Τελώνης και φαρισαίος – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Α.
Το γενικό πλαίσιο και κεντρικό νόημα αυτής της παραβολής, είναι ξεκάθαρο, προφανές, και γνωστό. Υπάρχουν όμως κάτι λεπτομέρειες που αξίζει να τις προσέξουμε, γιατί λένε πολλά, εξίσου πολλά και σημαντικά με το κύριο περιεχόμενο της παραβολής. Οι λέξεις στο Ευαγγέλιο είναι διαλεγμένες με προσοχή, έχουν μπει με συγκεκριμένη πρόθεση, και μέσα στην λιτότητά τους, υπαινίσσονται κείμενα ολόκληρα ανάλυσης, για να μην προσπεράσουμε το μήνυμά τους και το χάσουμε.
Πάμε λοιπόν:

Πώς ξεκινά η παραβολή; «Είπε δε και πρόςτινας τους πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς, την παραβολήν ταύτην.». Άρα η παραβολή είναι στοχευμένη, και μέσα από το «ξεκαθάρισμα» αυτό, δίνεται και το μήνυμά της: το μάθημα πηγαίνει σ’ αυτούς που επιδιώκουν την αυτοδικαίωση με την ψευδαίσθηση ότι είναι δίκαιοι. Δίκαιος για τον άνθρωπο της Παλαιάς Διαθήκης, είναι ο ελεήμων, ο συμπονετικός, ο καλόψυχος, και όχι αυτός που ο Ελληνικός κόσμος φαντάζεται με την ζυγαριά της ανάλογης ανταπόδοσης στο χέρι. Δεν έχει διδαχθεί ακόμη, δεν έχει ασκηθεί στην έννοια της Χριστιανικής αγάπης με την έννοια της υπέρβασης, άρα η δικαιοσύνη αυτή, είναι η καλύτερη ψυχική ποιότητα που θα μπορούσε να περιμένει κανείς για την εποχή εκείνη. Επομένως ο Χριστός απευθύνεται σ’ αυτούς που θέλουν να πιστεύουν για τον εαυτό τους ότι τάχα είναι κι αυτοί τέτοιου είδους «δίκαιοι». Μάλιστα, λέει, όσοι τοποθετούν τους εαυτούς τους σ’ αυτήν την κατηγορία των ¨δικαίων», είναι αναγκαστικό και βέβαιο ότι «εξουθενούσιν τους λοιπούς». Τους βλέπουν δηλαδή, ως «ουδέν», ως μηδενικά, ως ανάξιους σεβασμού, αξίους περιφρόνησης. Κι όταν ανήγει η πόρτα της περιφρόνησης, κάθε εγκληματική και «εξουθενωτική» πράξη μπορεί ν’ ακολουθήσει, γιατί ο άλλος δεν τιμάται πλέον ως ίσος, αλλά ως περιφρονητέα οντότητα.

Αυτοί λοιπόν οι τάχα δίκαιοι, πώς αποφάσισαν και έβαλαν τον εαυτό τους σ’ αυτήν την κατηγορία; Τους έβαλε ο Θεός; Τους είπε κάτι σαν το «εύ, δούλε, αγαθέ και πιστέ»; Όχι. Μόνοι τους το αποφάσισαν.Αφήρεσαν την κρίση από τον Θεό, και την πήραν στα χέρια τους. «Πεποιθότες εφ’ εαυτοίς». Μέσος Παρακείμενος του ρήματος πείθομαι, άρα με την ενεργητική σημασία: «έχω σχηματίσει την πεποίθηση». Η παραβολή λοιπόν αφιερώνεται σε όλους όσους, σε βάθος χρόνου, έχουν αποφασίσει μόνοι τους για τον εαυτό τους ότι είναι δίκαιοι, με δικά τους κριτήρια, μέτρα και σταθμά, και μάλιστα για χρόνια πολλά, ώστε η πεποίθηση αυτή μέσα τους έχει παγιωθεί. Τέτοιος «αυτοδικαιωμένος» είναι ο Φαρισαίος μας εδώ, κι αυτήν την αυτοδικαίωση έρχεται να εξετάσει ο Χριστός, και να δείξει κατά πόσον ταυτίζεται ή όχι με την κρίση του Θεού, και μάλιστα σε αντιπαραβολή με την αυτομεμψία του τελώνη. Πόσο η ανθρώπινη δικαίωση, και πόσο η ανθρώπινη μομφή ταυτίζονται με την δικαίωση του Θεού, ή όχι; Συγκλίνουν, ή αποκλίνουν μεταξύ τους;

