Τί ήταν οι Βούλγαροι για το Βυζάντιο; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Για την πρώτη παρουσία των Βουλγάρων θα μπορούσες να σημειώσεις ότι ήταν: «Λαός Ουννικής προελεύσεως. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη βαλκανική Χερσόνησο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος μαζί με τηνάθοδο των Οστρογότθων στα βόρεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας» (Α. Vasilliev, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Σελ. 141). Περισσότερο συγκεκριμένα το έτος 482 μ. Χ. «πέρασαν το Δούναβη, ως ειδωλολάτρες σύμμαχοι, που ο αυτοκράτορας Ζήνων είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει εναντίον των Οστρογότθων» (εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 129). Σύντομα όμως αναδείχθηκαν επικίνδυνοι σύμμαχοι και «το 499 μ. Χ. οι Βούλγαροι παρά τον ποταμόν Τζούρταν ενίκησαν και εφόνευσαν το εν τρίτον σχεδόν της εκ 15.000 ανδρών δυνάμεως των Βυζαντινών» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορ. Βυζ. κράτ., τ. Α’ σελ. 333). Εξάλλου «οι Σλάβοι με τον όγκο τους θα αποβούν ουσιώδης παράγοντας στην εθνογένεση των Βουλγάρων. Δυσπροσδιόριστη για τους Βουλγάρους η εξακρίβωση της συμμετοχής του Ιλλυρικού, του Θρακικού και του εγκατεστημένου κατά μήκος του Δούναβη νεολατινικού στοιχείου στη διαμόρφωση της νέας Βουλγαρικής εθνότητας, παράλληλα προς τη Σλαβική ανάμειξη» (εκδοτ. Αθηνών, ιστορία Ελλην. Έθν. Τόμ. Η’, σελ. 33).
Αποτελούσαν μόνιμη διαρκώς αυξανόμενη απειλή για το βυζάντιο. Το 559 μ. Χ. απείλησαν την Κων/πολη, που διασώθηκε από τον γέροντα στρατηγό Βελισσάριο. Την εποχή του Κώνστα Β’ «μία ορδή Βουλγάρων με αρχηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάσθηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί δυτικά, να εγκατασταθεί στον Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νοτιώτερα και να μπει στο τμήμα εκείνο του βυζαντίου, που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Το Δέλτα του Δουνάβεως και μέρος των ακτών της Μαύρης θάλασσας παρέμεινε στα χέρια των βουλγάρων. Το νεοσχημάτιστο βασίλειο, αναγνωρισμένο δια της βίας από τον αυτοκράτορα του βυζαντίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτονας. Αφού οι Βούλγαροι ανεγνωρίσθηκαν πολιτικώς, άρχισαν σιγά – σιγά να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούονται με τον Σλαβικό πληθυσμό των γειτονικών επαρχιών. Οι νεοελθόντες Βούλγαροι εισήγαγον την στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλάβους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγων ανάμεσα στις φυλές των Σλάβων της Χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν σιγά – σιγά, ένα δυναμικό κράτος, το οποίο, φυσικά, αποτελούσαν μια μεγάλη για τη βυζ. αυτοκρατορία επειλή» (A. Vasilliev, ιστορία της βυζ. αυτοκρατορίας, σελ. 272 – 273).
Εξάλλου είχαν ολοκληρώσει στα 670 μ. Χ. την ίδρυση ενός οργανωμένου και πολεμόχαρου κράτους, «που με κατάλληλη διακίνηση των δυνάμεών του μπορούσε να κόψει τις επικοινωνίες και να απειλήσει την πρωτεύουσα» (Παν/νμίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 51). Το 679 νίκησαν το στρατό του Κων/νου Δ’ και «το 681 μ. Χ. ο Κων/νος Δ’ συνθηκολόγησε με τους Βούλγαρους και ανέλαβε να πληρώσει ετήσιο φόρο υποτελείας. Αποδέχθηκε αναγκαστικά την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους στα εδάφη της αυτοκρατορίας…. Η Α’ Βουλγαρική αυτοκρατορία έγινε με βαθμιαία συγχώνευση Σλάβων και Βουλγάρων. Η παρουσία του νέου Βουλγαρικού Βαλκανικού κράτους άρχισε να βαραίνει αισθητά στην πολιτική και τα πεπρωμένα του βυζαντίου» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. αυτοκρ., τόμ. Α’, σελ. 360).
