Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά -Φώτη το Λαυριώτη (Γ’) – π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Μας διηγήθηκε ο εφημέριος του ιερού ναού αγ. Αντωνίου Τρίγωνα παπά –Δημήτρης Αφαλωνιάτης τα ακόλουθα: «Μετά την τελευταία περιπέτεια με την υγεία του ο παπά –Φώτης επιστρέφοντας στα Πάμφιλα ζήτησε να επισκεφθεί το αγαπημένο του χωριό, τον Τρίγωνα, όπου εφημέρευσε επί 44 συναπτά έτη. Αγγάρευσε ένα αυτοκίνητο που τον πήγε στο χωριό. Μόλις έφθασε στο χωριό και τον κατέβασαν από το αυτοκίνητο, τον τακτοποίησαν στο αναπηρικό καροτσάκι του». Αμέσως έδωσε το ράσο του στον παπά –Δημήτρη. Ο παπά –Δημήτρης αρνήθηκε να το πάρει. Κι εκείνος επιτιμητικά του είπε: «Να το πάρ’ς». Συνήθιζε ο παπά –Φώτης εσωτερικά να φορά το τριμμένο και χιλιομπαλωμένο αντερί του και από πάνω να φορά ένα καλύτερο. Όταν έβλεπε κάποιον κληρικό που τον αγαπούσε έβγαζε το καλύτερο αντερί ή ράσο και του το έδινε. Όπως καθόταν στο καροτσάκι ζήτησε από το παπά –Δημήτρη να τον κάνει βόλτα σ’ όλο το χωριό. Στο δρόμο όλους τους χαιρετούσε με πολλή αγάπη. Κάποιος ιερέας ονόματι παπά –Σταύρος, πνευματικό του παιδί, από το χωριό αγ. Μαρίνα Μυτιλήνης πηγαίνει και τον πλένει τακτικά. Ο παπά –Δημήτρης κάποια φορά μαζί με τον παπά –Σταύρο πήγαν στα Πάμφιλα να δούνε τον παπά –Φώτη. Πρώτος μέσα στο σπιτάκι μπήκε ο παπά –Δημήτρης και τον βρήκε εκείνη την ώρα να είναι σηκωμένος με το «πι», να θυμιάζει και να λέει τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Ο παπά –Δημήτρης μας τόνισε ότι οι χαιρετισμοί της Παναγίας ποτέ δεν έλειπαν από τα χείλη του. Όπου πηγαίνει λέει τους χαιρετισμούς. «Έχει μεγάλη αγάπη για την Παναγία και παρρησία σε ό,τι της ζητάει». Εντύπωση μας κάνει ότι αυτή τη φορά που επισκέφθηκε ο παπά –Φώτης το χωριό Τρίγωνα ήταν για να αποχαιρετήσει όλον τον κόσμο, γιατί ως απεδείχθη αργότερα δεν ξαναεπισκέφθηκε το χωριό. Ήθελε να δώσει την ευχή του σε όλους και δι’ αυτού του τρόπου να συγχωρήσει όποιους τον στενοχώρησαν ή τους στενοχώρησε στη ζωή του. Αυτή την επίσκεψη θα λέγαμε ότι την σχεδίαζε από πολύ νωρίς ο παπά –Φώτης να την πραγματοποιήσει, διότι τίποτα στη ζωή του δεν το έκαμνε τυχαία, αλλά πάντα με μελέτη και για κάποιο σκοπό!

