Διάφορες συνομιλίες με τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη – Μαρκιανής Νοταρίας..

Η γνωριμία μου με το Γέροντα Πορφύριο.

Ήμαστε μία συντροφιά από 5-6 φίλες, που είχαμε όλες τον ίδιο εκλεκτό πνευματικό πατέρα, ο οποίος μετά από μία σύντομη αλλά επώδυνη ασθένεια, εκοιμήθη. Για κάποιο χρονικό διάστημα πηγαίναμε σε άλλους πνευματικούς, όταν κάποια από την συντροφιά μας είπε, ότι ανακάλυψε έναν γέροντα που εξομολογεί στα Καλλίσια και έχει προορατικό χάρισμα. Γελάσαμε. «Τι λες, στην εποχή μας; Αλλά και τι χάνουμε; Ας δοκιμάσουμε».
Πήγαμε σε μια ολονυχτία στα Καλλίσια για πρώτη γνωριμία. Ο γέροντας ήταν εκεί. Λειτουργούσε εκείνη την νύχτα ένας Σέρβος ιερέας, ο π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς και ο γέροντας ήταν μέσα στο ιερό. Ο κόσμος πολύς. Έξω έκανε κρύο. Είχαμε πολύ στριμωχθεί μέσα στο ναό του αγίου Νικολάου. Επειδή είχα πρόβλημα αναπνευστικό στάθηκα μπροστά – μπροστά από όλον τον κόσμο, σε πολύ μικρή απόσταση από την αριστερή θύρα του ιερού. Η ψυχή μου τη μέρα εκείνη ήταν κατώδυνος από κάποια μεγάλη στενοχώρια που είχε παρουσιαστεί στην οικογένεια του αδελφού μου. Προσευχόμουν όλο δάκρυα και κάθε τόσο έβλεπα τον γέροντα Πορφύριο, που έβγαινε στην αριστερή θύρα του ιερού και εκύτταζε προς το εκκλησίασμα. Ένοιωσα το γλυκύ εκείνο βλέμμα του να στέκεται κάποιες στιγμές επίμονα ερευνητικό επάνω μου. «Αν ο παππούλης έχει χάρισμα προορατικό, σκέφθηκα, θα δει τη θλίψη της ψυχής μου».
Η ολονυχτία τελείωσε αργά. Το χάραμα φύγαμε όλοι για τα σπίτια μας και ο γέροντας αποσύρθηκε να αναπαυθεί χωρίς να δει κανέναν εκείνη την ημέρα. Πέρασαν αρκετές ημέρες. Μία από τις φίλες της συντροφιάς που κατοικούσαν όλες μαζί, με εκάλεσε στο σπίτι τους, όπου είχε πάει ο γέροντας και εξομολογούσε. Έτρεξα αμέσως. Στο μεταξύ η θλίψη για το πρόβλημα της οικογένειας του αδελφού μου είχε κάπως περάσει και είχα ηρεμήσει. Έτσι στην εξομολόγησή μου δεν το ανέφερα. Ο γέροντας με ρώτησε αν τελείωσα. Είπα «Ναι, τελείωσα» και τότε ακούω να λέει εκείνος.
Ενδιαφέρεται για το πρόβλημα του αδελφού μου.
-Έχεις όμως και αδελφό.
Στη συνέχεια μου περιέγραψε επιγραμματικά όλα τα μέλη της οικογένειας του, τον χαρακτήρα του καθενός, τις σχέσεις των, τα παιδιά των και το σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Τα έχασα. Κανένας δεν τα εγνώριζε όλα αυτά, ωρισμένα ούτε και εγώ τα εγνώριζα. Θυμήθηκα την ολονυχτία. «Ώ, Θεέ μου όλα τα είχε δει λοιπόν». Ένοιωσα πως βρισκόμουν μπροστά σε έναν άγιο. Κι όμως δεν έψαξα που να κρυφτώ. Μου τα έλεγε όλα αυτά τόσο απλά, τόσο ταπεινά, σαν να ήταν ένα φυσικό γεγονός το να ξέρει, να τα βλέπει σε βάθος, χωρίς ποτέ κανείς να του έχει πει κάτι. Στη συνέχεια με συμβούλεψε μαλακά να πω στον αδελφό μου εκ μέρους του ωρισμένες συμβολές και παραγγελίες.
-Να του τα πείτε σεις, Γέροντα, είπα αυθόρμητα.
-Δεν είναι εύκολο να με βρεις απάντησε. Πες του τα εσύ τώρα και θα τα ακούσει.
Έτσι και έγινε. Πίστευα πως θα μετέφερα στον αδελφό μου «ρήμα Θεού» ειδικό γι’ αυτόν και ήταν έτσι. Το μετέφερα και το άκουσε με ταπείνωση και πίστεψε ότι ο Θεός ασχολήθηκε όντως με αυτόν και κατενύγη και προσπάθησε να εκτελέσει τα παραγγελθέντα.
Και με την νηστεία τι κάνεις;
Την δεύτερη φορά που είδα τον Γέροντα ασχολήθηκε περισσότερο με εμένα και με τα ατομικά μου προβλήματα. Περιμένοντας να εξομολογηθώ σε ένα δωμάτιο που απείχε πολύ από τον χώρο που εξομολογούσε και μεσολαβούσαν πολλές πόρτες σκεπτόμουν τι είχα να του πω και σημείωνα. Μεταξύ των άλλων είχα ένα θέμα σχετικά με νηστεία. Με άδεια που ζήτησα και μου έδωσε ο αμέσως προηγούμενος πνευματικός μου, που ήταν πολύ ασκητικός, ενήστευα κάπως αυστηρά, μολονότι είχα προβλήματα υγείας. Σκέφθηκα μήπως έπρεπε να ρωτήσω και τον γέροντα, αλλά τελικά αποφάσισα να μην τον ρωτήσω, γιατί έτσι με εβόλευε. Φοβόμουν μήπως μου το απαγορεύσει, ενώ επίστευα ότι η νηστεία με βοηθούσε στον αγώνα μου και έτσι ένοιωθα καλύτερα. Συγχρόνως όμως ένοιωθα ότι οι σωματικές μου δυνάμεις είχαν κάπως υποχωρήσει και δυσκολευόμουν όλο και περισσότερο να κάνω τις δουλειές μου και τα καθημερινά μου καθήκοντα. Ωστόσο δεν έδινα σ’ αυτό και πολλή σημασία ούτε τα συνδύαζα οπωσδήποτε. Ήξευρα βέβαια ότι αγαπούσε και ο γέροντας τη νηστεία. «Αλλά για καλό και για κακό μη θίγεις τα καλώς (κατά τη γνώμη μου) κείμενα» είπα στον εαυτό μου.
Όταν μπήκα και τελείωσα την εξομολόγησή μου, μου είπε πάλι «τελείωσες»; «Ναι γέροντα». «Και με τη νηστεία τι κάνεις; Θέλεις να μιμηθείς τους μεγάλους ασκητές;». Τα έχασα! «Ναι, ναι… ξέρω… ο π….. σε άφησε να νηστεύεις, αλλά εγώ δεν σε αφήνω». «Ω Θεέ μου όλα τα ξέρει!» σκέφτηκα. «Όχι δεν μιμούμαι τους μεγάλους ασκητές, αλλά απλώς νοιώθω καλύτερα στον αγώνα μου» τόλμησα να πω. «Ναι, ναι, ξέρω. Όμως εγώ δεν σε αφήνω. Έχεις αφαιρέσει και το στομάχι σου (ούτε αυτό του είχα πει)… Πρέπει να αρχίσσεις τώρα να πίνεις λίγο – λίγο γάλα…». Λυπήθηκα και το είδε. Το ύφος του γλύκανε περισσότερο.
