Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως φλόγα αγάπης (2) – Νεκταρίου Μητροπ. Αργολίδος.

«Θεού γαρ μιμούμενος ευσπλαγχνίαν, συμπαθής νοσούσι γέγονεν, γυμνουμένων τε πάντων περιβόλαιον»

Ζώντας σε μια εποχή που διακρίνεται για την αφθονία των αγαθών, δύσκολα οι νέες γενιές μπορούν να καταλάβουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν η Ελλάδα πριν μερικές δεκαετίες. Τα νέα παιδιά σήμερα έχουν τα πάντα και από την άλλη πολλές απαιτήσεις. Τα προβλήματά τους, έχει κανείς την αίσθηση πολλές φορές, ότι είναι «προβλήματα πολυτελείας»! Ενώ τα παιδιά της δεκαετίας του ’30 ή του ’40, αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας και της αρρώστιας. Ο γέροντας έζησε και έδρασε σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή, τότε που παντού βασίλευε σ’ αυτή τη μάστιγα της φυματίωσης θέριζε. Για να κατανοήσουμε κάπως την προσφορά του γέροντα, θα πλατειάσουμε λίγο, περιγράφοντας σε αδρές γραμμές την τότε κατάσταση, όπως την διηγούνται οι άνθρωποι που την έζησαν.
Ο φόβος και ο τρόμος τότε ήταν η φυματίωση. Από το 1906 είχε ιδρυθεί ο Πανελλήνιος σύλλογος κατά της φυματίωσης και κατόπιν διάφορα σανατόρια στην Πάρνηθα, Πεντέλη, Μαρούσι, Μελίσσια, με κυριότερο το Σισμανόγλειο. Ο μεγάλος ευεργέτης Σισμάνογλου έχτισε αυτό το καταπληκτικό για την εποχή του νοσοκομείο από την αγάπη του για τους φυματικούς. Το κρίσιμο ξεκίνησε το 1936 και τελείωσε τον Οκτώβριο του 1940. Ήταν η ελπίδα των φυματικών γιατί μέσα εκεί θα έβρισκαν σωστή περίθαλψη και ανακούφιση. Τα επίσημα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί για την 1η Ιανουαρίου 1941. Πριν γίνουν τα εγκαίνια, το Σισμανόγλειο γέμισε από τους τραυματίες του πολέμου, αλλά και φυματικούς. Με την εισβολή των Γερμανών, το νοσοκομείο επιτάχθηκε. Οι κατακτητές έδιωξαν όλους τους αρρώστους και τραυματίες και εγκατέστησαν τους δικούς τους. Έτσι οι φυματικοί βρέθηκαν στους δρόμους. Αλλά και νωρίτερα η περιοχή του Αμαρουσίου, είχε γίνει καταφύγιο φυματικών, γιατί είχε πολύ καλό κλίμα. Έτσι, πολλούς αρρώστους τους έφερναν οι συγγενείς τους, ακόμη και από την επαρχία, και τους άφηναν εκεί. Οι φυματικοί έμεναν σε παράγκες, ή σε μικρά σπιτάκια. Οι περισσότεροι Μαρουσιώτες τους λυπούνταν και τους νοίκιαζαν ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους για να μένουν. Στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας – Πεντέλης, εκεί που χτίστηκε αργότερα το ξενοδοχείο «Τριανόν», υπήρχε μια ωραιότατη βίλλα με την ονομασία «Έπαυλις των ρόδων». Μέσα όμως ζούσαν φυματικοί και, όπως διηγούνται οι παλιοί Μαρουσιώτες, όταν περνούσαν έξω από τη μάντρα άκουγαν το βήχα των αρρώστων και πονούσε η ψυχή τους.
Υπήρχαν όμως και πιο δυστυχισμένες υπάρξεις. Κάποιοι άρρωστοι δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες κι έμεναν στο ύπαιθρο κάτω από τα πεύκα. Άλλοι έβαζαν τάβλες πάνω στα δέντρα, τις σκέπαζαν με κλαδιά κι έμεναν σ’ αυτές τις πρωτόγονες συνθήκες. Οι πιο πολλοί έρχονταν στο Μαρούσι για να πεθάνουν. Μακρυά από τους συγγενείς, για να μην τους μεταδώσουν την ασθένεια. Κι έβλεπε κανείς ιδιαίτερα νέα παιδιά να υποφέρουν και να πεθαίνουν αβοήθητα. Το νεκροταφείο του Αμαρουσίου ήταν γεμάτο από μνήματα με φωτογραφίες κυρίως νέων ανθρώπων.
