Τα «Τραγούδια του Θεού» – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κλέβω την έκφραση από τον Παπαδιαμάντη, από το στόμα εκείνης της μικρούλας που τον άκουγε να ψάλλει ταπεινά και κατανυκτικά στον Άγιο Ελισσαίο, με λειτουργό τον παπα-Νικόλα τον Πλανά… Ο ουρανός επι γής… Σκέπτομαι πόσο δίκιο είχε που τα ονόμασε «τραγούδια». Είναι η λέξη που, δυστυχώς, αντικατέστησε στην καθημερινή μας ομιλία την λέξη «άσμα» που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να περιγράψουν την μελωδική απαγγελία, ενώ η λέξη τραγούδι, τράγου ωδή, αφορούσε μόνον τον χώρο του θεάτρου. Μόλις είπαμε ξανά την λέξη: μελ-ωδία, δηλαδή μέλος και ωδή, και τραγ-ωδία, δηλαδή τράγου ωδή. Είναι πολλές οι λέξεις που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα, που έχουν σαν πρώτο ή δεύτερο συνθετικό την λέξη ωδή και το ρήμα άδω απ’ όπου προέρχεται, ή είναι παράγωγά της, όπως παρωδία, ωδείο, ωδικός, συνάδω, κ. ά.
Το αρχικό ρήμα ήταν αείδω. Στην συνέχεια το ε της διφθόγγου συναιρέθηκε με το α, ο τόνος της ανέβηκε στο α, και το ι προσαρτήθηκε στο α, μετατρέποντάς το σε α υπογεγραμμένο. Αν είχαμε διατηρήσει, αν όχι στην προφορά, έστω μόνο στην ορθογραφία τα υπογεγραμμένα ιώτα των λέξεων, τότε θα είχαμε πολύ καλύτερη συνείδηση της λειτουργίας τους. Από το ρήμα αυτό προέρχονται και οι λέξεις αοιδός, άσμα, ωδή και ραψωδός, μελωδός, επωδή, και προσωδία. Στον νού μας η σημασία του άσματος συγχέεται με το μέλος, όμως μέλος είναι το λυρικό άσμα. Συγχέεται επίσης και με τον ψαλμό, που είναι το αποτέλεσμα του ψάλλειν. Ψάλλω, σημαίνει πάλλω με τα δάχτυλά μου ένα έγχορδο μουσικό όργανο, εξ ού και το ψαλτήριο.
Όποιος όμως άδει, δεν ψάλλει. Δεν παράγει μουσική με κάποιο μουσικό όργανο παρόλο που μπορεί να συνοδεύει το άσμα του με κάποιο, ούτε η φωνή του είναι «μέλος» αναγκαστικά, μουσική δηλαδή. Αυτό που κάνει είναι να εκφέρει τους ήχους τόσο όμορφα και ρυθμικά, που το άκουσμα να είναι τόσο αρμονικό και ευχάριστο, σχεδόν σαν τραγούδι. Ο αρχαίος αοιδός, πρωτίστως απήγγελλε ρυθμικά, σαν τα κύματα της θάλασσας, και το ρυθμικό άκουσμα, χάιδευε τ’ αυτιά των ακροατών, από γενιά σε γενιά, μέσα στους αιώνες. Ο ρυθμός τους βοηθούσε, όχι μόνο να τα παρακολουθούν με απόλαυση, αλλά και να τα θυμούνται: «Μήνιν άειδε, θεά, Πληιάδεω Αχιλήος…». Ο ρυθμός σε παρασύρει, το ίδιο ελκυστικά που σε παρασύρει κι ο δεκαπεντασύλλαβος: «Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…», κι ο ίαμβος: «ακτίς αελίου το κάλλιστον επταπύλω φανέν Θήβη των προτέρων φάος…», κι ο εμβατηριακός ανάπαιστος: «Στών Ψαρών την ολόμαυρη ράχη…», και τόσα άλλα μέτρα, που κρατούν από παλιά, από τότε που αφουγκράστηκε ο άνθρωπος τους παλμούς της καρδιάς του, και σκέφτηκε να τους μιμηθεί, και να συντονίσει μ’ αυτούς την φωνή και την κίνησή του.
Λέμε πως το χαρακτηριστικό της Ελληνικής Γλώσσας είναι η προσωδία, αυτό δηλαδή που ταιριάζει στην ωδή, που δημιουργεί ωδή από μόνο του, κι αυτό δεν είναι άλλο από την εναλλαγή μακρών και βραχέων φωνηέντων, δηλαδή φωνηέντων με μακρό ήχο, και άλλων με σύντομο, βραχύ. Αυτή η διαφοροποίηση στην προφορά, αυτή ακριβώς που βρίσκεται στη ρίζα της γλώσσας μας, και δημιουργεί μουσικότητα στον λόγο, έχει χαθεί στις μέρες μας, κι η φωνή μας έχει γίνει μονότονη.
