Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, Πάπας Ρώμης – Ιερομ. Ιωάννου.

Εισαγωγή

Instantius aeterna quaerere (III, 38, 4)
(Να ζητάμε ολόψυχα τα αιώνια)

Πολύ αδικημένοι είναι όλοι οι άγιοι, μάρτυρες και όσιοι, που έτυχε να γραφούν οι βίοι τους ή τα συγγράμματά τους στα Λατινικά. Φυσικά η αδικία αυτή δεν είναι εις βάρος τους˙ αυτοί στον Θεό εζήλωσαν να ευαρεστήσουν., και Αυτός τους τίμησε. Είναι εις βάρος μας, γιατί όλοι οι Ορθόδοξοι της Ανατολής, και κυρίως οι σύγχρονοι, στερηθήκαμε πλούτο τρυφής και αγιασμού.

Για ιστορικούς λόγους γλώσσα της Ορθοδοξίας είναι η εκκλησιαστική Ελληνική, δηλ. η κλασσική ή η κοινή αρχαία διυλισμένη μέσα στη ζωή και τους αγώνες των Πατέρων. (Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το ότι αυτήν προγραμμάτισε να θανατώσει η αντίχριστη Παιδεία). Όμως ο Χριστιανικός χρησιμοποίησε και κάθε άλλη γλώσσα που συνάντησε στο πέρασμά του: Αρμενικά, Αραβικά, Σλαβικές γλώσσες κλπ., και κυρίως τα Λατινικά. Εκατοντάδες ή ίσως χιλιάδες μάρτυρες έχυσαν το αίμα τους για τον Χριστό σε περιοχές που κυριαρχούσε η Λατινική Παιδεία, πολλοί μεγάλοι όσιοι και ιεράρχες αγίασαν με την άσκησή τους. Όλων αυτών τα συναξάρια, καθώς και συγγράμματα της κλάσεως αυτών του αγ Ιερωνύμου, του ιερού Αυγουστίνου, του αγ. Αμβροσίου, του αββά Κασσιανού, του αγ. Γρηγορίου του Διαλόγου, τους έλαχε άδικη μοίρα: Γράφθηκαν στα Λατινικά και την ώρα που στην Δύση είχαν να παλαίψουν με τη συσκότιση των βαρβαρικών επιδρομών, στην Ανατολή η γλώσσα εμπόδιζε την διάδοση και συχνά αυτά αντιπροσωπεύθηκαν από ελάχιστες αποσπασματικές και
χλωμές μεταφράσεις.

Έτσι στα σύγχρονα χρόνια τα κείμενα αυτά τα καταχράστηκε επιτηδείως η Καθολική προπαγάνδα της πλάνης, ασελγώντας αναιδώς σε ξένη περιουσία. Από την άλλη μεριά ο Ορθόδοξος χώρος κρατάει ντροπαλή απόσταση από τον κλέφτη, από φόβο και αμέλεια μαζί. Φόβο λόγω της ηττοπάθειας απέναντι στην κοσμική φαντασμαγορία της ισχύος των Δυτικών. Αμέλεια λόγω του κόπου που απαιτεί η προσέγγιση ενός Λατινικού κειμένου από έναν Νεοέλληνα, προκατειλημμένο ούτως ή άλλως από την απέχθεια που του προκάλεσε η τυχόν διδασκαλία ελαφρόμυαλων κακοεπιλεγμένων κειμένων της Γραμματείας αυτής.

Θέλησα κι εγώ, αν και αναρμόδιος, να προωθήσω λίγο το δικαίωμα – ίσως υποχρέωση – της Ορθοδοξίας να απαιτήσει πίσω τα αιχμάλωτα κείμενά της, και να αποτίσω το οφειλόμενο χρέος ευλαβείας σε έναν μεγάλο άγιο συγγραφέα και στο πλήθος των μακαρίων ανδρών και γυναικών που αυτός σύναξε σε ένα περίφημο έργο του.

