Η τιμιότητα του Κανάρη.

Ο Κανάρης είχε αποφασίσει να πυρπολήση το φοβερό αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξανδρείας. Το τολμηρό σχέδιο δυστυχώς δεν πέτυχε, και οι Έλληνες πυρπολητές σώθηκαν ως εκ θαύματος και επέστρεφαν στην Ελλάδα.

Πλοίαρχος όμως και ναύτες ήταν σε κακή κατάσταση, γιατί δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε νερό.
Και ενώ έπλεαν με ευνοϊκό άνεμο, ένας ναύτης, που παρατηρούσε πολλή ώρα το πέλαγος, είπε στον Κανάρη:
Καπετάν Κωνσταντή, ένα καράβι από μακριά!
Καλά, αποκρίνεται ήσυχα ο Κανάρης.
Σε μισή ώρα, όταν τα δύο πλοία βρέθηκαν σε μικρή απόσταση, οι ναύτες του Κανάρη διέκριναν, ότι το ξένο πλοίο ήταν μεγάλο αυστριακό ιστιοφόρο.
-Εμπρός, παιδιά, τους γάντζους! Προστάζει ο Κανάρης.
Μερικοί ναύτες πήραν τα όπλα τους, άλλοι κωπηλατούσαν. Σε λίγο η βάρκα του Κανάρη πλησίασε το μεγαλοπρεπές πλοίο.
Τότε ο Κανάρης με άλλους ναύτες σκαρφαλώνει σ’ αυτό και, κρατώντας το πιστόλι, εμφανίζεται στον αυστριακό πλοίαρχο.
-Τί θέλετε; Ρωτά κατατρομαγμένος.
-Θέλομε ψωμί, νερό και ό,τι άλλο έχει το καράβι, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα.
Ο πλοίαρχος προστάζει τους ναύτες του να φέρουν ψωμί, νερό, τυρί και ένα βαρέλι με παστά ψάρια.
Αφού όλα αυτά τα κατέβασαν στη βάρκα, ο Κανάρης λέγει προς τον πλοίαρχο:
-Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα˙ γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω!
-Δεν κάνουν τίποτε, αποκρίνεται ο πλοίαρχος.
-Φέρε το χαρτί και γράψε δυο χιλιάδες γρόσια! Είπε εντόνως ο Κανάρης.
Αφού υπόγραψε το χαρτί, ο Κανάρης είπε:
-Το έθνος μας θα σε πληρώση!
-Αλλά, τόλμησε να αποκριθή ο πλοίαρχος, σεις δεν έχετε έθνος.
Τότε τα μάτια του Κανάρη αστράφτουν και με αγανάκτηση λέγει:
-Αν δεν έχωμε έθνος, θα κάνωμε! Και εννοούσε φυσικά ο Κανάρης Κράτος. Γιατί έθνος υπήρχε. Διαφορετικά δεν θα είχαμε το Εικοσιένα και τις άλλες επαναστάσεις.
Επί τέλους χωρίστηκαν και ο Κανάρης έφτασε αισίως στην πατρίδα του. Πέρασαν αρκετά χρόνια. Η Ελλάδα ελευθερώθηκε και ο Κανάρης ήταν υπουργός των Ναυτικών. Ένας από τους πιο πιστούς συντρόφους του ήταν πλοίαρχος εμπορικού πλοίου και ταξίδευε στο Γαλάζι, για να αγοράση σιτάρι. Εκεί συνάντησε τον Αυστριακό πλοίαρχο, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε στην αρχή. Όταν ο Έλληνας πλοίαρχος του θύμισε τις λεπτομέρειες της συναντήσεώς τους στο πέλαγος, ξανάφερε στη μνήμη του τις τόσο δυσάρεστες γι’ αυτόν στιγμές. Ο Έλληνας τον παρακίνησε να έρθη στην Αθήνα, για να πληρωθή. Και ο Αυστριακός πλοίαρχος μετά από πολλούς δισταγμούς δέχτηκε. Και ο παλιός σύντροφος του Κανάρη με τον Αυστριακό πλοίαρχο πήγαν στο Υπουργείο των Ναυτικών.
-Εξοχώτατε, λέγει ο Έλληνας πλοίαρχος, θυμάσαι, που υπόγραψες απόδειξη για δύο χιλιάδες γρόσια σ’ έναν πλοίαρχο κοντά στην Αλεξάνδρεια;
Ο Κανάρης σκέφτηκε και είπε:
-Αί, ναι, θυμούμαι!
-Να, λοιπόν, ο πλοίαρχος ήρθε να πάρη τα χρήματα.
Τότε ο Κανάρης ζήτησε την απόδειξη, την είδε και με παράπονο προς τον Αυστριακό για την παλιά δυσπιστία του υπόγραψε ένταλμα και ο πλοίαρχος πληρώθηκε.

(Διασκευή).

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.