Η μνήμη του Μάρτυρος και ο λειτουργικός της χαρακτήρας – Παντελή Β. Πάσχου.

Είναι διάχυτη σε όλα τα κείμενα των μαρτυρίων η ιδέα ότι οι Μάρτυρες «κοινωνούν τοις του Χριστού παθήμασιν» (Α’ Πέτρ. δ’ 13), και ότι «πας ο υπέρ της Χριστού δόξης παθών, την κοινωνίαν αεί εχει μετά του ζώντος Θεού» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, ε’, 1, 41), που συμμετέχει στα παθήματα του, τον ενισχύει στο μαρτύριο, τον δυναμώνει να δείξει περιφρόνηση προς τον θάνατο και τον οδηγεί στην τελική νίκη (βλ. Ιερ. Κοτσώνη, Το ενθουσιαστικόν στοιχείον εις την Εκκλησίαν των Μαρτύρων, Αθ. 1952, σελ. 17 εξ.).

Όσοι διώκονται και πάσχουν για τ’ όνομα και την πίστη του Χριστού, θεωρούνται «Χριστοφόροι», «Θεοφόροι» και «Πνευματοφόροι». Τα λόγια των θαρραλέων και ηρωικών Μαρτύρων ήταν λόγια, που τους ενέπνεε η πίστη τους στο Θεό, το ίδιο το άγιο Πνεύμα, κατά τον λόγο του Ευαγγελίου (Μαρκ. ιγ’ 11): «Ου γαρ έστε υμείς οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα το άγιον». Ο Χριστός ο ίδιος παίρνει τη θέση του μάρτυρος και συναγωνίζεται και συμπάσχει μαζί του, αντιμετωπίζοντας το διάβολο και τα όργανα του, που λαβαίνουν μέρος στους διωγμούς και στα μαρτύρια των Χριστιανών. Γι’ αυτό και υπάρχει η αντίληψη ανάμεσα στους Χριστιανούς ότι τα σώματα των ομολογητών και των Μαρτύρων έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και αναδίνουν μια ευχάριστη οσμή, «ευωδία πνευματική».

Στο μαρτύριο του ιερού Πολυκάρπου αναφέρεται, πως όταν παρεδόθη στην πυρά το σώμα του μάρτυρος, μοσκοβόλησε ο τόπος (§ 15): «Και γαρ ευωδίας τοσαύτης αντελαβόμεθα ως λιβανωτού πνέοντος η άλλου τινός των τιμίων αρωμάτων»!

Έχουμε πολλές πληροφορίες πως τα σώματα η τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων πολλές φορές ενταφιάζονταν κρυφά, σε μυστικά μέρη άπ’ τους διώκτες ειδωλολάτρες για να μην ταφούν με τιμές άπό τους Χριστιανούς. Αλλά τις περισσότερες φορές, οι αγριώτεροι και από θηρία διώκτες τα έριχναν στη θάλασσα η στα ποτάμια: «αντί γης και τάφων, τοις θαλαττίοις παραδίδονται κύμασιν» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, η’, 7, 6), η στ’ άγρια θηρία της έρημου, όπου τ’ άφηναν άθαφτα: «θήρες δε άγριοι και κύνες, οιωνών τε τα σαρκοβόρα τα βρότεια μέλη ώδε κακείσε εσπάραττον, και η πάσα γε μην εν κύκλω πόλις σπλάγχνων και οστέων ανθρώπειων διεστόρνυτο, ως μηδέν τι πώποτε δεινότερον μηδ’ αυτοίς όσοι πρότερον απεχθώς είχον προς ημάς, φανήναι φρικωδέστερον» (όπ.π., θ’ 6).

Άλλοτε πάλι, τ’ απομεινάρια των καμμένων σωμάτων των Μαρτύρων τα πετούσαν εκεί δπου ερριχναν τα κουφάρια των αλόγων ζώων, όπως αναφέρει ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστορία, 5, 9): «και τα περιλειφθέντα των οστέων όσα μη το πυρ εδαπάνησε, τοις ερριμμένοις αυτόθι καμήλων τε και όνων οστέοις ανέμειξαν, ώστε μη ραδίαν αυτών είναι την εύρεσιν».