Ο εφημέριος του ιερού ναού Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς Μυτιλήνης αιδεσιμολ. Π. Αντώνιος Κοντοπός μας διηγήθηκε τα ακόλουθα: «Ο παπά –Φώτης αγαπάει το ράσο του. Έχει αδυναμία στα παιδιά. δίνει εν ώρα θείας λειτουργίας να ασπασθούν τον αστερίσκο1 . Κάνει τον αγώνα του μέσα στον κόσμο. Σαν δει παιδιά γύρω του γίνεται παιδί κι εκείνος και παίζει μαζί τους. Μάλιστα πολλές φορές τους τραγουδάει διάφορα τραγούδια. Όταν του κάνεις τραπέζι ορίζει εξ αρχής πόσο θα φάει. Δεν τρώει τίποτα παραπάνω από εκείνο που ορίζει. Στο τέλος λέει: «Δόξα τω Θεώ αύριο πάλι». Δεν παίρνει μαζί του τίποτα. Τις γυναίκες που φορούνε παντελόνια τις λέει «παντελονούδες σα φαντάσματα είσθε!». Συμπαθούσε τις γυναίκες που φορούσαν μακριά μανίκια το καλοκαίρι στην εκκλησία. Όσο για τα παντελόνια έλεγε ότι δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να τα φορούνε γιατί καταπατούν κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο παπά –Φώτης λέει ό,τι θέλει ο Θεός. Είναι δε μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο για όλους εμάς τους Λεσβίους, κληρικούς και λαϊκούς. Τις Κυριακές δεν επιτρέπει στους εργάτες να δουλεύουν στο ναό. Κάποτε εκκλησιάσθηκα στο ναό του αγίου Αντωνίου στον Τρίγωνα όπου ήταν εφημέριος ο παπά –Φώτης κι ενώ λειτουργούσε παρατούσε το ιερό θυσιαστήριο και έβγαινε έξω. Είχε βγει περίπου δύο φορές και μάλωνε τους χωριανούς που ημέρα Κυριακής πήγαν να βάψουν τα κάγκελα της αυλής της Εκκλησίας. Δεν ήθελε να εργάζονται οι άνθρωποι την Κυριακή. Η Κυριακή έλεγε είναι ημέρα του Κυρίου. Ήθελε όπως ο άγιος Μέγας Κων/νος η Κυριακή να είναι ημέρα αφιερωμένη στο Θεό. Κάποτε θα πήγαινε στο χωριό του ο Δεσπότης να λειτουργήσει. Ο παπά –Φώτης το είπε στον κόσμο και τους προέτρεψε να κάνουν ένα τραπέζι. Μια κυρία όμως έφτιαξε κρέας ενώ ήταν περίοδος νηστείας και το έφερε στο χώρο, συνήθως στον εξωνάρθηκα του ναού, που θα στρωνόταν το τραπέζι. Μόλις ο παπά –Φώτης το μύρισε και κατάλαβε ότι ήταν κρέας το πέταξε με την κατσαρόλα στο δρόμο. Κι άλλη φορά έπεσε το πανηγύρι του αγίου Αντωνίου ημέρα Τετάρτη και πήγε πολύς κόσμος με τα φαγητά τους. Πολλοί όμως μετέφεραν μαζί τους αυγά και τυριά. Ο παπά –Φώτης μάζεψε όλα τα αρτύσιμα εδέσματα και τα πέταξε γύρω στους κήπους. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να καταλυθεί η νηστεία και μάλιστα της Τετάρτης. Στο πανηγύρι του Άη –Γιάννη στις 29 Αυγούστου, ημέρα αυστηρής νηστείας λόγω της εορτής της αποτομής της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, ο παπά –Φώτης λειτούργησε στο χωριό μας στη Βαρειά. Κάποιοι καταπάτησαν τη νηστεία κι έτρωγαν αρτύσιμα. Ο παπά –Φώτης τους έλεγε: «Τρώτε και καταλύετε τις νηστείες γι’ αυτό έχετε αρρώστιες όπως καρκίνους και χίλια άλλα και καλά να πάθετε αφού δεν τηρείτε τις νηστείες της αγίας μας Εκκλησίας».

Κάποια κυρία πρότεινε κάποτε στον παπά –Φώτη να πάρει κάποιο αρτύσιμο γλύκισμα ενώ ήταν νηστεία. Τότε ο παπά –Φώτης με ύφος επιτιμητικό την απέπεμψε λέγοντάς της, «Όχι!».

Σε κάποιον ιερέα που κάποτε τον επισκέφθηκε είπε: «Νηστεία παπά μου ποτέ δεν παρέβην. Κι αυτό το λέω προς δόξαν Θεού. σήμερα όλοι οι άνθρωποι υποφέρουν με θέματα υγείας γιατί ποτέ τους δεν νηστεύουν. Η νηστεία είναι σωτήριος».