Το βυζάντιο, σύμφωνα με όσα γράφουν σύγχρονες πηγές, εργάσθηκε για τον εκχριστιανισμό και τον εκπολιτισμό των βουλγάρων με την καθόλου πολιτική του, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με την επίδραση του Ελληνικού πνεύματος. Ενέταξε και τον λαό των βουλγάρων στη σφαίρα επιρροής του βυζαντίου με σοβαρές προϋποθέσεις συνοχής και αναπτύξεως. Βέβαια αυτή η συνοχή και η ανάπτυξη επιτάχυνε τη διαδικασία για την πολιτική τους χειραφέτηση και ενίσχυσε τη δύναμή τους, η οποία συχνά στράφηκε εναντίον του βυζαντίου. Έτσι οι βούλγαροι, από μια μειοψηφία πολεμιστών αυξήθηκαν και εφοδιασμένοι με αξιόλογες ηγετικές ικανότητες και οργάνωση, έκαναν αναπόφευκτη τη σύγκρουσή τους με το βυζάντιο.
Τον 8ο αιώνα, μ. Χ. μπορείς να ισχυρισθείς ότι κύριος εχθρός της αυτοκρατορίας ήταν οι Βούλγαροι, καθόσον μεταξύ των ετών 756-775 μ. Χ. ο Κων/νος Ε’ «πραγματοποίησε συνολικά εννιά εκστρατείες εναντίον τους» (Ostrogorky, ιστορ. Του βυζ. κράτ. Τ. Β’, σελ. 34). Η συμπεριφορά των βουλγάρων υπήρξε σκόπιμη και δόλια καθόσον ενήλλασσαν φιλοβυζαντινή και αντιβυζαντινή πολιτική, επιζητούσαν και πολεμούσαν την επέμβαση του βυζαντινού αυτοκράτορος και ζητούσαν να επωφεληθούν, όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία διέτρεχε κίνδυνο από την ανατολή (Άραβες). «Άλλοτε επικρατούσε η φιλοβυζαντινή και άλλοτε η αντι-βυζαντινή παράταξη, αλλά τον τελευταίο λόγο είχε πάντοτε ο βυζαντινός αυτοκράτορας, ο οποίος διατήρησε το δικαίωμα να καθορίζει την εσωτερική κατάσταση της Βουλγαρίας, επεμβαίνοντας ακόμη και με όπλα, όταν θεωρούσε δυσμενείς γι’ αυτόν τις εξελίξεις… Το βουλγαρικό κράτος είχε μεταβληθεί σε θανάσιμο εχθρό του βυζαντίου. Αυτό δημιούργησε μια νέα κατάσταση στη βυζαντινή εξωτερική πολιτική, γιατί έθεσε την αυτοκρατορία σε ένα δύσκολο διμέτωπο αγώνα στα βόρεια και τα ανατολικά σύνορά της» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τόμ. Β’, σελ. 35-36). Έτσι δυο – τρεις αιώνες, πριν από τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο οι Βούλγαροι ενεργούσαν εναντίον του βυζαντίου αλλεπάλληλες επιδρομές με φονικώτατες μάχες, ερημώσεις υπαίθρου και δηώσεις (=λεηλασίες) πόλεων και βάναυσες μετακινήσεις πληθυσμών, παρασύροντας και τους άλλους Βαλκανικούς λαούς και εκμηδενίζοντας την αγροτική παραγωγή και οικονομία της Βυζαντινής επικράτειας.