-Θα πεις, τι γάλα να πίνω; Αυτά που κυκλοφορούν; Αν σε είχα κοντά μου, και να είχαμε μία κατσικούλα θα σε μάθαινα σιγά – σιγά, λίγο – λίγο, να πίνεις. Το έχεις ανάγκη, το χρειάζεσαι για να έχεις δύναμη να κάνεις και τις δουλειές σου (το είχε δει και αυτό). Όμως να προσπαθήσεις μόνη σου λίγο – λίγο (συνέχισε). Και πρόσεχε, μη σπεύδεις να πίνεις νερό μόλις τρως, να κάνεις υπομονή, να περνά αρκετή ώρα… γιατί δεν έχεις γαστρικά υγρά και τα αραιώνεις πιο πολύ. Είναι σαν να έχεις να πλύνεις ρούχα με πολύ σαπούνι… άμα τους ρίξεις και νερό δεν θα μπορούν να πλυθούν. Κατάλαβες;».
Κατάλαβα αλλά δυστυχώς δεν υπάκουσα. Τουλάχιστον ως προς το γάλα. Και το πλήρωσα ακριβά. Ύστερα από λίγο καιρό με έπιασαν δυνατοί πόνοι σε όλα τα κόκκαλα. Οι γιατροί διέγνωσαν τελικά οστεομαλακία βαριάς μορφής. Είχε φυράνει όλος ο σκελετός. Είχα πάθει ελαφρά σκολίωση της σπονδυλικής στήλης στο χώρο της κοιλιάς με φόβο να γίνει μεγαλύτερη και με φόβο αυτομάτων καταγμάτων παντού. Πονούσαν πολύ και τα πλευρά μου. Το σήκωμά μου από το κρεβάτι ήταν προβληματικό. Προμηθεύτηκα μπαστούνι. Αιτία βέβαια ήταν η ολική γαστρεκτομή και η παντελής αποχή από το γάλα, για πολλά χρόνια, και γενικά από γαλακτερές τροφές, επειδή μου δημιουργούσαν πρόβλημα μετά τη γαστρεκτομή. Υποβλήθηκα σε εντατική θεραπεία με ασβέστιο και βιταμίνη D, αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα.

Η αναμετάλλωση του σκελετού μου.
Πήγα στον γέροντα. Με συγχώρησε για την παρακοή μου. Ζήτησα την ευχή του για τη θεραπεία. «Εύχομαι ταπεινά» είπε και με σταύρωσε. «Όμως τώρα θα πιείς και γάλα. Θα κάνεις ό,τι σου είπαν οι γιατροί, αλλά θα προσπαθήσεις και δια της φυσικής οδού να γίνεις καλά». Αυτή τη φορά τον άκουσα. Και προσπάθησα λίγο – λίγο. Έτσι έγινε σε μένα το δεύτερο θαύμα του Θεού, δια των ευχών αυτή τη φορά του γέροντά μου Πορφυρίου. Έγινε δηλαδή «αναμετάλλωση» όλου του σκελετού, ενισχύθηκα, στερεώθηκα στα πόδια μου, σταμάτησαν οι πόνοι μου και ξαναβρήκα την προηγούμενη ευκινησία μου.
Στη συνέχεια ο γέροντας συνέχισε να εξομολογεί, όσο έμενε στην Αθήνα, στο σπίτι των αδελφών που έμεναν όλες μαζί και με ειδοποιούσαν κάθε φορά να πάω και εγώ. Πήγαινα πάντοτε με πολλή χαρά. Όχι μόνο να εξομολογηθώ, αλλά και γιατί είχα στο τέλος την ευκαιρία να συνοδεύω τον Γέροντα μέχρι το σπίτι του, κάπου στα Τουρκοβούνια.
Συζητήσεις μέσα στο ταξί.
Βρίσκαμε ένα ταξί και συνέχιζα ύστερα με το ίδιο ταξί για το δικό μου σπίτι. Αυτό ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία για μένα που συνεχίσθηκε μέχρι που ο γέροντας εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι της Μαλακάσας. Καθόταν πάντοτε μπροστά δίπλα στον ταξιτζή και εγώ πίσω. Στη διάρκεια αυτών των διαδρομών έγιναν πολλές συζητήσεις. Ο γέροντας με ρωτούσε κάτι που είχε πάντοτε βαθύτερο νόημα χωρίς να φαίνεται σε έναν τρίτον που άκουγε και έδινε στη συνέχεια απάντηση σε κάποιο ερωτηματικό μου ή λύση σε κάποιο πρόβλημά μου. Κάποτε τον ρωτούσα εγώ κάτι. Και άλλες φορές έπιανε κουβέντα με τον οδηγό και συζητούσε μαζί του πράγματα που δεν καταλάβαινα πάντοτε αλλά ο οδηγός εντυπωσιάζετο. Κάποτε ένας ταξιτζής μόλις βγήκε ο γέροντας και εγώ συνέχισα την πορεία μου, γύρισε και μου είπε:
-Τι είναι αυτός ο άνθρωπος, κυρία;
Και αμέσως συνέχισε:
-Τι να σας πω… αυτός είναι κάτι άλλο… έχω δει πολλούς παπάδες, μα αυτός είναι κάτι άλλο… Μου έθιξε θέματα δικά μου που δεν ξέρει κανείς… Μήπως… μήπως είναι κανένας άγιος;
-Ακριβώς αυτό που είπατε είναι.
Μου ζήτησε περισσότερες πληροφορίες, που θα μπορούσε να τον βρει και του έδωσα όσες πληροφορίες ήξερα. Δεν γνωρίζω βέβαια τι απέγινε, αλλά αυτός ο άνθρωπος, τόσο που είχε εντυπωσιασθεί, μου έφερε στο νου κάτι που έλεγε ο γέροντας για τον εαυτό του: «Έχω κι εγώ ο αμαρτωλός ένα χάρισμα για να επιστρέφουν μερικές ψυχές στο Θεό».
Ο θάνατος του Δ.Χ.
Σε μια από τις διαδρομές προς το σπίτι του Γέροντα ήμουν πολύ λυπημένη γιατί είχα μάθει ότι είχε πεθάνει ο εξαίρετος γιατρός φυματιολόγος και εκλεκτός άνθρωπος Δ.Χ., μετά από μία επώδυνη ασθένεια. Τον γνωρίζαμε γιατί το φοιτητικό μας δωμάτιο ήταν κοντά στο σπίτι που έμενε και όπου είχε και το ιατρείο του. Σε κάθε πρόβλημα υγείας μας τρέχαμε σ’ αυτόν και μας δεχόταν πάντοτε με αγάπη. Τον αγαπούσαμε κι εμείς. Όταν μάθαμε πως πέθανε, η μητέρα μου είπε: «Πώς είναι δυνατόν να πεθαίνουν μερικοί άνθρωποι σαν αυτόν;…. Όχι, δεν είναι δυνατόν…. Αδειάζει πολύ ο τόπος… έρημος γίνεται».
