Η κήρυξις του πολέμου του 1912.

Ποτέ δεν θα λησμονήσω την νύκτα, κατά την οποίαν έφθασεν η πρώτη διαταγή των επιχειρήσεων από το Γενικόν Στρατηγείον. Ήτο Τετάρτη προς την Πέμπτην Οκτωβρίου 1912. Η Μεραρχία μας, η τετάρτη, ευρίσκετο εις Βλοχόν, χωρίον, το οποίον απέχει του Τουρκικού εδάφους περί τας δύο και πλέον ώρας. Από ενωρίς τίποτε δεν εμαρτύρει, ότι την επαύριον επρόκειτο ν’ ανταλλάξωμεν πυροβολισμούς με τους Τούρκους στρατιώτας.
Έπειτα από μίαν εξαισίαν, σχεδόν καλοκαιρινήν, ημέραν, ο ήλιος είχε δύσει και εις το πορτοκαλόχρυσον θάμβος του δειλινού οι καπνοί από τας καλύβας και τους καταυλισμούς των ανδρών ανέβαινον αργά, ως θυσίαι δικαίων. Αι νεαραί ποιμενίδες του Βλοχού, με τα ροδαλά πρόσωπα και τους χαμηλωμένους οφθαλμούς, ωδήγουν από την βοσκήν οπίσω τας αγέλας των ζώων.
Εν μέσω της γαλήνης και της γλυκείας σιγής, την οποίαν διέκοπτον από καιρού εις καιρόν οι χρεμετισμοί των αλόγων, ο νους μας δεν επήγαινεν εις εχθροπραξίας. Πολλοί από τους στρατιώτας εκάθηντο κατά μήκος του ποταμού και εις τας άκρας των μικρών παλαιών γεφυρών με τους πόδας κρεμασμένους προς τα φευγαλέα νερά. Εκεί έφερον εις τον νουν των τας τρυφεράς σκηνάς του αποχωρισμού κατά την αναχώρησιν της Μεραρχίας από το Ναύπλιον. Αι σκέψεις αυταί κατείχον εξ ολοκλήρου την ψυχήν μας.
Είχομεν ακόμη εμπρός μας τας εικόνας των εναγκαλισμών, τα δάκρυα των απλοϊκών γυναικών, αι οποίαι εξεκίνησαν από χωρία μακρινά, δια να συναντήσουν τους ιδικούς των και να τους ίδουν ακόμη μίαν φοράν.
Εβλέπομεν εμπρός μας όλον αυτόν τον κόσμον να φθάνη ταλαιπωρημένος, ιδρωμένος, να κατακλύζη τους δρόμους του Ναυπλίου. Ήρχετο με όλα τα οικιακά σκεύη, χωρίς να ευρίσκη τι να φάγη και να μαγειρεύση εκ του προχείρου. Να μη έχη που να κοιμηθή από τον μεγάλον συνωστισμόν και να διανυκτερύη όρθιος εις το ύπαιθρον. Έβλεπε κανείς συζύγους με τα μωρά των εις την αγκάλην των, μητέρας με λευκήν κόμην και κυρτωμένην ράχιν.
Τέλος ήρχοντο εις την ανάμνησίν μας αι σιωπηλαί και συγκινητικαί σκηναί του χωρισμού των αλόγων της επιτάξεως από τους κυρίους των. Είδον εγώ χωρικόν, ο οποίος εξεκίνησεν από το χωρίον του, τεσσάρων ωρών διάστημα δρόμου, και ήλθεν ακριβώς την παραμονήν της αναχωρήσεώς μας εις τους στάβλους της Μεραρχίας. Ήθελε να ίδη δια τελευταίαν φοράν το άλογόν του, ένα ωραίον ψαρήν, του οποίου οι παχύταταοι γλουτοί εμαρτύρουν περί της αγρύπνου στοργής του κυρίου του. Μόλις τον είδεν, έστρεψε προς αυτόν την ευφυεστάτην του κεφαλήν, εχρεμέτισε και έκαψεν ανυπόμονον την γην με την οπλήν του. Ο χωρικός εξεκρέμασεν από τον ώμόν του εν σακκίδιον γεμάτον κριθήν και του έδωσε να φάγη, αν και τον διεβεβαίωσαν οι σταβλοφύλακες, ότι προ ολίγου είχον δώσει φαγητόν εις τα άλογα.
-Παιδιά μου, ήρχισε να κλαυθμηρίζη τότε. Να τα αγαπάτε τα ζωντανά. Είναι του Θεού.
Έμεινε πλησίον του ζώου του μέχρι βαθείας νυκτός και δεν έφυγε παρά μόνον, όταν τον διεβεβαίωσαν ότι θα το περιποιηθούν, όσον είναι δυνατόν.