Το 1935 κυκλοφόρησε η φήμη ότι το Μαρούσι ήταν μολυσμένο από τα σκορπισμένα παντού βαμβάκια με αίμα των φυματικών. Έτσι η πολιτεία αναγκάστηκε να εκδώσει νόμο, με τον οποίο απαγόρευε την εγκατάσταση στο Μαρούσι οποιουδήποτε δίχως να εξεταστεί εάν έχει φυματίωση και πάρει άδεια από το Υγειονομικό Κέντρο Αμαρουσίου. Ο έλεγχο όμως ήταν δύσκολος και πολλοί έρχονταν κρυφά και έμεναν. Οι κάτοικοι του Αμαρουσίου στην πλειονότητά τους είχαν ευαισθητοποιηθεί μπροστά σ’ αυτό το ανθρώπινο δράμα και βοηθούσαν ποικιλοτρόπως τους αρρώστους, κυρίως στο θέμα της διατροφής.
Η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν άφησε ασυγκίνητο τον π. Αθανάσιο. Ο γέροντας έγινε η ανάπαυση και η παρηγοριά σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που ζούσαν εγκαταλελειμμένοι από τους συγγενείς και την ανύπαρκτη κρατική μέριμνα και ιατρική φροντίδα. Παρόλο που η επικοινωνία με τους ανθρώπους αυτούς ήταν επικίνδυνη, ο γέροντας για μια ακόμα φορά υπερέβαλε εαυτόν, ακολούθησε την «καθ’ υπερβολήν οδόν» της θυσιαστικής αγάπης, δίχως να υπολογίζει κινδύνους μολύνσεως. Γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος:
«Ει δε και ο έγγιστά σοι εστώς αδελφός ασθενής υπάρχει τω σώματι και συμβεί βήσσειν ή πολλά πτύειν, μη σαίνου απ’ αυτού˙ αλλά μνήσθητι, ότι πολλοί εαυτούς έδωκαν αρρώστους τε και λελωβημένος υπηρετείν».
Δηλαδή:
Κι αν ακόμη ο αδελφός που στέκεται κοντά σου είναι άρρωστος και συμβεί να βήχει, ή να φτύνει πολύ, μην ταράζεσαι και απομακρύνεσαι απ’ αυτόν, αλλά θυμήσου ότι πολλοί θυσίασαν τον εαυτόν τους στο να υπηρετούν αρρώστους και ανάπηρους.
Και ο π. Αθανάσιος όχι μόνο δεν απομακρυνόταν αλλά βρισκόταν συχνά μαζί τους.
Κοντά στη Νερατζιώτισσα, σ’ ένα χωράφι με ελιές είχε μερικές κότες. Μάζευε τα αυγά και ό,τι άλλα τρόφιμα είχε, τα έβαζε σε μια μεγάλη τσάντα, ή μάλλον βαλίτσα που άνοιγε από το επάνω μέρος, και ανηφόριζε στην άλλη άκρη του Αμαρουσίου και τα Μελίσσια. Η τσάντα ήταν πολύ βαριά, ασήκωτη. Η απόσταση μακρινή. Ο γέροντας κουραζόταν, ίδρωνε. Συχνά τον έβλεπαν τα πνευματικά του παιδιά και προθυμοποιούνταν να τον βοηθήσουν, να κρατήσουν λίγο τη τσάντα. Ο γέροντας όμως δεν ήθελε να κουράσει κανένα.
-Όχι, όχι παιδί, δεν χρειάζεται, απαντούσε.
