Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσσιος Χαμακιώτης ως «Δουλεύων τω Κυρίω μετά πάσης ταπεινοφροσύνης» – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Ο πλέον ασφαλής δρόμος στην πνευματική ζωή είναι ο δρόμος της ταπεινοφροσύνης. Ο ταπεινός άνθρωπος μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις παγίδες του διαβόλου. Ο διάβολος, όπως πολύ ωραία λέει η αγία Συγκλητική, μπορεί να μιμηθεί σχεδόν όλες τις αρετές και να ξεγελάσει τον άνθρωπο, εκτός από την ταπείνωση.
«Έλεγεν η μακαρία Συγκλητική, ότι ούτως εστίν η ταπεινοφροσύνη μεγάλη, ως πάσας μεν τας αρετάς σχεδόν μιμήσασθαι τον διάβολον δύνασθαι, ταύτην δε μηδέ ειδέναι όλως τι εστί».
Δηλαδή:
Έλεγε η μακαρία Συγκλητική, ότι τόσο πολύ είναι μεγάλη αρετή η ταπεινοφροσύνη, ώστε ενώ ο διάβολος μπορεί να μιμηθεί όλες σχεδόν τις αρετές, αυτή (την ταπεινοφροσύνη) ούτε τι είναι καθόλου δεν γνωρίζει.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αγίων είναι η ταπείνωση. Ο π. Αθανάσιος διακρινόταν για τη βαθιά του ταπείνωση. Θεωρούσε τον εαυτό του έσχατον πάντων. Η αυτομεμψία του συνεχής. Έλεγε πολύ απλά: «Είμαι ανάξιος και για την τροφή που παίρνω ενώπιον του Θεού». Αλλά «ουδέν ούτω τω Θεώ φίλον, ως το μετά των εσχάτων εαυτόν αριθμείν», λέει, ο Ι. Χρυσόστομος. Δηλαδή: τίποτε δεν ευχαριστεί τόσο το Θεό, όσο το να συγκαταριθμεί κανείς τον εαυτό του μεταξύ των χειροτέρων αμαρτωλών.
Ποτέ δεν ένιωσε ότι είναι κάτι. Παρόλο που ήταν πλήρης αρετών, δεν πίστεψε ότι έχει κάτι καλό, κάποια αρετή. Ανήκει και η κατάσταση αυτή στη σφαίρα του πνευματικού νόμου, όπως ερμηνεύει ο όσιος πατήρ Ηλίας ο έκδικος:
«Ούτε ο υψηλόφρων επιγινώσκει οία τα εαυτού ελαττώματα, ούτε τα οικεία ο ταπεινόφρων καλά. Καλύπτει γαρ τον μεν, άνοια φαύλη˙ τον δε η θεάρεστος»
Δηλαδή:
Ούτε ο υπερήφανος έχει επίγνωση των ελαττωμάτων του, ούτε ο ταπεινός των αρετών του. Τον πρώτο τον καλύπτει κακή ανοησία, ενώ τον άλλον θεάρεστος άγνοια.
Ο γέροντας στις τιμές ήταν ασυγκίνητος. Ποτέ δεν επεδίωξε τη δόξα, τον έπαινο, τις ανώτερες θέσεις ή τα οφφίκια, όπως θα δούμε παρακάτω. Όλα, καθώς σημειώσαμε, τα έκανε εν κρυπτώ.
Γράφει ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος:
«Ενώ ήταν ¨πόλις επάνω όρους κειμένη¨, προσπαθούσε με την αρετήν της βαθιάς του ταπεινώσεως όλο να κρύβεται. Κι όσο έκρυβε τον εαυτό του και τις αρετές του, τόσο φανερωνόταν. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, έργο των ανθρώπων του Θεού είναι να κρύβονται. Και έργο του Θεού είναι να τους φανερώνει».

Από τις συλλογές του διαβάζουμε:
«Επειδή η πνευματική λαμπρότης της ευσεβείας είναι εσωτερική, δια τούτο δεν φαίνεται, επειδή είναι κεκρυμμένη εις τας ψυχάς των πιστών. Ει δε και ποτέ προχέεται και φαίνεται δια της χαροποιότητος, είναι μακράν από την υπερηφάνειαν και από την κοσμικήν ματαιότητα, επειδή αυτή δέχεται το φως της αληθείας από τας ιεράς Γραφάς και την χαράν εμβιβάζε εις τας ψυχάς των πιστών αοράτως».