Ο Ψαρής! Μέχρι τινός είδον να φέρη επί της ράχεώς του τον ταμίαν της Μεραρχίας. Άλλ’ αίφνης έχασα τελείως τα ίχνη του. Να ανεπαύθη δια παντός άρά γε τυμπανιαίος εις καμμίαν Μακεδονικήν πεδιάδα, εις την διάθεσιν των μαύρων εθνών, των κοράκων; Να ανεπαύθη άρά γε εκεί, αφού διέβη τα Καμβούνια, τον Αλιάκμονα, τον Αξιόν και έπιεν από τα θολά νερά της θαυμασίας λίμνης του Οστρόβου; Ή να επέζησε, δια να επανεύρη τον θρεμόν στάβλον του και να δεχθή τας περιποιήσεις του κυρίου του;
Μία συναυλία σαλπίγγων εκάλει τους άνδρας εις το συσσίτιον. Εδώ αχνίζει το φαγητόν του ιππικού, πέραν οι πυροβοληταί επολιόρκουν το ιδικόν των. Πλησίον της αριστεράς όχθης παρετάσσετο με τα επιτραπέζια σκεύη του ο λόχος μηχανικών, ενώ μακράν εις το βάθος εβόμβει το πεζικόν. Η νυξ εύρε το πεζικόν κοιμώμενον μακαρίως.
Εις τας ένδεκα νεαρός ανθυπολοχαγός, εκάλπαζε προς το μέρος του Στρατηγείου. Αφίππευσεν, έδωκε το άλογόν του εις τον ιπποκόμον του και ανέβη εις το κτήριον, όπου εφιλοξενείτο το Επιτελείον. Μετ’ ολίγον όλα τα παράθυρα της μικράς αγροτικής επαύλεως επλημμύρισαν φως. Έξω δύο – τρεις αγρυπνούντες εβλέπομεν εις τους εσωτερικούς τοίχους τας σκιάς των εις διαρκή κίνησιν αξιωματικών. Η νυκτερινή αυτή κίνησις είχε κάτι το εξαιρετικόν. Εις όλα τα δωμάτια ειργάζοντο πυρετωδώς. Τί να συμβαίνη άρά γε; Μήπως πρόκειται να εκκινήσωμεν;
Τέλος εις τον εξώστην έκαμε την εμφάνισίν του το κομψόν παράστημα του ιλάρχου Πέτρου Μάνου.
-Λοχίας της υπηρεσίας!…. Λοχίας της υπηρεσίας!…
-Παρών, κύριε ίλαρχε, απήντησεν η φωνή του υπαξιωματικού, βαδίζοντος από το αντίσκηνόν του. Διατάξτε!
-Να ετοιμασθούν αμέσως οι έφιπποι αγγελιαφόροι.
-Μάλιστα.
Εχαιρέτισε και απεμακρύνθη τροχάδην.
Την στιγμήν εκείνην, εάν οι φρουροί σας επέτρεπον να αναβάτε εις το Επιτελείον, θα εβλέπατε πράγματα ενδιαφέροντα. Εις την πρώτην, την κεντρικήν αίθουσαν, θα αντικρύζατε την επιβλητικήν, την γνησίαν στρατιωτικήν, την ηλιοκαή μορφήν του Μεράρχου. Εις το πρόσωπόν του ήσαν ζωγραφισμένα το θάρρος, η σύνεσις και η αποφασιστικότης. Πρώτης τάξεως προσόντα στρατηγού.
Εμπρός του, επάνω εις παλαιάν ξυλίνην τράπεζαν, θα εβλέπατε ανοικτόν τον χάρτην του Επιτελείου, επί του οποίου ήτο βυθισμένος εις σκέψεις. Εις άλλο δωμάτιον θα εβλέπατε τον υπασπιστήν του, ο οποίος υπηγόρευεν εις πέντε γραφείς συγχρόνως πέντε διαφορετικάς διαταγάς προς πέντε διάφορα σώματα με φωνήν χαμηλήν, δια να μη ταράξη τας σκέψεις του στρατηγού.
Ο εις μετά τον άλλον οι αγγελιαφόροι έφευγον καλπάζοντες προς όλας τας διευθύνσεις. Ελάμβανον τους φακέλους των διαταγών, έκαμνον τον σταυρόν των και εβύθιζον τους πτερνιστήρας των εις τα πλευρά των αλόγων. Πλησίον της μάνδρας του κτηρίου ανεφάνη ταινία λαμπρού κυανού φωτός, η οποία έσβηνε και πάλιν ανέλαμπε και πάλιν έσβηνε. Μερικοί πεζοί, επιστρέφοντες από τον ποταμόν, όπου είχον μεταβή δια να φέρουν νερόν, περιεκλύκλωσαν το φως.
-Τί είναι, παιδιά; Τί τρέχει;
-Ο οπτικός τηλέγραφος, απήντα μία φωνή από το μέρος της λάμψεως.