Η άγνοια σαφών στοιχείων για το πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου έκανε το όνομά του να ακούγεται στα αυτιά μας σαν θρύλος: Ένα απόσπασμα του βίου του και πολλά θολά αποσπάσματα από τους Διαλόγους του στον Ευεργετινό, καθώς και η σύνδεση του ονόματός του με την θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων, είναι οι σχετικές με τον άγιο εμπειρίες μας. Παρακάτω θα προσπαθήσω να δώσω πολύ βιαστικά μερικά παραπάνω στοιχεία για τον άγιο και το έργο που παρουσιάζουμε εδώ.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας (540 – 604)

Όπως θα το συμπεράνει ο καθείς και από μερικές εσωτερικές μαρτυρίες του κειμένου, ο άγ. Γρηγόριος δεν είναι τυχαίος γόνος. Είλκε την καταγωγή από αρχαία επιφανή συγκλητική οικογένεια (την Anicia) της Ρώμης και γεννήθηκε το 540. Οι γονείς του Γορδιανός και Συλβία ανήκαν στην υψηλή κοινωνία της πόλης και έχαιραν τιμής, δόξας και πλούτου. Το σημαντικότερο όμως και καθοριστικότερο από όλα ήταν πως στη γενιά έρρεε αγιασμένο αίμα. Όλοι ήταν άνθρωποι που αγάπησαν και υπηρέτησαν την εκκλησία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον προπάππο του αγιασμένο Φήλικα τον Πάπα Ρώμης και την μακαρία ιερά παρθένο Ταρσίλλα την θεία του (βλ. IV, 16).

Ο ίδιος έδειξε ζήλο και επιτηδειότητα στη μόρφωση, σπουδάζοντας και τα ιερά γράμματα και νομικά. Στη συνέχεια έγινε αστυδίκης (praetor urbanus). Αυτός όμως ήταν άνθρωπος που ποθούσε να δοθεί στον Θεό και αγαπούσε την ησυχία, την μελέτη και προσευχή. Έτσι, όταν μετά τον θάνατο του πατέρα του κληρονόμησε όλη την πατρική περιουσία, την χρησιμοποίησε για ιερούς σκοπούς, κρίνοντας ότι ήρθε η ώρα να αποστραφεί και τον πλούτο και τα αξιώματα. Μέσα σε όλα έκτισε και έξι μοναστήρια στη Σικελία για τους εκεί μοναχούς και φρόντισε για τη διατροφή τους. Το 574 μετέτρεψε σε μοναστήρι το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν στην Κλιτύν Σκαύρου (clivus Scauri) στον Καίλιο λόφο της Ρώμης κοντά στον ναό των αγίων Ιωάννου και Παύλου (βλ. χάρτη στο τέλος). Αφιέρωσε την μονή στον άγιο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο, προσκάλεσε τον Βαλεντίωνα για ηγούμενο, εκάρη και ο ίδιος μοναχός και παρέμεινε εκεί ως υποτακτικός(!). Τρία χρόνια αργότερα, το 577, ο πάπας Βενέδικτος Α’ τον χειροτόνησε διάκονο.

Ο διάδοχός του Πελάγιος Β’ τον έστειλε το 579 στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισιάριό του (nuntio).

Όταν μετά από έξι χρόνια, το 585, επέστρεψε από την πρωτεύουσα, έγινε το δεξί χέρι του Πάπα. Ο ίδιος όμως αγαπούσε και φρόντιζε για το μοναστήρι του και νοσταλγούσε να επιστρέψει σε αυτό, αλλά του ήταν αδύνατον, και με θλίψη στην καρδιά υπέμενε τις διοικητικές μέριμνες. Μάλιστα το 590 αρρώστησε ο Πελάγιος Β’ από τον λοιμό, που συχνά θα αναφέρουμε, και εκοιμήθη. Τότε σύσσωμος κλήρος και λαός τον επέλεξαν Πάπα. Αυτός προέβαλε κάθε δυνατή αντίσταση, έγραψε μάλιστα επιστολή στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο αρνούμενος το αξίωμα. Οι αντιρρήσεις του αποκρούσθηκαν από παντού και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.

Ως Πάπας, επί δεκατρία χρόνια έξι μήνες και δέκα ημέρες, έδειξε καταπληκτική σύνεση και σοφία. Δούλευε με τάξη, υπομονή και διορατικότητα, ήρεμα, με ηπιότητα και πυγμή μαζί, με μετριοπάθεια και αυστηρή σοβαρότητα συγχρόνως, με σθένος και ταπείνωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπόγραφε «δούλος των δούλων του Θεού (Servus servorum Dei), δείχνοντας έτσι εντονότερη εντονότερη την αντίθεσή του με τον τίτλο «Οικουμενικός», που αποδόθηκε στον Κων/πόλεως άγ. Ιωάννη Νηστευτή το 587. Εργάσθηκε άοκνα για την ιεραποστολή και συγκεκριμένα για την μεταστροφή των ειδωλολατρών και αρειανών. Λογγοβάρδων (αποφασιστικό ρόλο για αυτό έπαιξε η διάδοση του έργου του Διάλογοι),και των ειδωλολατρών της Σικελίας, Σαρδηνίας και Κορσικής. Κυρίως όμως αναγνωρίσθηκε ως φωτιστής των Αγγλοσαξόνων της Μ. Βρεττανίας, όπου απέστειλε τον ηγούμενο της μονής του Αγίου Ανδρέα Αυγουστίνο μαζί με σαράντα μοναχούς, ο οποίος και έγινε επίσκοπος Canterbury.

