Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά -Φώτη το Λαυρεώτη: Μέρος 4ο – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Ο ίδιος κ. Ιωάννης εκ Κρήτης μας διηγήθηκε ότι ο παπά –Φώτης κάποια φορά ήθελε να συμμετάσχει στη σύναξη των νέων στο Ηράκλειο που επιμελείτο κάποιος ιερέας. Ενώ η σύναξη έπρεπε ν’ αρχίζει στις 7:00 το απόγευμα, οι νέοι συνήθως ταλαιπωρούσαν τον ιερέα και άλλοτε πήγαιναν στις 7 και μισή και άλλοτε αργότερα. Εκείνη την ημέρα που συνέπεσε ο παπά –Φώτης να είναι εκεί και να έχει εκδηλώσει την επιθυμία του να συμμετάσχει σ’ αυτήν κι ενώ η καθορισμένη ώρα ήτο η εβδόμη, οι νέοι άργησαν πολύ. Αποτέλεσμα αυτής της αργοπορίας των νέων ήταν ο παπά –Φώτης να μαλώσει όλους τους νέους που αμελούσαν και δεν έρχονταν κανονικά στην ώρα του ραντεβού τους.

Μας αφηγήθηκε ο Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελος της ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, με καταγωγή από το νησί της Λέσβου, το ακόλουθο γεγονός: Κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής συνέβη μια συμπλοκή μεταξύ Γερμανών και ανταρτών – αντιστασιακών έξω από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας του αγίου Όρους. Τότε ο παπά –Φώτης ήτο ιερομόναχος Λαυριώτης. Κατά την συμπλοκή ετραυματίσθη ένας Γερμανός. Ο παπά –Φώτης βρήκε στον κήπο τον τραυματισμένο Γερμανό και τον μετέφερε τραβώντας τον στο κελλί του. Επί έξι μήνες ο παπά –Φώτης περιποιόταν τον γερμανό χωρίς να το μάθει κανείς μέσα στο μοναστήρι. Κανείς δεν γνώριζε για την παρουσία Γερμανού στη μονή. Το γεγονός ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνο για το μοναστήρι μιας και εις αυτό εφιλοξενούντο κατά καιρούς και Άγγλοι, αλλά και αντιστασιακοί Έλληνες που κατέφευγαν στο μοναστήρι για να ξεφύγουν από τους Γερμανούς. Μετά από έξι μήνες ο Γερμανός ανέρρωσε και ανεχώρησε από το μοναστήρι. Ο Γερμανός έφυγε και επέστρεψε στην πατρίδα του μετά την κατοχή και μετά το πέρας του πολέμου. Όμως ο Γερμανός, στο όνομα Φρέιζ, ποτέ του δεν ξέχασε τον ευεργέτη του παπά –Φώτη. Πάντα προσπαθούσε να μάθει κάτι γι’ αυτόν. Κάποτε στην Γερμανία βρέθηκε κάποιος μετανάστης από το Πλωμάρι. Συνέβη να τον γνωρίσει ο Φρέιζ και αφού έμαθε πολλά στοιχεία για τον παπά –Φώτη ξεκίνησε να ταξιδεύσει, γύρω στα 1980 για τον Τρίγωνα της Λέσβου, χωριό που εφημέρευε ο παπά –Φώτης. Είχαν περάσει 40 χρόνια από τότε και μόλις τον συνάντησε ο παπά –Φώτης χοροπηδούσε πάνω κάτω φωνάζοντας το όνομά του: «Φρέιζ! Φρέιζ!». Μια άλλη κρυφή πτυχή της προσωπικότητος του παπά –Φώτη…

Μας αφηγήθηκε ο ίδιος ο αρχιμ. π. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, ότι ο παπά –Φώτης όταν πήγε να ζήσει στο όρος Σινά του έπεσαν όλα τα δόντια του. Και αυτό το έπαθε από τις μεγάλες νηστείες. Και είναι αλήθεια ότι ο π. Φώτιος ποτέ του δεν κατέλυσε νηστεία, ούτε λάδι!!!