Το σπίτι του και το φοιτητικό μας δωμάτιο ήταν κάπου εκεί στην «έρημο της Ομονοίας» όπου, καθώς είπε χαρακτηριστικά κάποιος, είχε αγιάσει ο γέροντας Πορφύριος. Έτσι τον Δ.Χ. εκτός από το ιατρείο του, τον συναντούσαμε συχνά στην εκκλησία. Εκκλησιαζόταν πολύ τακτικά στον άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής, όπου πηγαίναμε και εμείς σαν φοιτήτριες, η αδελφή μου και εγώ. Ο Δ.Χ. έμπαινε μέσα στο ιερό και έβγαινε από εκεί μόνο για να κοινωνήσει. Ιερεύς ήταν ο γέροντας, τον οποίο όμως τότε δεν τον γνωρίζαμε από κοντά. Εκείνο που μας έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν διάβαζε το Ευαγγέλιο, νόμιζε κανείς πως δεν πατούσε στη γη, σαν να βρισκόταν σε άλλους κόσμους, απορροφημένος από τα λόγια που διάβαζε. Και η εντύπωση αυτή γινόταν πιο έντονη όταν έφθασε στο «Άνω σχώμεν τας καρδίας» και ύψωνε τα βλέμματα στον Ουρανό, μεταρσιώνοντας και το εκκλησίασμα. Αλλά ας επανέλθω στην διήγησή μου για την λύπη μου εξ αιτίας του θανάτου του Δ.Χ. και ακόμη εξ αιτίας του ότι δεν το είχα μάθει εγκαίρως για να πήγαινα τουλάχιστον στην κηδεία του. Ανέφερα στον Γέροντα για τον θάνατό του, τον οποίο φυσικά ήξερε.
-Ναι, μου λέει. Ερχόταν συχνά στον άγιο Γεράσιμο, στο ιερό μέσα. Όμως και συχνά έλειπε για αρκετές μέρες έξω σε συνέδρια επιστημονικά. Κάποτε που έλειψε για αρκετόν χρόνο μας είχε πει πότε θα επέστρεφε. Αλλά μια Κυριακή πριν από την ημερομηνία που είχε πει, είπα στον ψάλτη να μη βιάζεται, για να καθυστερήσουμε λίγο να βγάλουμε τα άγια, ώστε να προφθάσει και ο Δημήτριος.
-Μα είπε ότι θάρθει την άλλη Κυριακή, παρατήρησε ο ψάλτης.
-Δεν πειράζει, ας είπε. Ας καθυστερήσουμε λίγο μήπως έλθει.
Με άκουσε και πήγαινε αργότερα. Την στιγμή που έβγαζα τα άγια και έλεγα «… και του δούλου σου Δημητρίου» εμφανίσθηκε στην είσοδο της εκκλησίας, ευχαριστημένος που πρόφθασε.
Έλεγε αυτά και χάρηκα. Ήξερε ο γέροντας να παρηγορεί. Και συμπλήρωσε προς πλήρη παρηγοριά μου.
-Τώρα αυτός άγιασε… ναι άγιασε,… πήγε στο Θεό.
Τι θα κάνουμε, Γέροντα, με τη νεολαία;
Μια άλλη φορά, μετά την εξομολόγηση, πηγαίναμε τον Γέροντα στο σπίτι του με Ι.Χ. που ωδηγούσε η αδελφή μου. Τις μέρες εκείνες η αδελφή μου είχε κάποιο πρόβλημα με τα πόδια της. Κάποια στιγμή τον ρώτησε:
-Τι θα κάνουμε, γέροντα με τη νεολαία;
-Θα μιλάτε στο Θεό γι’ αυτήν… Αν έχετε την αγάπη του Θεού… όχι την φυσική αγάπη…. Την αγάπη του Θεού… μπορεί εκείνα να σκεφθούν αλλοιώς, να αλλάξουν μέσα τους, να πουν «μα μήπως έχει δίκιο η τάδε; Μήπως είναι καλή κ.τ.λ.». Να, πώς να σας το πω… Μια φορά εδώ, στη Νομική Σχολή (περνούσαμε εκείνη τη στιγμή κάπου κοντά) είχαν κάμει οι φοιτηταί κατάληψη και είχαν ανεβεί στην ταράτσα του κτιρίου και εφώναζαν διάφορα. Ήλθε μια μικρή αντλία της Αστυνομίας και τους κατάβρεχε, αλλά δεν είχε δύναμη να τους φθάσει και εκείνοι συνέχιζαν. Μετά ήλθε μία δεύτερη αντλία πολύ μεγάλη. Τα νερά της κάλυψαν τα νερά της πρώτης που ήταν μικρή και έφθασαν και μέχρι τους φοιτητάς. Έτσι κάπως είναι, όταν η χάρις του Θεού πέσει στην ψυχή… όταν κανείς προσεύχεται με τη δύναμη της αγάπης του Θεού, παραμερίζουν όλα τα άλλα…. Εξαφανίζονται…. Κυριαρχεί εκεί η χάρις του Θεού.
-Και αν δεν έχει κανείς, γέροντα, την αγάπη του Θεού, τι γίνεται τότε; Ρώτησε η αδελφή μου. Η φυσική αγάπη του γονιού μπορεί να κάνει κάτι; Και ο γέροντας λίγο διστακτικά:
-Ε, ναι, κάτι κάνει και αυτή… αλλά ξεύρεις…. Γενικά σου λέω…. Καμμιά φορά αυτή η φυσική αγάπη μετατρέπεται και σε μίσος. Ενώ η αγάπη του Θεού είναι άλλη.
Η συζήτηση εδώ τελείωσε γιατί εν τω μεταξύ φθάσαμε με τον γέροντα στον προορισμό του. Μας σταύρωσε και φύγαμε.
Κάποια άλλη φορά, πάνω στο ίδιο θέμα, ο γέροντας είχε πει «Μη μιλάτε στα παιδιά σας. Δική σας δουλειά είναι να κάνετε προσευχή. Ό,τι έχετε να πείτε στα παιδιά σας, πέστε τα στο Θεό γι’ αυτά. Οι γονείς πρέπει να γίνουν καλοί, πρέπει να αγιάσουν, και να αγιάσουν και τα παιδιά.
Η ενδυμασία και η ψυχή.
Κάποια φορά είχα συναντήσει τον γέροντα στην Πλατεία Βάθη, επιστρέφοντας αργά το μεσημέρι από την εργασία μου για το σπίτι. Ήταν καλοκαίρι και έκανε πολλή ζέστη. Ο γέροντας ήταν σκονισμένος, ιδρωμένος και, ολοφάνερα, πολύ κουρασμένος. Χάρηκα πολύ που τον είδα ξαφνικά μπροστά μου και του έβαλα μετάνοια με πολλή χαρά. Μου είπε ότι πήγαινε για το σπίτι του. Τον παρακάλεσα να πάρουμε ένα ταξί και να τον συνοδεύσω και το δέχθηκε. Μου είπε ότι γύριζε από κάπου μακριά και ότι έκανε ΩΤΟ-ΣΤΟΠ αλλά κανείς δεν σταματούσε να τον πάρει και κουράστηκε πολύ. Πέρασε όμως και ένα αυτοκίνητο με κάτι γυμνούς (με μαγιώ) και δεν έκαμε ΩΤΟ-ΣΤΟΠ αλλά εκείνοι σταμάτησαν μόνοι τους στον έρημο δρόμο που περίμενε και τον πήραν. «Χριστιανές ψυχές» κατέληξε, μαθαίνοντάς με συγχρόνως να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία στην εξαιρετικά «σεμνή» εμφάνιση και να μην την έχω σαν κριτήριο της εσωτερικά χριστιανικής ψυχής.
