Ο πόθος της ησυχίας που διακατείχε τον Μακαριστό Ιερομ. Αθανάσιο Χαμακιώτη – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και
Καταπαύσω; Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω»

Ο π. Αθανάσιος, αν και έζησε τόσα χρόνια στον κόσμο, παρέμεινε μοναχός. Υπηρέτησε, όπως είδαμε, με απίστευτη αυταπάρνηση την εκκλησία και το λαό του Θεού. Μέσα του όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, ο πόθος του να ζήσει στη δύση της ζωής του σε κάποιο μοναστήρι μεγάλωνε. Έτσι άρχισε διακριτικά και μεθοδικά να προπαρασκευάζει την ίδρυση μιας μοναστικής κυψέλης. Άλλωστε ένιωθε την ανάγκη, ειδικά στη δεκαετία του 1950, να αποσύρεται για λίγο σε μοναστήρι προς πνευματική ανανέωση και ξεκούραση, ακολουθώντας την προτροπή του Χριστού προς τους μαθητές του: «Δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν, εις έρημον τόπον, και αναπαύεσθε ολίγον». Καταφύγιό του έγινε το μοναστήρι του Ευαγγελισμού – Οσίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη, το οποίο βοήθησε υλικά και πνευματικά, και μάλιστα στα πρώτα βήματα της επανασύστασής του. Σε μια σύντομη επιστολή σε πνευματικό του παιδί εκφράζεται η ανάγκη του για δική του ανάπαυση καθώς και το ενδιαφέρον του για την οικονομική ενίσχυση της μονής, που τότε βρισκόταν σε μεγάλη ένδεια.
«Πνευματικόν μου τέκνον Σ.
Χαίρε εν Κυρίω πάντοτε.
Όπως ξεύρεις πηγαίνω εις ένα μοναστηράκι στη Νέα Μάκρη δια πνευματικά καθήκοντα και δια ξεκούρασίν μου έστιν ότε. Τον άλλο μήνα θα γίνει υπέρ της Ι. Μονής αυτής λαχειοφόρος αγορά. Σου στέλνω 10 εισιτήρια δια να τα διαθέσης μεταξύ των γνωστών σου προσώπων.
Διατελώ προς αμφοτέρας Σας
με εγκαρδίους ευχάς και αγάπην εν Κυρίω.
Ο πνευματικός πατήρ
Ιερομόναχος Αθανάσιος.
Το 1956, όταν ο γέροντας ήταν 65 χρονών, θέλησε να ανανεώσει τις μοναχικές του υποσχέσεις, λαμβάνοντας το μεγάλο αγγελικό σχήμα. Για το σημαντικό αυτό γεγονός γράφει ο π. Α. Ρ.:
«Εκεί, στον ιερό Ναό της Παναγίας της Νερατζιώτισσας, είχα την ξεχωριστή τιμήν να παραβρεθώ στη μεγαλοσχημία του Γέροντος. Ήμουν στις πτυχιακές εξετάσεις μου τότε. Ο Γέροντας Αθανάσιος είχε αρχίσει να ετοιμάζεται και ¨μοναχικά¨ – πνευματικά – για την ίδρυσι του Ιερού Ησυχαστηρίου του. Ζήτησε από τον φημισμένο και φίλο του Ηγούμενο της Λογγοβάρδας π. Φιλόθεον Ζερβάκον να τον κουρέψει Μεγαλόσχημον μοναχόν. Έτσι τιμήθηκα και εγώ, παρ’ ότι ήμουν δόκιμος μοναχός και φοιτητής, να παραβρεθώ στην κουρά του και να του συμπαρασταθώ σε κάποιες στιγμές που χρειάστηκε. Για παράδειγμα, χρειάστηκε να φροντίσω να φέρω ¨τα σχήματα¨ για την κουρά… Ο Γέροντάς μου θα κούρευε Μεγαλόσχημον τον αναπληρωτή Πνευματικό μου! Παρά την ανωριμότητά μου, έζησε στιγμές μοναδικές και ανεπανάληπτες μέσα στο λιτό βάθος τους και στην ανεπιτήδευτη αίγλη τους.
