Ἡ χαρά στήν Παλαιά Διαθήκη – Γεωργίου Πατρῶνου.

Ἡ βασική αὐτή ἔννοια, ὅτι ὁ Θεός εἶναι τελικά ὁ μεγάλος «δοτήρ» καί χορηγός τῆς χαρᾶς στόν ἄνθρωπο, βρίσκεται ἰδιαίτερα ἀναπτυγμένη στήν Παλαιά Διαθήκη.
Καί μάλιστα σχετίζεται ἄμεσα ἐκεῖ καί μέ τή λατρεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ (Δευτ. 16, 14• Ψαλμ. 100, 2). Ἡ σύνδεση αὐτή τῆς χαρᾶς μέ τήν παρουσίατοῦ Θεοῦ
στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, κάνει τή χαρά νά μή θεωρεῖται σάν ἕνα ἁπλό ἐσωτερικό αἴσθημα ἀλλά σάν ἕνα καθολικό γεγονός πού δείχνει τή στάση τοῦ ἀνθρώπου μέσα
στήν προσωπική του ἱστορία.

Οἱ σωτηριολογικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κύρια πηγή χαρᾶς γιά τόν πιστό ἄνθρωπο. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός «κατασκηνώνει» μεταξύ τῶν πιστῶν Του καί γίνεται
«ἀσπίδα» τῶν δικαίων, φέρνει ἀσφαλῶς μαζί μέ τήν ἐλπίδα εὐφροσύνη καί χαρά (Ψαλμ. 5, 11—12). Ὁ ψαλμωδός θά ἐκφράσει ἔντονα αὐτή τή σωτηριολογική αἴσθηση
καί ἐμπειρία• «… διηγήσομαι πάντα τά θαυμάσια σου· εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοὶ» (Ψαλμ. 9, 2-3) καί «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός,
ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστιν, ἵνα μή σαλευθῶ. Διά τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καί ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσα μου, ἔτι δέ καί ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι
οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς ἅδην» (Ψαλμ. 15,8—10).

Ἔτσι βλέπουμε, ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἐμπειρία ἡ σωτηριολογική καί ἡ ἔκφραση τῆς χαρᾶς εἶναι στενά συνδεδεμένα. Δείχνουν τή διάθεση τοῦ πιστοῦ καί δίκαιου
ἀνθρώπου πού ἔχει στηρίξει τήν ἐλπίδα του στό Θεό, εὐφραίνεται καί χαίρεται γιά τίς σωτήριες ἐπεμβάσεις Του.

Αὐτή ὅμως ἡ αἴσθηση τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ἀπό τούς ἱερούς συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περισσότερο σέ μία ἱστορική καί κοινωνική
ἔννοια παρά πνευματική καί ἐσωτερική, ὅπως τήν κατανοοῦμε σήμερα ἐμεῖς. Καί στό σημεῖο αὐτό ἡ Π. Διαθήκη εἶναι συνεπής στήν ἱστορική καί κοινωνική της
προοπτική. Οἱ συγκεκριμένες ἱστορικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στή ζωή καί στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ εἶναι πράγματι οἱ κύριες ἀφορμές τῆς χαρᾶς. Στήν ἱστορική
μνήμη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κυριαρχοῦν οἱ θαυμαστές ἐπεμβάσεις τοῦ Γιαχβέ, καθόλο τό μῆκος τῆς ἱστορικῆς του πορείας ἀπό τή στιγμή τῆς μεγάλης ἐξόδου του ἀπό
τήν Αἴγυπτο καί ἑξῆς. Ὅλα αὐτά δέ τά γεγονότα ἔχουν γίνει πλέον στή ζωή τοῦ Ἰσραήλ ἱερές τελετουργίες, ἑορτές καί πανηγύρεις καί ἐκφράζουν τή βαθειά εὐγνωμοσύνη
τοῦ λαοῦ γιά τίς σωτήριες ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, τῆς Σκηνοπηγίας, τῶν Νουμηνιῶν καί τοῦ Ἐξιλασμοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀποκορύφωση
αὐτῆς τῆς χαρᾶς πού ζεῖ ὁ λαός καί τήν ἐκφράζει στήν ἱστορία του μέ λατρευτικές καί τελετουργικές πράξεις. Ἡ χαρά πού ἐκφράζεται μέσα στή λατρεία δείχνει
ἀσφαλῶς πολύ ἔντονα τήν ἰδιαίτερη θρησκευτική σημασία της πού ἔχει μέσα στήν Π. Διαθήκη.