Κάποτε ο πρόεδρος της κοινότητας Παμφίλων κ. Κατσαβάλης είπε στα «ΝΕΑ» για τον παπά –Φώτη: «Όποιος χρειασθεί τη βοήθειά του την έχει. Κάποτε αγόρασε πρόβατα και τα χάρισε σε μια άπορη οικογένεια. Δίνει ό,τι έχει, λάδι, τυρί, χρήματα. Πηγαίνει όπου τον καλέσουν, σε βαπτίσεις, γάμους και κηδείες».

Ο αείμνηστος καθηγητής της λειτουργικής της θεολογικής σχολής Θεσσαλονίκης Ιωάννης Φουντούλης σε μια ομιλία του με θέμα: «Η ιερολογία του γάμου, ιστορικό – τελετουργική θεώρηση» που εκφωνήθηκε σε ιερατικό συνέδριο της ιεράς Μητροπόλεως Δράμας στις 22 Μαΐου 1997 (Ιω. Φουντούλη, Τελετουργικά θέματα, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2002, σ’. 249) έγραφε για τον παπά –Φώτη από ένα προσωπικό γράμμα που του έστειλε ο τελευταίος. «Μου το γράφει στις 12/2/1997 ένας γέρων ευλαβέστατος ιερομόναχος, απλούς, ταπεινός και αρκετά ιδιόρρυθμος, φτωχός και ρακένδυτος, που εμπαίζει τον διάβολο σαν τους αγίους τους δια Χριστόν σαλούς. Ακούστε τον πόνο της ψυχής του, μην ενεργήσετε όμως όπως ενεργεί αυτός. Η γλώσσα του είναι πολύ σκληρή και οι αντιδράσεις του ανάλογες. Γράφει: «Αυτοί οι θεομπαίκται και ασυνείδητοι ιερείς της Ιεζάβελ. Εις τας πόλεις κανείς δεν κάμει λειτουργίαν ή μυστήριον ολόκληρον… κουρεύουν τα άχραντα μυστήρια… εις γάμον μίαν φοράν ξεφόρεσα και διαμαρτυρόμενος εν μέσω πλήθους έφυγον. Άλλην ακόμη μίαν φοράν τους έδιωξα και απ’ αρχήν άρχισα. Δι’ αυτό ο κόσμος καταρρέει, επειδή είναι άμοιροι θείας χάριτος… οι πάλαι αγράμματοι ιερείς δεν άφηναν ούτε ένα γράμμα και τώρα, οι με δύο πτυχία ιερείς της αισχύνης, τα μισά τα αφήνουν. Δια τούτο ο κόσμος αγρίεψε, αφηνιάσθη και γέμισε ο κόσμος ανάκτορα του διαβόλου δια να τον λατρεύουν έως λίαν πρωίας». Ακούσατε με ταπείνωση την, τρόπον τινά, αυτοκριτική της ιερατικής λειτουργικής διακονίας από το στόμα ενός νέου Ηλία Θεσβίτου. Είναι ίσως υπερβολικός, όπως ο προφήτης Ηλίας, που «ζηλών εζήλωκε τω Κυρίω παντοκράτορι» (Γ’ Βασιλ. 19, 14). Δεν «υπολείπεται» ασφαλώς αυτός «μονώτατος». Υπάρχουν στον Ισραήλ του ιερού κλήρου «επτά χιλιάδες ανδρών, πάντα γόνατα, α ουκ ώκλασαν γόνυ» της νευρωτικής ταχύτητας, της αδιαφορίας, του επαγγελματισμού και της εκκοσμικεύσεως».
Μας διηγήθηκε ο εκ Πλωμαρίου καταγόμενος και εν Αθήναις εφημέριος Αιδεσιμολ. Πρωτ. Π. Δημήτριος Καρβούνης, προϊστάμενος του Ι. Ν. Αγ. Αποστόλων Τζιτζιφιών:
«Κάποτε ο παπά –Φώτης βρισκόταν στην περιοχή Ντίπι (κόλπος Γέρας). Συνέβη κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες να βγαίνει μέσα από θάμνους και να σταματάει κάποια μπουλντόζα. Ήθελε να τον μεταφέρει στο Πλωμάρι. Η μπουλντόζα όμως δεν είχε θέση στην καμπίνα του οδηγού με αποτέλεσμα να μπει ο παπά –Φώτης μέσα στην σκάφη (κουτάλα). Τότε ξάπλωσε μέσα στην σκάφη και η μπουλντόζα ξεκίνησε. Στο δρόμο όμως που οι οδηγοί έβλεπαν αυτό το θέαμα ενόμιζαν ότι η μπουλντόζα μεταφέρει κάποιο νεκρό. Αποτέλεσμα ήταν να ειδοποιήσουν την αστυνομία και να δημιουργηθεί πανικός. Ήταν κι αυτό μια από τις επινοήσεις του παπά –Φώτη. Όταν είχε σκοπό να κάνει κάτι, δεν νοιαζόταν για το τι θα πούνε οι άλλοι. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πραγματοποιηθεί το έργο του. Πάντα κυκλοφορούσε τα μεσάνυκτα».