Ωστόσο, τα μαρτυρικά λείψανα, που συχνά τα εξαγόραζαν ακριβά οι Χριστιανοί, τα ενταφίαζαν, όπως και τα σώματα των άλλων Χριστιανών, στα κοιμητήρια των πόλεων η των χωριών, όπου υπήρχαν χριστιανικά κοιμητήρια. Σ’ αυτά τα κοιμητήρια, όπου υπήρχαν μαρτυρικοί τάφοι και περιείχαν λείψανα «πνευματοφόρων» Μαρτύρων, οι τάφοι αυτοί «εδεικνύοντο» για να τιμηθούν ιδιαίτερα από τους Χριστιανούς. Τέτοιοι τάφοι «δεικνυόμενοι» ήταν των αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη, και άλλων «μεγάλων στοιχείων» άλλου (Φυτράκη, Λείψανα, σελ. 45 εξ.). Και, φυσικά, όπως παλαιότερα (απ’ τον β’ αι.) ιδρύονταν Μαρτύρια, δηλ. μικροί ναοί στο χώρο του μαρτυρίου προς τιμήν του Μάρτυρος, αρχίζουν πια άπό τον δ’ αι. να χτίζονται μεγάλοπρεπέστεροι ναοί για τον εορτασμό της μνήμης τους, όπου εναποτίθενται τα λείψανα των Μαρτύρων: «ναών οίκοις περικαλλέσιν αποτεθέντα εν ιεροίς τε προσευκτηρίοις εις άληστον μνήμην τω του Θεού λαωτιμάσθαι παραδεδομένα» (Ευσεβίου, όπ.π., ια’ 18).

Υπάρχει μια εξέλιξη, επίσης, στα κτίσματα που χτίζονταν προς τιμήν των Μαρτύρων και που έχουν σχέση με τα τοπικά έθιμα. Άλλοτε είναι μικρές αψίδες η κιβώρια, σε σχήμα μικρού κύκλου, άλλοτε επιμήκη, σταυρικά ως επί το πλείστον η τρίκογχα οικοδομήματα, όπου βρίσκεται ο τάφος του μάρτυρος και όπου γίνονταν η «σύναξις» την dies natalis. Τα κτίσματα χτίζονταν με τη φροντίδα των πιστών η της χριστιανικής κοινότητος, που ειχε ως καύχημα το μνήμα τούτο, το Μαρτύριον (βλ. Φυτράκη, όπ.π., σελ. 52 εξ., όπου και ειδική βιβλιογραφία). Σε τέτοιους χώρους, η σε κατακόμβες, οι Χριστιανοί έφρόντιζαν να υπάρχει άνεση κ’ ευρυχωρία, ώστε στις «συνάξεις» η στα «συμπόσια» της γιορτής της γενεθλίου ημέρας του μάρτυρος να χωρεί πολύς κόσμος. Υπήρχε μάλιστα και ο προς τούτο διαρρυθμισμένος χώρος, όπως δείχνουν και οι «τράπεζες» που σώθηκαν στους τάφους και στα μαρτύρια του είδους αυτού.