Τον Κρούμο θα είχες ν’ αναφέρεις ως τον πρώτο σφοδρότατο εχθρό του Βυζαντίου από τους βούλγαρους ηγεμόνες, που έδωσε πολλά δείγματα ικανοτήτων, αλλά έδειξε και αγριότητες και απανθρωπίες. Το 806 μ. Χ. με «αιφνιδιαστική επίθεση στα ελληνικά τάγματα που ήταν στον Στρυμόνα ποταμό, αφαιρεί τα σκεύη και το ταμείο τους 1100 λίτρες χρυσού. Ύστερα από λίγες ημέρες με τον ίδιο τρόπο έσφαξε (6.000) έξι χιλιάδες στρατιώτες (κατά τον Θεοφάνη) και ένα μεγάλο πλήθος άμαχου πληθυσμού. Τους αιχμαλώτους ο Κρούμος προσπάθησε να κάνει να αλλαξοπιστήσουν, άλλ’ αρνήθηκαν… και έσφαξε όλους μετά από μαρτύρια και η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη τους κάθε 23η Ιουλιου» (Κων. Παπαδημητρίου, το άγνωστο βυζάντιο, σελ. 133- 134). Το 813 μ. Χ. κατέστρεψε την Αδριανούπολη και δώδεκα χιλιάδες (12.000) ως σαράντα χιλιάδες (40.000) χιλιάδες αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία (Εκδ. Αθηνών, ιστορ. Του Ελλην. Έθν. Τ. Η’, σ. 67-68). Ο Κρούμος πέθανε τον Απρίλιο του 814 μ. Χ. ξαφνικά, ενώ πολιορκούσε την Κων/πολη.
Όλοι οι ιστορικοί, ακόμη και οι βουλγαρικές πηγές, σου μνημονεύουν την φρικώδη συμπεριφορά του Κρούμου: «την δε κεφαλήν του Νικηφόρου ο Κρούμος εκκόψας επί ξύλον ανήρτησεν εις επίδειξιν πάντων, ειθ’ ούτως γυμνώσας το οστούν και περιαργυρώσας πέριξ πίνειν εις αυτό τους Βουλγάρων άρχοντας εκέλευσεν» (G. Cedreni, Historiarum Compendium, τ. Β, 482) και καθώς επεξηγεί ο G. Ostrogorsky: «Στις 26 Ιουλίου 811 μ. Χ. ο Κρούμος (το φόβητρο των Βυζαντινών) περικύκλωσε τα βυζαντινά στρατεύματα του Νικηφόρου στις ορεινές διαβάσεις και τα έσφαξε ως τον τελευταίο άνδρα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έπεσε στη μάχη και ο νικητής Κρούμος κατασκεύασε από το κρανίο του Νικηφόρου, που το επαργύρωσε, ένα κύπελλο, από το οποίο έπινε με τους βογιάρους του στα γεύματα» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τ. Β’, σελ. 67).
Μολαταύτα πρέπει να σημειώσεις ότι «από τις χιλιάδες αιχμαλώτων που εγκατέστησε ο Κρούμος στο βασίλειό του, ο χριστιανισμός άρχισε να εξαπλώνεται στη χώρα. Οι αρχές και οι βογιάροι που αντιμετώπιζαν τον χριστιανισμό σαν μια ύπουλη μορφή του βυζαντινού ιμπεριαλισμού, δικαιολογημένα πανικοβλήθηκαν. Έτσι ο Ομουρτάγ, διάδοχος του Κρούμου, κινούμενος βασικά από πολιτικά κίνητρα, άρχισε διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς υπηκόους του». (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 364). Μάλιστα «τον επίσκοπον Αδριανουπόλεως, τον οποίον είχε μεταφέρει εις την Βουλγαρίαν, όταν, μετά πολλάς πιέσεις, δεν εδέχθη ν’ αρνηθή την πίστιν του μετά πολλάς αικίας (=βάσανα, κακώσεις- τω δια μαρτυρίου παρέδωκε θανάτω». (Φαιδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιτισμός, τόμ. Γ’, σελ. 167).