Ήταν ιδιαίτερα ελεήμων άνθρωπος. Από πολλούς ζητούσε χρήματα, όμως στην τσέπη του δεν βαστούσε χρήματα για ίδιον όφελος. Συνέβαινε πολλές φορές να του ζητούν κάποιοι δανεικά χρήματα. Τότε ο παπά –Φώτης έκανε κάτι πολύ χαρακτηριστικό για τον δανεισμό: έγραφε σε κάτι πρόχειρα χαρτιά ότι στον τάδε έδωσε τόσα χρήματα, παρόλο που θα ήταν δανεικά και αγύριστα.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Κλεόμβροτος τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε. Σε δύσκολες περιπτώσεις του ανέθετε κατά καιρούς ορισμένες αποστολές. Αυτές ήταν οι συλλογές χρημάτων και ειδών για τις ενισχύσεις των ιδρυμάτων της Μυτιλήνης. Ό,τι ανελάμβανε ο παπά –Φώτης το έφερνε εις αίσιον πέρας. Έτσι και για τα θέματα ελεημοσυνών ο παπά – Φώτης κουβαλούσε λάδια και ό,τι ακόμη του έδιδε ο κόσμος σε μεγάλες ποσότητες ανακουφίζοντας και βοηθώντας στην απρόσκοπτη λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων. Δε λογάριαζε κόπους και μόχθους.
Ο παπά –Φώτης δεν ήθελε ηλεκτρικά φώτα στο ναό, προτιμούσε τα γνήσια κεριά. Κάποτε κατά την ανάσταση στον Τρίγωνα κάποιος επίτροπος άναψε το ηλεκτρικό φως. Τότε ο παπά –Φώτης πήρε ένα ραβδί και έσπασε την λάμπα.

Κάποτε όταν ήταν να πάει ο παπά –Φώτης να λειτουργήσει στο χωριό Μηλιές, κοντά στο Πλωμάρι, συνέβη να τον συνόδευε ο π. Δημήτριος Καρβούνης, που τότε ήταν παιδάκι. Όταν πήγε ο π. Δημήτριος να τον πάρει από το σπίτι του τον βρήκε τον παπά –Φώτη να κάνει μπάνιο μέσα σ’ ένα βαρέλι στην αυλή με κρύο νερό. Συνήθιζε ο παπά –Φώτης πρωί – πρωί να κάνει έτσι το μπάνιο του. Ιδιαιτέρως όταν ήταν να λειτουργήσει. Έβγαινε μούσκεμα από το βαρέλι κι αμέσως φορούσε τα ρούχα του χωρίς να σκουπισθεί. Κατά την λειτουργία εκείνη παρόντες ήσαν εκτός του νυν π. Δημητρίου και οι:Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κυρός Νικόδημος Ζαλούμης, τότε Γεώργιος, και ο νυν Πρωτοσύγκελος ιεράς μητρ. Ιερισσού Αρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης. Στο δρόμο πάντοτε ο παπά –Φώτης έλεγε τον εξάψαλμο και ακολούθως τις ιερατικές ευχές, όλα απ’ έξω. Μόλις έμπαινε στο ναό έδινε εντολή ο παπά – Φώτης να ψάλλουν το «Θεός Κύριος».