Έφτανε κατάκοπος στις περιοχές των ασθενών, επισκεπτόταν τις παράγκες ή τα πρόχειρα καταλύματα των φυματικών, μοίραζε τα τρόφιμα, ακόμη και πνευματικά βιβλία. Τους παρηγορούσε, τους ενδυνάμωνε. Μαζί με τη τσάντα είχε κι ένα άλλο πολύτιμο εφόδιο κρυμμένο στον κόρφο του: Το πετραχήλι του. Δίχως να εκβιάζει, αν κανείς του ζητούσε να εξομολογηθεί, έβαζε το πετραχήλι και τον εξομολογούσε. (Το πετραχήλι και το ευχολόγιο τα είχε πάντα μαζί του, όπου πήγαινε. Έλεγε μάλιστα: «Μπορεί στο δρόμο να βρεθεί ένας ετοιμοθάνατος και να ζητήσει να εξομολογηθεί. Να μην έχω λοιπόν το πετραχήλι μαζί μου;»).
Φεύγοντας έπαιρνε τα ρούχα τους που είχαν ανάγκη από πλύσιμο, επέστρεφε στο κελλί του και τα έπλενε στη σκάφη. Είχε μια μεγάλη σόμπα και τα στέγνωνε εκεί το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι τα άπλωνε στο ύπαιθρο πίσω από το σπίτι. Τα σιδέρωνε κι έπειτα τα επέστρεφε στους ασθενείς.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο τραγική με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και κυρίως κατά τη Γερμανική κατοχή. Ο π. Αθανάσιος δίνει και πάλι το παρόν. Το Σισμανόγλειο, όπως ήδη σημειώσαμε, φιλοξενούσε τους τραυματίες στρατιώτες. Ο γέροντας έγινε τακτικός επισκέπτης. Κι εδώ νουθετούσε, παρηγορούσε, εξομολογούσε. Αλλά δεν έμενε στα λόγια. Όταν έβλεπε φτωχό στρατιώτη, δεν δίσταζε να βγάλει τα ρούχα του και να τα προσφέρει. Γύριζε πίσω φορώντας μόνο τα ράσα του.
Όσο διαρκούσε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος προέτρεπε τις γυναίκες να πλέξουν τη φανέλα του στρατιώτη. Έφερναν στον ίδιο μαλλί, το μοίραζε στις γυναίκες κι έπλεκαν τις φανέλες. Τις επέστρεφαν έτοιμες και ο γέροντας τις παρέδιδε στην επιτροπή που περνούσε συχνά για να σταλούν στο μέτωπο.
Οι μέρες περνούσαν ώσπου το μέτωπο λύγισε. Οι Γερμανοϊταλοί κατακλύζουν την Ελλάδα. Ήταν Κυριακή του Θωμά, όταν κάνουν την εμφάνισή τους στο Μαρούσι και κατεβαίνουν για την Αθήνα. Ο π. Αθανάσιος λειτουργεί, ενισχύει τους λιγοστούς φοβισμένους ανθρώπους που ήλθαν στη λειτουργία.
Διηγείται η Χ. Μ.:
«Φύγαμε απ’ τη Νερατζιώτισσα με ένα σφίξιμο και πόνο. Οι δρόμοι εντελώς άδειοι. Μόνο μία γριούλα, πρόσφυγας απ’ τη Μικρά Ασία, καθόταν στην Κηφισίας και βλέποντας φοβισμένη τις μοτοσυκλέτες των Γερμανών άρχισε να τους χαιρετάει. Η κάθοδός τους της θύμιζε τα γεγονότα του 1922 που έζησε… Από κείνη τη μέρα η Νερατζιώτισσα έγινε το μόνιμο καταφύγιό μας. Και ο π. Αθανάσιος το στήριγμά μας».
Αξιοσημείωτο είναι και το εξής περιστατικό. Γύρω από τη Νερατζιώτισσα υπήρχαν κομμάτια από αρχαία γλυπτά. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, ο π. Αθανάσιος σκέφτηκε να τα προφυλάξει. Έσκαψε στην αυλή και τα έκρυψε. Δεν γνωρίζουμε αν μετά την απελευθέρωση ξαναβγήκαν. Πιθανόν να βρίσκονται στην αυλή κάτω από το τσιμεντένιο βάθρο, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ναού.
Από τη δική του σκοπιά περιγράφει τα γεγονότα ο γιατρός κ. Χ.Κ., πνευματικό παιδί του γέροντα.
«Είμαι γενικός εφημερεύων ιατρός στο «Κρατικό Νοσοκομείο Θώρακος», την ημέρα που οι σιδερόφρακτες φάλαγγες των Γερμανο- ιταλών μπαίνουνε στην Αθήνα. Απερίγραπτος ο πανικός˙ ο κόσμος τα ‘χει χαμένα. Λίγοι διατηρούν μια σχετική ψυχραιμία.