Όταν μετά από πολλούς πολυχρόνιους κόπους επεράτωσε το έργο της ζωής του, τον άγιο Λουκά, προετοίμασε με πολλή χαρά τα της θείας λειτουργίας εις το νεόδμητον περικαλλή ναό του. Τότε πολύς κόσμος παρευρέθηκε εκεί για να χαρεί μαζί του τη χαρά του. Λίγο προτού βγει για τη μικρά Είσοδο αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει ν’ αφήσει άνοιγμα αριστερά της Ωραίας Πύλης για να περάσει. Πήγε αμέσως, πήρε έναν κασμά και άρχισε να γκρεμίζει το ντουβάρι. Ο κόσμος βγήκε έξω βήχοντας από τη σκόνη, κινδυνεύοντας από τις πέτρες που εκτοξεύονταν. Ο παπά –Φώτης ήταν ήσυχος, μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά του και συνέχισε αμέριμνος κανονικά τη θεία λειτουργία!

Μας αφηγήθηκε ο πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ιάκωβος Καραμούζης, Ιεροκήρυκας της ιεράς μητροπόλεως Μυτιλήνης για τον παπά –Φώτη τα ακόλουθα:
1 «Κάποτε είχε χτυπήσει σοβαρά και μάλλον έσπασε το πόδι του. Η πληγή του ήταν αρκετά μεγάλη. Δεν δεχόταν καμιά απολύτως ιατρική βοήθεια. Στο άνοιγμα της πληγής του έβαζε συνέχεια αγιασμό και άνθη από τον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής. Με όλα αυτά τα αγιωτικά με πολλή πίστη περιποιόταν την πληγή του καθημερινά και δεν ήθελε με τίποτα να πάρει φάρμακα. Ούτε λόγος να καταλύσει τη νηστεία. Μετά από μέρες έγινε εντελώς καλά».

2 «Επίσης, ο ίδιος μας διηγήθηκε ότι μια Μεγάλη Παρασκευή επιστρέφοντας αργά το βράδυ από κάποια εκκλησία της Μυτιλήνης ο παπά –Φώτης περνούσε μπροστά από κάποια ταβέρνα. Εκεί υπήρχαν κάποιοι θαμώνες και κατέλυαν. Χωρίς καμιά συστολή ο παπά –Φώτης μπήκε μέσα στο καφενείο και άρχισε να παρατηρεί τον μαγαζάτορα γιατί μαγείρευσε αρτύσιμο φαγητό τέτοια μεγάλη μέρα. Ο εστιάτορας εθίχτηκε τόσο πολύ που χωρίς δισταγμό βγήκε μπροστά από τον πάγκο του και ξυλόδαρε τον παπά –Φώτη τόσο πολύ που κόντευσε να του προκαλέσει μεγάλη σωματική βλάβη. Ο παπά –Φώτης όμως καίτοι έφαγε ξύλο, δεν εγόγγυσε καθόλου μα συνέχιζε να τον συμβουλεύει και να του λέει: «Δεν με πειράζει που με έδειρες Μεγάλη Παρασκευή, αλλά άλλη φορά μη μαγειρεύεις τέτοια μέρα»!!!

3 Ακόμα, μας διηγήθηκε ότι το έτος 1991 ο Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος επραγματοποίησε προσκύνημα στους αγίους Τόπους. Στο προσκύνημα αυτό συμμετείχε και ο παπά –Φώτης. Αφού πολλά αναπάντεχα συνέβησαν κατά το προσκύνημα με τον παπά –Φώτη, όπως για παράδειγμα να επιστρέψει με οτοστόπ από Αίγυπτο στα Ιεροσόλυμα και πολλά άλλα, κατά την επιστροφή για την Ελλάδα στο αεροδρόμιο έδωσε προς φύλαξιν σε μια κυρία τον τορβά του. Όμως παρόλο που έγινε η επιβίβαση στο αεροπλάνο ο παπά –Φώτης είχε ξεχάσει να παραλάβει τον τορβά του κι ενώ το αεροπλάνο ξεκινούσε, κατά την απογείωση, στιγμή που απαγορεύεται κανείς να σηκωθεί από τη θέση του, εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει να βρει την κυρία στην οποία είχε δώσει τον τορβά του. Όταν την βρήκε άρχισε να την φωνάζει: «Αχμάκσα, αχμάκσα (=αφελής)»! ευτυχώς που η κυρία είχε μαζί της τον τορβά.