Ενδιαφέρεται για την παχυσαρκία.
Εν τω μεταξύ βρέθηκε ένα ταξί και το πήραμε. Μέσα στο ταξί άλλαξε συζήτηση και με ρώτησε τι κάνουν οι αδελφές (εννοούσε την συντροφιά των φίλων μου που έμεναν όλες μαζί και στο σπίτι τους επήγαινε και εξομολογούσε). Είπα «καλά είναι». Τότε μου είπε κάποιες παραγγελίες γι’ αυτές, κυρίως για τη μία εξ αυτών, που είχε πρόβλημα παχυσαρκίας, σχετικά με τη δίαιτα που έκανε ότι δεν ήταν σωστή αλλά χρειαζόταν κάτι άλλο. Μου ανέφερε λεπτομέρειες του τι έκανε και τι έπρεπε να κάνει. «Να τους τα πεις» μου είπε. Εν τω μεταξύ φθάσαμε κοντά στο σπίτι που έμενε, στα Τουρκοβούνια. Τον άφησα εκεί και συνέχισα με το ίδιο ταξί για το σπίτι μου. Όταν διεβίβασα τις παραγγελίες του για την δίαιτα της φίλης αδελφής τα έχασε η συντροφιά.
«Πώς γνώριζε όλες αυτές τι λεπτομέρειες» και με πόση αγάπη και έγνοια παράγγειλε τις αλλαγές για καλύτερο αποτέλεσμα; Και φυσικά όλα αυτά του τα απεκάλυψε το διορατικό του χάρισμα. «Θεέ μου, πόσο είναι συγκινητική η αγάπη Σου για μας. Μας είπες ότι και οι τρίχες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες και είναι έτσι».
Τριώδιο και μετάνοιες.
Η τόση φροντίδα του Γέροντα για την παχυσαρκία της αδελφής πιστεύω πως ήταν και για να είναι πιο ευκίνητη, να μπορεί να κάνει και τις μετάνοιες που πραγματικά η ίδια τις ήθελε και προσπαθούσε αλλά δεν μπορούσε να τις κάνει λόγω της παχυσαρκίας. Μια προηγούμενη φορά, που ήμαστε όλες μαζί της συντροφιάς, μόλις είχε αρχίσει η Μ. Σαρακοστή, ο γέροντας μας είπε λίγα λόγια για τις κατανυκτικές προσευχές του Τριωδίου, που ήταν καλά να συνοδεύονται από μετάνοιες. Τη στιγμή εκείνη έβλεπα την αδελφή μου δίπλα μου και σκέφθηκα ότι εκείνη δυστυχώς δεν θα μπορούσε να κάνει μετάνοιες. Την ίδια στιγμή ο γέροντας στράφηκε και της το είπε. «Εσύ δεν μπορείς όμως να κάμεις μετάνοιες. Κρίμα, δεν μπορείς». Γι’ αυτό όταν ο γέροντας παρήγγειλε τις παραπάνω οδηγίες σχετικά με την δίαιτα της αδελφής, τη συνεδύασε με αυτό το προηγούμενο περιστατικό.
Τηλεφωνεί μόνος του σε μια ψυχή ταλαιπωρημένη.
Μια παλιά φίλη, είχε φύγει από χρόνια στο εξωτερικό για να εργασθεί ως μπέιμπυ –σίτερ στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα. Δεν είχαμε επικοινωνήσει μαζί της όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε ούτε άλλες γνώριμές της ούτε εγώ, απορροφημένες κάθε μία στα δικά της καθήκοντα. Ξαφνικά διαδόθηκε μεταξήυ μας η είδηση ότι αυτή επέστρεψε στην Ελλάδα με ένα παιδί στην αγκαλιά της, διαζευγμένη και πολύ δυστυχισμένη. Είχε παντρευτεί με έναν Άγγλο προτεστάντη και αφού απέκτησαν ένα παιδί, χώρισαν αμέσως. Κανείς δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες του δράματός της. Δεν μιλούσε σε κανέναν γι’ αυτό το θέμα και ούτε βέβαια κανείς την ρωτούσε. Ήταν όμως ολοφάνερα πολύ θλιμμένη. Ξαφνικά κυκλοφόρησε μεταξύ μας μία θλιβερή είδηση. Η φίλη μας αυτή είχε μυηθεί στις Ανατολικές θρησκείες. Έλεγε ότι βρήκε παρηγοριά στις συνάξεις προσευχής των Γιόγκι και εσύχναζε εκεί. Προσπαθήσαμε να την κάνουμε να καταλάβει ότι πήρε λάθος δρόμο και πως ο δρόμος ο σωστός ήταν η Ορθοδοξία. Είχε πολλές επιφυλάξεις κυρίως γι’ αυτούς που εκπροσωπούν την Ορθοδοξία, δηλαδή τους κληρικούς. Της είπαμε ότι δεν είχε τύχει να συναντήσει «φθασμένους» ανθρώπους αλλά μόνο «πορευομένους» προς τον Θεό.
-Δείξτε μου έστω και έναν, είπε.
-Υπάρχουν βεβαίως πολλοί. Όμως πρέπει ιδιαίτερα να σου μιλήσουμε για τον γέροντα Πορφύριο, που βρίσκεται στη Μαλακάσα.
Της είπαμε ελάχιστα από όσα μπορούσαμε να της πούμε για τον γέροντα και τελειώσαμε το το:
-Πήγαινε να τον γνωρίσεις και θα πεισθείς μόνη σου.
Φαίνεται όμως ότι τα ίδια περίπου της είπαν και στο εργασιακό της περιβάλλον. Γιατί επιστρέφοντας από το εξωτερικό είχε βρει αμέσως καλή εργασία σε μία μεγάλη εταιρία και ενώ εμείς, οι 2-3 φίλες της και οι συνάδελφοί της αμιλλώμεθα ποιος θα την έπειθε να την πάει για να γνωρίσει προσωπικά τον γέροντα και ενώ η ίδια ήταν διστακτική και είχε τις επιφυλάξεις της, ξαφνικά ο γέροντας την πήρε τηλέφωνο σπίτι της. Της είπε ποιος είναι .Της απεκάλυψε στη συνέχεια πολλά πράγματα από τη ζωή της, κυρίως από το «συζυγικό της δράμα» που κανένας μας δεν εγνώριζε γιατί σε κανέναν δεν τα είχε πει. Η έκπληξη και η κατάνυξη πλημμύρισαν την αγαθής προαιρέσεως ψυχή της. Αυτό ήταν. Δεν στάθηκε λεπτό. Πήγε μόνη της στον γέροντα, που ήταν τότε ήδη στην Μαλακάσα. Τον είδε από κοντά. Ακολούθησε την πορεία που της υπέδειξε: Μυστηριακή ζωή μέσα στην εκκλησία. Άφησε για πάντα, τους Γιόγκι. Βρήκε έναν καλό πνευματικό, ένα καλό Σαμαρείτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και, με την βοήθειά του, πορεύεται σ’ Εκείνον που είναι «η Ανάστασις και η Ζωή».
