Ο ψυχικός κόσμος της Ελληνίδας του 21 – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Την εποχή που μαίνονταν οι εμφύλιες διαμάχες και εσφάδαζε αιμόφυρτος και σκελετώδης ο αγωνιζόμενος ο λαός, οι Ελληνίδες συνέχιζαν να προσφέρουν τη μεγάλη γενναία απόφαση, τους αγώνες και τις θυσίες τους για ελευθερία έναντι οιασδήποτε θυσίας. Έλαμψε στα χρόνια εκείνα το άστρο του Μεσολογγιού. Οι γυναίκες στο πλάι των ελεύθερων πολιορκημένων πολεμιστών καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και μαζί τους στην έξοδο μ’ αντρίκια ρούχα, με τα παιδιά και τ’ άρματα στα χέρια. Όλες οι Ελληνίδες του Μεσολογγιού, εκτός από δεκατρείς που σώθηκαν με την έξοδο, προσφέρθηκαν ολοκαύτωμα στον αγώνα του «21» ή αιχμαλωτίσθηκαν.
Αλλά και στο Μωριά η Ελληνίδα άνθεξε στην οργή του Ιμπραήμ. Συγκλονίζει κάθε ψυχή το απόσπασμα του Μακρυγιάννη: «Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνη είναι ένα χωριό το Μέγα Σπήλαιο. Έκανα κονάκι σ’ ενού παπά το σπίτι. μου λέγει η παπαδιά – Όταν ήρθαν οι Τούρκοι του Μπραήμη, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλυτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο απ’ τις αβδέλλες, μας φάγαν… Και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα… Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ». Τέτοια ήταν η ψυχή της Ελληνίδας του «21». Ελεύθερη, αδέσμευτη, πεντακάθαρη η ψυχή της, ό,τι κι αν υπέστη η σάρκα της, εξαγνίσθηκε η σάρκα και δέχθηκε η ψυχή της περίσσια τη χάρη του Θεού.
Ο Ιμπραήμ έκαιγε, έσφαζε, ζωγρούσε κι ατίμαζε μα ο Μωριάς δεν έπεσε. Και οι Μανιάτισσες, όπως η Γερακάκη, η Σάββαινα, η Πανώρια Βοζίκη, η Κων/να Ζαχαριά, η Ροζάκαινα, η Ραλλού Μαυρομιχάλη, η Ελένη Λαμπροπούλου και η Ελένη Αναΐπη με όπλα τα δρεπάνια του θερισμού, ξύλα και πέτρες τον Ιούνιο του 1826 εκράτησαν αναμμένη τη φλόγα της ελευθερίας – όταν είχε πέσει και το Μεσολόγγι και η επανάσταση βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σημείο – και ο Ιμπραήμ, δεν επέρασε, η Μάνη έμεινε απάτητη, ο Μωριάς και η Ελλάδα ελεύθερη.
Και όταν ο αγώνας ετελείωσε, παρά τη δραματική εξάντληση, η Ελληνίδα, η χαροκαμένη γυναίκα του απόμαχου αγωνιστή, η μαυροφορεμένη χήρα του πεσόντος μαχητή, η αλύγιστη μάνα των πεινασμένων ή καθώς λέγονταν στη Μάνη των μαύρων ορφανών, εξεπέρασαν τον πόνο τους και ξαναβρήκαν τη ζωτικότητα και τη πίστη στο Θεό και στο Γένος, την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και νοικοκύρεψαν την νεοελληνική οικογένεια και τον τόπο ετούτο τον Ελληνικό. Η σκέψη τους, η καρδιά τους, οι παραγωγικές ικανότητες δεν έγιναν υπόθεση φιλοπρωτίας ή πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά έδωσαν ηθική και πνευματική θέρμη στο λαό μας. Και αυτή την παράδοση της Ελληνίδας της Τουρκοκρατίας και του εικοσιένα ακολούθησε και η Ελληνίδα του Σαράντα.