Η κ. Ε. Σ. μας είπε:
«Με ρώτησε κάποια μέρα.
-Παιδί, ποια είναι η πρώτη και μεγαλύτερη αρετή;
-Η ταπείνωση, του απάντησα.
-Και η δεύτερη;
Εκεί κόμπιασα. Δεν ήξερα ποια να του πω. Συνέχισε ο ίδιος.
-Η ταπείνωση! Και η τρίτη;
Πάλι σιώπησα. Ο π. Αθανάσιος με βεβαιότητα συμπλήρωσε:
-Η ταπείνωση!»

Άλλοτε πάλι έλεγε:
-Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση την τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί θα τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού.
Η ταπείνωση του δεν του επέτρεπε να κάνει διακρίσεις. Παρόλο που τον επισκέπτονταν επώνυμοι άνθρωποι, πολιτικοί, ανώτατοι στρατιωτικοί, καθηγητές πανεπιστημίου, ο γέροντας δεν είχε διαφορετική συμπεριφορά σε όλους αυτούς, απ’ ό,τι στους άσημους και φτωχούς ανθρώπους. Κανένα δεν περιφρονούσε. Όλους τους δεχόταν με την ίδια αγάπη και τους άκουγε με ειλικρινές ενδιαφέρον. Γιατί γνώριζε ότι ο οποιοσδήποτε άλλος, ακόμη και ο πιο περιφρονημένος από τους ανθρώπους, είναι εικόνα του Θεού, είναι ο «ελάχιστος αδελφός» του Ιησού Χριστού. Και όχι μόνον αυτό. Ζητούσε πολλές φορές τις συμβουλές άλλων ιερωμένων ή ακόμη και απλών ανθρώπων.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος διηγείται το ακόλουθο περιστατικό.
«Όταν κάποτε τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, ο γέροντας μου λέγει:
¨Από πολύν καιρόν με απασχολεί ένα πρόβλημα της Μονής και θα ήθελα την γνώμη σας¨. Ενώ εξέθετε το πρόβλημα, εγώ εσχεδίαζον κατ νουν την απάντησίν μου. Εσκεπτόμην να του ειπώ: ¨Πάτερ μου, έχετε τα διπλάσια και πλέον έτη από εμέ (εγώ ήμουν τότε 35-36 χρόνων). Έχετε πείραν μυριοπλάσιον της ιδικής μου. Έχετε μεμαρτυρημένως ζωήν αγίαν και πλούσιον τον φωτισμόν του Κυρίου. Εγώ εις όλα αισθάνομαι νήπιον ενώπιόν σας. Είναι λοιπόν δυνατόν να τολμήσω να δώσω εγώ συμβουλήν εις υμάς; Λύσατε λοιπόν μόνος σας το πρόβλημα με τον φωτισμόν που δια της προσευχής θα σας δώση ο Κύριος. Μη ζητήτε συμβουλάς από εμέ. Με φέρετε εις πολύ δύσκολον θέσιν…¨. Ετέρα όμως σκέψις, υπεισελθούσα, αντέκρουσε την ανωτέρω: ¨Εάν ο άνθρωπος ολίγον πριν έλθης προσηυχήθη εν ταπεινώσει και είπε: Κύριέ μου, εγώ θα θέσω το πρόβλημα εις τον πρώτον ιερέα που θα εμφανισθή, όποιος και αν είναι, και θα ζητήσω την συμβουλή του. Συ δε φώτισέ τον να μου είπη τα πρέποντα¨, έχεις δικαίωμα να αρνηθής; Η άρνησίς σου θα είναι κατά Θεόν; Ποίησον αγάπην, και κάμε υπακοήν και ειπέ του ό,τι νομίζεις, ό,τι ¨σου κατέβη¨. Και βλακείαν να του είπης, ο Θεός θα λύση το πρόβλημα. Θα το λύση δια να βραβεύση την ταπείνωσιν αυτού του ανθρώπου που ερωτά ένα πολύ νεώτερόν του και κατά πάντα κατώτερόν του. Η γνώμη που θα του δώσης δεν έχει ούτε αξίαν ούτε