Αὐτή ὅμως ἡ θρησκευτική ἔννοια τῆς χαρᾶς ἔχει στήν Π. Διαθήκη καί μία ἔντονη κοινωνική σημασία. Ἡ θρησκευτικότητα ἐδῶ ἔχει διαποτίσει καί πλουτίσει τήν
καθημερινή κοινωνική ἐμπειρία καί εἶναι μία ἔνδειξη πώς ἱστορία καί σωτηρία συνυπάρχουν στή ζωή ἑνός λαοῦ πού εἶναι «λαός τοῦ Θεοῦ». Καί ἡ μία δέν νοεῖται
χωρίς τήν ἄλλη. Αὐτό σημαίνει πώς ἱστορία τελικά εἶναι μία ἱερή ἱστορία γιά ἕνα λαό πού στηρίζει ὄχι μόνο τίς μεγάλες του ἱστορικές ἐμπειρίες στό Θεό μέ
ἐλπίδα ἀλλά καί τίς καθημερινές του πράξεις καί ἐνέργειες.

Μέσα σ’ αὐτό τό θρησκευτικό —κοινωνικό πλαίσιο, οἱ κοινωνικές διατάξεις καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ὁρίζουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἐφαρμογή τους γίνεται ἀντικείμενο
πολλῆς χαρᾶς καί εὐφροσύνης (Ψαλμ. 119, 14-16). Ἡ κοινωνική ζωή καί ἡ κοινωνική συμπεριφορά ἀναφέρονται στό Θεό καί γίνονται ἀφορμές γιά καθημερινή χαρά.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς τό οὐσιαστικό τῆς χαρᾶς χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα ἀπό τά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν αὐτά ἀναφέρονται, ἰδιαίτερα μάλιστα,
στίς κοινωνικές σχέσεις. Οἱ γιορτές μέ ὅλες τους τίς ἐκδηλώσεις φέρνουν στόν ἄνθρωπο χαρά (Ψαλμ.33,1-3· 95, 1-298, 4). Ὅμοια ἡ μουσική (Ἰώβ 21,12• Ἤσ.
23,8), τά τραγούδια (Γεν. 31,27) καί ὁ χορός (Θρῆν. 5,15), εἶναι ἐκφράσεις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Ἀλλά καί τά δεῖπνα καί τό καλό φαγητό καί τό κρασί «εὐφραίνουν»
τήν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (Ψαλμ. 104,15• Ἐκκλ. 8,15). Μά πιό πολύ ἀπ’ ὅλα φέρνει χαρά ἡ παρουσία τῆς ἀγαπημένης (Ἐκκλ. 9,9• Ἠσ. 62,5), ἡ γέννηση καί ἀνατροφή
τῶν παιδιῶν (Ἱερ. 20,15· Παροιμ. 10,1· 23,24), καθώς καί ἡ χαρά ἀπό τούς καρπούς τῆς γῆς καί τό θερισμό εἶναι πράγματι πλούσια (Ἠσ. 9,3· Ψαλμ. 126,5).

Ὅλα αὐτά φανερώνουν, πώς ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τίς πιό ὑψηλές πνευματικές ἐμπειρίες μέχρι τίς κοινές καθημερινές ἐκδηλώσεις, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί
ὡς δῶρο πρέπει νά τήν δέχονται οἱ πιστοί. Ἡ ἱκανότητα δέ νά χαίρεται κανείς καί μέ τά πιό ἁπλά καί γήινα ἀκόμη πράγματα, θεωρεῖται πραγματικό «χάρισμα»,
δοσμένο ἀπό τόν ἀγαθό Θεό πρός τόν ἄνθρωπο• «ἔγνων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθόν ἐν αὐτοῖς, εἰ μή τοῦ εὐφρανθῆναι καί τοῦ ποιεῖν ἀγαθόν ἐν ζωῇ αὐτοῦ. Καί γε πᾶς
ἄνθρωπος, ὅς φάγεται καί πίεται καί ἴδη ἀγαθόν ἐν παντί μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν» (Ἐκκλ. 3,13). Ἡ ἀληθινή χαρά πάντοτε προέρχεται ἀπό τό Θεό καί ὁ
Θεός τελικά εἶναι στήν οὐσία τό ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς μας (Ψαλμ. 84,2•89,16).

Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν κοινωνική καί «ἐξωτερική» αὐτή χαρά ὑπάρχει καί ἡ «ἐσωτερική» χαρά. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει μέ μία καθαρή ἐσχατολογική
ἔννοια καί τήν συσχετίζει μέ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ψαλμοί καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρονται καί γι’ αὐτή τή μορφή χαρᾶς. Ἡ ἀναφορά εἶναι
στή σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ πού μέ κέντρο τή Σιὼν θά γίνει ἀφορμή νά δοξασθεῖ τά ὄνομα τοῦ Κυρίου καί ἀπό τά ἔθνη (Ψαλμ. 14,7· Ἠσ. 12,6). Ἐδῶ κυριαρχεῖ ὁ χρονικός
προσδιορισμός «τότε» καί μᾶς δείχνει μέ σαφήνεια τήν ἐσχατολογική διάσταση τῆς χαρᾶς αὐτῆς· «τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα ἡμῶν καί ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως.
Τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ’ αὐτῶν. Ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ’ ἡμῶν, ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι» (Ψαλμ, 125,2-3).

Ἀκόμη, ἡ χαρά παρουσιάζεται καί ὡς «ἀμοιβή» στό μέλλον γιά τούς κόπους καί τούς μόχθους ἐκείνων πού ἐργάζονται σκληρά στό παρόν «oἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν
ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι» (Ψαλμ. 125,5). Τότε «ἐροῦσι τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ· ἰδού ὁ Θεός ἡμῶν ἐφ’ ᾧ ἠλπίζομεν καί ἠγαλλιώμεθα καί σώσει ἡμᾶς» (Ἠσ. 25,9). Στό μέλλον
ἐναπόκειται ἡ ριζική ἀλλαγή τῶν πάντων πού θά φέρει καί τή μεγάλη ἐσχατολογική χαρά· «ἔσται γάρ ὁ οὐρανός καινός καί ἡ γῆ καινή καί οὐ μή μνησθῶσι τῶν
προτέρων, οὐδ’ οὐ μή ἐπέλθῃ αὐτῶν ἐπί τήν καρδίαν, ἀλλ’ εὐφροσύνην καί ἀγαλλίαμα εὑρήσουσιν ἐν αὐτῇ· ὅτι ἰδού ἐγώ ποιῶ ἀγαλλίαμα Ἱερουσαλήμ καί τόν λαόν
μου εὐφροσύνην. Ἀγαλλιάσομαι ἐπί Ἱερουσαλήμ καί εὐφρανθήσομαι ἐπί τῷ λαῷ μου καί οὐκέτι μή ἀκουσθῇ ἐν αὐτῇ φωνή κλαυθμοῦ οὐδέ φωνή κραυγῆς» (Ἠσ. 65,17-19).

Στό μέλλον τοποθετεῖται ἡ ἐσχάτη ὥρα τοῦ θερισμοῦ. Φῶς καί χαρά θά εἶναι ἡ τελική πλούσια καρποφορία· «ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα·
οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ’ ὑμᾶς. Τό πλεῖστον τοῦ λαοῦ, ὅ κατήγαγες ἐν εὐφροσύνῃ σου καί εὐφρανθήσονται ἐνώπιόν σου ὡς οἱ
εὐφραινόμενοι ἐν ἀμήτῳ καί ὅν τρόπον οἱ διαιρούμενοι σκῦλα» (Ἠσ. 9,2-3). Γι’ αὐτό καί θεωροῦνται μεγάλης σπουδαιότητας τά προφητικά ἐκεῖνα χωρία πού καταλήγουν
στήν πρόσκληση τῆς χαρᾶς. Ὁ προφήτης Ἰωήλ, ἀναφερόμενος στά ἐσχατολογικά γεγονότα, καλεῖ τή γῆ τῶν πατέρων σέ ἔξαρση χαρᾶς· «Θάρσει, γῆ, χαῖρε καί εὐφραίνου,
ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι» (Ἰωήλ 2,21). Ὅμοια καί ὁ προφήτης Σοφονίας καταλήγει τήν προφητεία του σέ πρόσκληση δοξολογίας καί χαρᾶς· «Χαῖρε σφόδρα,
θύγατερ Σιῶν, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ εὐφραίνου καί κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου…, περιεῖλε Κύριος τά ἀδικήματά σου, λελύτρωταί σε ἐκ χειρός
ἐχθρῶν σου· βασιλεύς Ἰσραήλ Κύριος ἐν μέσῳ σου, οὐκ ὄψῃ κακά οὐκέτι. Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐρεῖ Κύριος τῇ Ἱερουσαλήμ· θάρσει, Σιών, μή παρείσθωσαν αἱ χεῖρες
σου· Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, δυνατός σώσει σε, ἐπάξει ἐπί σέ εὐφροσύνην καί καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ καί εὐφρανθήσεται ἐπί σέ ἐν τέρψει ὡς ἐν
ἡμέρα ἑορτῆς» (Σοφ. 3,14-17).