Αν και τυφλός βλέπει…
Η φίλη μας αυτή ωδήγησε στο Γέροντα και τις αδελφές της και τις φίλες της. Όταν κάποια φορά πήγαν πολλοί μαζί, μπήκε πρώτη αυτή. Ο γέροντας βιάστηκε να την διώξει γιατί ήταν κουρασμένος και δεν μπορούσε να δει πολλούς. Της είπε όμως να στείλει μέσα μόνο την αδελφή της, την τάδε, ενώ τους άλλους θα τους έβλεπε άλλοτε. Η αδελφή της αυτή είχε πολύ σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, όμως η φίλη μας δεν είχε μιλήσει στο Γέροντα ούτε για την αδελφή της, ούτε για τα προβλήματά της, ούτε για το ότι περίμενε απ’ έξω.
Κάποια φορά είχαμε πάει στο γέροντα συντροφιά με μία μοναχή, που μπήκε πρώτη μέσα στο κελλί του. Ώσπου να βγει είχα σταθεί απ’ έξω στο διάδρομο κοντά στο παράθυρο. Έβλεπα που έφθαναν όλο και νέα αυτοκίνητα. Ήλθε και ένα μέσο στο οποίο ήταν και μία μοναχή. Όταν τελείωσε η μοναχή που ήταν μαζί μου μπήκα εγώ στο κελλί του γέροντα. Τελείωσα και εγώ και βγαίνοντας φώναξε ο γέροντας την αδελφή Ελένη (τώρα Φεβρωνία) και της είπε να περάσει μέσα η μοναχή. Η αδελφή Ελένη βγήκε και φώναξε αυτήν που ήταν δική μου παρέα να ξαναπεράσει μέσα.
-Μα εγώ μπήκα, είπε με κάποιο δισταγμό.
-Ναι, αλλά φαίνεται ότι κάτι σας θέλει ο γέροντας. Μπήκε και ξαναβγήκε αμέσως και είπε ότι δεν ήθελε αυτήν ο γέροντας αλλά την άλλη μοναχή που είχε έλθει. Η αδελφή Ελένη προβληματίστηκε. Τότε θυμήθηκα την μοναχή που ήταν κάτω, μέσα στο αυτοκίνητο. Της το είπα και πήγε και την φώναξε. Ανέβηκε υποβασταζομένη από δύο ανθρώπους. Είχε φαίνεται κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ο γέροντας την είχε δει μέσα από τους τοίχους του κελλιού του, χωρίς και να βλέπει φυσικά, αφού ήδη είχε χάσει την όρασή του.
Μία άλλη φορά του αναφέραμε μαζί με την αδελφή μου κάποιο περιστατικό που είχε υποπέσει στην αντίληψή μας και ίσως έπρεπε να προβούμε σε κάποιες ενέργειες. «Αυτό που μου λέτε τώρα εμένα να το πείτε στον κ. τάδε» μας είπε ο γέροντας. «Εντάξει, θα το πούμε» απαντήσαμε και θελήσαμε να προχωρήσουμε σε άλλο θέμα. «Πηγαίνετε αμέσως γιατί φεύγει. Τρέξετε να τον προφθάσετε». Τρέξαμε και τον προφθάσαμε τη στιγμή που έβαζε το χέρι του στη μπετούγια του αυτοκινήτου για να φύγει.
Η ανυπακοή από ζήλο και ο πόνος.
Ήθελε πολύ τη σωματική άσκηση για τα πνευματικά του παιδιά ο γέροντας. Όμως μερικούς εγωιστές πάσχιζε να τους μάθει και την υπακοή. Κάποια μέρα ήμαστε εκεί στην Μαλακάσα πολλοί άνθρωποι και περιμέναμε να τον δούμε έξω από την φτωχική καλύβα που πρωτοέμεινε όταν πήγε εκεί. Παρατηρούσα ότι οι περισσότεροι ήσαν νέοι άνθρωποι και πολλοί άνδρες. Το μοναστήρι είχε αρχίσει να κτίζεται αλλά μόλις που είχαν γίνει τα θεμέλια και είχαν πέσει κάποιες τσιμεντένιες κολώνες και πλάκες. Ανάμεσα στο γιαπί και στην καλύβα του γέροντα υπήρχε ένας μεγάλος σωρός από τούβλα. Κάποια στιγμή βγήκε ο γέροντας και λέει: «Όλοι εσείς θα πάρετε ο καθένας από 7 (ίσως δεν θυμάμαι καλά τον αριθμό) τούβλα και θα τα μεταφέρετε πάνω στην πλάκα του Α’ ορόφου. Εκείνη την στιγμή δεν ξέρω πως βρέθηκα δίπλα στον γέροντα. Στράφηκε σε μένα και μου είπε: «Εσύ όχι, δεν θα μεταφέρεις» και απομακρύνθηκε. Όλος ο κόσμος που ήταν εκεί, μικροί και μεγάλοι, νέοι και πιο ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες, μορφωμένοι και αγράμματοι, όλοι έσπευσαν να εκτελέσουν την εντολή του γέροντα με χαρά. Λυπήθηκα. Τόσο άχρηστη να είμαι εγώ; Να μη λάβω μέρος στο «πανηγύρι;» Καλά γέροντα, ξέρω ενεργείς με διάκριση. Αλλά καλά, δεν μπορώ 7, όμως ούτε 3 τούβλα να μεταφέρω; Κάνω τόση λάντζα σπίτι μου. Όχι, θα πάρω κι εγώ 3 τούβλα. Τα πήρα, «Ώ Θεέ μου, πόσο είναι βαρειά, ασήκωτα!». Με έπιασε ξαφνικά καθώς τα πήγαινα, ένας δυνατός πόνος δεξιά, κάπου στο συκώτι ή χολή δεν ξέρω ακριβώς. Τι να κάνω τώρα; Να τα αφήσω στη μέση του δρόμου; Δεν ήθελα μη και χαθούν. Θα ήταν αταξία. Αγκομαχώντας έφθασα στην τσιμεντένια πλάκα του Α’ ορόφου. Ο πόνος μου όλο και δυνάμωνε, τα τούβλα όλο και βαραίνανε. Μόλις τα ακούμπησα κάτω και είπα «Δόξα τω Θεώ» ο γέροντας βρέθηκε πάλι δίπλα μου. «Είδες» μου λέει «είσαι ανυπάκουη, δεν υπακούς και τώρα πονάς… Τώρα όμως φεύγω γιατί έρχεται κόσμος και θα πουν ότι μιλάω μαζί σου, ενώ έχουν άλλοι σειρά». Πράγματι έφθασαν αμέσως πολλοί άνθρωποι κοντά και ο γέροντας έφυγε για να δει έναν –έναν χωριστά. Ο πόνος αμέσως μου πέρασε χωρίς να καταλάβω πως ήλθε και πως έφυγε.
Ταπείνωση θαυμαστή.