σημασίαν. Αρκεί η ταπείνωσίς του. Η ιδική του ταπείνωσις θα λύση το θέμα και όχι η γνώμη σου…¨. Εύρον ορθοτέραν τη δευτέραν σκέψιν και ότε ετελείωσεν, είπον εν πολλή συστολή την γνώμην μου δια την αντιμετώπισιν του ζητήματος…. Μετά πάροδον χρονικού τινός διαστήματος, κατά τινά νέαν επίσκεψίν μου, πλήρης χαράς και με μίαν παιδικήν απλότητα μου ανεκοίνωσεν ότι ¨ηκολούθησε την συμβουλήν μου¨ και το πρόβλημα ελύθη ολοκληρωτικώς, διο και μου.. ώφειλε ¨πολλήν ευγνωμοσύνην¨! … Εγώ ητένιζον το ιλαρόν και γαλήνιον πρόσωπόν του, το πάντοτε πράον, φωτεινόν και ακτινοβόλον, και εμειδίων… Προετίμησα να σιωπήσω. Οι Άγιοι, εσκέφθην, έχουν πολλάς τοιούτου είδους (τονίζω: τοιούτου είδους!¨) ¨πλάνας» και ¨ψευδαισθήσεις¨. Αν δεν τας είχον, άλλωστε, δεν θα ήσαν άγιοι… Ας διατηρήση λοιπόν και ο π. Αθανάσιος την ιδικήν του. ας πιστεύη δηλαδή ότι η δική μου ¨σοφή(!) συμβουλή¨ έλυσε το πρόβλημα και όχι η ιδική του αγιότης, η οποία τον οδηγεί εις τόσην ταπείνωσιν…».
Ο γιατρός κ. Χ. Κ. αναφέρει:
«Με τον π. Αθανάσιο είχαμε πολύ σύνδεσμο κι επικοινωνία. Συνεργαστήκαμε στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Αργότερα τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου στο Ζούμπερι και τον μετέφερα με το αυτοκίνητό μου. Θυμάμαι μια δύσκολη περίπτωση. Είχε εξοργίσει κάποια οικογένεια μ’ ένα ¨κανόνα¨ που είχε επιβάλει. Ο άνδρας ήταν δύσκολος άνθρωπος και άξεστος. Ήθελε να τον σκοτώσει. Το έμαθα και έτρεξα να τον βρω.
-Καλώς όρισες, γιατρέ μου, είπε.
-Καλώς σε βρήκα, π. Αθανάσιε. Και χαίρομαι που σε βρήκα ζωντανό.
Παραξενεύτηκε. Του είπα για το περιστατικό.
-Έτσι πρέπει να γίνει, κατά τα θεία κελεύσματα, απάντησε.
-Υπάρχουν όμως και τα κελεύσματα της επιστήμης.
Του εξήγησα τι εννοούσα. Μου έκανε εντύπωση πως ο γέροντας όχι μόνο το κατάλαβε, αλλά δέχτηκε ταπεινά την άποψή μου.
-Γιατρέ μου, πρώτη φορά ήρθα σε τόσο στενάχωρη θέση. Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου. Δεν γνώριζα αυτή την πλευρά. Σ’ ευχαριστώ που με κατατόπισες. Τώρα συμφωνώ μαζί σου.
Φεύγοντας του είπα:
-Πάτερ Αθανάσιε, σήμερα η θρησκεία και η επιστήμη συμπορεύονται».
Η κ. Σ. διηγείται:
«Η μεγάλη ταπείνωση του γέροντα συχνά γινόταν φανερή. Όταν συζητούσαμε, πολλές φορές με ρωτούσε να τον συμβουλέψω για κάποια δικά του θέματα. Αισθανόμουν αμήχανα. Τολμούσα όμως κάτι να του πω, γιατί επέμενε. Χαιρόταν από τις φτωχές ¨συμβουλές¨ μου κι έλεγε: ¨Είσαι η ράβδος μου και η βακτηρία μου¨. Κάποτε που τον επισκέφθηκα στο μοναστήρι, μου είπε ότι πήρε κουζίνα γκαζιού, με τέσσερις εστίες και φούρνο. Όμως δεν αναπαυόταν. Το θεωρούσε πολυτέλεια. Ανησυχούσε μήπως παραβαίνει το μοναχικό του κανόνα! Ζήτησε τη γνώμη μου.