Για τις «συνάξεις» που γινότανε στους τάφους των Μαρτύρων υπάρχουν συχνά μαρτυρίες άμεσες, όπως στο μαρτύριο του ιερού Πολυκάρπου, δπου η Εκκλησία Σμύρνης αποφασίζει να γιορτάζει επίσημα τη μνήμη του μάρτυρος (Μαρτύριον, § 18): «επιτελείν την του μαρτυρίου αυτού γενέθλιον ημέραν» άλλοτε, πάλι, έμμεσες, που οφείλονται σε συμπεράσματα η ενδείξεις. Και άλλες συνάξεις γινόταν μονάχα σ’ εναν τόπο (τοπικά μαρτυρολόγια), και άλλες είχαν ευρύτητα σχεδόν οικουμενική (γενικά μαρτυρολόγια). Ωστόσο, η «εν τω ουρανώ γέννησις» του μάρτυρος γιορτάζονταν με λαμπρότερο τρόπο στον τόπο του μαρτυρίου του, όπως αποφάσιζε η τοπική Εκκλησία, για να μην παρεισφρήσουν αιρετικά ονόματα «ψευδομαρτύρων». Κέντρο τιμής ήταν κυρίως ο τάφος του μάρτυρος, όπου στεφάνια και μύρα στόλιζαν και εύωδίαζαν το χώρο. Οι Χριστιανοί γιορτάζουν τη μνήμη του μάρτυρος «εν αγαλλιάσει και χαρά» (μαρτ. Πολυκάρπου, § 18) και όχι με λύπη και κατήφεια, όπως μας δείχνουν τα κείμενα της αγιομαρτυρικής φιλολογίας, όπου το ύφος είναι θριαμβευτικό και μιλα
για νίκη κατεπάνω στο θάνατο και τους δαίμονες, για ηρωισμό και τελικό θρίαμβο, πέρ’ από θλίψεις, οδύνες και οποιαδήποτε παράπονα εκ μέρους των Μαρτύρων. Και δεν υπάρχει τεχνητός στόμφος και ψεύτικα ρητορικά σχήματα εδώ, γιατί τα μαρτύρια που σώζονται απ’ τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες γράφτηκαν (πιστεύει κανείς, διαβάζοντας τα) όχι με κάλαμο και μελάνη αλλά με το ζεστό αίμα των Μαρτύρων, που νωπό έτρεχε ακόμη από τα σπαραγμένα τους μαρτυρικά σώματα!

Από τις διάφορες αρχαίες μαρτυρίες που έχουμε, οι «συνάξεις» αυτές της γενεθλίου ημέρας των Μαρτύρων περιλάμβαναν: α) τη θεία Ευχαριστία, β) ανάγνωση ιερών βιβλίων, γ) ευχές και προσευχές για τους κεκοιμημένους και τους μάρτυρες, δ) ψαλμώδηση διαφόρων ύμνων, και ε) «συμπόσια».

Κέντρο της «συνάξεως» ήταν η τέλεση της θείας λειτουργίας, με τη θεία Ευχαριστία, γιατί έπίστευαν οι Χριστιανοί, ότι η ψυχή του μάρτυρος βρίσκεται παρούσα στην ώρα της θ. Ευχαριστίας, στην πνευματική συνεστίαση της κοινής τραπέζης. Έχουμε την κοινωνία των ζώντων με τον μάρτυρα, «εν τω ποτηρίω του Χριστού», όπως λέγεται στο μαρτύριο του ιερού Πολυκάρπου (§ 14), όπως ακριβώς έχουμε την κοινωνία και με τους άλλους κεκοιμημένους, δταν προσφέρουμε την αναίμακτη θυσία στην επέτειο του θανάτου τους. Και, παρά την πεποίθηση δτι η ψυχή του μάρτυρος ανέβηκε στον ουρανό λουσμένη απ’ το αίμα του μαρτυρίου, κεκαθαρμένη, ωστόσο υπήρχε και η αντίληψη ότι, με την υπέρ των μαρτύρων τελούμενη θ. Ευχαριστία, κάποια πνευματική ωφέλεια προξενούσαν ίσως στην ψυχή του Μάρτυρος.

Το περίεργο του πράγματος εξηγεί με τον τρόπο του ο ιερός Χρυσόστομος (Migne, PG 60, 170): «τι οίει το υπέρ μαρτύρων προσφέρεσθαι, το κληθήναι εν εκείνη τη ώρα; Καν μάρτυρες ώσι, καν υπέρ μαρτύρων, μεγάλη τιμή το ονομασθήναι, του Δεσπότου παρόντος, του θανάτου επιτελουμένου εκείνου, της φρικτής θυσίας, των αφάτων μυστηρίων… Καθάπερ γαρ όταν επινίκια των βασιλέων άγηται, τότε ευφημούνται μεν και όσοι της νίκης εκοινώνησαν, αφίενται δε και όσοι εν δεσμοίς είσι δια τον καιρόν». Ιδού η «κοινωνία των Αγίων» στην πράξη, μέσα στη θ. Λειτουργία.

