Θαυμαστές Θεοσημίες (Β’).

Ήταν κάποιος γέροντας στα κελλιά του Γουβά και διηγούνταν γι’ αυτόν οι πατέρες ότι, όταν βρισκόταν στο κελλί του, έκανε μέσα στην νύχτα την εξής εργασία˙

όποιος έβλεπε να μην μπορεί να σπείρει τα χωράφια του, πήγαινε ο ίδιος την νύχτα και έσπερνε με δικό του ζεύγος βοών και σπόρο. Όταν μόνασε, την ίδια ευσπλαχνία έδειχνε. Ανέβαινε δηλαδή τον δρόμο που οδηγούσε στην Ιερουσαλήμ, έχοντας μαζί του άρτο και νερό όταν εύρισκε κάποιον οδοιπόρο καταπονημένο, σήκωνε το φορτίο του και το έφερνε στο όρος των Ελαιών και από κει λάμβανε πάλι κάποιου άλλου και κατέβαινε με αυτό. Έπρεπε να τον βλέπει κανείς φορτωμένο και ιδρωμένο. Όταν δε συναντούσε κάποιον πεινασμένο, του έδινε άρτο, διψασμένο νερό, γυμνό το ρούχο του ή νεκρό να κείτεται στον δρόμο προσευχόταν και τον ενταφίαζε.

Βρισκόταν ένας αδελφός στο κοινόβιο του αββά Ιωάννη, ο οποίος είχε αποστηθίσει την εκτελεστική ευχή της ιερής λειτουργίας. Και μια ημέρα στάλθηκε να φέρει τους άρτους της αναφοράς. Βαστάζοντας αυτούς, έλεγε καθ’ οδόν την ευχή σύμφωνα με την τάξη της στιχολογίας. Όταν αυτός έφτασε στην μονή, οι διάκονοι, αφού πήραν τα πρόσφορα τα έθεσαν στο θυσιαστήριο.

Ο ιερέας όμως, καθώς λειτουργούσε, δεν είδε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ως συνήθως και με τον νου του λυπήθηκε, γιατί φοβήθηκε μήπως αμάρτησε σε κάτι και γι’ αυτό η θεία χάρη εμποδιζόταν. Όταν εισήλθε στο διακονικό, γονάτισε μπροστά στον Κύριο και τον παρακαλούσε να του φανερώσει το αίτιο. Τότε φανερώθηκε Άγγελος Κυρίου λέγοντας σε αυτόν: «Από την ώρα εκείνη που έφερνε εκείνος τα πρόσφορα λέγοντας την ευχή, οι άρτοι αγιάσθηκαν και είναι εντάξει. Μαθαίνοντας αυτά ο ιερέας απαγόρευσε στο εξής να μαθαίνουν την εκτελεστική ευχή της θείας λειτουργίας, εάν δεν έχουν χειροτονηθεί, ούτε να την λένε έτσι απλά».

Ένας άγιος γέροντας με το όνομα Κυριακός καθόταν στον άγιο ποταμό Ιορδάνη και ήλθε προς αυτόν ένας μοναχός, για να τον συμβουλευθεί για λογισμούς πορνείας. Αφού αυτός ωφελήθηκε πολύ, είπε στον γέροντα ότι, εάν ήταν νεστοριανός, θα ήθελε να μείνει μαζί του. Ο γέροντας, όταν το άκουσε, τον παρακαλούσε να χωριστεί από αυτήν την φοβερή αίρεση, διότι άλλη σωτηρία δεν υπάρχει, αν δεν πιστέψεις τα ορθά δόγματα και δεν ομολογήσεις ότι είναι αληθινά Θεοτόκος η Κυρία Παρθένος Μαρία. Απάντησε τότε εκείνος: «Βέβαια, αββά όλες οι αιρέσεις αυτό λένε, ότι δηλαδή, αν δεν επικοινωνήσει κάποιος με αυτές, δεν σώζεται˙ και έτσι δεν ήξερα τι έκανα. Θέλω, όμως να παρακαλέσεις στον Κύριο να πληροφορηθώ έμπρακτα ποια είναι η αληθινή πίστη».

Ο γέροντας δέχτηκε τον λόγο με χαρά και του λέει: «Μείνε στο κελλί μου και πιστεύω στον Θεό ότι θα σε πληροφορήσει η αγαθότητά του. Βγήκε, λοιπόν, ο γέροντας προς την Νεκρά Θάλασσα και προσευχήθηκε στον Θεό για εκείνον. Μετά από δύο μέρες είδε ο μοναχός κάποιον με φοβερή μορφή να του λέει: «Έλα να δεις την αλήθεια». Και έφερε αυτόν σε τόπο σκοτεινό και βρωμερό, μέσα στον οποίο ήταν οι Νεστόριος, Διόσκουρος, Απολινάριος, Σεβήρος, Άρπος, Ωριγένης και άλλοι πολλοί. Λέει τότε προς αυτόν: «Ο τόπος αυτός που σου φάνηκε, ορίστηκε για τους αιρετικούς μέχρι την δευτέρα παρουσία του Κυρίου, οπότε θα παραδοθούν στο αιώνιο πυρ με όσους ακολουθούν τα δόγματά τους. Βλέπε, λοιπόν, εάν σου αρέσει να μείνεις με τους αιρετικούς, αλλιώς πήγαινε στην ορθόδοξη εκκλησία, καθώς ο γέροντας σε διδάσκει. Γιατί στο λέω αυτό! Διότι ακόμη κι αν όλες τις εντολές φυλάξει ο άνθρωπος του Θεού, δεν πιστεύει όμως σωστά, καταδικάζεται σε αυτόν τον τόπο».