4 Επίσης ο ίδιος μας διηγήθηκε ότι κάποτε που γιόρταζε ο ιερός ναός αγ. Αντωνίου του χωριού Τρίγωνας, στο οποίο υπηρετούσε ως εφημέριος, συνήθιζε να κάνει τραπέζι σε όσους τον τιμούσαν. Εκείνη τη χρονιά εκ μέρους της ιεράς μητροπόλεως προΐστατο στις ιερές ακολουθίες ο πανοσιολ. Αρχιμ. π. Νικόδημος, Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Μυτιλήνης (νυν Μητροπολίτης Ιερισσού, αγίου Όρους και Αρδαμερίου). Κατά την ώρα του τραπεζιού ενώ σε όλους τους προσκεκλημένους του τραπεζιού υπήρχε από μια λευκή πετσέτα, στον Πρωτοσύγκελλο π. Νικόδημο έπεσε μια σκελέα. Τότε ο άγιος Πρωτοσύγκελλος του είπε: «Παπά –Φώτη κοίτα σε μένα αντί για πετσέτα κατά λάθος μου έδωσες μια σκελέα». Τότε ο παπά –Φώτης με τον φυσικό τρόπο που τον διέκρινε και χωρίς καθόλου να στενοχωρηθεί απαντά ευθύς στον Πρωτοσύγκελλο: «Είναι καθαρή η σκελέα;». «Ναι», του απάντησε ο Πρωτοσύγκελλος. «Ε, τότε σκουπίσου, το ίδιος είναι!!!!».

5 Επίσης μας διηγήθηκε ότι πολλές φορές στο δρόμο επειδή δεν εύρισκε κανένα αυτοκίνητο δεν δίσταζε να κάνει οτοστόπ και σε μηχανάκια. Οι άνθρωποι που τον γνώριζαν για την απλότητα που τον διέκρινε δεν δίσταζαν να σταματήσουν και να τον παίρνουν μαζί τους. Πολλές φορές όμως επειδή ο παπά –Φώτης κάτω από το ράσο του δεν φορούσε τίποτα, συνέβαινε ανεβαίνοντας στα μηχανάκια, στα κυματιζόμενα ράσα του να αποκαλύπτονται και άλλα πράγματα. Αυτά δεν τα λογάριαζε ο παπά –Φώτης.

6 Επίσης ο ίδιος μας διηγήθηκε ότι μια Πρωτοχρονιά που λειτουργούσε σε κάποιο χωριό έξω από τη Μυτιλήνη που γιόρταζε ο ναός έφτασε και ο παπά –Φώτης να συλλειτουργήσει. Ο καιρός ήταν βροχερός. Ο παπά –Φώτης φορούσε παντόφλες και τα πόδια του ήταν μέσα στις λάσπες. Ήταν εντελώς ξυπόλυτος.

7 Επίσης ο ίδιος μας διηγήθηκε ότι κάποτε πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα ναό. Ο παπά –Φώτης για τον λόγο του ιδιαιτέρου του χαρακτήρος του δεν γινόταν εύκολα αποδεκτός από κάποιους, όχι μόνον λαϊκούς αλλά και κληρικούς. Για τον λόγο αυτό όταν εμφανιζόταν ο παπά –Φώτης του κάνανε πολλά πειράγματα και τον έβαζαν σε κάποιες αναπάντεχες περιπέτειες. Έτσι κάποτε κάποιοι εκκλησιαστικοί προκειμένου να γελάσουν την ώρα που ο παπά –Φώτης ντύθηκε τα ιερά του του έβαλαν μια καρφίτσα και συνέραψαν αντερί με στιχάριο. Όμως ο παπά –Φώτης ως γνωστόν πολλές φορές δεν φορούσε ούτε παντελόνια, ούτε και εσώρουχα. Αποτέλεσμα αυτού του πειράγματος ήταν κατά το πέρας της θείας λειτουργίας όταν απεκδυόταν τα ιερά του να μείνει γυμνός. Αυτό φυσικά ο ίδιος δεν τα κατάλαβε αμέσως. Όμως οι άλλοι γέλασαν με την ψυχή τους.

