Ποιό το έργο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Για τον Βασίλειο Β’ σε πληροφορούν οι ιστορικοί και οι βιογράφοι του ότι υπήρξε γυιός του Ρωμανού Β’ και της πολυτάραχης Θεοφανούς, ότι μεγάλωσε στη σκιά των ενδόξων αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή, αλλά και μέσα στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της ίντριγκας και των συνωμοσιών. Η μητέρα τουΘεοφανώ ήταν μία προσωπικότητα, για την οποία θάλεγες ότι δικαιώνονται οι παρακάτω κρίσεις του Πολύβιου Δημητρακόπουλου: «Των μεγάλων και επιτυχεστέρων συνωμοσιών τα κέντρα απετέλεσαν γυναίκες φιλόδοξοι, αι οποίαι εξέκαυσαν και των ανδρών τας φιλοδοξίας… Υπάρχουσιν αισθήματα, τα οποία στρεβλούσι την συνείδησιν του ανθρώπου και προπάντων οι έρωτες» (Πολυβίου Δημητρακοπούλου, Θεανώ, σελ. 234 κ.ε.).
Μόλις ανέρχεται στο θρόνο, διαδεχόμενος τον Ιωάννη Τσιμισκή στα 976 μ. Χ. μπορείς να παρατηρήσεις ότι το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες τον έκανε άλλον άνθρωπο: «Της νιότης του οι δρόμοι δεν τόδειχναν αυτό…
Απ’ τα άγρια πάθη του δεν έμεινε ούτε ένα» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 26). Και παρ’ όλο που είχε δίπλα του τους ικανότατους και φιλόδοξους στρατηγούς Βάρδα Σκληρό και Βάρδα Φωκά, καθώς και τον έμπιστο ευνούχο Βασίλειο «εγκατέλιπεν ευθύς πάσας τας τέρψεις του αυλικού βίου μετά σοβαρότητος ασυνήθους εις την ηλικίαν του και σπανίας συναισθήσεως του καθήκοντος αφιερωθείς όλος εις στρατιωτικάς σπουδάς και εις τας διοικητικάς υποθέσεις» (Κ. Krumbacher, ιστορία βυζ. λογ. Τ. Γ’, σελ. 387).
Πρώτα – πρώτα του αναγνωρίζεις ότι ξεπέρασε δύο επαναστάσεις – εσωτερική δοκιμασία – ύστερα από σκληρές μακροχρόνιες συγκρούσεις. Ήταν ο νικητής των εμφυλίων πολέμων, που δεν εδημιούργησε ο ίδιος, και οι οποίοι διήρκεσαν δεκατρία χρόνια ασκώντας επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.
Οι ιστορικοί σου επαινούν την εύστοχη οικονομική πολιτική του. Ο Hertsberg σου υπογραμμίζει (Ιστορία της Ελλάδος, σελ. 398) την ταμιευτική αυστηρότητά του» και οι Βaynes – Moss (βυζάντιο, σελ. 70) τον εκτιμούν για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής του: «Όχι ολιγώτερο αξιοσημείωτη ήταν η οικονομική ευημερία του βυζαντίου. Ο Βασίλειος Β’ εγέμισε το θησαυροφυλάκιο με υπερέσοδα και οι πόροι του διατηρήθηκαν υψηλοί από τα εισοδήματα των νέων επαρχιών και από τα τέλη που εισπράττονταν από το εμπόριο και τη βιομηχανία, τα οποία και τα δύο με επιδεξιότητα ελέγχονταν από το κράτος.
Φιλολαϊκή εσωτερική πολιτική θα χαρακτήριζες τις μεταρρυθμίσεις του, με τις οποίες περιόριζε τα οικονομικά συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων του βυζαντίου και υπεστήριξε τις μικρές αγροτικές ιδιοκτησίες που έδιναν εξαιρετικούς στρατιώτες. Κατήργησε στα 996 μ. Χ. την «παραγραφή», η οποία κάλυπτε τα παράνομα συμβόλαια και θεσμοθέτησε στα 1001 μ. Χ. το «αλληλέγγυον» που υποχρέωνε τους μεγαλογιαοκτήμονες να πληρώνουν αυτοί τους φόρους και τα δοσίματα των φτωχών, γειτόνων τους γεωργών, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να εξοφλήσουν.
Εύστοχη εξωτερική πολιτική έρχεσαι να θεωρήσεις και το άνοιγμά του προς τους Ρως (=Ρώσους) καθώς πύκνωσε τις εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, αφού προηγήθηκε ο εκχριστιανισμός των Ρως, και καθώς έφθασε μέχρι συνάψεως δεσμού με κηδεστία, τον γάμο της αδελφής του Άννας με τον ηγεμόνα των Ρώσων Βλαδίμηρο. Η Ρωσία δέχθηκε από το βυζάντιο αποστολές διπλωματικών και εκκλησιαστικών απεσταλμένων, αλλά και αποστολές καλλιτεχνών, όπως αρχιτεκτόνων, ζωγράφων, τεχνιτών, ψαλτών, μουσικών ακόμα και αποστολές εμπόρων.