-Έκανα καλά, παιδί;
-Πατεράκι μου, καλά κάνατε. Χρειάζεται η κουζίνα.
Του είπα λίγα πράγματα, δικαιολογώντας την αγορά της κουζίνας. Με άκουγε σαν μικρό παιδί. Στο τέλος έδειξε ικανοποιημένος».
Και όχι μόνο ζητούσε συμβουλές, αλλά έκανε και υπακοή σε ό,τι του έλεγαν, κατά το «υπακοήν έχε προς πάντας» της μοναχικής κουράς. Ήταν παραμονές του πανηγυριού της Νερατζιώτισσας. Είχε πάει τότε στην Κηφισιά να καλέσει επίσημα το Μητροπολίτη. Στη Νερατζιώτισσα οργασμός εργασίας και προετοιμασίας. Άλλοι σκούπιζαν, άλλοι καθάριζαν, άλλοι άσπριζαν, γυάλιζαν, έπλεναν. Η ζέστη ήταν εντονότατη, καύσωνας. Ο γέροντας ερχόταν με τα πόδια ιδρωμένος, κι εμφανώς κουρασμένος. Σε κάποιο σημείο η νεωκόρος έβγαζε νερό από το πηγάδι κι έπλενε τα χαλιά. Τα νερά έτρεχαν και είχαν σχηματίσει μικρό ρυάκι. Ο γέροντας πήγε να περάσει από κει. Ακούστηκε τότε η φωνή της νεωκόρου έντονη.
-Πάτερ, σταματήστε. Από κει θα περάσετε!
Και δεν ήταν παρά να κάνει μισό βήμα. Όλοι τάχασαν. Ο γέροντας, δίχως να μιλήσει, έκανε υπακοή και πήγε από κει που του υπέδειξε η νεωκόρος, κάνοντας το γύρο της εκκλησίας.
Στη συμπεριφορά του, διέκρινε κανείς την παιδική απλότητα, αφέλεια και ταπείνωση. Ήταν η ενσάρκωση του λόγου του Κυρίου: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώση εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτός εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών». Όπως λένε ή θα είσαι παιδί ή θα σκύψεις για να μπεις στον παράδεισο. Πολύ επιγραμματικά γράφει ο μακαριστός γέροντας Σωφρόνιος (Σαχάρωφ): «Η όντως εν τω Θεώ και μετά του Θεού ζωή δίδεται ή εις τα ¨παιδία¨ (Ματθ. 11, 25, και 18, 3) ή εις τους δια Χριστόν μωρούς».
Έλεγε ο κ. Ζ. Λ.
«Κάθε μήνα τον μετέφερα με το αυτοκίνητο στο ΤΑΚΕ για να πάρει το μισθό του. Γυρίζοντας έλεγε:
-Τι καλοί άνθρωποι που είναι αυτοί οι υπάλληλοι. Μου δίνουν ένα χαρτί, βάζω μια υπογραφή και αμέσως μου δίνουν τα χρήματα!
Κάτι πολύ σημαντικό που δείχνει το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης του, είναι πως όταν τον επισκέπτονταν ιερείς για να εξομολογηθούν, στο τέλος εξομολογείτο και ο ίδιος, ακόμη και σε νεότατους ιερείς, όπως ένα μικρό παιδάκι. Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος:
«Πήγα κάποτε να εξομολογηθώ. Αφού τελείωσα με ρώτησε:
-Έχεις αρχίσει να εξομολογείς;
-Δειλά, δειλά, μόνον τα παιδιά.
Με έπιασε από τον ώμο και μου είπε:
-Σκύψε, σκύψε λίγο. (Ήταν κοντός, εγώ ψηλός).