Από την απέναντι ράχιν επρόβαλε μετ’ ολίγα λεπτά άλλο φως και η τηλεγραφική επικοινωνία μας με το Γενικό Στρατηγείον είχεν αποκατασταθή.
Κατά τας πρώτας ώρας της πρωΐας η πεδιάς του Βλοχού εγέμισε περιπατούντα φώτα, τα φαναράκια των υπαξιωματικών, οι οποίοι έσπευδον να εξυπνήσουν τους άνδρας, δια να ετοιμασθούν.
-Τα εμάθατε λοιπόν, κύριε συνάδελφε;
-Τί πράγμα;
-Ένα τάγμα του ογδόου συντάγματος διετάχθη να εκβιάση την είσοδον προς το Τουρκικόν έδαφος από τον σταθμόν Ελευθεροχωρίου.
-Αλήθεια;
-Αλήθεια. Μάλιστα αυτή την στιγμήν ίσως βαδίζεις κατά του σταθμού.
-Συνάδελφε, να σε φιλήσω! Ζήτω το Έθνος!

Μακρά σειρά φορτηγών αμαξών ετρόχαζε κατεσπευσμένως επί της δημοσίας οδού. Τα μαστίγια έτριζον εις τον αέρα, οι τροχοί εκρότουν δαιμονιωδώς και έπνιγον τας φωνάς και τας διαταγάς των βαθμοφόρων. Ήτο η εφοδιοπομπή της Μεραρχίς, η οποία έφευγε δια το χωρίον Ορφανά, να φέρη άρτον και άλλα φαγώσιμα.
Ο λόχος του μηχανικού συνετάσσετο, οι ιππείς της Ανεξαρτήτου Ταξιαρχίας έσυρον τα άλογά των εις το πότισμα, ενώ οι συνάδελφοί των του μεραρχιακού ιππικού εσέλωνον τα ιδικά των. Επρόκειτο να προχωρήσουν πρώτοι εξ όλων προς αναγνώρισιν.
Ήτο σκότος ακόμη, όταν ο Μάνος διέταξε:
-Επί των ίππων!
Και ετέθη επί κεφαλής των ανδρών του.
Εις λοχίας τον προέπεμψε φεύγοντα.
-Στο καλό, κύριε ίλαρχε. Καλή επιτυχία!
Την επομένην, κατά τα χαράγματα, το Επιτελείον της Μεραρχίας επήρε τον δρόμον προς το πεδίον των επιχειρήσεων. Όλαι αι σκηναί, οι κατάφωτοι εκείνοι συνοικισμοί της παρελθούσης νυκτός, είχον εξαφανισθή ως δια μαγείας. Αι νυκτεριναί διαταγαί είχον σαρώσει τους καταυλισμούς, τα σώματα ετέθησαν ενωρίς εις πορείαν. Και εις την πεδιάδα, έρημον και γυμνήν ζωής πλέον, εβασίλευεν απέραντος σιγή, την οποίαν διέκοπτον μόνον οι μονότονοι και αραιοί κωδωνισμοί των ποιμνίων. Οι ποιμενόπαιδες του Βλοχού ματαίως ανεζήτουν τας πυροβολαρχίας, αι οποίαι την προηγουμένην είχον γίνει αντικείμενον ζωηροτάτου ενδιαφέροντος. Πέραν, εις το βάθος, μόλις ηδύνασο να διακρίνης εις το γλυκό πρωινόν λυκόφως μακράν φάλαγγα πεζικού πορευομένην. Εσύρετο δια μέσου θάμνων και λόφων και ύψωνεν ελαφρά νέφη σκόνης, οσάκις ήρχετο εις επαφήν με τον δημόσιον δρόμον.
Ήτο εξαίσιον πρωί με ουρανόν αίθριον, ο οποίος μας υπέσχετο ήλιον βασιλικόν. Εις την έξοδον του χωρίου αι γυναίκες παρατεταγμέναι δεξιά και αριστερά, κατά μήκος των φρακτών των κήπων, με τα κάνιστρα γεμάτα τρόφιμα, προσέφερον εις τους στρατιώτας και τους προέπεμπον δακρύζουσαι:
-Στο καλό, παιδιά! Ο Θεός να σας φυλάη!
Εις το τέος της παρατάξεως εις γέρων με χιονισμένην γενειάδα εστηρίζετο εις την ράβδον του σιωπηλός και σκεπτικός, ως κάτι να εμελέτα, κάτι να ανεσκάλευε και να ανεζήτει εις την μνήμην του. Το πρόσωπόν του ανέλαμψεν αίφνης. Απεκαλύφθη, έσεισεν εις τον αέρα τον πανάρχαιον μαύρον πίλόν του και ήρχισε να κραυγάζη έξαλλος προς τους διαβαίνοντας άνδρας:
-Εμπρός! Εμπρός!
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Εμπρός! Εμπρός!

«Πολεμικαί Σελίδες» Σπύρος Μελάς.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.