Μου διηγήθηκε ο παπά –Δημήτρης Αφαλωνιάτης ότι κάποτε φιλοξένησε τον παπά –Φώτη στο σπίτι του στον Τρίγωνα. Ο παπά –Φώτης τους έβαλε όλους μέσα στο σπίτι να κοιμηθούν από τις 7:00 μ.μ. Ο λόγος ήταν για να τους διδάξει ότι δεν πρέπει να βλέπουν τηλεόραση. Τα παιδιά του ιερέα ζητούσαν επίμονα να παρακολουθήσουν μια σειρά στην τηλεόραση. Όμως ο παπά –Φώτης δεν τους άφησε να γίνει το δικό τους, αλλά τους έβαλε με το ζόρι να κοιμηθούν νωρίς. Κατά τα μεσάνυκτα σηκώθηκε ο παπά –Φώτης μέσα στο σπίτι. ήταν μούσκεμα. Προφανώς πλύθηκε μέσα στα χιόνια. Όταν μπήκε έσταζε ολόκληρος. Μπαίνοντας στο σπίτι σκούπισε το βρεγμένο πρόσωπό του στην άκρη του ίδιου τραπεζομάνδηλου και ακολούθως στην άλλη άκρη του ίδιου τραπεζομάνδηλου σκούπισε τα βρεγμένα πόδια. Αυτό το έκανε γιατί ο παπά –Δημήτρης πρόσεχε ιδιαίτερα τα καλά πράγματα, τα σχολαστικώς καθαρά. Με τον τρόπο του έδωσε ένα καλό μάθημα στον ιερέα να μην ασχολείται με υλικά πράγματα. Όμως το αξιοσημείωτο του εν λόγω περιστατικού είναι ότι ο παπά –Φώτης κατά την διάρκεια της φιλοξενίας του δεν κοιμόταν σε κρεβάτι αλλά κάτω στο έδαφος. Μια συνήθειά του γνωστή σε πολλούς ανθρώπους που τον φιλοξενούσαν κατά καιρούς.

Όταν ήταν εφημέριος στο χωριό Τρίγωνας κάποιοι πατριώτες του από τα Πάμφιλα τον επηρέασαν να λάβει μέρος στις κομματικές εκλογές. Ο παπά –Φώτης έδωσε τη συγκατάθεσή του και στο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ δήλωσε τη συμμετοχή του. Η πράξη αυτή κανείς δεν γνωρίζει γιατί έγινε. Αποτέλεσμα αυτής της άτοπης ενέργειάς του ήταν να εγκαταλείψει τα εφημεριακά του καθήκοντα από τον Τρίγωνα. Οι ιερείς ως γνωστόν δεν κομματίζονται. Πιθανόν να το έκανε αυτό για να φύγει από τα εφημεριακά καθήκοντά του και ν’ ασχοληθεί περισσότερο με την ψυχή του.