Αφού έσκυψα μου πέρασε χωρίς να το καταλάβω το πετραχήλι στο λαιμό μου και είπε:
-Κάθισε τώρα να εξομολογηθώ και εγώ. Άρχισε λοιπόν να εξομολογείται, παρόλο ότι εγώ τα είχα κυριολεκτικά χαμένα».
Ο π. Κ. Β. περιγράφει παρόμοια σκηνή:
«Μόλις εξομολογούμην μου έβαζε το πετραχήλι.
-Γέροντα, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Τι θα εξομολογηθείτε εσείς;
-Ε! παιδί. Ο διάβολος πάντα μας πειράζει, αυτή είναι η δουλειά του. Μας παρασύρει με τον λογισμό, τις σκέψεις, τα μάτια. Τα ερεθίσματα του κόσμου μολύνουν την ψυχή. Κάθησε λοιπόν να στα πω και να μου διαβάσεις την ευχή».
Ο π. Α. Φ. γράφει:
«Λίγους μήνες πριν την εκδημία του τον επισκέφθηκα γιατί ήταν ασθενής, αλλά και για να εξομολογηθώ αν ήταν δυνατόν. Ο γέροντας ήταν σε καλή κατάσταση την ημέρα εκείνη και εξομολογήθηκα. Όταν τελείωσα την εξομολόγηση, πριν προλάβω να σηκωθώ, αμέσως μετά τη συγχωρητική ευχή, μου πέρασε αστραπιαία το πετραχήλι στο λαιμό και μου λέει:
-Τώρα θα πω και εγώ δυο λόγια που με βαραίνουν. Έμεινα άναυδος, τάχασα, μ’ έπιασε ταχυπαλμία.
-Τούτο είναι αδύνατο, είπα κι έκανα να βγάλω το πετραχήλι.
-Με σταμάτησε δυναμικά και αυστηρά λέγοντάς μου:
– Θα κάνεις υπακοή. Μόνο θα παίρνεις; Πρέπει και να δίνεις.
Μου είπε κι άλλα, που δεν τα θυμάμαι πλέον. Κάμφθηκα κι έκανα υπακοή. Είπε λίγα λόγια ο γέροντας και τέλειωσε την εξομολόγησή του. Τρέμοντας του διάβασα την συγχωρητική ευχή και μετά αναρωτιόμουν, αν αυτά τα πραγματάκια που είπε ήταν αμαρτίες, ή τα είπε επίτηδες για να με διδάξει ταπεινοφροσύνη, ή για να μου δείξει σε τι βάθος και λεπτομέρεια πρέπει να φτάνει ο εξομολογούμενος».
Και ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος αφηγείται:
«Κατά το θέρος του 1965 (παραμονάς 15 Αυγούστου) μετέβην εις επίσκεψίν του. (Τον εγνώριζον, εννοείται, από παλαιότερον). Λόγω μακράς απουσίας του πνευματικού μου εξ Αθηνών, τον παρεκάλεσα να δεχθή και την εξομολόγησίν μου. Εισήλθομεν εις το ναΰδριον του Αγίου Γεωργίου και εκαθήσαμεν εις δύο σκαμνία. Ότε ετελειώσαμεν, εγονυπέτησα δια την συγχωρητικήν Ευχήν.
Αφού ηγέρθην, μου λέγει:
-Σας παρακαλώ, καθήσατε.
Υπέθεσα ότι θα θέλη να μου δώση συμβουλήν τινά. Εκάθησα εγώ, εκάθησε και εκείνος. Αφαιρεί το επιτραχήλιόν του και μου το προσφέρει, λέγων:
-Παρακαλώ, φορέσατέ το.
Έμεινα εμβρόντητος.
-Τι είπατε; Εψέλλισα, ευθύς ως συνήλθον εκ της καταπλήξεως. Μου επαναλαμβάνει την αυτήν φράσιν.
-Παρακαλώ, φορέσατέ το.
-Πάτερ Αθανάσιε, αυτό είναι αδύνατον, απαντώ. Σας παρακαλώ!