Το δίβουλο των βουλγάρων εκδηλώθηκε ακόμα μία φορά με τον Βόγορι – Βόρι, που προσήλθε στο χριστιανισμό, βαπτίσθηκε το 864 μ. Χ. και έλαβε το όνομα Μιχαήλ, παρεκίνησε και τον λαό να δεχθεί τον χριστιανισμό, αλλά θέλοντας να έχει ανεξαρτησία «κατέφυγε σε εκκλησιαστική συμμαχία με τη Ρώμη και τον παπά – Νικόλαο Α’. Λατίνοι ιερείς μετέβησαν στη Βουλγαρία… Διώχθηκε ο Βυζαντινός κλήρος… Την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας και πάλι η Βουλγαρία εστράφη προς την εκκλησία της Ελλάδος» (A. Vasilliev, ιστ. Βυζ. αυτ. σελ. 351).
Ικανό ηγέτη των Βουλγάρων μα υπέρμετρα φιλόδοξο και τραχύτατο πολεμιστή θα αναγνώριζες τον υιό του Βόγορι – Βόρι Συμεών – το πρώτο τρίτο του 10ου μ. Χ. αιώνος – που επί των ημερών του η Βουλγαρική επικράτεια άγγιξε σχεδόν τα όρια της Θεσσαλονίκης. Το 896 μ. Χ. νίκησε τα στρατεύματα των βυζαντινών και κατά τους Βυζαντινούς ιστορικούς με πολύν αγώνα ο Λέων Χοιροσφάκτης κατώρθωσε να διασώσει 120.000 αιχμαλώτους. Τόσο είχε ταπεινωθεί το βυζάντιο που από τότε ανέλαβε την υποχρέωση να στέλνει στον Βούλγαρο ηγεμόνα ετήσια δώρα. Σημείωσε και την ύπουλη ενέργεια του να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη το 904 μ. Χ. μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τον Σαρακηνό Λέοντα τον Τριπολίτη για να την καταλάβει, αλλά απέτυχε.
Αξίζει να σημειώσεις ότι η επίθεση του Συμεών κατά της Θεσσαλονίκης στα 904 μ. Χ. έδωσε αφορμή για συμπεράσματα που θέλουν τους Βουλγάρους επί Συμεών κυριάρχους μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. «Νεώτεροι ιστορικοί, κυρίως Σλάβοι, θέλησαν να συνδέσουν τα γεγονότα αυτά (του 904) με μια επιγραφή που βρέθηκε στα 1898 από τον Ρώσο Θεόδωρο Ουσπένσκη σε απόσταση είκοσι δύο χιλιομέτρων βορείως της Θεσσαλονίκης (στη θέση Nares, σημερινή Νέα Φιλαδέλφεια). Η επιγραφή που βρίσκεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Κων/πόλεως χρονολογείται από το έτος 904 μ. Χ. και αναγράφει τα εξής: Έτους απ κτίσεως κόσμου Sκιβ’, ινδικτ. Ζ’, Όρος Ρωμαίων και Βουλγάρων επί Συμεών εκ Θεού άρχοντος Βουλγάρων… Υποστηρίχθηκε ότι ο αυτοκράτωρ Λέων ΣΤ, για να αποφύγει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους παραχώρησε στον Συμεών εδάφη της Μακεδονίας ως τα προάστια της Θεσσαλονίκης και ότι η επιγραφή δηλώνει ακριβώς τα νέα σύνορα (=όρος) ανάμεσα στο βυζάντιο και στη Βουλγαρία. Ο Β. Ζλαάρσκι στηριζόμενος στην επιγραφή αυτή έφθασε να υποστηρίξει ότι «με τη συνθήκη αυτή όλες οι σλαβικές χώρες της Μακεδονίας και Αλβανίας, που ανήκαν ως τότε στο βυζαντινό κράτος, αποτέλεσαν τμήμα του Βουλγαρικού βασιλείου˙, με άλλα λόγια με τη συνθήκη του 904 μ. Χ. ο Συμεών συνένωσε υπό το βουλγαρικό σκήπτρο όλες εκείνες τις Σλαβικές φυλές, που έδωσαν στο βουλγαρικό έθνος την οριστική μορφή του». Αλλά «τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι μόνον υπερβολικά, αλλά και αβάσιμα, γιατί δεν στηρίζονται στα δεδομένα και των άλλων πηγών. Εξ άλλου η επιγραφή αυτή παρουσιάζει προβλήματα σχετικά με τους τίτλους και την ιστορική της ερμηνεία. Ορισμένοι ιστορικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητά της και άλλοι διατύπωσαν την άποψη ότι δεν βρέθηκε κατά χώρα, αλλά μεταφέρθηκε από αλλού – όπως συμβαίνει συχνά με τις λίθινες επιγραφές – και επομένως δεν έχει αποδεικτική αξία για τον καθορισμό των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Αλλά και αν γίνει δεκτό ότι η οροθετική γραμμή έφθανε αυτή την κρίσιμη για το βυζάντιο στιγμή ως τις πύλες της Θεσσαλονίκης, η κατοχή θα πρέπει να ήταν πρόσκαιρη και δεν δημιούργησε δίκαιο, όπως παρατηρεί ο καθηγητής της βυζαντινής ιστορίας Διον. Ζκυθηνός» (εκδ. Αθηνών, ιστ. Του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η’, σελ. 70).
Οι φιλοδοξίες του Συμεών ήταν άμετρες και οι επιδρομές του αλλεπάλληλες και γι’ αυτό το λόγο «το όνομα του Συμεών συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια αντικαταστάσεως της Ελληνικής κυριαρχίας στη Βαλκανική χερσόνησο από την Σλαβική» (Α. Vasilliev ιστ. Βυζ. αυτοκ. Σ. 396). Μάλιστα «τον Αύγουστο του 913 μ. Χ. ο Συμεών έφθασε μπροστά στα τείχη της Κων/πόλεως. Ο πόλεμος αυτός δεν ήταν εκστρατεία λεηλασίας, ούτε είχε κατακτητικούς σκοπούς, αλλά στόχος του ήταν το αυτοκρατορικό στέμμα. Ο Συμεών που είχε ανατραφεί μέσα στο βυζάντιο, είχε εμποτισθεί από το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος και γνώριζε πολύ καλά, όπως και οι ίδιοι οι βυζαντινοί ότι μόνο μία και μοναδική αυτοκρατορία μπορούσε να υπάρχει πάνω στη γη. Η φιλοδοξία του ήταν όχι να ιδρύσει μίαν εθνικά και γεωγραφικά περιορισμένη Βουλγαρική αυτοκρατορία δίπλα στη βυζαντινή, αλλά να συστήσει μια νέα παγκόσμια αυτοκρατορία στη θέση του παλαιού βυζαντίου… Έτσι ο πόλεμος αυτός ήταν μια από τις πιο σκληρές δοκιμασίες που υποχρεώθηκε ποτέ ν’ αντιμετωπίσει η βυζαντινή αυτοκρατορία» (C. Ostrogorsky, ιστ. Του βυζ. κράτ. Τόμ. Β’, σελ. 138 και 139). Ο Ostrogorsky στο ίδιο έργο σελ. 142 σου σημειώνει ότι «Ο Συμεών συνήψε συμμαχία με τους επιδέξιους στη θάλασσα Άραβες της Αιγύπτου, με σκοπό να προσβάλλουν από κοινού την Κων/πολη. Το σχέδιο τούτο όμως ματαίωσαν οι άγρυπνοι Βυζαντινοί διπλωμάτες».
Ο Κ. Krumbacher επιγραμματικά σου αποφαίνεται πως «ο Συμεών (893- 927 μ. Χ.) ήταν ο ιδρυτής της Εκκλησιαστικής αυτονομίας της Βουλγαρίας δια της εγκαταστάσεως 6ου Πατριάρχου… Το 913 μ. Χ. ο Συμεών κατέλαβε και την Αδριανούπολη, αλλά εκδιώχθηκε… η εποχή του Συμεών θεωρείται ως ο χρυσούς αιών της Βουλγαρικής παιδείας και έφερε τον τίτλο, Τσάρος των Βουλγάρων και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» (Κ. Κrumbacher, ιστ. Βυζ. λογ. Τόμ. Γ’, σελ. 364).