Να προσθέσεις στο ενεργητικό του Βασιλείου Β’ και τις νίκες εναντίον των Αράβων της Συρίας και της Αιγύπτου. Εξασφάλισε τη θέση του βυζαντίου στη Βόρειο Συρία και στα 1001 μ. Χ. εξασφάλισε συμφωνία ειρήνης με το χαλίφη της Αιγύπτου, που διήρκεσε ως τα τέλη της βασιλείας του. Χωρίς υπερβολή σου προβάλλεται ως ο πιο δραστήριος αυτοκράτωρ της Μακεδονικής δυναστείας παρουσιάζοντας ζωτικότητα απαράμιλλη, θέληση ατσάλινη και δυνατή αποφασιστικότητα, κορυφαία ηγετική φυσιογνωμία, αλλά και μεγάλη πολιτική ικανότητα.
Αλλά τη σπουδαιότερη πολιτική ικανότητα θα του την αναγνώριζες διότι διέκρινε ότι ο πιο επικίνδυνος από τους εχθρούς του ήταν ο τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ. Και ακούραστος πάντοτε, μερικές φορές πολεμώντας σε δύο μέτωπα (Συρία και Βουλγάρους, εμφύλια σύγκρουση και Βουλγάρους) θεώρησε σταθερά πρωταρχική αποστολή για τη ζωτικότητα της αυτοκρατορίας, την υποταγή του κράτους του Σαμουήλ, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τις στενές επικοινωνίες Βουλγάρων – Βυζαντινών και τις άλλες δοκιμασίες του Βασιλείου Β’, λεηλατούσε και κατακτούσε την Ελλάδα. Από την άνοιξη του 991 μ. Χ. είχε εισβάλει στην επικράτεια του Σαμουήλ, διευθύνοντας ο ίδιος τον πόλεμο, και μέχρι τα 995 μ. Χ. προχωρούσε ως τις εσχατιές της Βουλγαρίας αποσκοπώντας στη συστηματική εξουδετέρωση των επαναστατικών εστιών. «Η στρατηγική του ήταν στην ουσία μία καταλυτική πορεία ενός πανίσχυρου στρατού τέλεια εξοπλισμένου και πειθαρχημένου, που δεν μπορούσε ούτε να αντιμετωπισθεί κατά μέτωπο, ούτε να αιφνιδιασθεί. Μια τέτοια πολεμική μέθοδος απαιτούσε όχι τόσον ευφυή ηγεσία, όσο σχολαστική οργάνωση και αλάθητη εκτέλεση. Η ακρίβεια και η προσοχή του στις λεπτομέρειες ήταν παροιμιακές» (Παν. Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. αυτοκρ., τόμ. Α’, σελ. 151). Ο ίδιος ιστορικός διακρίνει άλλη στρατηγική αργότερα: «Η στρατηγική του Βασιλείου Β’ στο Βουλγαρικό πόλεμο από το 998 ως το 1003 μ. Χ. ήταν μία σταθερή πορεία από το κέντρο προς την περιφέρεια˙ τα κατακτώμενα εδάφη εξασφαλίζονταν με την οχύρωση των καίριων σημείων» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 155).
Υπήρξε αγώνας πολυμέτωπος με αντίπαλο ισχυρότατο και ικανώτατο. «Από Φιλιππουπόλεως, Μοσσυνοπόλεως και Θεσσαλονίκης ενήρχει ο αυτοκράτωρ δια του κατά ξηράν στρατού και δια του στόλου, κατά του τσάρου, ουχί μεν μετά της αυτής πάντοτε επιτυχίας, αλλά μετά της αυτής καρτερίας» (Κ. Κrumbacher, ιστ. Βυζ. λογ. Τ. Γ’, σελ. 392). Και τα μέτωπα του εχθρού ήταν χωρίς καμιά υπερβολή σαν τα μετακινούμενα στρώματα της άμμου στις ερήμους. Όταν ο Βασίλειος Β’ κυρίευε τα κάστρα της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας) ο Σαμουήλ κτυπούσε στη Βέρροια, και όταν πολιορκούσε τη Βιδύη, παραδουνάβειο κάστρο, ο Σαμουήλ λεηλατούσε την Αδριανούπολη. Το συγκλονιστικότερο κτύπημα δόθηκε από το Βασίλειο τον Ιούλιο του 1014 μ. Χ. σε μια στενή διάβαση της οροσειράς Βελάσιτζα, γνωστής ως Κλειδίον, στην περιοχή του άνω Στρυμόνα. Ο στρατός του Σαμουήλ κυκλώθηκε˙ ο Σαμουήλ διέφυγε στην Πρίλαπο˙ ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του βρήκε το θάνατο, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο αιχμαλωτίστηκε. Τότε τυφλώθηκαν και οι δεκατέσσερες, κατά τη γνώμη άλλων, δεκαπέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι, χωρίσθηκαν σε ομάδες ανά εκατό με ένα μονόφθαλμο ως αρχηγό και οδηγήθηκαν στην Πρίλαπο. Επανειλημμένα ακουγόταν η γοερή κραυγή, μας τύφλωσε ο Σατανάς, μας τύφλωσε ο Εωσφόρος, βεζήτε τσάϊζαν (=φύγετε, ο αυτοκράτορας), και όταν ο Σαμουήλ αντίκρυσε αυτό το θέαμα έπαθε αποπληξία και μετά δύο ημέρες, απέθανε, στις 6 Οκτωβρίου του 1014 μ. Χ.