Μετά από αυτόν τον λόγο ήλθε στον εαυτό του ο μοναχός. Όταν επέστρεψε ο γέροντας, του διηγήθηκε την οπτασία και έγινε ορθόδοξος και αφού έμεινε με τον όσιο σαράντα χρόνια, αποδήμησε προς τον Κύριο εν ειρήνη.

Δέκα μίλια μακριά από την πόλη των Αιγών, βρισκόταν μια αγροικία, στην οποία υπήρχε και ναός του αγίου Προδρόμου, όπου ησύχαζε ένας άγιος γέροντας ιερομόναχος. Μία ημέρα πήγαν οι ντόπιοι στον επίσκοπο Αιγών, για να διώξουν από εκεί τον γέροντα υποστηρίζοντας ότι πολλές στεναχώριες έχουμε από αυτόν, επειδή τις Κυριακές πότε λειτουργεί την τρίτη ώρα της ημέρας, πότε την έκτη, πότε την ενάτη1 και έτσι δεν διατηρεί την τάξη της σύναξης. Ο επίσκοπος κάλεσε τον γέροντα ιδιαιτέρως και του λέει: «Στ’ αλήθεια, άγιε Δέσποτα, έτσι έχει η υπόθεση, αλλά τι έχω κάνει; Απλώς μετά την ακολουθία του όρθρου της Κυριακής στέκομαι κοντά στο θυσιαστήριο μέχρις ότου να δω το Άγιον Πνεύμα να επισκιάζει στο άγιο θυσιαστήριο, αλλιώς δεν αρχίζω την λειτουργία». Αφού θαύμασε ο Επίσκοπος την αρετή του γέροντα, πληροφόρησε τους κατοίκους του κτήματος και άφησε τον όσιο με ειρήνη.

Είκοσι μίλια μακριά από την πόλη της Έδεσσας ησύχαζαν δύο στυλίτες, ο ένας ορθόδοξος και ο άλλος νεστοριανός, μακριά ο ένας από τον άλλο έξι στάδια.2 Και ο μεν αιρετικός κατηγορούσε την ορθόδοξη εκκλησία, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ελκύσει τον ευσεβή στυλίτη στην αίρεσή του˙ ο δε ορθόδοξος, θέλοντας να τον πληροφορήσει, του μήνυσε να του στείλει μία μερίδα της κοινωνίας του. Ο αιρετικός, θεωρώντας ότι θέλει να δεχθεί την πλάνη του, έστειλε με χαρά την μερίδα. Αφού την έβαλε ο ορθόδοξος στυλίτης, έβαλε χάλκινο αγγείο στην φωτιά, το έβρασε δυνατά και μέσα έριξε την μερίδα του αιρετικού, η οποία αμέσως διαλύθηκε από τον βρασμό του χαλκού. Έπειτα πήρε την μερίδα του δεσποτικού σώματος της ορθόδοξης εκκλησίας, την έβαλε στο χάλκινο αγγείο, το οποίο αμέσως κρύωσε και η αγία κοινωνία έμεινε άβροχη και σώα. Αυτήν μας έδειξε, όταν τον συναντήσαμε.

Δύο πατέρες έρχονταν από την πόλη των Αιγών στην Ταρσό και μπαίνοντας σ’ ένα πανδοχείο, για να διανυκτερεύσουν, αντίκρισαν τρεις νέους να έχουν μία πόρνη μαζί τους. Αυτοί κάθισαν σε μέρος χωριστό και ο ένας έβγαλε το άγιο Ευαγγέλιο, για να διαβάσει. Η πόρνη, όταν άκουσε την ανάγνωση, τους πλησίασε. Τότε ο γέροντας της είπε: «Πολύ ξεδιάντροπη φαίνεσαι, γυναίκα, και μας πλησιάζεις;». Εκείνη απάντησε: «Μη με κατηγορείς, πάτερ, γιατί, αν και είμαι πόρνη γεμάτη από ακαθαρσίες, γνωρίζω ότι ο Κύριος δεν κατηγόρησε την όμοιά μου πόρνη και δεν την έδιωξε». Λέει τότε σ’ αυτήν ο γέροντας: «Εκείνη όμως η πόρνη δεν έμεινε πλέον στην πορνεία». Τότε εκείνη αποκρίθηκε: «Ελπίζω κι εγώ στον Υιό του Θεού του ζώντος ότι δεν θα μείνω πλέον στην αμαρτία». Και, αφού παράτησε τους νέους και όλα της τα υπάρχοντα, ακολούθησε τους γέροντες, οι οποίοι την τοποθέτησαν στον παρθενώνα των μοναχών. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα έγινε σκεύος εκλογής.

Υποσημειώσεις.

2. Στάδιον: μονάδα μέτρησης μήκους ίση με 192 μέτρα.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.