Η Παναγία της Τήνου.

Κατά το έτος 1823, την εορτήν των Τριών Ιεραρχών, σημαντικώτατον γεγονός συνέβαινεν εις την Τήνον. Έμελλε δε τούτο να συγκινήση ολόκληρον τον Χριστιανικόν κόσμον της Ανατολής και να καταστήση περιώνυμον και ιεράν την ωραίαν νήσον των Κυκλάδων.
Το παράδοξον τούτο συμβάν ήτο η εύρεσις της θαυματουργού εικόνος της Θεοτόκου, της επονομασθείσης Παναγίας Τηνιακής. Η εύρεσις αύτη, κατά την παράδοσιν, έγινεν ως εξής:
Εις την Τήνον υπήρχε μία παναρχαία γυναικεία μονή της Παναγίας, της Κυρίας των Αγγέλων, κειμένη άνω της πόλεως Τήνου εις την πετρώδη κορυφήν του Κεχροβουνίου. Εκεί, κατά Ιούνιον του 1822, μίαν Κυριακήν, ενώ ακόμη δεν είχε σημάνει ο Όρθρος εις την εκκλησίαν της Μονής, μία γραία μοναχή, ευλαβής και ενάρετος, Πελαγία καλουμένη, ανεπαύετο ακόμη εις το πενιχρόν κελλίον της. Κουρασμένη από τον κανόνα της και τας γονυκλισίας, ωνειρεύετο εντός του κελλίου της εκείνου παράδοξον και μυστηριώδες όνειρον. Εφάνη προς αυτήν μία γυνή άγνωστος, μεγαλοπρεπής και ωραιοτάτη. Και είπεν εις αυτήν, αφού συνεννοηθή με τον επίτροπον της Μονής, να σπεύσουν αμέσως και να ανασκάψουν εις ένα ευρύτατον υψηλόν τοπίον, άνωθεν του λιμένος της Χώρας, και επί του τοπίου αυτού να κτίσουν μεγαλοπρεπή και ένδοξον ναόν.
Το όνειρον τούτο επανελήφθη κατά τας δύο επομένας Κυριακάς εις την μοναχήν την ιδίαν ώραν, κατά την οποίαν ανεπαύετο εντός του κελλίου της. Την τρίτην όμως Κυριακήν ακούει αίφνης την χαρμόσυνον φωνήν της ξένης:
-Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!
-Αινείτε, ουρανοί, Θεού την δόξαν! Συμπληρώνει η μοναχή την αγγελικήν δοξολογίαν της Θεομήτορος.
Εγείρεται τότε αμέσως εκ της κλίνης της και πλήρης χαράς και πίστεως εις την καρδίαν, προσπαθεί, βλέπουσα εδώ και εκεί εις το μικρόν κελλίον της, να διακρίνη την Κυρίαν εκείνην. Άλλ’ η Κυρία, ήτις ήτο η Αγία Θεοτόκος, είχε γίνει άφαντος.
Από την στιγμήν αυτήν η γερόντισσα Πελαγία ησθάνετο ότι έγινεν άλλος άνθρωπος, ότι κάτι ανώτερον και θείον περιέβαλεν αυτήν. Το πρόσωπόν της έλαμπεν από θαυμαστήν αγαλλίασιν. Γεμάτη πλέον από θάρρος εις την ψυχήν, παρουσιάζεται αμέσως εις την ηγουμένην. Την εξυπνά και φανερώνει την τριπλήν οπτασίαν της.
Η ηγουμένη, γνωρίζουσα την αρετήν της μοναχής και την ευλάβειάν της, αμέσως επίστευσε και ενεθάρρυνεν αυτήν να συναντήση τον επίτροπον και να διηγηθή το παράδοξον συμβάν.
Ο επίτροπος παρεδέχθη και αυτός αμέσως το θείον όνειρον της Πελαγίας, χωρίς δισταγμόν, καθώς και ο Αρχιεπίσκοπος της νήσου Γαβριήλ, ο οποίος εκάλεσε τους κατοίκους της νήσου να έλθουν όλοι, δια να αρχίση η εργασία της ανασκαφής. Τοιουτοτρόπως δια συρροής πλείστων χωρικών ήρχισεν η εκσκαφή κατά Σεπτέμβριον του 1822, άλλ’ άνευ αποτελέσματος.
Ανευρέθησαν μόνον παλαιά ερείπια ναού και φρέαρ ξηρόν, άλλ’ η πολυπόθητος εικών της οπτασίας δεν ευρέθη. Δι’ αυτό εγκατελείφθη η πρόοδος του έργου.
Τυχαίως όμως ενεφανίσθη επιδημία της φοβεράς νόσου πανώλους εις ολόκληρον την νήσον και πολλοί εντόπιοι και ξένοι απέθνησκον. Εφαντάσθησαν τότε πολλοί ευσεβείς Χριστιανοί, ότι θα ήτο τούτο οργή Θεού δια την παραμέλησιν του έργου της καλογραίας και αμέσως επανελήφθη η ανασκαφή εις το αυτό μέρος, με περισσότερον ζήλον και με θερμοτέραν προσπάθειαν, εις την οποίαν ενίσχυεν αυτούς ο φόβος της φοβεράς νόσου.