Και όμως, με όλα αυτά τα προορατικά και διορατικά του ο γέροντας διατηρούσε μία απλότητα και μία ταπείνωση θαυμαστή. Κάποτε που ήταν πολύ κουρασμένος και καθώς φαίνεται πονούσε, δεχόταν τον κόσμο μόνο για ευχή. Μπήκα κι εγώ αλλά είχα ένα οξύ πρόβλημα. Χρειαζόμουν κάποια καθοδήγηση. Με άφησε να του το πω και μου απάντησε «Άκουσε, είμαι πολύ κουρασμένος. Δεν έχω τίποτε διορατικό να σου πω αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε και με τη λογική μπορώ να σε βοηθήσω. Κάμε την προσευχή σου και ό,τι σε φωτίσει ο Θεός κάμε». Θαύμασα την ταπείνωσή του, αλλά και την αγάπη του. Στη συνέχεια η προσευχή του Γέροντα, όχι η δική μου, έδωσε λύση στο πρόβλημά μου.
Η άπιστη φίλη.
Ανάμεσα στις πολλές περιπτώσεις που έζησα εν αναφορά με το διορατικό χάρισμα του γέροντα υπάρχει και μία, που η θύμησή της μου φέρνει πολύν πόνο ψυχής, αλλά θα ήθελα να την διηγηθώ σαν παράδειγμα προς αποφυγήν. «Μια φίλη, η Χ.Χ. επιζητούσε πολύ την συναναστροφή μου αλλά δεν είχα ποτέ χρόνο για πολλή συναναστροφή. Εξ άλλου δεν συμφωνούσαμε καθόλου στις ιδέες, κυρίως σχετικά με τη θρησκεία. Πολλές φορές προσπάθησα να της μιλήσω για την ζωή μέσα στην εκκλησία, για τα μυστήρια και κυρίως την εξομολόγηση, που δεν είχε κάμει ποτέ. «Μα δεν επείραξα κανέναν και δεν έχω τίποτε να πω» μου απαντούσε πάντοτε. Κάποια φορά «για να με ευχαριστήσει» προφανώς είχε έλθει μαζί μου σε έναν καλό πνευματικό, που πήγαινα λίγο πριν γνωρίσω τον γέροντα. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο πνευματικός είχε πολύ κόσμο. Μπήκε και βγήκε σχεδόν αμέσως. Την ρώτησα με αγωνία τι έγινε.
-Τίποτε, μου είπε γελώντας. Τι ήθελες να γίνει;
-Θα κοινωνήσεις; Ρώτησα.
-Ναι, αλλά τη νύχτα της Αναστάσεως που κοινωνούν όλοι. Όμως δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πάω.
Μου έμεινε ερωτηματικό για όλο το περιστατικό. Δεν την είχα πιέσει να έλθει. Μόνη της το αποφάσισε, δεν ξέρω γιατί, δεδομένου ότι όπως είχα αντιληφθεί έφερνε εμπόδια σε συγγενικά της πρόσωπα όταν ήθελαν να εξομολογηθούν. Τελικά δεν πήγε να κοινωνήσει. Είχε φοβερά παράπονα με τον Θεό γιατί δεν την γλύτωνε από τα πολλά βάσανα που είχε. Ήταν διαζευγμένη και απέδιδε όλα τα φταιξίματα στον σύζυγό της. Είχε και ένα παιδί, για το οποίο έκανε πολλές θυσίες, αλλά εκείνο ήταν περισσότερο συνδεδεμένο με τον πατέρα του και καταλόγιζε πολλά άδικα στη μητέρα του. Αυτή κάποτε παρουσίασε «ψυχικές διαταραχές». Είχε έμμονες ιδέες ότι την κατεδίωκαν, φοβίες και τελικά, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, παίρνοντας πολλά ψυχοφάρμακα. Ευτυχώς την πρόλαβαν με πλύση στομάχου. Στο μεταξύ είχα γνωρίσει τον γέροντα και από καιρό ήδη τον είχα πνευματικό. Τον ρώτησα γι’ αυτήν στο τηλέφωνο. Του είπα για την απόπειρα αυτοκτονίας της. «Δαιμόνιο είναι» μου είπε αμέσως. Φοβήθηκα «Τι να κάμω, γέροντα εγώ; Αναζητά την παρέα μου αλλά δεν έχω χρόνο. Με παίρνει πολύ συχνά τηλέφωνο και θέλει κουβέντα. Τι να κάμω;» «Λέγε της ό,τι μπορείς από το τηλέφωνο» μου απάντησε. Στη συνέχεια αυτή αρρώστησε από βαριά αρρώστεια. Με ζητούσε πάντα για να την βοηθήσω, για κάποια εξέταση ή για να την συνοδεύσω σε κάποιο νοσοκομείο. Τελικά διαπιστώθηκε όγκος στον εγκέφαλο. Οι αδελφές του νοσοκομείου την παρώτρυναν να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. Μια άλλη φίλη της και εγώ την παρωτρύναμε επίσης. Πάντοτε αρνιόταν. Στην άλλη φίλη μάλιστα αισχρολογούσε. Κάποτε ανακάτευε την αισχρολογία της με τα θεία. Το τέλος της πλησίαζε χωρίς μετάνοια.
Πήγε και ο παπάς του Νοσοκομείου και τον έδιωξε. Είχα πολύ λυπηθεί. Ρώτησα πάλι τον γέροντα. Μου απήντησε από το τηλέφωνο. «Κάποιος πρέπει να της το λέει… κάποιος όμως που να τον ξέρει από πριν η ίδια πως είναι θρησκευτικός… Προσπαθείστε ακόμη».
Κατάλαβα ότι έπρεπε εμείς, οι δύο φίλες της να προσπαθήσουμε ακόμη και όχι πια οι άγνωστες σ’ αυτήν αδελφές του Νοσοκομείου. Της το ξαναείπαμε. Πάντοτε η ίδια άρνηση. Το τέλος πλησίαζε. Τα αδέλφια της διηγούντο για παράξενες ιδιότητες που παρουσίασε. Άκουγε πολύ μακριά τι έλεγαν. Μέσα από τον θάλαμο που ήταν, άκουγε τι έλεγαν στο ασανσέρ, που απείχε 15-20 μέτρα, ίσως και περισσότερο, από τον θάλαμό της. είχαν κυριολεκτικά τρομάξει.
Πήγαινα αρκετά συχνά. Πήγα και ένα Σαββατόβραδο. Ήταν η πρώτη φορά που μου φέρθηκε πολύ άσχημα. Με μία φωνή βραχνή, αλλοιωμένη, σαν να μην ήταν δική της, μου είπε να φύγω και να μην ξαναπατήσω εκεί το πόδι μου, γιατί εκείνη ήταν καλύτερη χριστιανή απ’ εμένα. Της είπα ότι την βλέπω πολύ κουρασμένη και ότι θα έφευγα, αλλά θα επέστρεφα την επομένη, δηλαδή Κυριακή πρωί, που θα ήταν πιο ξεκούραστη. Συγχρόνως σκεπτόμουν πως θα είχα κοινωνήσει την Κυριακή και θα είχα περισσότερη δύναμη και ψυχική αντοχή. Μου επιτέθηκε άγρια.
-Όχι, να μην έλθεις αύριο το πρωί. Να μη πατήσεις εδώ το πόδι σου, να μην ξαναπατήσεις… δεν θέλω… κατάλαβες; Μην τολμήσεις κ.τ.λ.