Στο σημείο αυτό, θέλω να καταδείξω την ταπείνωση του οσίου Γέροντος π. Αθανασίου. Επειδή παραβρέθηκα στην κουρά του και συμμετείχα ενεργά, όπως εσημείωσα προηγουμένως – παρά το ότι ήμουν εξομολογούμενος εις αυτόν και παρά το ότι ήμουν και κατά σαράντα ένα χρόνια νεώτερός του – έκτοτε αισθανόταν ευγνωμοσύνη και ¨σεβασμό¨ στο πρόσωπό μου. Και αυτό δεν ήταν ούτε προσποιητό ούτε στιγμιαίο».
Ο γέροντας χάρηκε αφάνταστα για τη μοναχική αυτή αναβάθμιση και μάλιστα προέτρεπε τους ιερομονάχους που εξομολογούντο σ’ αυτόν να γίνουν κι αυτοί μεγαλόσχημοι.
Καθώς περνούσαν οι μέρες οι γέροντας «εστήριξε το πρόσωπον αυτού του πορεύεσθαι» σε μοναστήρι. Πήρε πλέον την απόφαση να οδηγήσει τα βήματά του σε χώρο μοναστικό. Ήδη το Μαρούσι άρχισε να αλλάζει και να αλλοιώνεται. Μπροστά από τη Νερατζιώτισσα, όπως σημειώσαμε, περνούσε η παλιά σιδηροδρομική γραμμή Πειραιώς – Κηφισιάς, που είχε σταματήσει να λειτουργεί. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 τα έργα εκσυγχρονισμού του δικτύου ξανάρχισαν και το 1958 το «μετρό» άρχισε να λειτουργεί. Ο θόρυβος του τρένου, σε συνδυασμό με τη ραγδαία οικοδομική έκρηξη του Μαρουσιού, κατέστρεψαν την ησυχία και τη γαλήνη της περιοχής. (Σήμερα, δυστυχώς, η Νερατζιώτισσα αυτό το όμορφο και κατανυκτικό εκκλησάκι, ασφυκτιά από το μπετόν και τα έργα που έγιναν˙ δεν θυμίζει τίποτε από την παλιά γαλήνια ομορφιά. Όλα θυσιάζονται στο βωμό του εκσυγχρονισμού και της αντιπαροχής…)
Στο μοναστήρι της Ν. Μάκρης συνάντησε για πρώτη φορά τη μετέπειτα γερόντισσα Μακρίνα, που επρόκειτο να μονάσει. Η γερόντισσα είχε πνευματικό τον π. Παρθένιο, ιερομόναχος της Ι. Μονής Πετράκη. Ο π. Παρθένιος, είχε επικοινωνία με τον π. Αθανάσιο και είχε πει στη γερόντισσα:
-Όταν πεθάνω, θα κάνεις πνευματικό τον π. Αθανάσιο.
Στη συνάντηση αυτή ο π. Αθανάσιος, σαν να κατάλαβε την επιθυμία της γερόντισσας και ζήτησε πολύ ταπεινά να τον δεχτούν κι αυτόν στο μοναστήρι που σχεδίαζαν.
-Άκου, παιδί, είπε, αφού θέλεις να ξεκινήσεις ένα μοναστήρι, είναι ευλογημένο να έρθω κι εγώ μαζί σας;
-Τιμή μας, γέροντα. Πολύ μας συγκινεί αυτό, απάντησε η γερόντισσα.
Έτσι απλά μπήκαν τα πρώτα θεμέλια.
Για οκτώ χρόνια έψαχναν για κατάλληλο τόπο. Στην αρχή οι έρευνες στράφηκαν στις περιοχές της Ν. Μάκρης και του Μαραθώνα. Στην περιοχή αυτή υπάρχει μετόχι της Ι. Μονής Πετράκη, ο Άγιος Γεώργιος «Βρανάς». Ο γέροντας το ζήτησε από τον τότε ηγούμενο και μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο (Βαληνδρά). Γράφει ο Μητροπολίτης:
«Τότε ήρχισε να τον απασχολή η ίδρυσις μονυδρίου ή ησυχαστηρίου. Και ανεζήτει τον τόπον και το κατάλληλον φυσικόν περιβάλλον. Το έμψυχον υλικόν ήτο ήδη έτοιμον. Και κάποια οικονομική απαρχή διετίθετο εξ αυτών τούτων των αμέσως ενδιαφερομένων πνευματικών του τέκνων. Τα υπόλοιπα «θα τα έφερνε η Παναγία». Και τα έφερε πράγματι.