Ο πόλεμος, καθώς σε πληροφορούν οι ιστορικοί, συνεχίσθηκε και μετά το θάνατο του Σαμουήλ μέχρι το 1018 μ. Χ. και για λίγες εστίες αντιστάσεως ως το 1019 και τούτο οφειλόταν κατά ένα μέρος στην ατίθαση ψυχή του Βουλγαρικού λαού και ακόμη και στη φυσική δύναμη πολλών βουλγαρικών οχυρών. Αλλά και ο Βασίλειος Β’ είχε υιοθετήσει «μία διορατική μετριοπαθή πολιτική προς τους αντιπάλους του, γενναιόφρονη πολιτική προς τους ηττημένους» (Εκδ. Αθηνών, ιστορ. Ελλην. Έθν. Τ. Η’, σελ. 125). Και όταν τελείωσε ο πόλεμος εισήλθε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα του κράτους των βουλγάρων, την Αχρίδα, όπου δέχτηκε την προσκύνηση από τη χήρα και τα άλλα επιζώντα μέλη της οικογένειας του Σαμουήλ. Ο σκληρός αντίπαλος υποτάχθηκε και ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος βρισκόταν υπό τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η καλύτερη αναγνώριση του αγώνος του Βασιλείου Β’ κατά των Βουλγάρων έγινε από τους κατοίκους της Ελλάδος, όταν τροπαιούχος διέσχισε την Ελλάδα, έφθασε στην Αθήνα μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα και επανήλθε στην Κων/πολη. «Μετά ταύτα δε πάντα εν Αθήναις γενόμενος, και τα της νίκης ευχαριστήρια τη Θεοτόκω αποδούς, υπέστρεψεν εις Κων/πολιν» (Μ. Glycae, Annalium, pars iv, σελ. 578). Οι εκδηλώσεις των Ελλήνων ήταν, όπως σου τις περιγράφει ο Schlumberger (η βυζαντινή εποποιΐα, σελ. 474 – 5). «Από Σέρβια διέβη τα σύνορα της Θεσσαλίας. Τον πρώτον κατά τας χώρας ταύτας αξιόλογον σταθμόν εποίησεν εν Σταγοίς, (τουρκ. Καλαμπάκα) κειμένη εν τη άνω κοιλάδι του Πηνειού και παρά τους περιφήμους βράχους, τους ανέχοντας εν ταις οξείαις αυτών άκραις απηωρημένα τα περιλάλητα των Μετεώρων μοναστήρια… Θριαμβικώς διήλασε την Θεσσαλίαν εν μέσω πιθανώς απείρου και φαιδράς συρροής των αγροτικών λαών, προσερχομένων ίνα ευφημήσωσι τον ζηλωτήν του Χριστού, θριαμβεύοντα τον ευσεβή και φιλόχριστον βασιλέα, τον υπό του Παντοκράτορος και της Παναγίας απεσταλμένον ελευθερωτήν, όπως ες αεί απολυτρώση αυτούς των δεινοτάτων εκ των αδιακόπων εισβολών των Βουλγάρων φόβων».
Στα 1025 μ. Χ. στις 15 Δεκεμβρίου, σου σημειώνουν οι ιστορικοί το τέλος του, με το οποίοι «κληροδότησε μία αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τις οροσειρές της Αρμενίας ως την Αδριατική και από τον Ευφράτη ως τον Δούναβη. Είχε ενσωματώσει στην αυτοκρατορία αυτή ένα αχανές σλαβικό βασίλειο (ενν. Βουλγάρων), ενώ ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, βρισκόταν κάτω από την πνευματική του επιρροή (ενν. Ρώσων)» ( G. Ostrogorsky, ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Β’, σελ. 197). Εξάλλου ο Μιχαήλ Χωνιάτης, βυζαντινός συγγραφέας του 13ου αιώνος, θεωρεί τον Ηράκλειο και το Βασίλειο Β’, ως τους πιο σημαντικούς αυτοκράτορες του βυζαντίου. Είναι τα μεγαλύτερα ονόματα της βυζαντινής ιστορίας και συμβολίζουν την ηρωική εποχή του βυζαντίου, η οποία άρχισε με τον Ηράκλειο και έκλεισε με τον Βασίλειο Β’.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.