Κάποια μέρα πριν ξεσπάσουν κάποια άσχημα δημοσιεύματα στον τύπο της Λέσβου περί του παπά –Φώτη και περί της γυναίκας που τον φρόντιζε, ο παπά –Φώτης βλέποντας την κυρία εκείνη την παρατηρούσε ιδιαίτερα στον ώμο της. Τότε με έκπληξη η κυρία του είπε: «Τί βλέπετε γέροντα στον ώμο μου, μήπως κανένα διάβολο; Σας παρακαλώ διώξτε τον από πάνω μου». Τότε εκείνος της είπε: «Όχι δεν πρέπει να προσευχηθώ να φύγει γιατί αυτός ο πειρασμός είναι ωφέλιμος». Την επομένη μέρα ξέσπασε η θύελλα των δημοσιευμάτων εναντίον εκείνης της γυναίκας. Επρόκειτο περί δημοσιευμάτων κακοήθειας.
Κάποτε που θα ταξίδευε από Μυτιλήνη για Πειραιά με το πλοίο «Θεόφιλος» κατά την αναμονή στην προβλήτα ζήτησε από την κυρία που τον φρόντιζε να πιεί νερό. Η κυρία αμέσως έτρεξε να του φέρει νερό. Όταν έφθασε με το νερό, αντί να το πιεί, έκανε ότι δεν το ζήτησε και άρχισε να εξευτελίζει την κυρία μπροστά σε όλο τον κόσμο. «Τότε για να την ταπεινώσει περισσότερο άρχισε να της λέει: «Να σκάεις (=σκάσεις) διάβολε, διάβολε…». Με τον τρόπο αυτό προφανώς κάτι έβλεπε για το συμφέρον της κυρίας που τον διακονούσε, αλλά και για όλους όσοι τον παρατηρούσαν.

Ο π. Χρήστος Παναγιωτόπουλος, εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Στυλιανού Γκύζη μου διηγήθηκε ότι στο χωριό του, Λαφύστιον Λεβαδειάς, υπάρχουν γύρω από το συνοικισμό του χωριού πολλά ξωκκλήσια. Κάποιο απ’ αυτά είναι αφιερωμένο στην αγία Βαρβάρα. Πριν λίγο καιρό συνέβη να λειτουργήσει στο ξωκκλήσι αυτό. Έπειτα από λίγες ημέρες κάποια πνευματικά παιδιά του π. Χρήστου επισκέφθηκαν τον παπά –Φώτη στο σπίτι της κ. Σοφίας Καπέδρα στον Υμηττό. Τότε ο Γέροντας τους είπε: «Τί κάνει ο πνευματικός σας; Να του πείτε ν’ ανάψει ένα κερί στην αγία Βαρβάρα». Φαίνεται ότι ο παπά –Φώτης είχε πληροφορία ότι η αγία Βαρβάρα χάρηκε που λειτουργήθηκε το ξωκκλήσι της (21/6/2009).

Ο παπά –Φώτης είχε προβλέψει την ημέρα της κοιμήσεώς του πριν από πολλά χρόνια. Σχετικά είχε πει στον παπά –Δημήτρη Αφαλωνιάτη ότι: «Την ημέρα του Σταυρού θα εκδημήσω». Και όντως εκοιμήθη την Παρασκευή 5/3/2010 προ της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως.

Μας διηγήθηκαν κάτοικοι του χωριού Τρίγωνας ότι κάποτε που ο παπά –Φώτης βάπτιζε κάποιον Γύφτο στο ναό του χωριού του πρόσφερε ρούχα και παπούτσια που μάζευε από τον κόσμο για το σκοπό αυτό. Όμως την ώρα που πήρε ο νεοφώτιστος να φορέσει τα παπούτσια δεν του κάνανε γιατί ήταν μικρό το νούμερο. Έλεγε ο νεοφώτιστος: «Παπά –Φώτη δεν μπαίνουνε». Ο παπά –Φώτης: «Να τα βάλ’ς». Ο ίδιος διάλογος επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ο παπά –Φώτης πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τα παπούτσια και ο νεοφώτιστος τα έβαλε μεν στα πόδια του, αλλά χωρίς τα δάκτυλα να είναι μέσα στα παπούτσια…