Ακόμη στην Ρώμη αγωνίσθηκε για την ηθική και κατά Θεόν ζωή των Χριστιανών, ρυθμίζοντας με διάκριση άπειρες λεπτομέρειες, οργανώνοντας με Πνεύμα Θεού θέματα κανονιστικά και λειτουργικά και επιβάλλοντας έτσι πρακτικές που καθιερώθηκαν και έμειναν στους αιώνες.

Μέσα σε όλα αυτά όμως ο νους του είναι στο μοναστήρι του με το οποίο δεν διέκοψε ποτέ την επαφή, την παρακολούθηση και την πνευματική επίβλεψη. Αλλά τον ίδιο τον είχε καλέσει ο Χριστός στον θερισμό, κι έμεναν οι πόθοι του ανεκπλήρωτοι. Για να ξεδιψάσει λίγο την ψυχή την δική του και όσων είχαν το ίδιο πνεύμα με αυτόν, αλλά και για να μυήσει και όλους τους άλλους στο ασκητικό πνεύμα, που είναι στοιχείο υποστατικό και πρωταρχικό της Χριστιανικής ζωής, συνέγραψε τους Διαλόγους.

Το έργο αυτό έγινε πασίγνωστο, και στην Ανατολή του έδωσαν την προσωνυμία Γρηγόριος ο Διάλογος (πρβλ. τον ανάλογο σχηματισμό Ιωάννης ο Κλίμαξ).

Δεν ήταν όμως το μόνο του. Έγραψε ακόμη: Ηθικά στον Ιώβ, Ομιλίες στα Ευαγγέλια (40), Ομιλίες στον Ιεζεκιήλ (22), Επιστολές, Ποιμαντικός κανών, Ερμηνεία στο Γ’ Βασιλειών, Ερμηνεία στο Άσμα ασμάτων, Ταμείον Επιστολών. (Καλή θα ήταν μια μικρή παρουσίαση, αλλά δεν υπάρχει χώρος).

Εκοιμήθη στις 12 Μαρτίου του 604κ. Σε Ανατολή και Δύση αναγνωρίσθηκε η αγιότητά του, η σύνεση, η πραότητα, η σοβαρότητα, η ελεημοσύνη, η αγάπη Χριστού, που συνόδευσαν την πολυδιάστατη προσφορά του. Έτσι ονομάστηκε Μέγας, ανακηρύχθηκε άγιος και εορτάζεται στις 12 Μαρτίου. Βίος του πολύ παλαιός δεν υπάρχει, μόνο του Παύλου Διακόνου (Η’ αιών) και κυρίως ο ογκωδέστατος του Ιωάννου διακόνου (Θ’ αιών), που περιέχει τα λίγα στοιχεία που δώσαμε και εδώ, και πλήθος άλλων πληροφοριών και θαυμαστών περιστατικών, ερανισμένων από τα έργα του ίδιου (κυρίως τις Επιστολές) και από τις διάσπαρτα καταγραμμένες παραδόσεις των Λογγοβάρδων και Αγγλοσαξόνων για αυτόν. Στα ελληνικά συναξάρια πέρασε το επεισόδιο με έναν ναυαγό που ελέησε ως μοναχός και, όταν έγινε Πάπας, εμφανίστηκε πάλι και αποδείχθηκε πως ήταν Άγγελος Κυρίου, καθώς και η πληροφορία πως ο Πέτρος έβλεπε, όταν εκείνος έγραφε, ένα περιστέρι να πετά κοντά στο στόμα του. Μακάρι να δει το φως κάποια μετάφραση ολόκληρου αυτού του βίου, καθώς και μια ακολουθία του
Αγίου. (Ο βίος και τα έργα του βρίσκονται σχεδόν όλα στους τόμους 75 έως 79 της Λατινικής Πατρολογίας).

Ας σημειώσουμε ακόμη πως δεν έχουμε μαρτυρίες για το πόση σχέση έχει ο Άγιος με την Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων. Το μόνο βέβαια είναι πως είναι δικαιολογημένη η εμπλοκή του ονόματός του στο θέμα, γιατί, όπως είπαμε, παρενέβη, ρύθμισε και καθιέρωσε τρόπους σε άπειρα θέματα ψαλμωδίας, τυπικού και λειτουργικής.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.