Η φυγή που είναι η πρώτη και χειρότερη εκδήλωση του πανικού αρχίζει να με κυριεύει. Δυο φορές πέταξε την μπλούζα μου, δυο φορές την ξαναφόρεσα… Θα μείνω πιστός στο χρέος μου. Έτσι μου λέει η συνείδησή μου… Χαλασμός κόσμου από αεροπλάνα, τάνκς, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες. Κατέβαιναν από τα βόρεια προάστια προς την Αθήνα. Μαυρίλα στον ουρανό, στις ψυχές μας. Το μίσος αντικατέστησε τον τρόμο. Εκδίκηση διαδέχτηκε το μίσος, και όλα μαζί φέραν ένα κλάμα, ένα παράπονο. Και έφτανε το παράπονο στον ουρανό, γέμιζε την γη, τα κτίρια του Νοσοκομείου, τους ανθρώπους, αρρώστους και προσωπικό, έμπαινε βαθιά μέσα τους, στην καρδιά τους που έτρεχε αίμα, στα μάτια τους, που δεν έβλεπαν απ’ τα δάκρυα…
Με καλεί επειγόντως ο Γενικός Διευθυντής στο γραφείο.
-Μη ξεχνάτε, μου λέει, πως σήμερα είστε ο γενικός εφημερεύων ιατρός του Ιδρύματος. Ό,τι και αν συμβεί θα μείνουμε και οι δυο στις επάλξεις μέχρις εσχάτων! Ψυχραιμία! Και μόνη κυρίαρχη σκέψη μας το ΚΑΘΗΚΟΝ!
Σηκώνεται και πιάνοντάς μου τους ώμους με τα δυο του χέρια μου λέει σε τόνο αποφασιστικό που δεν επέτρεπε καμιά αντίρρηση:
-Άκου την πρώτη εμπιστευτική διαταγή μου:
Στον οίκο αδελφών του Νοσοκομείου μας (νεόκτιστο κτίριο αχρησιμοποίητο ακόμα) να μεταφερθούν τώρα αμέσως τούτη τη στιγμή βαρέως πάσχοντες εκ του στρατιωτικού περιπτέρου, τάχιστα όμως, επανέλαβε.
Κλείνει την πόρτα και μου εξηγεί:
-Αυτοί, οι Γερμανοί, μόλις έρθουν, θα επιτάξουν τα κτίρια Νοσοκομείων. Μη βρουν άδειο τον οίκο αδελφών. Θα μας τον πάρουν! Την φυματίωση την φοβούνται. Όλοι να είναι βαριά άρρωστοι!
Μπήκα στο νόημα. Θαύμασα την ευψυχία, τον πατριωτισμό, την αποφασιστικότητα του Γενικού, του Μάνθου Μ.
Ως το μεσημέρι, είκοσι δύο βαριά άρρωστοι είχαν τοποθετηθεί σε θαλάμους δεξιά και αριστερά της κυρίας εισόδου του οίκου αδελφών.
Την άλλη μέρα το πρωί δεν πρόφτασα να παραδώσω εφημερία, όταν κυριολεκτικά εισέβαλαν στο Νοσοκομείο με δαιμονιώδη θόρυβο τέσσερις γερμανικές μοτοσυκλέτες με οκτώ ενόπλους Γερμανούς. Σταμάτησαν μπροστά στα γραφεία του Νοσοκομείου, εφρούρησαν οι δύο στην είσοδο και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν από τον θυρωρό στο γραφείο της Γενικής Διεύθυνσης. Χαιρέτησαν στρατιωτικά τον Διευθυντή, που ψυχρότατα ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, και ευθύς αμέσως μας επέδειξαν πλήρες σχεδιάγραμμα του Νοσοκομείου, όπου ο οίκος των αδελφών ξεχώριζε με κόκκινο μελάνι.
Ο Γενικός μου έδωσε εντολή να τους οδηγήσω στο κτίριο.