Επιμένει…
-Πάτερ Αθανάσιε, ζητήσατέ μου ό,τι άλλο θέλετε. Είμαι έτοιμος να κάνω «τούμπες». Αυτό όμως που ζητείτε, μου είναι αδύνατον. Να εξομολογήσω εγώ εσάς;
-Σας παρακαλώ, επαναλαμβάνει μετά πολλής ευγενείας, αλλά και τινός επιτακτικότητος, ενώ η χειρ του, κρατούσα το επιτραχήλιον, ήτο συνεχώς τεταμένη προς το μέρος μου.
Αρνούμαι. Επιμένει. Αρνούμαι. Επιμένει. Εις το τέλος, εντρεπόμενος να βλέπω τεταμένην την γηραλέαν χείρα του, υποχωρώ. Λαμβάνω με τρέμουσαν χείρα το επιτραχήλιον και το φορώ. (Εγνώριζον ότι είχε την άδειαν του οικείου Επισκόπου να αναθέτη εις γνωστούς του κληρικούς οιανδήποτε ιεροπραξίαν εντός του Ησυχαστηρίου). Έκυψα την κεφαλήν και ήκουον σιωπών ό,τι είχε να μου είπη.
Εγονάτισε δια την Ευχήν και εχρειάσθη να τον βοηθήσω ίνα εγερθή, διότι το γήρας και αι ασθένειαι του είχον στερήσει την ευκινησίαν. Έφυγον όχι απλώς συντετριμμένος, αλλά με την αίσθησιν ότι είχον υποστή εγκαύματα εκ πτώσεως εις λέβητα με ζέον ύδωρ. Η εικών αύτη, η συγκλονιστική δι’ εμέ εικών ενός πολιού και αγίου Γέροντος γονυπετούς υπό το πετραχήλιον ενός νέου και απείρου Κληρικού, επί ημέρας δεν έφευγεν εκ της μνήμης μου…
Η ως άνω σκηνή επανελήφθη κατά καιρούς πάλιν και πάλιν… Εγώ, άπαξ και είχον λάβει το «βάπτισμα του πυρός», υπεχώρουν πλέον άνευ αντιλογίας».
Παρόμοια περιστατικά διηγούνται πολλοί κληρικοί που τον γνώρισαν. Ο ταπεινός γέροντας είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του, γιατί ήταν πολύ κοντά στο Θεό.
«Είπεν ο Αββάς Ματώης. Όσον εγγίζει άνθρωπος τω Θεώ, τοσούτον αμαρτωλόν εαυτόν βλέπει. Ησαΐας γαρ ο προφήτης, ιδών τον Θεόν, τάλαν και ακάθαρτον έλεγεν εαυτόν».
Δηλαδή:
Όσον προσεγγίζει ο άνθρωπος τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του. Έτσι και ο προφήτης Ησαΐας, σαν είδε το Θεό, ταλαίπωρο και ρυπαρό έλεγε τον εαυτό του.
Άλλωστε αγιότητα δεν σημαίνει την αναμαρτησία. Άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοών. Και ο γέροντας όπως λέει ο π. Χ. Μ.:
«Είχε αυτή την ευαισθησία. Βρισκόταν σε συνεχή πορεία μετανοίας. Είχε μεγάλη επιμέλεια για την ψυχή του. Ευκαίρως ακαίρως ζητούσε να εξομολογηθεί».
Η κ. Β. Λ. μας διηγήθηκε το εξής περιστατικό, που δείχνει πόσο ο γέροντας ζούσε το γεγονός της μετάνοιας.
«Ήταν παραμονή του Ασώτου και ανέβηκα στη Νερατζιώτισσα για τον εσπερινό. Επειδή δεν είχε ψάλτη μου είπε να ψάλλω. Όταν άρχισα το τροπάριο ¨εις αναμάρτητον χώραν και ζωηράν επιστεύθην…¨ ο γέροντας μέσα στο ιερό ξέσπασε σε τέτοιο κλάμα, που με αιφνιδίασε. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Αισθανόταν σαν να ήταν αυτός πραγματικά ο Άσωτος και ζητούσε το έλεος του Θεού».
Ο απλός και ταπεινός γέροντας ήταν γίγας στην ψυχή, Μικρός το δέμας, αλλά πελώριος στο πνευματικό ανάστημα. Αυτός ο ταπεινός, ο μικρός, αλλά πραγματικά μέγας.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.