Ο Μακαριστός Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης «Εν Πνεύματι αγίω προσευχόμενος…» – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Η ζωή του γέροντα μέσα στο μοναστήρι, εκτός των ποιμαντικών φροντίδων του, κυλούσε με τη μελέτη κυρίως του Ευαγγελίου, αλλά τον περισσότερο χρόνο με την προσευχή. Το κελλί του ήταν το μεγαλύτερο σχολείο του και το καταφύγιό του, ήδη από τότε που ξεκίνησε τη μοναχική του πορεία, σύμφωνα με το λόγο των πατέρων:
«Κάθισον εις το κελλίον σου και το κελλίον σου διδάσκει σε πάντα». Κάποτε μάλιστα, τον επισκέφθηκε ένας επίσκοπος, που αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα. Είχε γίνει στόχος πολλών εξωεκκλησιαστικών παραγόντων, που είχαν δημιουργήσει πολύ θόρυβο και τον είχαν φέρει σε δύσκολη θέση. Εξέθεσε τα γεγονότα στον π. Αθανάσιο και ο σοφός γέροντας του απάντησε:
-Σεβασμιώτατε, εμείς οι μοναχοί έχουμε ένα οχυρό απόρθητο, που δεν μπορεί ούτε ο σατανάς να το πειράξει. Είναι το κελλί μας! Εκεί θα πάτε και θα κλεισθείτε χωρίς να δέχεσθε κανένα. Μόνο προσευχή να κάνετε.
Πράγματι, ο επίσκοπος εφάρμοσε τη συμβουλή του γέροντα, ώσπου το πρόβλημα λύθηκε, και ο θόρυβος εκόπασε.
Ο γέροντας είχε και μια άλλη συνήθεια. Κάθε απόγευμα σχεδόν έπαιρνε το ραβδί του και ψελλίζοντας την ευχή, ανέβαινε προς τον «αφέντη». Προχωρούσε στα πεύκα, στα πουρνάρια˙ το βλέμμα του έπεφτε χαμηλά, στο μοναστηράκι του. Εκεί μέσα στους θάμνους, παρά τα γεράματά του, έπεφτε στα γόνατα, ύψωνε τα χέρια του και συνομιλούσε με το Θεό. Επίμονα και φλογερά. Με απλότητα μικρού παιδιού.
Κάποιο απόγευμα άργησε να γυρίσει. Στο μοναστήρι ανησύχησαν. Η γερόντισσα Μακρίνα ξεκίνησε να τον βρει. Φτάνοντας κοντά στο παρεκκλήσι του Άι – Γιάννη, τον άκουσε να φωνάζει. Προσευχόταν δυνατά. Η γερόντισσα του φώναξε:
-Γέροντα, πού είσαι;
Βγήκε μέσα από τους θάμνους και την καθησύχασε.
-Εδώ είμαι, γερόντισσα. Μην ανησυχείς.
-Γέροντα, γονάτισες μέσα στους θάμνους! Πώς θα σηκωθείς…
-Παιδί, ο Θεός δεν αφήνει. Ήρθα εδώ πάνω για να φωνάζω στο Θεό. Του δείχνω το μοναστήρι και του λέω:
«Κύριε, να φυλάξεις αυτές τις νύμφες Σου που έφερα εδώ. Κύριέ μου, τις μοναχές αυτές κράτα τες καλά!»
-Και γιατί να φωνάζετε; Αν το πείτε μέσα σας δεν είναι το ίδιο;
-Φωνάζω για να τα ακούνε και τα αυτιά! Όχι να λες την προσευχή και να φεύγεις αλλού.
Σταμάτησε λίγο και συνέχισε.
-Οι άγιοι φώναζαν στο Θεό. Και ο Μωυσής φώναζε στον Κύριο. Γι’ αυτό, τι του είπε ο Κύριος; Τι βοάς προς με;» Ο Θεός θέλει την καρδιακή προσευχή, όμως θέλει και τις φωνές! Έτσι και συ να φωνάζεις στο Θεό.
Αγία απλότης!
Όπως και στη Νερατζιώτισσα, έτσι και στο μοναστήρι, ήταν αδιανόητο για το γέροντα να παραλείψουν κάποια ακολουθία ή μέρος κάποιας ακολουθίας. Όλες ετελούντο κανονικά. Το παρεκκλήσι του αγ. Γεωργίου ήταν ο χώρος που ο γέροντας βρισκόταν αρκετές ώρες προσευχόμενος ή εξομολογώντας. Ήταν δίπλα στο κελλί του. Λίγο πριν το τέλος του, όταν ήταν καταβεβλημένος και άρρωστος, παρακολουθούσε τις ακολουθίες απ’ το κρεβάτι του. Το κελλί του επικοινωνούσε μ’ ένα παραθυράκι με το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου. Αν καμιά φορά οι μοναχές έκαναν λάθος, τις διόρθωνε, πάντα με τακτ και ευγένεια.