Και μόνον η νύξη αυτή θα πρέπει να ξάφνιασε τους Ιουδαίους. Ποιούς Ιουδαίους; Αυτούς που επί γενεές είχαν ζυμωθεί με τον Μωσαϊκό Νόμο και τις εξαντλητικές τυπικές απαιτήσεις του, σαν προγύμναση στην πνευματική άσκηση που θα έφερνε μετά ο Χριστός. Αυτοί πίστευαν ότι μιας και πληρούσαν τις τυπικές απαιτήσεις, η ψυχική ποιότητα ήταν περιττή. Γι’ αυτούς, η τήρηση των συγκεκριμένων τυπικών διατάξεων, ήταν το άλλοθί τους ενώπιον του Θεού, με βάση το οποίο, θεωρούσαν ότι δικαιούνταν ν’ απαιτήσουν την εύνοιά Του. Πόσω μάλλον ενώπιον του ίδιου τους του εαυτού!

Β.
Δύο ανθρώπους βάζει ο Θεός ν’ ανεβαίνουν στον Ναό για προσευχή. Πάντα δύο είναι οι επιλογές. Δύο πράγματα ισχύουν, ή το ένα, ή το άλλο. Κρύο ή ζεστό, άλλοιώς «εμέσω σε» λέει η Αποκάλυψη. Γνήσιο και μη γνήσιο, καλό ή κακό, αλαζονεία ή ταπεινότητα, αλήθεια ή ψέμα, φώς ή σκοτάδι, Θεός ή Διάβολος. Πάντα ένα δίπολο, χωρίς μέσες λύσεις και εκπτώσεις. «Απεταξάμην τον Σατανά» λέμε στην Βάπτιση, και «συνεταξάμην τω Χριστώ». Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Επιλέγοντας το ένα, απαρνούμαστε το άλλο. Εδώ, στην παραβολή, έχουμε την διάσταση ανάμεσα στην αυτό-δικαίωση και την Θεο-δικαίωση, την εν-συνειδησία, και την α-συνειδησία.

Αυτοί οι δύο τύποι ανθρώπων, ανέβηκαν στον Ναό για προσευχή. Στις Συναγωγές διδάσκονταν, αλλά προσευχή ενώπιον του Θεού, με παρουσία του Θεού, γινόταν μόνον στον Ναό, εκεί όπου ο Θεός είχε τοποθετήσει την παρουσία Του, όπως και σε κάθε σημερινό Ναό. Και για να βρεθείς ενώπιος ενωπίω μαζί Του, έπρεπε να φύγεις από την οικειότητα του σπιτιού σου, ν’ ανεβείς σκάλες πολλές, ν’ απομακρυνθείς λίγο από τα εγκόσμια, κι εκεί πια, δεν χωρούν ψέμματα. Εκεί μπροστά στον Θεό είσαι γυμνός ο εαυτός σου, όποιος κι αν είσαι, Φαρισαίος ή τελώνης. Μάλιστα, και οι δύο την χρειάζονται αυτήν την κρίση του Θεού, χρειάζονται μια αλήθεια που θα διαψεύσει ή θα επιβεβαιώσει την δική τους αλήθεια, μια κρίση από μια αυθεντία, που εκείνη μόνον έχει τον τελικό λόγο.

Αυτήν την επιβεβαίωση ζητά να εκμαιεύσει εκβιαστικά ο Φαρισαίος (με Φι κεφαλαίο), ενώ ο τελώνης (με ταυ μικρό), απλώς καταθέτει το βαρύ φορτίο της συνείδησής του, ζητώντας το «αδύνατον παρ’ ανθρώποις και δυνατόν παρά τω Θεώ».

Γ.
Πώς τοποθετούνται ενώπιον του Θεού;
Ο Φαρισαίος «σταθείς». Όρθιος, υπερήφανος, δυνατός, απαιτητικός, σαν ίσος προς ίσον. «Προς εαυτόν». Τον ξεσκεπάζει ο Χριστός. «Δεν στάθηκες μπροστά στον Θεό» του λέει. «Στον εαυτό σου μιλούσες, αλλά κι αν πραγματικά νόμιζες ότι μιλούσες του Θεού, τότε διέπραττες την μεγαλύτερη βλασφημία, γιατί απαιτούσες από τον Θεό να συμμορφωθεί με τα μέτρα τα δικά σου».