Έφυγα με βαρειά καρδιά. Την άλλη μέρα όμως ξαναπήγα. Η συμπεριφορά της ήταν παρομοία, αλλά πιο συμμαζεμένη. Με κυττούσε με ένα βλέμμα γυάλινο ανέκφραστο, μάλλον απέφευγε να με βλέπει. Δεν της είπα τίποτα για Θ. Κοινωνία. Μου φάνηκε μάταιο και ανώφελο. Βιάστηκα να φύγω. Σε δυο μέρες πέθανε. Πήρα το γέροντα να του το πω. Τα ήξερα όλα. Άραγε πόση προσευχή είχε κάμει; Όμως μου είπε:
«Ναι ξέρω. Δυστυχώς σε όλη τη ζωή της την επείραζε ο Σατανάς, υποβάλλοντάς της ότι ο Θεός δεν είναι καλός αφού έχει τόσα βάσανα. Και εκείνη δεχόταν αυτή την υποβολή και όλο αγανακτούσε. Στο τέλος της ζωής της έκαμε πλήρη κατάληψη ο Σατανάς… Δυστυχώς…».
Λυπήθηκα πολύ αν και το είχα αντιληφθεί. Μία άλλη προσωπικότης, γεμάτη μίσος, κακία, φθόνο, επιθετικότητα, διάθεση ανθρωποκτονίας, είχε υποκαταστήσει την ανθρώπινη προσωπικότητα της φίλης μου αυτής, την είχε κάμει δεσμία της. «Θεέ μου, τι φοβερή εμπειρία! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς».
Απόφυγε να πας στους εξορκισμούς.
Σ’ αυτό το σημείο ήθελα να σημειώσω κάτι σχετικό. Μία γενική συμβουλή του γέροντα σ’ εμένα την αδύνατη. Κάποτε μία φίλη με παρώτρυνε να πάμε σε μία Εκκλησία που ένας ιερεύς εξώρκιζε δαιμονισμένους που συγγενείς των τους επήγαιναν εκεί. «Στην διάρκεια της λειτουργίας οι δαιμονισμένοι βρίζουν τον ιερέα. Είναι κάτι φοβερό. Βλέπεις την ύπαρξη του Σατανά ολοφάνερα» μου είπε η φίλη. Εγώ εδίσταζα να πάω γιατί είχα για αυτό το θέμα επώδυνη εμπειρία από τα παιδικά μου χρόνια, που επήγαινα με τους γονείς μου στον Άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Η φίλη μου όμως με πίεζε. Ρώτησα τον γέροντα. Πριν προφθάσω να τελειώσω την ερώτηση μου απήντησε:
-Τι θέλεις εσύ τώρα να πας εκεί. Πήγε και κάποια άλλη και έχασε τον ύπνο της. δεν χρειάζεται συ να βεβαιωθείς για την ύπαρξη του Σατανά. Έχεις βεβαιωθεί. Κάθε προσέγγισή του δεν έχει καλό. Απόφυγε να πας. Εγώ δεν ήθελα ποτέ να τον πλησιάζω. Απέφευγα πάντοτε.
-Στον Άγιο Γεράσιμο όμως πηγαίνει όλος ο κόσμος και φέρουν πολλούς δαιμονισμένους εκεί.
-Άλλο είναι εκεί. Εκεί ο άγιος προστατεύει τον κόσμο και διώχνει τους δαίμονες. Εκεί είναι ο Άγιος.
Δεν είχα άλλη απορία. Έκαμα όπως μου είπε χωρίς άλλη συζήτηση. Αργότερα οι αδελφές του Ησυχαστηρίου μου είπαν ότι όταν κάποιος δαιμονιζόμενος έφθανε εκεί – και δεν ήταν σπάνιο αυτό – τις έδιωχνε όλες μακριά ο γέροντας και κρατούσε μόνο μία κοντά του. Όμως ο γέροντας πολλές ιάσεις δαιμονιζομένων είχε κάμει με την προσευχή του.
Πώς φεύγουν οι ακάθαρτοι λογισμοί.
Κάποτε πήγα στον γέροντα με μία φοιτήτρια. Τον παρακάλεσα να την δει γιατί είχε ωρισμένα προβλήματα. Μεταξύ των άλλων τον ρώτησε για τους ακάθαρτους λογισμούς και πως μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτούς. «Όταν είσαι παιδί μου σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και πολεμάς να διώξεις το σκοτάδι, αυτό δεν φεύγει με τίποτε. Αν όμως ανοίξεις ένα παράθυρο και μπει φως, τότε φεύγει το σκοτάδι. Έτσι κι εσύ, άνοιξε την Αγία Γραφή κα τους Πατέρες και διάβασε και θα μπουν άλλοι λογισμοί, θα μπει φως και θα φύγουν οι ακάθαρτοι λογισμοί». Αυτά τα ήξερα μου είπε το κορίτσι, όμως όταν σου τα λέει αυτός ο γέροντας παίρνουν άλλο νόημα, νομίζεις ότι σου δίνει και τη δύναμη να τα εφαρμόσεις.
Πώς βοήθησε μια καρκινοπαθή φίλη.
Μια άλλη φίλη που παλαιότερα επήγαινε συχνά στον γέροντα αρρώστησε από σοβαρή αρρώστεια, καρκίνο των οστών. Είχε εισαχθεί στον «Άγιο Σάββα» για παρηγορητική θεραπεία, μάλλον. Οι γιατροί είχαν πει ότι δεν υπήρχε οστούν που να μην είχε αλλοιωθεί από την ασθένεια. Είχαν προσβληθεί ακόμη και τα οστά του κρανίου. Η πρόγνωση ήταν ότι δεν θα σηκωνόταν πια, αλλά όλο θα χειροτέρευε και στο τέλος θα πέθαινε. Πήγαινα συχνά στον «Άγιο Σάββα» και την έβλεπα και κάθε φορά είχε ένα μήνυμα για να μεταφέρω στον γέροντα, να εύχεται γι’ αυτήν, να προσεύχεται. Ο γέροντας της παρήγγειλε δι’ εμού «να είναι πιο κοντά στον Χριστό αυτόν τον καιρό και να μη φοβάται τίποτε». Κάποια μέρα, ενώ ήταν ακόμη στον «Άγιο Σάββα», κάποιος της είπε ότι ο γέροντας είχε κάμει θαύμα. Δηλαδή ένα κοριτσάκι 9 ετών είχε καρκίνο της κάτω γνάθου και την πήγαν να την σταυρώσει. Στη συνέχεια θα την πήγαιναν στην Αγγλία για να χειρουργηθεί και να της αφαιρέσουν την κάτω γνάθο. Ο γέροντας πόνεσε για το κοριτσάκι και παρακάλεσε και άλλους να κάνουν προσευχή. Συχνά παρώτρυνε ο γέροντας για ομαδική προσευχή για κάποιο θέμα. Είχε τηλεφωνήσει και στο Μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Μακρυνού και παρακάλεσε να κάνουν προσευχή για το κοριτσάκι. Και το θαύμα έγινε. Όταν το παιδί πήγε στην Αγγλία, οι Άγγλοι γιατροί διεπίστωσαν απλή φλεγμονή και την θεράπευσαν με αντιβίωση! Η άρρωστη φίλη μου μου είπε «Κύτταξε, η προσευχή του γέροντα είναι που έκαμε καλά το κοριτσάκι και όχι φυσικά η αντιβίωση. Όμως σκέπτομαι, με τόσα περιστατικά που έχει κάθε μέρα ο γέροντας εμένα θα με θυμάται; Πες του σε παρακαλώ να μη με ξεχνά».