Στην ανάγνωση των ιερών βιβλίων, πρέπει, να εννοήσουμε περικοπές της Βίβλου κατάλληλα επιλεγμένες, στις οποίες πιθανώτατα θα προστέθηκαν σιγά-σιγά και τα κείμενα που μιλούσαν για τους άθλους των Μαρτύρων, «εις τε την των προηθληκότων μνήμην και των μελλόντων άσκησιν τε και ετοιμασίαν» (Μ. Πολυκάρπου, § 18). Η ανάγνωση αυτή ενισχύει και επιστηρίζει «τους μιμείσθαι τα κρείττω θέλοντας». Στην Περπέτουα (τέλος του μαρτυρίου, § 21) τα κείμενα των μαρτυρίων εξισώνονται σχεδόν με τα κείμενα της αγίας Γραφής: «ούχ ήσσον των παλαιών γραφών εις οικοδομήν εκκλησίας αναγινώσκεσθαι οφείλει η πανάρετος πολιτεία των μαρτύρων, δι’ ων δόξαν αναπέμπομεν τω Πατρί των αιώνων, άμα τω μονογενεί αυτού υίώ, τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, συν αγίω Πνεύματι…» (Π. Κ. Χρήστου, Μαρτύρια…, σελ. 292).

Την ίδια γνώμη εκφράζει και η Σύνοδος της Καρθαγένης (419, καν. νδ’): «εξέστω έτι μην αναγινώσκεσθαι τα πάθη των Μαρτύρων, ηνίκα αι ετήσιαι αυτών ημέραι επιτελούνται» (βλ. Πηδάλιον…, σελ. 489). Η ανάγνωση αυτή έγινε σιγά-σιγά λόγος εγκωμιαστικός η πανηγυρικός, όπως μαρτυρεί η πατερική φιλολογία.

Οι ευχές, που αναφέρονται στις πηγές ότι λέγονται κατά τον εορτασμό της μνήμης των Μαρτύρων, είναι οι προσευχές προς τον Κύριο υπέρ των κεκοιμημένων και, στην αρχή, των Μαρτύρων. Όμως, με τον καιρό, καθώς οι αγιολογικές αντιλήψεις μιλούσαν για τη δόξα των Μαρτύρων, των «φίλων του Θεού» και την παρρησία τους εμπρός στο θρόνο του Θεού, οι ευχές αυτές έγιναν προσευχές προς τους Μάρτυρες για να πρεσβεύουν και ικετεύουν υπέρ των αδελφών των, που βρίσκονται ακόμη στη γη και υποφέρουν άπό διάφορες ασθένειες η πειρασμούς. Τη γενικώτερη θέση της Εκκλησίας εκφράζει ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (Migne, PG 33, 1116): «μνημονεύομεν και των προκεκοιμημένων, πρώτον Πατριαρχών, Προφητων, Αποστόλων, Μαρτύρων, όπως ο Θεός ταις ευχαίς αυτών και ταις πρεσβείαις προσδέξηται ημών την δέησιν». Ο λαός τοΰ Θεοΰ πιστεύει πως γίνεται μεγάλη ωφέλεια στις ψυχές των πιστών (ανάπαυση, εξαγνισμός, ειρήνη), και ιδιαίτερα Οταν αυτές οι προσευχές γίνονται στους τάφους (και στα κτίσματα τους) των Μαρτύρων, όπου η παρουσία τους θεωρείται δεδομένη
κ’ εξασφαλισμένη.

