα σιδέρωνε και την επόμενη μέρα τα επέστρεφε. Ο γέροντας είχε δώσει αυστηρή εντολή στην παράλυτη να μην το πει σε κανένα. Όταν τα πνευματικά του παιδιά που παραφύλαξαν του το είπαν, ο π. Αθανάσιος λυπήθηκε. Τους έδωσε εντολή και σε αυτούς να μην μαρτυρήσουν τίποτα πριν το θάνατό του, διαφορετικά δεν θα τους επέτρεπε να κοινωνήσουν.
Λίγο πιο πάνω, έμενα ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στο ποτό. Η γυναίκα του ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει δεν μπορούσε καμιά άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει το δικό της «άγγελο». Κάποια μέρα την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στίβα από ρούχα πλυμένα σιδερωμένα.
-Ποιος στα έπλυνε; Ρώτησε απορημένη.
-Αν σου πω ποιος! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω. Όμως σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
-Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιος είναι. Ο π. Αθανάσιος!
-Ακριβώς. Ήλθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
Παρόμοια γεγονότα διηγούνται και άλλα πνευματικά του παιδιά. Τουλάχιστον σε άλλες τρεις περιπτώσεις παραλύτων, ο γέροντας γινόταν «διάκονος». Τους περιποιόταν, τους καθάριζε το σπίτι, τους έπλενε τα ρούχα, μαγείρευε, ακόμη και τους τάιζε.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.