Την διαβεβαίωσα ότι δεν την ξεχνά. «Πες του το όμως παρακαλώ, μη με ξεχνά κι εμένα». Ήμουν σίγουρη ότι ο γέροντας δεν την ξεχνούσε. Την σταύρωνε κάθε φορά που του ανέφερα το όνομά της από μακριά και ψιθύριζε τις ευχές του. Γι’ αυτό ντράπηκα να του πω ότι τον παρακαλεί να μη την ξεχνά. Μου το είπε όμως ο ίδιος «Ναι και να της πεις ότι δεν την ξεχνώ και ότι προσεύχομαι και γι’ αυτήν». Ρίγησα πάλι. Το διορατικό του είχε πιάσει την συζήτησή μας στο νοσοκομείο μ’ αυτήν. Ο γέροντα συνέχισε «Να της πεις, για να παρηγορηθεί, ότι έχω και εγώ την ίδια αρρώστια με αυτήν». Τα έχασα, το άκουγα για πρώτη φορά. «Αλήθεια, γέροντα; Που την έχετε;» «Στο κεφάλι. Υποφέρω πολύ και πονάω. Υποφέρω και από άλλες αρρώστειες. Όμως δοξάζω τον Θεό για τους πόνους μου, αλλά εσείς να μη παρακαλείτε τον Θεό να μου τους παίρνει. Κάποτε, στην αρχή που έγινα μοναχός, ζητούσα από τον Θεό να μου δώσει έναν καρκίνο, αλλά τότε δεν μου τον έδωσε. Μου τον έδωσε τώρα που δεν τον ζητούσα». Τα μετέφερα όλα αυτά στην φίλη μου και της έκαμαν εντύπωση. Στη συνέχεια σηκώθηκε και το καλοκαίρι που ακολούθησε, παρά τις ιατρικές προγνώσεις, επήγε εξοχή και έκαμε μπάνια στη θάλασσα. Κάποιος που την είδε απόρησε. «Μα αυτή δεν είχε πεθάνει;» είπε.
Μετά από κάποια χρόνια ύφεσης η αρρώστεια ξαναχτύπησε. Η νέα επιδείνωση είχε αρχίσει όταν ήδη ο γέροντάς μας είχε αποσυρθεί στο Όρος οριστικά. Του στείλαμε μήνυμα ότι ήταν πάλι πολύ άρρωστη. Τα τελευταία του λόγια γι’ αυτήν ήσαν «Να της πείτε ότι δεν την ξεχνώ και προσεύχομαι και ότι την αγαπώ πολύ – πολύ». Μετά την κοίμηση του γέροντα, ενάμιση χρόνο περίπου, τελείωσε η ζωή της στη γη, αφού έδειξε μεγάλη υπομονή και ταπείνωση σε όλη την διάρκεια της δοκιμασίας της.
Πώς έδιωξε το άγχος μιας φίλης.
Μία άλλη φίλη κυριεύτηκε ξαφνικά από αφόρητο άγχος. «Πες στον γέροντα σου να προσευχηθεί γιατί υποφέρω πολύ, αφάνταστα υποφέρω». Το είπα. «Ναι απάντησε, το παθαίνει αυτό γιατί δεν εμπιστεύεται τον εαυτό της στον Χριστό. Στηρίζει αλλού την ασφάλειά της, στο χρήμα, ας πούμε». Αυτή ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Τα δέχτηκε αυτά που της είπε ο γέροντας αλλά δεν είχε τη δύναμη, καθώς είπε, να κάμει αλλοιώς. «Προσευχηθείτε όλοι να με βοηθήσει ο Θεός». Όμως το άγχος συνεχιζόταν και μεγάλωνε, την έπνιγε κυριολεκτικά, δεν έβρισκε πουθενά ησυχία και όλο έκλαιγε. Τον Σεπτέμβριο του 1991 ήλθε για λίγο και για τελευταία φορά ο γέροντας από το Άγιον Όρος στην Μαλακάσα, στο Ησυχαστήριο. Δυστυχώς δεν πήγα τότε να τον δω γιατί ήταν πολύ άρρωστος ο πατέρας μου και δεν μπόρεσα. Και βέβαια κανείς δεν ήξερε ότι θα ήταν η τελευταία φορά. Όμως αυτή πληροφορήθηκε ότι είχε έλθει ο γέροντας και έσπευσε να πάει εκεί με κάποια άλλη συντροφιά. Ο γέροντας της είπε ότι χαίρεται πολύ που την βλέπει. Την συμβούλεψε να αγαπήσει τον Χριστό, να στηρίξει την ασφάλειά της σ’ Αυτόν και όλα θα περνούσαν. Πήρε το κεφάλι της μέσα στα άγια χέρια του και το σταύρωσε «Να, εδώ μέσα να μπει ο Χριστός» είπε. Και το θαύμα έγινε. Η φίλη ηρέμησε. Το φοβερό άγχος έφυγε. Είθε η ευχή του γέροντα να την στηρίζει μέχρι το τέλος της ζωής της.
Και μετά την κοίμησή του είναι κοντά μας.
Ας πραγματοποιηθεί για όλους μας η ευχή του. Μέσα σε αυτά τα κεφάλαιά μας, μέσα σ’ αυτές τις καρδιές μας να μπει ο Χριστός. Φως στα σκοτεινά δωμάτιά μας, να φυγαδεύσει, να τρέψει σε άτακτη φυγή τις ανθρωποκτόνες δυνάμεις του αλλοτρίου και να μας διαφυλάξει από κάθε σκοτεινή επήρεια του αντικειμένου.
Κάποια φορά που όπως πάντα, είχα πάει πρωί – πρωί να τον δω, με απασχολούσε η σκέψη ότι ο γέροντας είχε πολύ καταπέσει σωματικά. Έβλεπα και τα έργα που είχε θεμελιώσει εκεί και τον τεράστιο Ναό! Έβλεπα και τους ανθρώπους που εργάζονταν, πολλοί από αυτούς εθελοντικά και αθέλητα μου ήρθε το ερωτηματικό «Θα έβλεπε ο Γέροντας τελειωμένο το έργο του; Θα έφθανε να λειτουργήσει στο ναό;». Όταν μπήκα μέσα δεν του είπα τίποτε από τις σκέψεις μου αυτές. Αφού τελείωσα με τα θέματά μου μου είπε μόνος του.
«Και μη φοβάσαι, εγώ σ’ αυτόν τον Ναό που χτίζεται θα λειτουργήσω». Απάντησε πάλι, για πολλοστή φορά στη σκέψη μου, χωρίς εγώ να του την πω. Κόντευε να γίνει πια για μένα μία κατάσταση φυσική. Χάρηκα γι’ αυτό που μου είπε τότε νομίζοντας ότι θα ζούσε πολλά χρόνια ακόμη και θα τον είχαμε κοντά μας. Μετά την κοίμησή του σκέπτομαι, τι άραγε να εννοούσε; Βέβαια οι άγιοι δεν φεύγουν από κοντά μας, δεν εγκαταλείπουν την στρατευομένη εκκλησία. Είναι μαζί μας, μας βοηθούν πάντοτε, λειτουργούν μέσα στους ναούς μας, βρίσκονται μέσα στο ιερό μαζί με τους αγγέλους.
«Κύριε ημών Ιησού Χριστέ δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών και του αγίου γέροντός μας Πορφυρίου, ελέησον ημάς».

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.