Τη διάθεση των πιστών και το δεητικό κλίμα ιερός τους Μάρτυρες, δείχνουν και τα χαράγματα που υπάρχουν στους τάφους και στις κατακόμβες (βλ. Delehaye, Les origines du culte des Martyres, Bruxelles 1933, σελ. 100-140). Οι Μάρτυρες (και όχι μόνο οι Τεσσαράκοντα, στους οποίους απευθύνεται ο ιερός Χρυσόστομος) είναι: «χορός άγιος, σύνταγμα ιερόν, συνασπισμός αρραγής, κοινοί φύλακες του γένους των ανθρώπων, αγαθοί κοινωνοί φροντίδων, δεήσεως συνεργοί, πρεσβευταί δυνατώτατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των εκκλησιών» (Migne, PG 31, 523). Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, στο λόγο του στον άγιο Κυπριανό, δέεται (Migne, PG 35, 1193): «Συ δε ημάς εποπτεύοις άνωθεν ίλεως και τον ήμέτερον διεξάγοις λόγον και βίον, και το ιερόν τούτο ποίμνιον ποιμαίνοις η συμποιμαίνοις, τα τε άλλα ευθυνών ως οίον τε προς το βέλτιστον και τους βαρείς λύκους αποπεμπόμενος, τους θηρευτάς των συλλαβών και των λέξεων».

Για την ψαλμωδία που συνόδευε τις «συνάξεις», υπάρχουν πολλές μαρτυρίες, που δείχνουν πως, με τους ύμνους και τα τροπάρια που έψαλλαν οι πιστοί, αναπέμπονταν αίνος και ευχαριστία στον Κύριο των πάντων, και, κατόπιν, υμνείτο ο τιμώμενος μάρτυς. Από την εποχή του Τερτυλλιανού (Migne, PL 2, 158) γνωρίζουμε πως ψαλλόταν ύμνοι στη «γενέθλιον ημέραν» των μαρτύρων: «cantatur enim et exitus martyrum». Στους εορτασμούς αυτούς, όπως μαρτυρούν πάμπολλα κείμενα, ακούονταν «ύμνοι και ψαλτήρια και ευφημίαι, και προς τον πάντων επόπτην έπαινος». Υπάρχουν, μάλιστα, στοιχεία που μαρτυρούν ότι πέρ’ άπό τη συνήθη ακολουθία της «συνάξεως», γινότανε τέτοιες μέρες και «παννυχίδες» ολόκληρες στα κοιμητήρια, όπου βρισκότανε λείψανα Μαρτύρων (βλ. Φυτράκη, όπ.π., σελ. 84 εξ.), όπως αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στο λόγο του στους αγίους. Τεσσαράκοντα (Migne, PG 46, 785): «παννυχίδος δε ούσης εν κήπω, ένθα και τα λείψανα των αγίων ετύγχανε, ψαλμωδίαις τιμώμενα».

Αναφορικά με τα «συμπόσια» στους μαρτυρικούς τάφους, την ήμερα του εορτασμού των «γενεθλίων», έχουμε πληροφορίες άπό τον άγιο Κυπριανό, τον ιερό Αυγουστίνο και λεπτομέρειες από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Τα «συμπόσια» γινότανε «προς έλεον και άνάκτησιν των δεομένων και προς βοήθειαν των εκπεσόντων». Τέτοια μέρα, οι προσκυνηταί των μαρτυρικών τάφων μπορούσαν να προσκομίσουν διάφορα εδέσματα, και, κυρίως, «άρτον και οινον», που άφηναν σε ειδικά τραπέζια η πάνω στους τάφους των Μαρτύρων για να καθαγιασθούν. Οι πλουσιώτεροι απ’ τους Χριστιανούς ίσως έφερναν εδώ να προσφέρουν ολ’ αυτά τα εδέσματα για ν’ ανακουφισθούν κάπως και να βοηθηθούν οι φτωχοί και οι άποροι. Ξαναζούν σ’ αυτό το έθιμο οι αρχαίες Αγάπες, των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όπου γινότανε δείπνο προς όλους τους Χριστιανούς και ιδιαίτερα τους φτωχούς, από κάποιον η κάποιους Χριστιανούς — στο ναό η στο σπίτι του προσφέροντος.