Οι ιστορικοί σου αναφέρουν σωρεία επιδρομών και επιθέσεων των Βουλγάρων του Συμεών κατά των Βυζαντινών, όπως οι εξής: Το 917 εισέβαλλε στη Θράκη και στη Μακεδονία και νίκησε το στρατό των βυζαντινών στην Αγχίαλο, το 918 έκανε επιδρομές ως τον Κορινθιακό κόλπο, το 920 επέδραμε στη Μικρά Ασία και κτύπησε τη Λάμψακο, τα έτη 921, 922 και 923 έκανε επιθέσεις εναντίον της ίδιας της Κων/πόλεως και πυρπόλησε τα ανάκτορα των Πηγών και στα 923 έκανε ανακατέλαβε την Αδριανούπολη. Ωστόσο «η Μεγάλη Βουλγαρία της εποχής του Συμεών διελύθη την εποχή του Πέτρου, λόγω των εσωτερικών ανωμαλιών και λόγω των εισβολών στη Θράκη το 934 των Μαγυάρων και των Πατσινακών» (Α. Vasilliev, Ιστ. Της βυζ. αυτοκρ. Σελ. 396).
Το βυζάντιο προσπαθούσε κυρίως με ειρηνικούς τρόπους να κρατήσει την επιρροή του, περιβάλλοντας με κάθε τιμή, τους Βούλγαρους και τον ηγεμόνα τους. ο ίδιος ο Συμεών ουσιαστικά ήταν ένας Βυζαντινοαναθρεμμένος ηγεμόνας. «Όταν οι τούρκοι ηχμαλώτισαν Βουλγάρους και εζήτησαν παρά του ημετέρου βασιλέως Λέοντος ΣΤ’ να τους εξαγοράση, ούτος προθύμως το έπραξεν» (Φαιδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιτισμός, τόμ. Γ’, σελ. 221). Ο ονομαστός πρεσβευτής και διαβόητος μισέλληνας Λιουτπράνδος, αποκαλούσε τον Συμεών «ημιαργείον» δηλαδή μισόν Έλληνα και σου παρέχει μία μαρτυρία των περιποιήσεων του Βυζαντίου προς τους Βουλγάρους, αφού ο ίδιος «το 968 μ. Χ. έκανε μεγάλα παράπονα γιατί στο τραπέζι που παρατέθηκε από τον αυτοκράτορα (Νικηφόρο Φωκά), του δόθηκε λιγότερο τιμητική θέση από αυτή που δόθηκε στους Βουλγάρους πρεσβευτές, που τους θεωρούσε άπλυτους βαρβάρους» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Της βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 161).
Ο αυτοκράτορας Ιωάν. Τσιμισκής, που διαδέχθηκε το Νικηφόρο Φωκά προσάρτησε στο βυζάντιο την Ανατολική Βουλγαρία. Αλλά μετά το θάνατο του Τσιμισκή έχεις επανάσταση των Βουλγάρων κατά του Βυζαντίου με αρχηγό το δραστήριο άρχοντα της ανεξάρτητης Δυτικής Βουλγαρίας Σαμουήλ, που «αποβαίνει ιδρυτής ενός ισχυρού τσαρικού κράτους με κέντρο αρχικά την Πρέσπα και αργότερα την Αχρίδα» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. κράτ. Τόμ. Β’, σελ. 184). Εκμεταλλευόμενος ο Σαμουήλ την απουσία του αυτοκράτορα του βυζαντίου στην Ανατολή, άρχισε διαδοχικές επιδρομές εναντίον της Ελλαδικής χερσονήσου προελαύνοντας ως την Πελοπόννησο. Το όνειρό του ήταν να κυριαρχήσει από την Αδριατική ως τη Μικρά Ασία και κατά τον Ακροπολίτη «εφυσιώθη το των Βουλγάρων φύλον, λείαν πολλήν εκ των Ρωμαίων κερδήσαν» (G. Acropolitae, Annales, Corpus Script. Hist. Byz. Σελ. 22).
