Ανάληψις – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Είναι ένα περίεργο πράγμα: μας κάνει αίσθηση η Πεντηκοστή, η Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και ορθά, είναι η Γέννηση της Εκκλησίας. Είναι όμως πριν απ’ αυτήν και δυό γιορτές, που περνούν απαρατήρητες, παρά το μεγαλείο της μιάς, και την κοσμοσωτήρια σημασία της άλλης. Έρχομαι να πιστέψω ότι, τουλάχιστον στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα, όποια θρησκευτική εορτή δεν συνοδεύεται από αργία, υποβαθμίζεται στην συνείδηση, ακόμη και των πιστών, ως ήσσονος σημασίας. Αναφέρομαι στην Απόδοση του Πάσχα, και στην Ανάληψη του Κυρίου.
Όλες οι Αποδόσεις εορτάζονται σαν περίσσια τιμή και αναγνώριση της σπουδαιότητας μιας γιορτής, αλλά είναι για τους πιστούς μια ευκαιρία να ξαναζήσουν, να χορτάσουν, το πανηγυρικό συναίσθημα που γεννά το εορταζόμενο γεγονός, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το Πάσχα. Πέρυσι που ήταν κλειστοί οι ναοί, η Απόδοση του Πάσχα σηματοδότησε μια νέα Ανάσταση, και γιορτάστηκε τόσο πανηγυρικά όσο της άξιζε, αλλά για τους λάθος λόγους. Και του λόγου το αληθές φάνηκε φέτος. Δεν θα ‘πρεπε ν’ αντηχούν καμπάνες, να τρέχουν όλοι στους ναούς, σε φωταγωγημένους ναούς, για ένα τελευταίο Χριστός Ανέστη; Χορταίνονται οι καταβασίες του Πάσχα; Χορταίνεται το Χριστός Ανέστη; Τότε γιατί δεν τρέχουμε λαίμαργα να γεμίσουμε τα’ αυτιά μας, το στόμα μας, την ψυχή μας, όταν η ίδια η Εκκλησία αναγνωρίζει την ανάγκη, και μας δίνει την ευκαιρία; Τότε, άλλα νοιώθουμε εμείς, και άλλα η Εκκλησία. Και δεν τολμώ να προφέρω το πώς ορίζεται αυτό θεολογικά, γιατί οι ερμηνείες είναι πολλές, και διαφορετικές για τον καθένα.
Τα ίδια και με την Ανάληψη. Θυμάμαι εκείνα τα λόγια του Χριστού πριν την Σταύρωσή Του, όταν απευθυνόταν στον Θεό με αγωνία «Πάτερ, δόξασόν Σου το όνομα!», κι ο Θεός απαντούσε «και εδόξασα, και πάλιν δοξάσω», κι ο κόσμος νόμιζε «βροντήν γεγονέναι», ή «άγγελος αυτώ λελάληκεν». Βλέπεις κάτι φθάνει μέχρι τ’ αυτιά του κόσμου, αλλά βρίσκονται ακόμη μακρυά απ’ την ουσία. Κι έρχεται ο Χριστός και εξηγεί: «ου δι’ εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλά δι’ υμάς. Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νύν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω. Κα’γώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν…». Να το δούμε λίγο πιο αναλυτικά; «Δεν είμαι Εγώ εκείνος που χρειάζεται παρηγοριά, δεν είμαι εγώ ο απομακρυσμένος από την Χάρη του Θεού, αλλά εσείς. Εγώ χρειάζομαι ενίσχυση σαν άνθρωπος για να αντέξω το μαρτύριο του Σταυρού, αλλά κι αυτό το κάνω για σας. Γιατί με τον σαρκικό μου θάνατο και την παρουσία μου στον Άδη, καταργείται το μονοπώλιο που μέχρι τώρα απολάμβανε ο Διάβολος στην πτώση του ανθρώπου. Μπαίνω Εγώ στον θάνατο και διώχνω το παλιό του αφεντικό, την ανθρωποβόρο του βούληση. Μπαίνω Εγώ στον θάνατο, και παύει να είναι αδιέξοδος. Εγώ είμαι ζωή, και μπολιάζω τον θάνατο με ζωή. Ανεβαίνω στον Σταυρό, υψώνομαι από την γή, κι αντί να μείνω στο χώμα σαν άτιμος νεκρός, τραβώ εσάς από την γή στον ουρανό, στον χώρο της ζωής, της αφθαρσίας, της αιώνιας αγαλλίασης στην παρουσία του Θεού».
Αυτή η φράση «εάν υψωθώ εκ της γής, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν», αντηχεί έντονα μέσα μου σήμερα, προβάλλει μπροστά μου σαν θαυμαστή εικόνα, καθώς ακούω το «βλεπόντων αυτών επήρθη, και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών, και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεσαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή» λέγοντας στους αποσβωλωμένους Μαθητές ότι έτσι πάλι θα έρθει ο Χριστός «όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν».
Τι γέφυρα είναι ο Χριστός! Ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, το φθαρτό και το άφθαρτο, τον άνθρωπο και τον Θεό. Τι πήγαιν’ έλα εγκαινιάζει με τον ουρανό, όπως το είχε προείπει στον Ναθαναήλ! Να που σήμερα πάλι, πριν την Έσχατη εκείνη Του Έλευση, έρχεται και υψώνεται από την γή, και μας δίνει το χέρι να μας ελκύσει στον ουρανό! Σαν να βλέπω τον Χριστό να υψώνεται στον ουρανό, αλλά να υψώνεται σκύβοντας, τεντώνοντας το χέρι προς τα κάτω, να Τον πιάσουμε, να μας πιάσει, να μας τραβήξει! Κι εμείς να μην είμαστε εκεί να Του δώσουμε το χέρι, ν’ αρπαχτούμε απ’ τον χιτώνα Του! Να είναι ανοιχτοί οι ουρανοί να μας τραβήξουν, κι εμείς να πορευόμαστε σαν όλες τις μέρες, σκυμμένοι στην γή, στα γήινα, στις φροντίδες, λες κι απ’ αυτό θα γίνει η ζωή μας καλύτερη, όταν το θαύμα συντελείται πάνω από τα κεφάλια μας, κι εμείς δεν γυρίζουμε το βλέμμα να το δούμε, ούτε τεντώνουμε το χέρι ν’ αρπαχτούμε απ’ αυτό!
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.