Ο τελώνης πάλι, δεν τολμά να σηκώσει τα μάτια του ψηλά, και μ’ αυτό χωρίς να το ξέρει, δείχνει ότι είναι ο μόνος που τιμά τον Θεό, γιατί Τον αναγνωρίζει, όχι μόνο ανώτερόν του, αλλά και παντογνώστη, και καρδιογνώστη, που δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις, τον «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς». Επίσης τιμά τον Θεό, γιατί καταλαβαίνει ότι η δικαίωση δεν μπορεί παρά να είναι δικό Του δώρο, και όχι ανθρώπινη απαίτηση, όσες καλοσύνες έχουμε ή δεν έχουμε ν’ ακουμπήσουμε στα πόδια Του.

Τι σκότισε τόσο πολύ την συνείδηση του Φαρισαίου; Η κρίση. Το πρώτο και βασικό του σφάλμα ήταν ότι νόμισε ότι μπορούσε και δικαιούτο να κρίνει τον εαυτό του, τον τελώνη, τον Θεό. Θα μπορούσε και να είχε δικαιωθεί, αν δεν έπαιρνε μόνος του τον ρόλο του κριτή, του δικαιωτή του εαυτού του, και καταδικαστή του τελώνη.
Η ύψωση και η ταπείνωση αφορούν την στάση του ανθρώπου απέναντι σε τρείς παράγοντες: τον εαυτό του, τους άλλους, και τον Θεό. Είναι μια στάση ζωής, «ο υψών», και ο ταπεινών», πάλι δύο επιλογές. Ποιός; Ο καθένας που σκέπτεται και ενεργεί έτσι. Μετοχές Ενεστώτα, με διάρκεια, και αποπειρατική σημασία, ή απλώς, επαναληπτικότητα: «όποιος προσπαθεί συνεχώς να υψώνει ή να ταπεινώνει τον εαυτό του». Και τι θα του συμβεί; Το άκρως αντίθετο των κρίσεων, απαιτήσεων, πεποιθήσεων, και υπολογισμών του.

Ο Θεός των αντιθέσεων και των ανατροπών, ο Θεός της τελικής διάψευσης της λογικής των παθών, μας προετοιμάζει.
Η ανταπόδοση έρχεται με την τελική κρίση, και γίνεται εφ’ άπαξ. Οριστικές Μέλλοντα, «ταπεινωθήσεται», και «υψωθήσεται». Σίγουρα, με χρονική βεβαιότητα, και μια για πάντα.

Δ.
Η παραβολή ξεκίνησε για τους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς», αλλά κατέληξε για όλους. «Ότι πάς ο υψών…, και πάς ο ταπεινών…». Αξίζει να το προσέξουμε αυτό, γιατί κρύβεται ένα ρητορικό σχήμα εδώ. Ο Χριστός απευθύνεται στους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς», τόσο της εποχής Του, που με την κρίση και τα συμφέροντα τα δικά τους Τον έκριναν και Τον κατέκριναν, αλλά και στους παρόμοιους «Ιουδαίους» όλων των εποχών, και τους λέει: «Όποιος τα κάνει αυτά, και σκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα κάνει λάθος στην κρίση του, και δεν θα δικαιωθεί, «ότι», διότι δηλαδή, επειδή, καθένας που αυτοϋψώνεται θα ταπεινωθεί, και καθένας που αυτοϋποβιβάζεται θα υψωθεί. Να κι άλλη μια αλήθεια λοιπόν γενικώτερη. Αφού ισχύει το γενικό, ισχύει και το μερικό. Αφού ισχύει το μείζον, ισχύει και το έλασσον.

Αυτά, δεν τα λέει ούτε για εντυπωσιασμό, ούτε προς επίρρωσιν των προηγουμένων, λες και χρειάζεται ο Θεός ρητορικά σχήματα και αποδεικτικά τερτίπια για να μας πείσει για την αλήθεια Του. Από αγάπη το κάνει, από την πικρή γνώση της μεταπτωτικής μας πραγματικότητας, για να μας προλάβει με κάθε τρόπο. Για να μας πει να μην νοιώσουμε ποτέ Φαρισαίοι, να μην απελπιστούμε αν κάποτε νοιώσουμε τελώνες. Γιατί και στους «πεποιθότες εφ’ εαυτοίς» να μην ανήκουμε, σίγουρα θα πέσουμε κάποια στιγμή στην ζωή μας μέσα σ’ αυτό το σύνολο, όπου κλυδωνίζονται «οι πάντες», όπου άλλοτε υψώνουν τον εαυτό τους, κι άλλοτε τον ταπεινώνουν, και καλό είναι να θυμόμαστε ποιό είναι το βέβαιο μέλλον και στις δύο περιπτώσεις.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών). Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.