Αὔτη ἡ ἐσχατολογική χαρά θά εἶναι τό προνόμιο μόνο τῶν πιστῶν του Θεοῦ καί τῶν δικαίων. Καί ἄν σήμερα ὑπάρχουν φυλές καί λαοί πού χαίρουν μέσα στήν ἀδικία
καί στήν ἀνομία, ὁ Θεός «τότε» θά ἄρει αὐτήν τή χαρά τους (Ὠσηέ 2,11• πρβλ. Ἰε, 24,25• Ἱερ.16,9). Ἡ χαρά τοῦ Ἰσραήλ θά γίνει καί χαρά τῶν «ἐθνῶν» μόνο
ἐσχατολογικά μέ τή δίκαιη Κρίση τοῦ Θεοῦ. Τότε «ἐξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. Εὐφρανθήτωσαν καί ἀγαλλιάσθωσαν ἔθνη, ὅτι κρινεῖς λαούς ἐν εὐθύτητι
καί ἔθνη ἐν τῇ γῇ ὁδηγήσεις» (Ψαλμ.67,4-5).

Ἀπό ὅλα αὐτά διαπιστώνεται, πώς ἡ χαρά δέν παραλείπεται νά μνημονεύεται εὐκαιριακά μέσα στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Βέβαια δέν παρατηρεῖται μία ἰδιαίτερη
ἔξαρση στό θέμα αὐτό, ὅπως παρατηρεῖται στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά πάντως βρίσκουμε ἐνδιαφέρουσες θέσεις. Τό κείμενο ἐκεῖνο πού δείχνει μία χαρακτηριστική
προτίμηση στό θέμα τῆς χαρᾶς εἶναι τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, ὅπου παρουσιάζεται συχνά ὁ Θεός ὡς τό ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς καί ἡ παρουσία Του ὡς ἡ πλέον οὐσιαστική
προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη καί ἑδραίωσή της μέσα στή ζωή ἑνός πιστοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ στούς Ψαλμούς ἡ θρησκευτική χαρά βρίσκει τήν πιό ὑψηλή καί καθαρή ἔκφρασή
της ἀπό ὅλα τά κείμενα τῆς Π. Διαθήκης, καί ἀσφαλῶς ἀπό ὅλα τά κείμενα, φιλολογικά ἤ θρησκευτικά, τοῦ κόσμου πού περιβάλλει τήν Κ. Διαθήκη.

Τά προφητικά κείμενα, ἐπίσης, μνημονεύουν μέ διάφορες παραλλαγές τό θέμα τῆς χαρᾶς. Πολλές φορές βλέπουμε τούς Προφῆτες νά ἀναφέρονται ἀπευθείας στή χαρά
τῶν πιστῶν, ἄλλες ὅμως δι’ ἑνός πλάγιου τρόπου σέ συνδυασμό μέ τίς θεῖες ἀπειλές γιά σκληρή τιμωρία τῶν ἀπίστων καί ἀδίκων. Πράγματι, οἱ Προφῆτες βλέπουν
στόν ὁρίζοντα τοῦ μέλλοντος μία ἀποφασιστική στιγμή πού θά κρίνει καί θά διαχωρίσει τήν ἱστορία στά δύο. Στήν παλιά καί στή νέα ἐποχή. Ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία
τοποθετοῦνται στή νέα ἐσχατολογική ἐποχή τοῦ μέλλοντος, ἀφοῦ θά εἶναι ὁλωσδιόλου νέα καί καλύτερη, χωρίς τίς δοκιμασίες καί τίς πικρίες τοῦ παρελθόντος.