Όταν ανεβαίναμε τις λίγες μαρμάρινες σκάλες της εισόδου οι άρρωστοι, που είχαν με τρόπο ειδοποιηθεί, άρχισαν να βήχουν˙ ένας απ’ αυτούς μάλιστα περιφερόταν στο διάδρομο μπροστά στην κυρία είσοδο αιμοπτύων. Ήταν ένα παλληκάρι που είχε γυρίσει άρρωστο από τα βουνά της Αλβανίας.
Οι Γερμανοί αμέσως σηκώθηκαν και έφυγαν.
Θα σκέφθηκαν ίσως – και ευτυχώς – ότι έκαναν κάποιο λάθος. Είπε ο διερμηνέας: κακή πληροφορία, λάθος!…
-Για μας είναι μια μικρή νίκη εναντίον των Γερμανών, μου ψιθύρισε στο αυτί ο Γενικός, και ευχαριστημένος συνέχισε: Εμείς πρώτοι αρχίσαμε την αντίσταση. Μπράβο μας!…
Με την είσοδό τους οι Γερμανοί επίταξαν το Σισμανόγλειο και έδωσαν εντολή ν’ αδειάσει εντός εικοσιτετραώρου. Σε σύσκεψη που έγινε νύχτα στο Υπουργείο αποφασίστηκε να μεταφερθούν όσοι από τους ασθενείς δεν μπορούν να πάνε στα σπίτια τους στο νοσοκομείο μας. Βάλαμε κρεβάτια παντού και στους διαδρόμους και στις παράγκες και στα υπόγεια… Η κούραση, η ένταση με τσάκιζε. Ο π. Αθανάσιος δεν σταματούσε να με ενισχύει.
-Μη φοβάσαι, γιατρέ. Ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Θα μας προφυλάξει.
Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο.
Αραίωσαν οι άνθρωποι στους δρόμους˙ τα ελάχιστα τρόφιμα χάθηκαν κι αυτά απ’ την αγορά. Άδεια τα καταστήματα τροφίμων˙ τα ράφια τους ολόγυμνα! Κατήφεια και απελπισία βασιλεύει παντού. Συναντιώνται γνωστοί στο δρόμο και μετριούνται. Πάνω από 5 άτομα είναι παράνομη συγκέντρωση.
-Τι θα γίνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε, γιατρέ;
-Ήταν η μόνη ερώτηση των ασθενών μου. Είμαι επιμελητής της 9ης κλινικής, που έχει τη μοναδική πρώτη θέση γυναικών επί δυνάμεως 2.000 κλινών του μεγαλύτερου Νοσοκομείου της Χώρας. Τι απάντηση να δώσω σ’ αυτό το ερώτημα;
Ήδη άρχισε να διαγράφεται το φάσμα της πείνας!
-Φύγετε όσες είσαστε από επαρχία, πηγαίνετε στα σπίτια σας. Εκεί θα φάτε καλύτερα…
Η θεραπεία της εποχής εκείνης ήταν ανάπαυση, αεροθεραπεία, υπερσιτισμός, και σε ορισμένες περιπτώσεις μικροχειρουργική ενεργητική θεραπεία, με τεχνητό πνευμονοθώρακα.
Και τους εξήγησα:
-Όταν ο υπερσιτισμός γίνει υποσιτισμός και όταν ο υποσιτισμός γίνει πείνα, τότε τι γίνεται;
Ήταν Σεπτέμβριος του 1941 όταν έλειψε και το κομμάτι του ψευτοψωμιού που μας έδιναν. Στο Νοσοκομείο το συσσίτιο περιορίστηκε σε μια αλάδωτη φασολάδα. Οι δίαιτες πάνε περίπατο. Το πρωινό φασκόμηλο ή τσάι του βουνού με μισό κουταλάκι πετιμέζι. Το βραδινό νερόσουπα πάστα (που δεν της βρίσκεις με το κουτάλι ούτε σπυρί), και πολλές φορές τίποτα. Οι θάνατοι αυξήθηκαν 100% μέχρι τέλους Αυγούστου. Λένε πως η στατιστική του Σεπτεμβρίου δεν θα ανακοινωθεί.
Στην κλινική μας τα πιο βαριά περιστατικά δεν άντεξαν. Η πείνα άρχισε να καταβάλλει το προσωπικό και δεν αποδίδει. Τα πάντα μπαίνουν σε μια χαλάρωση. Οι νέες αρρώστιες, που πολλές απ’ αυτές είναι από τα γνωστά ονόματα των Αθηνών, δείχνουν μια συμπόνια αληθινά χριστιανική, γιατί όσες απ’ αυτές ενισχύονται με τρόφιμα απ’ τα σπίτια τους, τα μοιράζουν στις φτωχές.