Στα χρόνια μας γίνεται πολύς λόγος για ισότητα των δύο φύλων, του άνδρα και της γυναίκας, πολύς και ποικίλος λόγος για τα δικαιώματα της γυναίκας, περισσότερος ακόμα λόγος για την εθελοντική και για την υποχρεωτική στράτευση της γυναίκας.
Ωστόσο περισσότερο τιμούμε την Ελληνίδα γυναίκα όταν της αναγνωρίζουμε, ομολογούμε και συνειδητοποιούμε την προσφορά της. και η Ελληνική Ιστορία τονίζει ότι η προσφορά και η θυσία δικαίωσε την Ελληνίδα γυναίκα. Η Ελληνίδα γυναίκα στην τουρκοκρατία και στο εικοσιένα ούτε διακηρύξεις, ούτε επίσημες κατοχυρώσεις είχε για την ισότητα των δύο φύλων και για δικαιώματα, είχε όμως αφάνταστα εκπληκτική ευαισθησία για τις υποχρεώσεις της στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη και στην Ελλάδα: Εμεγαλούργησε, δικαιώθηκε ενώπιον Θεού και γενεών ανθρώπων και άνοιξε δρόμο για τις επερχόμενες γενεές και για την ιδική μας: Το δρόμο της προσφοράς, του χρέους, της θυσίας.
Οπωσδήποτε από κάπου άντλησε δύναμη η Ελληνίδα τη τουρκοκρατίας και του Εικοσιένα. Δεν άντλησε δύναμη από την… απελπισία, όπως γράφει κάποιος σύγχρονος ιστορικός. Ούτε από ανθρώπινες διακηρύξεις δικαιωμάτων, από καταστατικά και νόμους ανθρώπων. Ούτε μόνον από τον πόθο της ελευθερίας πορίσθηκε τόση καρτερία και τόση δύναμη. Άντλησε η Ελληνίδα δύναμη από ψηλότερα, από την Κυρά του Γένους, την Παναγία!
Ένας Γάλλος περιηγητής, ο Francois Richard σε χρονικό του που κυκλοφόρησε το 1657 στο Παρίσι έγραψε ότι η εγκαρτέρηση, η αισιοδοξία, η ευτυχία των Ελλήνων οφείλονταν στη λατρεία που τρέφουν στην Παναγία: «Σ’ όλα τα σπίτια βλέπεις εικόνες της Παναγίας. Είναι ο φρουρός ή καλύτερα η νοικοκυρά του σπιτιού. Σ’ αυτή την εικόνα στρέφουν το βλέμμα, όταν τους συμβή κάτι κακό ικετεύοντας τη βοήθειά της».
Δημιούργησε και αυτή την παράδοση η Ελληνίδα της τουρκοκρατίας και του εικοσιένα: την παράδοση της κυράς του Γένους, που συνδέει τον εθνικό βίο των Ελλήνων στενά με την Παναγία Θεοτόκο. Γι’ αυτό και είναι απίστευτος ο αριθμός των ναών της Παναγίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και ονόμασε την Παναγία Θρηνωδούσα, Ξεσκλαβώτρα, Φιλέρημη, Χιλιαρμενίτισσα, Ελευθερώτρια, Οδηγήτρια, Παναγιά Χιλιάρμενη, Παναγιά Αρβανίτισσα και Παναγιά Αρμάδα. Από την Παναγία αντλούσε παρηγοριά και δύναμη η Ελληνίδα της πολυστένακτης δουλείας αι του πολυαίμακτου αγώνα της Ελευθερίας. Και εκεί κατηύθυνε το γένος να προσβλέπει, να ελπίζει και να σώζεται. Η Ελληνίδα έκανε την Παναγία φιλέλληνα!
Γι’ αυτή την προσφορά και την παράδοση της Ελληνίδας στην Τουρκοκρατία και στο «21» ο καθένας αξίζει να επαναλαμβάνει συνειδητά τους στίχους του εθνικού μας ποιητή:
«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω».

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.