Ο ρυθμός συνοδεύει και την προσευχή του ανθρώπου, γιατί την δένει με την κίνηση της ψυχής, την κάνει πιο βαθειά, πιο υποβλητική, πιο προσφιλή, πιο ευμνημόνευτη. Η Προσωδία βρίσκεται στην καρδιά της προσευχής, που από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους «αδόταν», μ’ έναν τρόπο που όλο και προήγαγαν και τελειοποιούσαν μελωδοί που είχαν βαθειά αντίληψη του ρυθμού και της προσωδίας, σαν τον Ρωμανό τον Μελωδό, και τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Οι εκκλησιαστικοί μας μελωδοί έχουν καταλάβει πόσο αλληλένδετος είναι ο ήχος με το νόημα, πόσο αλληλοϋποστηρίζονται και ενισχύονται. Όλοι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, όλοι οι ήχοι, είναι, όχι μόνο η πιο πανηγυρική απόδειξη αυτής της αλήθειας, αλλά και η μόνη επιβίωσή της.
Αξίζει να σταθούμε σ’ αυτό με ευλάβεια, όχι μόνο θρησκευτική, αλλά και εθνική, γλωσσική. Η εκκλησιαστική μας μουσική, η λεγόμενη βυζαντινή μουσική, είναι η πραγμάτωση της προσωδίας, η αξιοποίησή της με όλους τους τρόπους, και το νήμα από το οποίο κρατιέται η γλώσσα μας πάνω στις ζωογόνες της ρίζες.
Εκείνο το κοριτσάκι στον Άγιο Ελισσαίο, καταλάβαινε υποσυνείδητα το σκίρτημα της ψυχής με τον ήχο και την προσωδία, και, σαν άλλος Απόστολος Παύλος, μην βρίσκοντας άλλο τρόπο να περιγράψει την τέρψη του, την ονόμασε «τραγούδια του Θεού». Το ίδιο όμως λέμε κι εμείς. Στην καρδιά της Θείας Λειτουργίας, εκεί που η ψυχή ανυψώνεται στον Ουρανό για να δεχτεί τα Τίμια Δώρα σαν σώμα και αίμα του Χριστού, ψάλλουμε εκείνον τον υπέροχο ύμνο, τον «Χερουβικό». Δεν τον ψάλλουμε, τον άδουμε, για ν’ ακριβολογούμε. «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη Ζωοποιώ Τριάδι τον Τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν, ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Δηλαδή, «μ’ έναν τρόπο μυστικό, μέσα στην καρδιά μας ο καθένας, ας διώξουμε όλες τις μέριμνες της ζωής, για να μπορέσουμε να δούμε να περνά μπροστά μας ο ίδιος ο Χριστός, συνοδευόμενος από τάξεις αγγέλων με δόρατα στα χέρια». Και πώς θα το αντέξουμε τέτοιο βίωμα, πώς θα συμμετάσχουμε σ’ αυτό, ποιά είναι η θέση μας την ώρα που θα συντελείται μπροστά μας η Θεία αυτή παρέλαση; Θα εικονίζουμε μέσα μας τα Χερουβείμ, και θα άδουμε τον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Θα άδουμε! Θα προφέρουμε μία- μία τις συλλαβές, αργά, ρυθμικά, μελωδικά, τονίζοντας τα μακρά φωνήεντα, κρατώντας τον ήχο τους παρατεταμένο όπως τους αρμόζει, κι η μελωδία θ’ αναδυθεί από μόνη της, με όλες τις παραλλαγές που ακούγονται από τα αναλόγια!
Στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους οι πιστοί ήταν οι ίδιοι οι «προσάδοντες». Αργότερα χρειάστηκε η καθοδήγηση των ψαλτών, σήμερα η καθοδήγηση αυτή είναι απαραίτητη, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις «προσάδουμε» κι εμείς, ο λαός, παρασυρμένοι από την ομορφιά του ήχου. «Προσάδω», θα πει εν προκειμένω, πολλά πράγματα. Άδω τον Τρισάγιο Ύμνο προς, ενώπιον δηλαδή, απευθυνόμενος στην Αγία Τριάδα. Άδω τον Τρισάγιο Ύμνο πρός, επιπλέον δηλαδή των άλλων, επιπλέον δηλαδή της προσευχής μου, ή προς όλων των άλλων ύμνων που έψαλλα ήδη ή πρόκειται να ψάλλω, και τέλος προς, επιπλέον, ενώνοντας την φωνή μου, το άσμα μου, με αυτό των αγγέλων, εκείνων που συνοδεύουν τον Κύριο, και ταυτοχρόνως και όλων των αγγέλων στον ουρανό, που άδουν αενάως μπροστά στον θρόνο του Θεού. Ενώνω την φωνή μου επίσης, με την φωνή των ψαλτών και όλων των πιστών, για να γίνουμε μια φωνή, και μία ωδή, υποδεχόμενοι τον Κύριο.
Προσάδουμε τα τραγούδια του Θεού… Προσάδουμε τον Τρισάγιο Ύμνο με λέξεις και ήχους που μας δένουν με τα βάθη της προαιώνιας Ιστορίας μας, και τους αναβιβάζουμε σε ύμνο προς τον Θεό. Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη προς την Εκκλησία που μου δίνει αυτό το δώρο, που μου μαθαίνει να προσάδω, που μου δίνει την ευκαιρία να το κάνω. Αισθάνομαι επίσης τεράστια ευγνωμοσύνη και προς όλους τους ψάλτες που αφιερώνουν το δώρο της φωνής τους στα «τραγούδια του Θεού», που κανοναρχούν κι εμένα, και με καθοδηγούν να χαίρομαι την γνησιότητα της γλώσσας μου, και να την κάνω ασματική προσευχή…
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.