«Αν είμαστε παιδιά των αγίων αποστόλων …».

Από το Γεροντικό

Είπε κάποιος γέροντας: «Αν είμαστε παιδιά των αγίων αποστόλων – όπως τονίζει ο Παύλος. «Με τη χάρη του Ιησού Χριστού εγώ σαν πατέρας σας γέννησα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου»,1 – οφείλουμε, εμείς τα παιδιά, να μιμούμαστε τους γονείς. Οι απόστολοι χαίρονταν, όταν τους μαστίγωναν, και έμεναν ατάραχοι, όταν τους συκοφαντούσαν, καθώς οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι έλεγαν γι’ αυτούς. «Αυτοί είναι που αναστατώνουν την οικουμένη με τις μαγείες και τις μαγγανείες τους¨2 και με όλα αυτά και τα παρόμοια όχι μόνο δεν λυπούνταν, αλλά και χαίρονταν. Γι’ αυτό και έλεγαν με καύχημα. ¨Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά¨3 κτλ.
Αυτά γράφηκαν για έναν λόγο, για να τα μιμηθούμε και εμείς. Όταν λοιπόν μας κάνουν ή μας πουν κάτι τέτοιο, οφείλουμε από τη μια να χαιρόμαστε, επειδή έχουμε μεγάλο κέρδος και γινόμαστε κοινωνοί των αγίων αποστόλων και των μαρτύρων, και από την άλλη να περιμένουμε περισσότερα από αυτά, ώστε και πιο γνήσια να αποδείξουμε τη συγγένειά μας προς αυτούς, και μεγαλύτερα αγαθά να κερδίσουμε, με το να γίνουμε συμμέτοχοί τους στην ουράνια και αιώνια δόξα».
Μερικοί αδελφοί μίλησαν επαινετικά για κάποιον μοναχό στον αββά Αντώνιο. Αυτός, όταν ο μοναχός τον επισκέφθηκε, τον δοκίμασε αν σηκώνει προσβολή. Όταν διαπίστωσε ότι δεν την υπομένει, του είπε: «Μοιάζεις με ένα χωριό που από μπροστά είναι στολισμένο και από πίσω το λεηλατούν ληστές».
Διηγούνταν για κάποιον γέροντα ότι καθόταν στα κάτω μέρη και ζούσε ησυχαστικά. Τον υπηρετούσε ένας κοσμικός πιστός που είχε γιο. Κάποτε έτυχε να αρρωστήσει ο γιος του, και αυτός παρακάλεσε πολύ τον γέροντα να έρθει και να προσευχηθεί για το παιδί. Ο γέροντας σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Ο κοσμικός προχώρησε πιο γρήγορα, πήγε στο σπίτι του και κάλεσε όλους, όσοι βρίσκονταν σε αυτό, και τους γείτονες λέγοντας: «Ελάτε να υποδεχτούμε τον αναχωρητή». Και πήγαν πολλοί.
Ο γέροντας, όταν τους είδε να έρχονται από μακριά με λαμπάδες, κατάλαβε. Έβγαλε τότε τα ρούχα του, τα έριξε στο ποτάμι και γυμνός άρχισε να τα πλένει. Βλέποντάς τον ο διακονητής του, ντροπιάστηκε και παρακάλεσε τους ανθρώπους να γυρίσουν πίσω, λέγοντας ότι ο γέροντας έχασε τα λογικά του. Τον πλησίασε έπειτα και τον ρώτησε: «Αββά, γιατί το έκανες αυτό και τους σκανδάλισες όλους; Όλοι όσοι σε είδαν, είπαν ότι ο γέροντας έχει δαιμόνιο». Και ο γέροντας τους απάντησε: «Και εγώ αυτό ήθελα να πουν».

Υποσημειώσεις
1. Α’ Κορ. 4, 15.
2. Πράξ. 17, 6.
3. Α’ Κορ. 4, 12-13.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.