-Περνούν οι μαύρες μέρες, λέει η Προϊσταμένη, και μου φαίνεται πως έρχονται… οι άραχλες. Όλοι έχουμε χάσει βάρος από πέντε έως δέκα οκάδες. Οιδήματα πείνας είναι η συνηθισμένη διάγνωση. Πρόγνωση θάνατος! Το Κοιμητήριο στην άκρη της μάντρας του Νοσοκομείου προς τους στρατώνες δεν χωράει άλλους και δόθηκε εντολή να τους θάβουν δυο δύο και τρεις μαζί. Ακόμη στην κλινική μου δεν έχει εκδηλωθεί πανικός, όπως στις άλλες κλινικές…
Είναι αλήθεια ότι το ηθικό μου είχε αρχίσει να πέφτει. Μια μέρα πήγα να δω τον π. Αθανάσιο. Άρχισα να του αναπτύσσω κάποιες θεωρίες μου. Δεν του καλοφάνηκαν. Μου έφερε τις αντιρρήσεις του. Στο τέλος σιώπησε. Με κοίταξε σαν να με λυπόταν. Όταν βγήκα απ’ το κελλί του μου είπε:
-Αύριο, θα σου λειτουργήσω. Βοήθησε και συ λίγο τον εαυτό σου. Έπεσε το ηθικό σου. Γιατρέ, μη φοβάσαι. Θα τους φάμε τους Γερμανούς!
Για μένα ο π. Αθανάσιος ήταν υπόδειγμα. Τον έβλεπα να τρέχει στα σπίτια που είχε εγκατασταθεί μόνιμα η φτώχεια, η αρρώστια, ο θάνατος. Κι εμένα δεν με άφηνε καθόλου.
-Τρέξε, γιατρέ μου, εδώ, τρέξε, γιατρέ μου, εκεί˙ φέρε και ό,τι μπορείς, μου έλεγε…
Με συμβούλευε ακόμη να είμαι υπεράνω χρημάτων και να αγαπώ τον άρρωστο. Πάντα έβλεπα τον άρρωστο ως ένα κατατρεγμένο που ήθελε προστασία. Και μια καλή κουβέντα να πει ο γιατρός στον άρρωστο είναι πολύ σημαντικό. Όχι μόνον τα φάρμακα. Ο π. Αθανάσιος συχνά μου έστελνε φτωχούς ασθενείς. Δεν τους έπαιρνα χρήματα. Πολλές φορές τους έδινα κιόλας για να αγοράσουν τα φάρμακα. Έφτασα σ’ αυτή την ηλικία πολύ ευχαριστημένος. Κι αυτό το οφείλω σε μεγάλο βαθμό στον π. Αθανάσιο.

Ο μακαριστός γέροντας π. Χρύσανθος Αγιαννανίτης, άνθρωπος με πολλή χάρη Θεού, κοσμημένος με πολλές αρετές και χαρίσματα συνδεόταν με τον π. Αθανάσιο από παλιά. Εκτιμούσε πολύ τον γέροντα. Συχνά διηγείτο διάφορα περιστατικά από τη ζωή του π. Αθανασίου, και τόνιζε ιδιαίτερα την ταπείνωσή του, την αγάπη, την ελεημοσύνη του. Στον πόλεμο ο π. Χρύσανθος είχε γίνει ένας από τους συνεργάτες του π. Αθανασίου. Τον βοηθούσε ποικιλότροπα. Με την καθοδήγηση και προτροπή του π. Αθανασίου, ο π. Χρύσανθος επισκεπτόταν τους ασθενείς κι ενδεείς, τους συμπαραστεκόταν, τους ενθάρρυνε και ακόμη μετέφερε και τους παρέδιδε τρόφιμα, ρουχισμό κ.λπ.
Η μοναχή Ν. θυμάται:
«Γνώρισα τον π. Αθανάσιο το 1940. Ήλθα στο Μαρούσι άρρωστη από φυματίωση αμφίπλευρη. Με το που μπήκαν οι Γερμανοί, μας έδιωξαν από το νοσοκομείο. Σκέφθηκα να γυρίσω στην πατρίδα μου. Ο γέροντας όμως με κράτησε.