Οι επιδρομές του Σαμουήλ εκτίνονταν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και ήταν βιαιότατες και φονικώτατες, καθώς σου παραδίδει ο Κεδρηνός «Ο Σαμουήλ πολεμικός άνθρωπος ων και μηδέποτε ειδώς ηρεμείν… Και φρούρια πολλά παρεστήσατο, ων ην το κορυφαίον η Λάρισα, ης τους εποίκους μετώκισεν εις τα της Βουλγαρίας πανεστίους, και τοις καταλόγοις των εαυτού κατατάξας στρατιωτών συμμάχοις εχρήτο κατά Ρωμαίων. Μετήγαγε δε και το λείψανον του αγίου Αχιλλίου, επισκόπου Λαρίσης… και εις την Πρέσπαν, απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια» (G. Cedreni, Histor. Compendium, τ. Β’. σελ. 435 – 436). Σε άλλες σελίδες αναφέρει για τον Σαμουήλ «διαβάντα τα τε Θεσσαλικά Τέμπη και τον Πηνειόν περαιωσάμενον ποταμόν, Θετταλίαν τε και Βιωτίαν και Αττικήν εισβάλοντα τε και εν Πελοποννήσω δια του εν Κορίνθω ισθμού, και πάντα ταύτα δηούντα και ληϊζόμενον» (σελ. 449 – 450). Και πόσον χριστιανικά αισθανόταν και ενεργούσε ο Σαμουήλ το εννοείς και από το γεγονός ότι: «επιτίθεται εξ εφόδου τη Αδριανουπόλει κατ’ αυτήν την ημέραν της Κοιμήσεως της Υπεράγνου Θεοτόκου και την τε πανήγυριν αιρεί εξαίφνης επιπεσών και λείαν πολλήν υπερποιησάμενος υπέστρεψεν εις τα ίδια». (G. Cedreni, Histor. Compendium, σελ. 455).
Οι πηγές, βυζαντινές και βουλγαρικές, παραδίδουν πολλές λεπτομέρειες για τη δράση των Σαμουήλ και των στρατιωτών του, που βίαζαν, ατίμαζαν, ξερρίζωναν τα γένια κληρικών, κάρφωναν στα δένδρα με σαγίτες τους αιχμάλωτους βυζαντινούς Τουρμάρχες και Δρουγγάριους, και άλλους αξιωματούχους του βυζαντινού στρατού, όπως τον κατεπάνω της Βέρροιας, έγδαραν σαν σφάγια. Η πόλη της Λάρισας δέχθηκε τη σφοδρότερη επιδρομή και πολιορκία στην ιστορία της στα 981 μ. Χ., οπότε οι Λαρισαίοι δοκιμάσθηκαν αφάνταστα από την πείνα, τρώγοντας γάτες, σκυλιά και ποντίκια. Αλλά και την κατάληψη ακολούθησε ατέλειωτη λεηλασία, αιχμαλωσία δεινή δεσμίων ανά δύο – δύο ή δέκα – δέκα, αφανισμός και απαγωγή μαζί με τα λείψανα του αγίου Αχιλλίου. (Τα λείψανα αυτά μετά από χίλια χρόνια, το Μάϊο του 1981, επαναφέρθηκαν στη Λάρισα). Σ’ αυτή την απαίσια δράση και συμπεριφορά των Βουλγάρων και του Σαμουήλ φραγμό και τέλος έφερε μόνον ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις τεσσάρων δεκαετιών. Και μόνον ύστερα από εκατόν εβδομήντα χρόνια περίπου επανιδρύθηκε το δεύτερο τσαρικό κράτος της Βουλγαρίας υπό την ηγεσία των αδελφών Πέτρου και Ασάν, μετά το 1189 μ. Χ.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.