Ο ασκητής και η ασκήτρια.

Μας διηγήθηκε ο αββάς Ηλίας, βοσκός ακόμη και στην επωνυμία, ότι μια μέρα που καθόταν κοντά στην μονή των Ευνούχων, γύρω στην έκτη ώρα1 χτύπησε την θύρα του μία γυναίκα και αυτός, αφού βγήκε, την ρώτησε τι ζητούσε. Εκείνη του είπε:

«Και εγώ, κύριε αββά, αγωνίζομαι την ασκητική πολιτεία και μένω σ’ εκείνο το σπήλαιο – ήταν πράγματι το σπήλαιο αυτό μακριά ένα μίλι – και περπατώντας στην έρημο δίψασα πολύ από την ζέστη˙ κάμε, λοιπόν, αγάπη και δώσε μου λίγο νερό να πιώ». Αυτός έδωσε σε αυτήν από το παγούρι του και αφού ήπιε, αναχώρησε με ειρήνη.

Έπειτα, όμως άρχισε ο πονηρός να τον πολεμά για αυτήν τόσο, ώστε μη μπορώντας να υπομείνει την πύρωση που ένιωθε, βγήκε από το σπήλαιο, έλαβε το ραβδί του και ξεκίνησε να την βρει. Αφού περπάτησε λίγο, ήλθε σε έκσταση και είδε την γη να σχίζεται και να τον δέχεται μέσα της. Εκεί είδε νεκρά σώματα ξαπλωμένα, καταξεσκισμένα και σαπισμένα, ενώ έβγαινε από αυτά ανυπόφορη δυσωδία. Εκεί κάποιος ιεροπρεπής άνδρας του έδειχνε τα νεκρά σώματα και του έλεγε: «Ιδού, αυτό το νεκρό σώμα είναι μίας γυναίκας και εκείνο ενός παιδιού. Απόλαυσε, λοιπόν, την επιθυμία σου όσο θέλεις πλην, όμως για αυτήν την ηδονή δες πόσους κόπους έχεις να ζημιωθείς, γιατί τί άλλο επιθυμείς παρά αυτά τα δυσώδη και δες για ποια αμαρτία στερούνται οι άνθρωποι την ουράνια βασιλεία. Ουαί και αλλοίμονο στο ανθρώπινον γένος, γιατί για μια ώρα ηδονής, προτιμούν να χάσουν όλον τον κόπο της πρώτης άσκησης».

Ο γέροντας από την πολλή δυσωδία και τον φόβο του έπεσε κάτω. Ο ιεροπρεπής άνδρας τον σήκωσε και αμέσως έπαυσε ο πόλεμος της σάρκας και επέστρεψε στο σπήλαιό του, ευχαριστώντας τον Θεόν.

Υποσημείωση.

1. Δηλαδή γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.