Αὐτή ἡ ἀντίληψη τονίσθηκε ἤδη ἀπ’ τόν η΄ αἰῶνα π.Χ., κυρίως ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος τή νέα ἐποχή τήν χαρακτηρίζει καί σάν τόν αἰῶνα τοῦ «φωτός»,
σέ ἀντίθεση μέ τόν παλαιό αἰῶνα τοῦ «σκότους» καί τῆς «σκιᾶς θανάτου» (Ἠσ. 9,2). Τήν αὐτή γραμμή ἀκολουθοῦν κατά τόν ζ΄ αἰῶνα καί οἱ προφῆτες Σοφονίας
(3,14) καί Ἀββακούμ (3,18). Ὁ τελευταῖος μάλιστα τή νέα ἐποχή τήν συσχετίζει καί μέ τή μεγάλη νίκη τοῦ Ἰσραήλ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. Ἀσφαλῶς ἰδιαίτερη
προτίμηση σ’ αὐτό τό σημεῖο δείχνουν καί τά ὀνομαζόμενα κεφάλαια τοῦ Δευτερο—Ἱερεμία καί Δευτερο—Ἠσαΐα.

Ἀλλά καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες συνεχίζεται ἡ ἴδια προφητική παράδοση. Ὁ προφήτης Ἰωήλ, κατά τόν ε’ αἰῶνα, τονίζει, ὅτι κάποια ἡμέρα στό μέλλον ἡ χαρά
θά πλημμυρίσει τό ἔθνος (Ἰωήλ 2,21-23) καί μαζί του ὁ προφήτης Ζαχαρίας καλεῖ τή Σιών σέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς, γιατί ἔρχεται ὁ βασιλεύς τῆς νέας ἐποχῆς, ὁ
πράος καί δίκαιος, ὁ σωτήρας τοῦ λαοῦ (Ζαχ. 9,9). Στόν δ’ αἰώνα, καί ἰδιαίτερα στό κείμενο τοῦ Βαρούχ (4,22-36), ἔχουμε θαυμάσιες εἰκόνες, παρμένες ἀπό
τήν καθημερινή ζωή, γιά νά τονισθεῖ μέ γλαφυρό τρόπο ἡ ἀγαλλίαση καί ἡ χαρά μέσα σέ μία νέα ἐσχατολογική πραγματικότητα. Οἱ διατυπώσεις τοῦ Βαρούχ ἐδῶ
μᾶς θυμίζουν σέ πολλά σημεῖα ἐξαίσια χωρία τοῦ τρίτου μέρους τοῦ βιβλίου τοῦ Ἠσαΐα.

Ὁ τονισμός ἐκ μέρους τῶν περισσοτέρων Προφητῶν τῆς ἐσχατολογικῆς ἰδιαίτερα χαρᾶς, ἔχει σάν σκοπό νά μᾶς συνδέσει μέ τήν κατάσταση ἐκείνη ἁρμονίας καί γαλήνης
πού ἐπικρατοῦσε στή δημιουργία πρό τῆς πτώσεως. Τότε ὑπῆρχε μία θαυμαστή συμβίωση ἀνθρώπων καί κτηνῶν, κατοικίδιων ζώων καί θηρίων. Δέν ὑπῆρχε ἡ γνωστή
«ἔχθρα» μεταξύ τους. Ὅμοια θά συμβεῖ καί στό μέλλον. Τό προφητικό κήρυγμα ἀρέσκεται ἰδιαίτερα στό νά βλέπει τή χαρά τῆς Ἐδέμ ν’ ἀποκαθίσταται καί πάλι
στή δημιουργία. Αὐτή εἶναι ἡ πιό ὑψηλή μορφή χαρᾶς στή γῆ τῶν ἀνθρώπων καί στήν πλάση ὅλη.

  Από το βιβλίο: Ἡ χαρά στήν Καινή Διαθήκη, ἔκδ. Τῆνος. Αθήναι, 1983  

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 04 Ιανουαρίου 2021

Κατηγορίες: Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.