Κάποια άλλη φορά πήγαινε να μεταλάβει κάποιον ενορίτη του στον Τρίγωνα. Την ώρα που βγήκε για να πάει να κοινωνήσει και βαστούσε τα άγια ένας σκύλος ήταν ξαπλωμένος μπροστά στην είσοδο του ναού. Τότε ο παπά –Φώτης απευθυνόμενος στο σκύλο, ωσάν να ήταν άνθρωπος του είπε: «Σήκω χουντικέ (έτσι αποκαλούσε ο παπά –Φώτης τους σκύλους) περνάει ο Χριστός!». Και ο σκύλος αμέσως υπάκουσε και σηκώθηκε και πέρασε ο παπά –Φώτης…

Μαρτυρίες και αφηγήσεις από τον κ. Ευθύμιο Φασιά, απόστρατο αξιωματικό εξ Άρτης και εν Αθήναις διαμένοντα.
«Κάποτε που ζούσαμε με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου στη Μυτιλήνη λόγω επαγγέλματος και είχαμε γνωρίσει πολύ καλά τον παπά –Φώτη μας επισκέφθηκε στο σπίτι μας ενώ εγώ και η σύζυγός μου απουσιάζαμε. Στο σπίτι μας έμενε τότε η μητέρα μου η οποία και φύλαγε τα παιδιά μας. Ο παπά –Φώτης ήλθε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα. Η μητέρα μου όμως, επειδή εμείς φεύγοντας δώσαμε εντολή να μην ανοίξει σε κανέναν, δεν άνοιξε την πόρτα. Τελικά ο παπά –Φώτης αφού χτύπησε και ξαναχτύπησε, κοιμήθηκε μπροστά στην εξώπορτα. Όταν εμείς περασμένα μεσάνυχτα επιστρέψαμε στο σπίτι μας εντοπίσαμε κάτι κουρνιαστό μπροστά στην πόρτα μας. Λόγω της νύχτας δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι να είναι. Η γυναίκα μου έλεγε ότι είναι ένα κατάμαυρο σκυλί. Όταν όμως πλησιάσαμε είδαμε ότι ήταν ο παπά –Φώτης. Τον ξυπνήσαμε και τον περάσαμε στο σπίτι μας. Το άλλο πρωί, η σπιτονοικοκυρά μας, ήταν διώροφο το σπίτι που μέναμε, καθάριζε την αυλή. Μια ευχάριστη μυρωδιά όμως υπήρχε στην εξώπορτα του σπιτιού μας. Μας χτύπησε την πόρτα και μας ρώτησε μήπως κάποιο μπουκάλι με άρωμα έσπασε εκεί μπροστά στην εξώπορτά μας. Με συστολή η γυναίκα μου της είπε τα καθέκαστα και ότι εκεί ακριβώς που έβγαινε η μοσχοβολιά κοιμήθηκε ο παπά –Φώτης…».

«Κάποια άλλη φορά φιλοξενούσαμε τον παπά –Φώτη στο σπίτι μας. Η γυναίκα μου έκανε προετοιμασίες για καλό φαγητό. Έβαλε τα δυνατά της για ό,τι καλύτερο. Κατά την ώρα που τρώγαμε λέω στον παπά –Φώτη: «Ωραίο παπα- Φώτη το φαγητό;». Τότε εκείνος πήρε την αλατιέρα κι έρριξε μέσα στο φαγητό του πολύ αλάτι, λέγοντας: «Είν’ εντελώς ανάλατο!». Το φαγητό όμως δεν ήταν ανάλατο. Ήθελε να μην επαινέσει την σπιτονοικοκυρά και το πάρει πάνω της».
Άλλη πάλι φορά που φιλοξενήθηκε στο ίδιο σπίτι το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο. Και τότε τον ερώτησε ο κ. Ευθύμιος: «Μήπως παπά –Φώτη θέλει αλάτι;» και ο παπά –Φώτης χωρίς να χάσει χρόνο παίρνει ένα ποτήρι νερό και το ρίχνει μέσα στο πιάτο λέγοντας: «Είναι λύσσα αλμυρό»…