Οι κοινές εστιάσεις στη μνήμη των Μαρτύρων ήταν ξεχωριστές από τη θ. Ευχαριστία, ωστόσο διέσωζαν κάτι που θύμιζε τα δείπνα των Αγαπών, με την «κλάσιν του άρτου» και την ευλογία των ποτηριών απ’ τον προϊστάμενο της «συνάξεως» κληρικό (βλ. και το σχετικό άρθρο του αειμνήστου Βχσ. Κ. Στεφανίδου, «Λείψανον των αρχαίων αγαπών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», εν ΕΕΒΣ, τ. 10, 1933, σελ. 39-42). Ο Γρηγόριος Νύσσης, γράφοντας για τον άγιο Γρηγόριο το θαυματουργό, λέει πως επέτρεψε το έθιμο των συμποσίων αυτών στην επαρχία του, ίσως για να καταπολεμήσει τα γνωστά και προσφιλή στο λαό νεκρόδειπνα (Migne, PG 46, 953): «επαφήκε ταις των άγιων μαρτύρων εμφαιδρύνεσθαι μνήμαις και ευπαθείν και αγάλλεσθαι». Στις κατακόμβες και σ’ άλλα μνημεία έχουμε ζωγραφικές παραστάσεις τέτοιων «συμποσίων», που φανερώνουν πως πρέπει να τελούνταν ήδη απ’ τον γ’ αι.

Ωστόσο, αν και οι μαρτυρίες δείχνουν πως τα «συμπόσια» γινόταν για την ανακούφιση των πασχόντων και των φτωχών αδελφών, άρχισαν φαίνεται να παρατηρούνται υπερβολές και διάφορες εκτροπές — ξένες προς την αγνότητα και την καθαρότητα των χριστιανικών ηθών και εθίμων της εποχής. Οι εκτροπές αυτές, που θύμιζαν ειδωλολατρικές συνήθειες, οδήγησαν σε τέτοιες υπερβολές, που ξεσήκωσαν δικαιολογημένα θύελλες διαμαρτυριών εκ μέρους των Πατέρων της Εκκλησίας. Τα «σωφρονέστατα συμπόσια», για τα οποία μιλούσε ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχαν πια καταντήσει συμπόσια μέθης και κραιπάλης, με τη συνεργεία των δαιμόνων. Την κατάσταση ζωγραφίζει ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του Κατά μεθυόντων (Migne, PG 31, 445 εξ.): «γυναίκες ακόλαστοι, επιλαθόμεναι του φόβου του Θεού, …εν τοις προς της πόλεως μαρτυρίοις χορούς συστησάμεναι, εργαστήριον της οικείας αυτών ασχημοσύνης τους ηγιασμένους τόπους πεποίηνται. Εμίαναν μεν τον αέρα τοις άσμασι τοις πορνικοίς, εμίαναν δε και την γην τοις ακαθάρτοις ποσίν, ην εν ταις ορχήσεσι κατεκρότησαν,
θέατρον εαυταίς νεανίσκων όχλων περιστησάμεναι, σοβάδες (=βακχικές, αναιδείς) όντως και παράφοροι παντελώς, μανίας ουδεμίαν υπερβολήν απολείπουσαι». Ολ’ αυτά οδήγησαν στην βαθμιαία ελάττωση και κατάργηση των συμποσίων.

Στην αρχή (ως τα τέλη του β’ αι.), οι αγιολογικές αντιλήψεις που υπάρχουν, συνδέουν την υπερφυσική και θαυματουργική δύναμη μόνο με τον ζώντα ομολογητή η τον μάρτυρα, χωρίς κανένα συσχετισμό με τα νεκρά σώματα και τους τάφους. Ανάλογη, επομένως, ήταν και η τιμή των λειψάνων. Με τον καιρό (τον γ’ και κυρίως τον δ’ αι.) οι αγιολογικές αντιλήψεις αλλάζουν, και ο μαρτυρικός τάφος γίνεται κέντρο λειτουργικής ζωής, τόπος προσευχής, «παραμύθιον ασφαλές των αεί καταλαμβανόντων ημάς κακών», όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος (Migne, PG 50, 595). To ίδιο και για τα ιερά λείψανα, πιστεύεται πως έχουν δύναμη και μπορούν να ωφελήσουν τους πιστούς (Delehaye, Les Origines, σελ. 115 εξ.). Ο Μ. Βασίλειος, μιλώντας για τον ψαλμό ριε’ (Migne, PG 30, 112), γράφει: «νυνί δε ο αψάμενος οστέων μάρτυρος, λαμβάνει τινά μετουσίαν αγιασμού εκ της εν τω σώματι παρεδρευούσης χάριτος». Το ίδιο διδάσκει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τους Μάρτυρες, «ων και τα σώματα μόνον ίσα δύνανται ταις αγίαις ψυχαίς η εφαπτόμενα η
τιμώμενα» (Migne, PG 35, 589).