«Είχεν απευθυνθή και εις εμέ, ζητών την βοήθειάν μου, ως ηγουμένου τότε (1957 – 61) της Ιεράς Μονής Πετράκης, εν Αθήναις, δια την παραχώρησιν κτήματός τινός της Μονής, μετά κτίσματος ναϋδρίου δια να προχωρήσει εις υλοποίησιν του σχεδίου του.
«Επεσκέφθημεν μαζί μετόχιον της Μονής Πετράκη εις θέσιν «Βρανά» Αττικής (παρά την Ν. Μάκρην). Και ήρεσεν ο τόπος εις τον ίδιον και τα συνοδεύοντα δύο πρόσωπα – στελέχη του υπό σκέψιν μονυδρίου.
«Εισηγήθην εις τον τότε Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Θεόκλητον Β’, κατ’ επανάληψιν (μίαν φοράν και επί παρουσία του), την έγκρισιν της παραχωρήσεως. Τον εγνώριζε προσωπικώς, ως χρηματίσας άλλοτε Μητροπολίτης Καλαβρύτων, και τον εξετίμα ιδιαιτέρως. Αλλά, παραδόξως… δεν ενέκρινε την παραχώρησιν! Τις οίδε δια ποίον λόγον…»
Αργότερα ο Μητροπολίτης Αττικής Ιάκωβος υπέδειξε άλλη τοποθεσία στον Κουβαρά, αλλά ο γέροντας δεν αναπαυόταν γιατί η περιοχή έχει πολλούς παλιοημερολογίτες και πιθανόν να είχε προβλήματα. Ο καιρός περνούσε. Οι υποψήφιες μοναχές αδημονούσαν.
-Ως πότε, γέροντα, θα περιμένουμε; Ρωτούσαν.
Ο γέροντας όμως, όπως πάντα, προσευχόταν και ζητούσε να γίνει το θέλημα του Θεού. Και η απάντηση του Θεού ήλθε κατά θαυμαστό τρόπο. Όπως είδαμε, ο γέροντας προσευχόταν τις νύχτες έξω από τη Νερατζιώτισσα. Κάποια νύχτα, προσευχόταν με υψωμένα χέρια κάτω από τις νεραντζιές. Ήταν περίπου 2 τη νύχτα όταν ένιωσε να τον χτυπάει ελαφρά στον ώμο κάποιος μοναχός φαλακρός και με πλούσια γενειάδα.
-Ποιος είστε; Ρώτησε με απορία.
-Λαυρέντιος! Απάντησε. Μη θορυβείσθε. (Και δείχνοντας με το χέρι του προς τα βόρεια, συνέχισε). Προς την Κηφισιά θα ανοίξετε το μοναστήρι.
Και ο άγιος Λαυρέντιος έγινε άφαντος.
Όταν όμως τον επισκέφθηκε η γερόντισσα της είπε χαρούμενος.
-Άκουσε, παιδί, κάπου προς την Κηφισιά θα πάμε. Μου έδειξε με το χέρι του ο άγιος Λαυρέντιος.
Πράγματι, ο τόπος βρέθηκε λίγο πιο πάνω από την Κηφισιά, στην περιοχή Ροδόπολης (Μπάλας). Η γερόντισσα άκουσε πως υπάρχει ένα μικρό παλαιοημερολογίτικο ησυχαστήριο που το πουλούσαν. Πρότεινε στο γέροντα να πάνε να το δουν. Πράγματι το επισκέφθηκαν. Το μέρος ήταν ησυχαστικό. Υπήρχε μια μικρή εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου, δύο μικρά κελλάκια και δίπλα ένα πηγάδι. Ο γέροντας ενθουσιάστηκε.
-Αφού υπάρχει εκκλησία και νερό, θα το πάρουμε και θα ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας, είπε. Τα χρήματα που ζητούσαν οι ιδιοκτήτες ήταν αρκετά. Όμως ο Θεός βοήθησε να βρεθούν, με τη βοήθεια των πνευματικών του παιδιών. Αλλά και η μετέπειτα εξέλιξη με τη βοήθεια του Θεού ήταν θετικότατη.