Κάποια άλλη φορά που επισκέφθηκε ο παπά –Φώτης το ίδιο σπίτι του κ. Φασιά, τότε υπήρχε ένα πρόβλημα στις σχέσεις μεταξύ πεθεράς και νύφης. Μπαίνοντας ο παπά –Φώτης μέσα στο σπίτι λέει της νύφης: «Ξέρ’ς (=ξέρεις) έχ’ς λαχείο, πρόσηξε μην το χά’εις (=χάσεις) γιατί σε λίγο κληρώνεται» (=ξέρεις έχεις λαχείο, πρόσεξε μην το χάσεις). Το ίδιο ακριβώς είπε και φεύγοντας από το σπίτι. Η γυναίκα σχολίασε στον άνδρα της το λόγο του παπά –Φώτη λέγοντάς του: «Μήπως πρέπει να πάρουμε λαχείο;». Εκείνος της είπε ότι κάτι άλλο θα εννοούσε ο παπά –Φώτης. Τελικά σ’ ένα μήνα η πεθερά της νύφης εκοιμήθη και λύθηκαν όλα τα προβλήματα.

Ο παπά –Φώτης εκτός του ότι ήθελε να κάνει το Ησυχαστήριό του στον άγιο Λουκά στα Πάμφιλα, πολλές φορές άνοιγε δουλειές προκειμένου να δώσει εργασία σε πτωχούς εργάτες που είχαν ανάγκη για μεροκάματο. Έτσι δικαιολογούνται τα πολλά κτίσματα που έκανε στον άγιο Λουκά. Μας έλεγε χαρακτηριστικά ότι θέλει να κάνει κάτι μόνο και μόνο για να δίνει χρήματα και δουλειά σ’ όποιον είχε ανάγκη.

«Ζούσα από πολύ κοντά όταν ο παπά –Φώτης έχτιζε τον άγιο Λουκά. Τα μάρμαρα ήταν μια ολόκληρη οδύσσεια στη μεταφορά τους. τα περισσότερα εξ αυτών που χρησιμοποίησε στο ναό του τα προμηθευόταν από την Αθήνα. Συνήθως τα κουβαλούσε ο ίδιος ο παπά –Φώτης ένα – ένα, δύο –δύο με όποιο μέσο κι αν εύρισκε. Μάλιστα ο παπά –Φώτης με το πρόσχημα ότι κτίζει ναό πάντοτε για άσκηση κουβαλούσε μέσα στον τορβά του (=ταγάρι) ένα ή δύο μάρμαρα. Αντιλαμβάνεσθε πόσο βάρος θα πρέπει να σήκωνε νυχθημερόν στις οδοιπορίες του! Κάπως έτσι ξεγελούσε και το διάβολο ή μάλλον ο διάβολος τον φοβόταν από τα ποικίλα τεχνάσματά του!».

«Για την μητέρα του που τη γνώριζε ο παπά –Φώτης μου είπε πως άμα πεθάνει θέλει εκείνος να τελέσει την κηδεία της. Η μητέρα του όμως εκοιμήθη στην Αθήνα και την μεταφέραμε για ταφή σ’ ένα χωριό της Άρτας. Υπάκουος στην εντολή που μου έδωσε ο παπά –Φώτης του έστειλα ειδοποίηση ότι η μητέρα μου εκοιμήθη. Φυσικά λόγω της μεγάλης αποστάσεως από τη Μυτιλήνη δεν περίμενα να έρθει ο παπά –Φώτης στην κηδεία της μητέρας μου. Όμως ο παπά –Φώτης μέσα στο κατακαλόκαιρο πήρε αεροπλάνο και μετά λεωφορείο και έφθασε στο χωριό με το περιπολικό της αστυνομίας της περιοχής και ετέλεσε την κηδεία. Ο λόγος του ήταν σπαθί. Ό,τι έλεγε το εννοούσε. Φυσικά η έκπληξή μας ήταν τόσο μεγάλη που ενώ θα έπρεπε να είμαστε λυπημένοι με την κηδεία της μητέρας μου όλοι μας ήμασταν χαρούμενοι που βλέπαμε τον παπά –Φώτη κοντά μας».

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.