Και ο ιερός Χρυσόστομος, μιλώντας για τις άγιες Βερνίκη (η Βερίνη) και Προσδόκη (Migne, PG 50, 640), γράφει: «συμπλακώμεν αυτών ταις θήκαις δύνανται γαρ και θήκαι μαρτύρων πολλήν έχειν δύναμιν, ώσπερ ουν και τα οστά των μαρτύρων πολλήν έχει την ισχύν». Το να πάει κανείς στον τάφο του μάρτυρος η ν’ αγγίζει τη λάρνακα των τιμίων λειψάνων, έχει «ευλογίαν τινά εκείθεν». Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος συμβούλευε (οπ.π., στ. 664): «παράμενε τω τάφω του μάρτυρος, έκχεε πηγάς δακρύων εκεί, σύντριψον την διάνοιαν, άρον ευλογίαν από του τάφου… Περιπλάκηθι την σορόν, προσηλώθητι τη λάρνακι ουχί τα οστά μόνον των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι αυτών, και αι λάρνακες πολλήν βρύουσιν ευλογίαν. Λάβε έλαιον άγιον και κατάχρισόν σου όλον το σώμα, την γλώτταν, τα χείλη, τον τράχηλον, τους οφθαλμούς, και ουδέποτε εμπεσή εις το ναυάγιον της μέθης…». Και όχι μόνο το δαιμόνιο της μέθης, αλλά και οι άλλοι φοβεροί «λήσταρχοι» δαίμονες, βλέποντας τα τίμια λείψανα, εγκαταλείπουν τα σώματα η τον τόπο που μένουν και το βάζουν στα
πόδια, λέει ο Χρυσόστομος (όπ.π., στ. 617-618): «καθάπερ γαρ λήσταρχοι και τυμβωρύχοι, επειδάν ίδωσιν όπλα που κείμενα βασιλικά, θώρακα και ασπίδα και κράνος, χρυσώ πάντα καταλαμπόμενα, αποπηδώσιν ευθέως, και ουδέ προσελθείν ουδέ άψασθαι τολμώσι, μέγαν υφορώμενα κίνδυνον, ει τι τοιούτον τολμήσαιεν ούτω δη και οι δαίμονες, οι αληθινοί λήσταρχοι, όπουπερ αν ίδωσι μαρτύρων σώματα κείμενα, δραπετεύουσι και αποπηδώσιν ευθέως».

Η χαρά, λοιπόν, που γέμιζε τις καρδιές των πιστών με την απόκτηση νέων πρεσβευτών και ικετών-μεσιτών προς τον Κύριο στο πρόσωπο των αγίων Μαρτύρων, τώρα, με τα θαύματα και τις ιάσεις που παρείχαν, γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Ο πανηγυρικός χαρακτήρ των «συνάξεων» διατήρησε και το λειτουργικό χρώμα, τη λειτουργική πράξη, με τη θεία Ευχαριστία και τη μετοχή των πιστών σ’ αυτή την «κοινωνία των Λγίων». Και γινόταν ο θάνατος των Μαρτύρων πηγή χαράς και αγαλλιάσεως, και όχι πόνου και λύπης, μια που τόσα αγαθά και τόσα θαύματα ανέβλυζαν απ’ τους τάφους και τα άγια λείψανα των Μαρτύρων.