Ο γέροντας ήθελε να γίνει ησυχαστήριο. Χρειαζόταν όμως αρκετές προσπάθειες για να νομιμοποιηθεί. Πολύ θετικό ρόλο έπαιξε ο επί χρόνια επίτροπος στο Μητροπολιτικό ναό Αμαρουσίου Κ. Παπαδημητρίου, που εκτιμούσε και σεβόταν πολύ το γέροντα. Πήγε ο ίδιος στο Μητροπολίτη Αττικής Ιάκωβο, τον οποίο γνώριζε πολύ καλά, και τον παρακάλεσε:
-Σεβασμιώτατε, θερμά σας παρακαλώ να δώσετε την άδεια ώστε το μοναστηράκι του π. Αθανασίου να γίνει ησυχαστήριο, είπε.
-Με όλη μου την ψυχή, του απάντησε ο Μητροπολίτης. Και θα βάλω το βασιλιά Παύλο να το υπογράψει για να έχει βαρύτητα.
Πράγματι έτσι κι έγινε. Το ησυχαστήριο κατοχυρώθηκε με την υπογραφή του βασιλιά Παύλου και μάλιστα ήταν το τελευταίο βασιλικό διάταγμα που υπέγραψε ο Παύλος. Η χαρά του γέροντα απερίγραπτη.
-Δόξα τω Θεώ, παιδί, είμαστε εντάξει, επανελάμβανε.
Αργότερα ο Μητροπολίτης με άλλο έγγραφο παραχώρησε και το παλαιό παρεκκλήσι του αγίου Ιωάννου, λίγο πιο πάνω απ’ το μοναστήρι.
Έτσι οι βάσεις μπήκαν και οι πρώτες αδελφές εγκαταστάθηκαν. Ο γέροντας όμως πονούσε τη Νερατζιώτισσα και τον κόσμο της και τον απασχολούσε το θέμα της διαδοχής. Στο πρόσωπο του π. Χ. Μ. βρήκε τον αντικαταστάτη που ήθελε. Λειτούργησαν για ένα μήνα μαζί, για να τον αποδεχθούν οι άνθρωποι, αλλά και για να τον ενημερώσει.
Ο π. Χ. θυμάται μεταξύ των άλλων. «Στο διάστημα αυτό που μείναμε μαζί, παρατήρησα πως οι άνθρωποι που έρχονταν στη Νερατζιώτισσα έφερναν πολλά πράγματα. Αναρωτιόμουν τι θα τα κάνω. Το ανέφερα στον γέροντα και κείνος μου είπε:
-Θα βλέπεις κάθε μέρα να καταφθάνουν τα πνευματικά μου παιδιά σαν τις μελισσούλες και θα φέρνουν πολλά πράγματα. Αλλά θα καταφθάνουν και οι φτωχοί μας. Εσύ από το ένα μέρος θα παίρνεις και από το άλλο θα δίνεις!».
Κι έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, η τελευταία λειτουργία. Αποχαιρέτησε τον κόσμο και υπέδειξε το νεαρό ιερομόναχο με πολύ κολακευτικά λόγια, που δείχνουν και την ταπείνωσή του. Είπε συγκινημένος:
-Παιδιά, εγώ ο αγράμματος θα φύγω. Αλλά σας έφερα ένα θεολόγο ανώτερο και καλύτερο από μένα… Εγώ δεν θα είμαι μακράν. Όσοι αναπαύεστε θα έρχεστε στον π. Χ., που είναι πνευματικό μου παιδί. Αλλά όποιος θέλει να έρχεται και πάνω στο μοναστήρι.
Τα μάτια όλων βούρκωσαν. Τα ψυχοδυναμικά και τα συναισθήματα του αποχωρισμού είναι έντονα. Δεν είναι μικρό πράγμα. Εικοσιεπτά χρόνια ήταν αυτά με τόσες εμπειρίες… Ήταν αρχές του Σεπτεμβρίου 1963. Για πρώτη φορά το πανηγύρι της Νερατζιώτισσας θα πραγματοποιηθεί χωρίς την παρουσία του π. Αθανασίου.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.