-Εδώ, παιδί, έχει καλό κλίμα και θα είσαι κοντά στους γιατρούς.
Με έστελνε σε δικό του γιατρό. Μου βρήκε και σπίτι για να μείνω. Ο ιδιοκτήτης ήταν πνευματικό του παιδί και δέχθηκε με χαρά να με φιλοξενήσει. Κάθε μέρα μου έστελνε με τη νεωκόρο φαγητό ή ερχόταν ο ίδιος. Πολύ αγαπούσε τους αρρώστους. Πώς μπορώ να τον ξεχάσω;»

Συγκινητικό και το επόμενο περιστατικό.
Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Η Χ.Μ. ένα από τα πιο αγαπημένα παιδιά του γέροντα άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στα ζαλάδα της γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε.
-Αχ, Χριστέ μου, να είχα λίγο άσπρο ψωμάκι!
Όσοι ήταν στο δωμάτιο χαμογέλασαν. Τότε όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και είχαν πάνω από δέκα μέρες να μοιράσουν και αυτή την ευτελή τροφή.
Και η Χ. σκεφτόταν:
«Πειρασμός είναι… ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Έξω τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης κάπου στην Πεύκη, όπου έκανε αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο γέροντας δεν το κράτησε, ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δυο που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα ήταν η Χ. Μ. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και με τόσο χιόνι εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά «η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής», δεν λογαριάζει τίποτα. Ποιος ξέρει πόση ώρα, ή μάλλον ώρες περπατούσε ο γέροντας μέσα στα χιόνια. Έφτασε στο σπίτι της Χ. Μ. και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της άρρωστης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί!
-Τι κάνεις, παιδί;
-Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά.
Ο γέροντας έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι από το άσπρο ψωμί.
-Παιδί, πήγα και έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και του διηγήθηκε τον «πειρασμό». Ο γέροντας χαμογέλασε ικανοποιημένος.
-Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο γέροντας κάθησε, της είπε λόγους παρηγοριάς. Την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο π. Αθανάσιος όμως δεν τέλειωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Είχε ακόμη και το άλλο κομμάτι ψωμιού. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι. Πρόσφερε το ψωμί, παρηγόρησε την άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος έφτασε στην Νερατζιώτισσα. Ο μακρύς δρόμος της θυσιαστικής αγάπης, για κείνη την ημέρα τελείωσε.

Ας αφήσουμε και πάλι το γιατρό κ. Χ. Κ. να μας διηγηθεί κάποια ακόμη περιστατικά.
«Οι μέρες της κατοχής ήταν φρικτές. Η πείνα αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Ο π. Αθανάσιος έτρεχε παντού, έκανε τα πάντα. Τον επισκεπτόμουν συχνά. Θυμάμαι που μια οικογένεια του έστελνε μικρά ψωμάκια. Όταν πήγαινα έκοβε το μισό και μου το έδινε. Το άλλο μισό «για τους φτωχούς», μου έλεγε. Υπήρχε κοντά και ένα ζευγάρι πολύ φτωχό. Έζησαν και αυτοί τη δική τους τραγωδία. Οι Γερμανοί έσφαξαν το παιδί τους μπροστά στα μάτια τους. Ο π. Αθανάσιος τους έστελνε το άλλο μισό ψωμάκι. Ο φτωχός έδινε στους φτωχούς, αυτό το λίγο που είχε. Πολλές φορές δεν προλάβαινε˙ έρχονταν κι άλλοι κι έκοβε το ψωμάκι σε μικρότερα κομμάτια, ώσπου το ψωμί γινόταν αντίδωρο!