Θα μπορούσε κανείς να ιδεί τη σημασία που έχουν τα άγια λείψανα για την Εκκλησία και στο γεγονός, ότι δεν δέχεται η λειτουργική μας παράδοση να γίνει θεία Λειτουργία σε ναό που δεν έχει εγκαινιασθεί, δηλ. σε ναό που δεν έχουν κατατεθεί αγια λείψανα. Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (καν. 7) ορίζει σαφώς: «Όσοι ούν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν έκτος αγίων λειψάνων Μαρτύρων, ορίζομεν εν αυτοίς κατάθεσιν γενέσθαι λειψάνων μετά της συνήθους ευχής, ο δε άνευ άγιων λειψάνων καθιερών ναόν, καθαιρείσθω, ως παραβεβηκώς τας έκκλησιαστικάς παραδόσεις» (βλ. Πηδάλιον, εκδ. «Αστέρος», Αθήναι 1957, σελ. 328). Ακόμη αυστηρότερος κανών αναφέρεται από την τοπική Σύνοδο της Καρθαγένης (καν. ….α’): «Ήρεσεν, ίνα πανταχού, ανά τούς αγρούς και τους αμπελώνας θυσιαστήρια ωσανεί εις μνήμην Μαρτύρων καθιστάμενα, εν οις ουδέ εν σώμα η λείψανον Μαρτύρων αποκείμενα δείκνυνται άπό των εντοπίων επισκόπων, ει έστι δυνατόν, καταστρέφωνται» (βλ. Πηδάλιον, σελ. 508).

Αλλά και σήμερα, η ζωντανή εκκλησιαστική παράδοση, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τον ζ’ κανόνα της Ζ’ Οικουμ. Συνόδου, δεν ανέχεται να τελούμε τη θ. Λειτουργία σε ναό που δεν εγκαινιάστηκε, η αλλού οπουδήποτε, αν δεν έχουν προσαρτηθεί άγια λείψανα στο χρησιμοποιούμενο αντιμήνσιο (βλ. Πηδάλιον, σελ. 350, σημ.).

Τον λειτουργικό χαρακτήρα της μνήμης των Μαρτύρων δείχνουν, πάνω άπ’ όλα, οι θεσπέσιοι ύμνοι της Εκκλησίας, που συμπυκνώνουν στους στίχους τους όλες τις αγιολογικές αντιλήψεις και την τιμή που εκδηλώνουμε στα μαρτυρικά τους πρόσωπα με τις γιορτές. Μεταφέρουμε εδώ ένα ιδιόμελο δοξαστικό, που ψαλλόταν άλλοτε στη μνήμη του ιερού Πολυκάρπου Σμύρνης και τώρα βρίσκεται στο μηναίο του Φεβρουαρίου (κγ’). Βρίσκεται στη Μουσική Μέλισσα» (τομ. Γ ‘, Κων/λις 1847) του Θεοδ. Φωκαέως σελ. 108-110 (ήχος πλαγ. του β’):

Τον βότρυν της χάριτος
εν τη ψυχή σου γεωργήσας
τον λόγον της πίστεως ως οίνον εξέβλυσας
εις ευφροσύνην των πιστών
και απέραντον ώφθης θαυμάτων πέλαγος
Ιεράρχα Πολύκαρπε
προ γαρ της Ιερωσύνης παραδόξως
τους χιτώνας της θρεφαμένης σε γυναικός
δι’ ευχής σου επλήρωσας,
ους πριν αυτός έπι τοις δεομένοις εκένωσας
μετά δε την ιερωσύνην
ορμήν πυρός επέσχες
και υετόν τη γή αυχμώση κατήγαγες,
και αύθις την αμετρίαν τούτου
ως ο θεσβίτης ανέστειλας
λογικούς δε καρπούς τώΚυρίω προσαγαγών
οι χρετων ενσεων,
δια πυρός τον αγώνα διήνυσας.
Διό οι φωτισθέντες σοίς λόγοις
αξιοχρέως ανυμνούμεν
την αξιέπαινον μνήμην σου.

Από το βιβλίου του Π. Β. Πάσχου: Αγιοι οι Φίλοι του Θεού. Εισαγωγή στην Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υμναγιολογικά Κείμενα και Μελέτες – 2

Εκδόσεις Αρμός. Αθήναι, 1995

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.