-Παρακαλώ, για ξαναπέστε το αυτό, δεν το άκουσα!
Το ίδιο και στην ανάγνωση κατά την ώρα της τράπεζας.
Ιδιαίτερα όμως στη θεία Λειτουργία εύρισκε το πλήρωμά του και ολοκλήρωνε την ευφροσύνη της ψυχής του. Για τη θεία Λειτουργία προετοιμαζόταν επιμελώς. Το βράδυ διάβαζαν οι αδελφές τη θεία Μετάληψη κατά τη διάρκεια του αποδείπνου. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για το γέροντα. Σηκωνόταν τη νύχτα και την διάβαζε άλλη μια φορά. Το πρωί πήγαινε πρώτος στην εκκλησία να την ακούσει για τρίτη φορά. Γι’ αυτό και ήθελε να έχει η εκκλησάρισσα το χρόνο να την διαβάσει πάλι. Όμως ο χρόνος δεν έφτανε, γιατί η αδελφή ήταν απασχολημένη με το άναμμα των καντηλιών. Ο γέροντας βρήκε τον τρόπο να γίνεται κι αυτό, χωρίς να το ζητήσει επιτακτικά. Είπε στην αδελφή:
-Παιδί, όταν ήμουν κι εγώ στο μοναστήρι και είχα αυτό το διακόνημα, ξέρεις τι έκανα; Ετοίμαζα από το βράδυ τα καντήλια και το πρωί απλώς τα άναβα. Αν θέλεις, να το κάνεις και συ έτσι.
Πράγματι, η μοναχή εφάρμοσε αυτό τον τρόπο κι έτσι έμενε χρόνος. Αφού τελείωνε, έλεγε ο γέροντας:
-Παιδί, διάβασε τώρα τη θεία Μετάληψη.
Άρχιζε και νωρίς την προσκομιδή για να προλάβει να διαβάσει πολλά ονόματα. Η δε λειτουργία του αληθινή μυσταγωγία.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ευλάβειάς του ήταν πως είχε ειδικά ράσα και παπούτσια για τη θεία Λειτουργία. Δεν τα φορούσε ποτέ όταν πήγαινε τον περίπατό του στον Άγιο Ιωάννη, ή στην τουαλέτα.
-Παιδί, έλεγε, με αυτό το αντερί (εσώρασο) που μπαίνω στο ιερό, να μπώ και στην τουαλέτα; Δεν είναι δυνατόν.
Και παρ’ όλα τα γεράματά του, δεν βαρυόταν να αλλάξει. Οι μοναχές θυμούνται με πόση ευλάβεια έμπαινε στο ναό και πόση χαρά ένιωθε μέσα «εις τον οίκο του Κυρίου». Χαιρόταν όταν έβλεπε τις μοναχές να ευτρεπίζουν το ναό. Κατά την ώρα των διακονημάτων, όταν η γερόντισσα φώναζε κάποια μοναχή, προθυμοποιείτο και ο ίδιος να την ειδοποιήσει. Αν όμως η μοναχή ευτρέπιζε την εκκλησία, ο γέροντας έλεγε:
-Μην την ενοχλείτε. Είναι απασχολημένη. Καθαρίζει το ναό.
Δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του όταν έβλεπε κάποια μοναχή να γυρίζει από την αγορά και να έχει αγοράσει κάτι που να αφορούσε το ναό και τον ευτρεπισμό του. Αν έβλεπε κάποια αμέλεια, όχι μόνο στο μοναστήρι, αλλά και όταν ήταν στη Νερατζιώτισσα, δεν χαριζόταν. Όπως σημειώνει ο π. Α. Ρ.: «κάποια μέρα, με το που μπήκε στο ναό για να λειτουργήσει, αν και ήταν σύννους και προσευχόμενος, το μάτι του ήδη εντόπισε ένα μικρό σκουπιδάκι ασάρωτο πάνω στο δάπεδο. Έκαμε μιαν αυστηρή παρατήρηση με πολλή γλυκύτητα στο υπεύθυνο πρόσωπο, σαν να του έλεγε: «Το σπίτι του Θεού το φροντίζουμε με περισσότερη επιμέλεια και αφοσίωση, γιατί αυτή η φροντίδα είναι μέρος της λατρείας μας προς ΕΚΕΙΝΟΝ!»
Γι’ αυτό και ο ναός, όπως θυμούνται τα πνευματικά του παιδιά, ήταν πάντα πεντακάθαρος. Όλα άστραφταν, το δάπεδο, τα μανουάλια, τα καντήλια, τα ιερά σκεύη κ.λπ.
Είχε, ειδικά μέσα στο ναό, την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Κάθε φορά δε που περνούσε πίσω από την Αγία Τράπεζα, όπου υπήρχε ο Εσταυρωμένος, πάντοτε έβαζε μετάνοια και προσκυνούσε τα πόδια του Κυρίου.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.