Προσπαθούσα κι εγώ από το δικό μου πόστο να τον μιμηθώ. Ήμουν τότε διευθυντής του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Θυμάμαι μια πρωτότυπη συνταγογραφία μου. Ερχόταν πολύς κόσμος στο Υπουργείο και είχα οργανώσει επιτροπές και βοηθητικές υπηρεσίες και κυρίες και δεσποινίδες που εργάζονταν ακατάπαυστα. Είχα χωρίσει σε τομείς την περιοχή. Με ειδοποιούσαν για τα βαριά περιστατικά και τους επισκεπτόμουν σπίτι τους. Μια μέρα σ’ ένα σπίτι βρήκα τον πατέρα ετοιμοθάνατο. Δίπλα του είχε πεθάνει ένα του παιδί, η μάνα σ’ ένα χαμηλό ντιβάνι σε κώμα, και τέσσερα μικρότερα παιδιά, ντυμένα στα κουρέλια, άπλυτα, πεινασμένα. Γύρισα στην πλατεία όπου με περίμεναν οι κυρίες, που προ ολίγο είχαν επισκεφθεί την οικογένεια.
-Τι θα γίνει, γιατρέ, με ρωτούν.
-Τώρα θα σα πως αμέσως. Βγάζω το συνταγολόγιο, γράφω: Συνταγή πρώτη: Στην κυρία Α: πέντε οκάδες πατάτες.
Στη Β: μισή οκά λάδι.
Στη Γ: μισή οκά ρύζι.
Μοίρασα τις συνταγές ιδιόχειρα στην κάθε μια τους.
-Εντός της ημέρας θα εκτελεστούν οι συνταγές μου.
Τους περιέγραψα το δράμα που αντίκρυσα.
-Εμπιστευόμαστε όλοι, για να σώσουμε τη μάνα που έπεσε σε διαβητικό κώμα, και τα τέσσερα παιδιά.
Οι τρεις κυρίες στην αρχή αντέδρασαν λίγο. Όμως πήραν την συνταγή τους κα πήγαιναν κάθε μέρα στην οικογένεια. Το σύστημα της συνταγογραφίας πέτυχε, αν και μερικές αποχώρησαν. Όμως από τις άλλες που έμειναν ξεκίνησε μια καινούργια προσπάθεια, με σχετικώς καλά αποτελέσματα που αυθόρμητα την ενίσχυσαν και πολλοί φιλάνθρωποι. Ο π. Αθανάσιος ενθουσιάστηκε με τη συνταγογραφία μου, και βοήθησε πολύ την όλη προσπάθεια. Δίδασκε στην εκκλησία πως η ευχαρίστηση του ¨προσφέρειν¨ είναι πολύ πιο μεγάλη από την ευχαρίστηση του ¨λαμβάνειν¨, αφού και ο αρχηγός της θρησκείας μας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πρόσφερε και τον ίδιο τον Εαυτό του για τη Σωτηρία του ανθρώπου. ¨Ο ελεών πτωχόν, δανείζει Θεώ και ο Θεός πλείονα ανταποδίδε騻.
Δεν ήταν μόνον ο κατακτητής που έφερε τα δεινά. Δυστυχώς, στις δύσκολες ώρες πάντα υπάρχουν οι άνθρωποι που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν και να χρησιμοποιήσουν τους συνανθρώπους τους προς πλουτισμό και προς ίδιον όφελος. Στους αντίποδες του π. Αθανασίου βρέθηκαν οι μαυραγορίτες. Εκμεταλλεύονταν τον ανθρώπινο πόνο, έκλεβαν, νόθευαν.
Διηγείται η Χ. Μ.:
«Βλέπαμε με πόσο βρόμικο τρόπο συμπεριφέρονταν οι μαυραγορίτες. Νόθευαν π.χ. υπερβολικά το γάλα ρίχνοντας νερό και ζητούσαν υπέρογκα ποσά. Τρέχαμε στον π. Αθανάσιο. Μας άκουγε με θλίψη. Μας έδινε κουράγιο.
-Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει!
Και δεν έπαυε άφοβα να στηλιτεύει στα κηρύγματά του την αδικία, την απληστία και να μιλάει συνεχώς για την ελεημοσύνη».
Τα δύσκολα αυτά χρόνια πέρασαν. Ο π. Αθανάσιος εργάστηκε εντατικά. Έσωσε πολλούς ανθρώπους από το θάνατο. Και πολλοί απ’ αυτούς μέχρι σήμερα το ομολογούν με δάκρυα στα μάτια. «Αυτός μας έσωσε… Αν δεν ήταν ο π. Αθανάσιος, θα είχα πεθάνει από τότε… Την ζωή μου την οφείλω στον π. Αθανάσιο…».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.