Όταν υπήρχε κηδεία στα χωριά του, Τρίγωνας και Πάμφιλα, απαιτούσε ο παπά –Φώτης από τον κόσμο να ντύνει ο ίδιος προσωπικά τους νεκρούς. Είχε στον Τρίγωνα μια νεωκόρο στην οποία έλεγε που θα πήγαινε. Εκείνη σε περίπτωση κηδείας έπρεπε να τον ειδοποιούσε αμέσως. Όταν συνέβαινε να είναι εκτός περιοχής μακρυά σε άλλα χωριά, τότε τον ειδοποιούσαν μέσω μεγαφώνων της κοινότητας. Εκείνος αμέσως έβρισκε μέσον κι επέστρεψε στο ναό του για να κάνει τα καθιερωμένα στον νεκρό. Εν αντιθέτω περιπτώσει, αν δεν τον ειδοποιούσαν, τα έβαζε με τους συγγενείς και έκανε σκηνές μεγάλες κατά την κηδεία. Για τις περιπτώσεις αυτές κουβαλούσε μαζί του ξύδι και κρασί. Σε όλες ανεξαιρέτως τις κηδείες διάβαζε τη συγχωρητική αρχιερατική ευχή εις κεκοιμημένους. Είχε δώσει ο αείμνηστος Μητροπολίτης κυρός Ιάκωβος Κλεόμβροτος άδεια σε όλους τους αρχιερατικούς επιτρόπους να τη διαβάζουν. Έτσι και ο παπά –Φώτης τη διάβαζε από στήθους, όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα λειτουργικά κείμενα τα οποία γνώριζε πολύ καλά.

Κάποτε πήγε να λειτουργήσει στο χωριό Κουρνέλα, ένα χωριό έξω από το Πλωμάρι. Τον συνόδευε ο μετέπειτα μητρ. Ναυπάκτου κυρός Νικόδημος Ζαλούμης, κατά κόσμον Γεώργιος. Όταν μπήκαν στο ναό έκανε πολύ κρύο. Κατά το χερουβικό λέει ο παπά –Φώτης στον Γεώργιο που έψαλλε: «Γεωργέλλη εσύ ψάλλε το χερουβικό τρεις φορές σήμερα». Στο σημείο εκείνο της λειτουργίας έφυγε ο παπά –Φώτης και γύρισε κατά την ψαλμωδία του τρίτου χερουβικού μ’ ένα μαγκάλι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα για να ζεσταθούν. Το σημαντικό είναι ότι ο παπά –Φώτης έφθασε κατά την ψαλμωδία του «Ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι», οπότε βγήκε με τα Άγια κι έκανε την Μεγάλη Είσοδο.

Μας διηγήθηκε ο κ. Ιωάννης εκ Κρήτης ότι ο παπά –Φώτης συνήθιζε κάθε χρόνο να επισκέπτεται τη νήσο Κρήτη κατά την περίοδο των εορτασμών του προστάτου και πολυούχου του Ηρακλείου αγίου Μηνά. Συνήθως παρέμενε στο νησί για ένα μήνα, επισκεπτόμενος διάφορα προσκυνήματα και ναούς. Κάποτε σε μια πανήγυρι του αγίου Μηνά ο παπά –Φώτης προσήλθε προκειμένου να λάβει μέρος κατά το συλλείτουργο. Όμως ο προϊστάμενος του ναού είχε άλλη άποψη. Ο παπά –Φώτης διαισθανόμενος τις βουλές του προϊσταμένου πήγε στο παρεκκλήσιο του αγίου Μηνά φόρεσε την ιερατική στολή του και μόνος του εμφανίστηκε μέσα στο άγιο βήμα του μεγαλοπρεπούς ναού. Τότε ο προϊστάμενος τον ήλεγξε και του είπε: «Σε κάλεσε εσένα κανένας και φορέθηκες;». Και ο παπά –Φώτης του απήντησε: «Εμένα με προσκάλεσε ο άγιος Μηνάς και κανένας άλλος» αφήνοντας άφωνο όχι μόνο τον ιερατικώς προϊστάμενο του ναού αλλά και πολλούς άλλους που πιθανόν θεωρούσαν ανεπιθύμητη την παρουσία του.

Υποσημειώσεις
1. Πρόκειται για λειτουργικό σκεύος το οποίο τοποθετείται πάνω στο δισκάριο και έχει σχήμα αστέρα. Συμβολίζει τον φωτεινό αστέρα που βρισκόταν πάνω στο σπήλαιο της Γεννήσεως του Κυρίου μας.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.