Είχον κατέλθει εξ όλων των χωρίων αναρίθμητοι Τηνιακοί ως εις πανήγυριν και ήρχισαν αμέσως να καταβάλλουν τα θεμέλια νέου ναού. Ότε δε ο Αρχιερεύς εζήτησεν ύδωρ δια να τελέση την ακολουθίαν του αγιασμού, ευρέθη παραδόξως πλήρες ύδατος το ξηρόν εκείνο φρέαρ, το οποίον διατηρείται μέχρι σήμερον. Είναι πλήρες δροσερού αγιάσματος, κάτω εις την Εύρεσιν, εις τον υπόγειον ναόν, του οποίου ανευρέθησαν, όπως είδομεν, τα θεμέλια.
Τοιουτοτρόπως εθεμελιώθη ο ναός εις το όνομα της Ζωοδόχου Πηγής, δια το ύδωρ, το οποίον ανέβλυσεν από το ξηρόν φρέαρ.
Εξηκολούθουν δε πολυπληθείς εργάται να ανασκάπτουν και να ισοπεδώνουν το έδαφος του ναού. Τέλος την 30ην Ιανουαρίου του 1832, εορτήν των Τριών Ιεραρχών, ανεύρον την πολυπόθητον εικόνα της οπτασίας, μίαν οργυιάν μακράν από το φρέαρ, μέσα εις λασπώδη χώματα, διαμελισμένην εις δύο τεμάχια. Διότι οι εργάται, κτυπώντες την σκαπάνην, διεμέλισαν την εικόνα εις δύο. Και το μεν εν μέρος φέρει την εικόνα της Θεοτόκου, το δε άλλο την εικόνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, διότι η όλη εικών παριστά τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου. Ο εργάτης δε ο ευρών αυτήν εφήρμοσεν αμέσως τα δύο τεμάχια, τα οποία παραδόξως προσεκολλήθησαν τελειότατα, ως εάν ήτο τεχνίτης ειδικός.
Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον ανευρέθη η θαυματουργός εικών της Παναγίας της Τήνου. Η εικών αύτη είναι μικρά, καλύπτεται δε σήμερον υπο χρυσού και αργυρού πολυτελεστάτου επενδύματος. Κρέμανται δε απ’ αυτής χρυσά και αργυρά κειμήλια, ενώτια και περιδέραια και στέμματα, με αλύσεις, με αδάμαντας και παντοειδή πετράδια στολισμένα, όλα δώρα και αναθήματα των ευλαβών Χριστιανών από όλην την Ελλάδα και την Ελληνικήν Ανατολήν.
Η εικών είναι τοποθετημένη εντός του θεμελιωθέντος τότε μεγαλοπρεπεστάτου ναού, όστις είναι κατάφορτος από χρυσόν και άργυρον και πολυελαίους και κανδήλας και λοιπά κοσμήματα. Λάμπει ολόκληρος εις τους τοίχους από την λάμψιν των πολυειδών ταξιμάτων, τα οποία ενθυμίζουν τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία έκαμε και κάμνει εις ξηράν και θάλασσαν.
Οι προσκυνηταί συγκεντρώνονται κατά χιλιάδας εις την μαρμαρόστρωτον αυλήν του ναού δις του έτους, την 25ην Μαρτίου και την 15ην Αυγούστου, ως εις δύο μεγαλοπρεπείς διαδηλώσεις των Πανελλήνων. Συνωστιζόμενοι εκεί υγιείς και άλλοι, οι οποίοι ήδη έχουν θεραπευθή, διακηρύττουν εις τον κόσμον την βαθυτάτην πίστιν του Ελληνισμού εις την πάτριον θρησκείαν, εν μέσω της φιλοξένου χώρας των ευτυχών Τηνίων.
Οι Τήνιοι είχον την υπερτάτην τιμήν να περιποιώνται με εξαιρετικήν ευλάβειαν ένα από τους πλέον ονομαστούς εις τον κόσμον την Ανατολής ναούς της Αειπαρθένου. Αισθάνονται δε ιδιαιτέραν χαράν υποδεχόμενοι τους Πανέλληνας ευλαβείς Χριστιανούς, ιδίως της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας, εις συγκεντρωμένο πολύγλωσσον προσκύνημα, το οποίον έρχεται δεύτερον μετά το προσκύνημα του Παναγίου Τάφου.
Του πανσέπτου τούτου Ναού την χάριν και τον πλούτον, τον οποίον ο ευσεβής λαός ονομάζει Επίγειον Παλάτιον της Παναγίας, απηθανάτισεν ενωρίς η ευσεβής Μούσα του Ελληνικού Λαού εις το εξής τρυφερώτατον τετράστιχον:

Ώ Παναγιά μου Τηνιακιά,
με τα πολλά καντήλια,
φύλαγε το παιδάκι μου,
να σου τα κάμω χίλια…
Το τετράστιχον τούτο, ως νανούρισμα γλυκύτατον αντηχεί μελωδικώς, ιδίως εις τας νήσους, πλησίον του λίκνου του βρέφους είτε πλησίον της εστίας, όταν πνέη άγριος και παγωμένος βορράς, είτε κάτω από την σκιάν της αμυγδαλής, κατά τας ώρας της ανοίξεως από τα τρυφερά χείλη της μητρός.
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (Διασκευή).

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.