Θαυμαστές αναμνήσεις από το γέροντα Πορφύριο, των συζύγων Γ.Γ. και Ο.Γ. Ηχογραφημένη συζήτηση.

ΗΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ (3.4.1993).
Μεταξύ των συζύγων Γ., Ο και του συνομιλητού Σ.

Η αναζήτηση του γέροντα.

Ο. Είχαμε ακούσει, δεν ξέρω καν από ποιον, ότι υπάρχει ένας γέροντας. Μας είχανε πει κάπου στα Καλύβια, αντί για Καλλίσια, ο οποίος γενικώς είναι πολύ καλός. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και ξεκινήσαμε, αφού σχολάσαμε απ’ τις δουλειές μας, ένα μεσημέρι παίρνοντας και τον Παναγιώτη που ήταν τότε πολύ μωρό. Το φορτώσαμε στο αυτοκίνητο, γιατί δεν είχαμε που να το αφήσουμε και ξεκινήσαμε ψάχνοντας τα Καλύβια της Πεντέλης. Αφού γυρίσαμε Πάνω, Κάτω Πεντέλη, όλες τις Πεντέλες, πήγαμε κι εγώ δεν ξέρω που, στο τέλος (το παιδί είχε εκνευριστεί πολύ μέσα στ’ αυτοκίνητο) μπήκαμε στο δρομάκι μέσα που πηγαίνει προς τα Καλλίσια.
Γ. Η σύζυγός μου ήταν τότε έγκυος.
Ο. Μπήκαμε σ’ ένα δρομάκι, για να σταματήσουμε και για το παιδί λίγο να περπατήσει, που είχε καταεκνευριστεί, αλλά και εγώ να ξεμουδιάσω. Κι εκεί, που ο μικρός έπαιζε με τα χώματα, βλέπουμε απ’ το πουθενά να ξεπροβάλλουν δυο γυναίκες μεσ’ απ’ το βουνό. Τα χάσαμε, γιατί τέτοια ώρα, ήταν ήδη αργά το απόγευμα, δεν περιμέναμε να δούμε άνθρωπο στην ερημιά. Τις πλησιάσαμε και τις ρωτήσαμε: «Καλά τι δουλειά έχετε εδώ πέρα;». Παράξενο βέβαια, δυο άγνωστες γυναίκες να τις ρωτήσουμε κιόλας. Μας είπανε: «Α, είχαμε πάει στον Πατέρα Πορφύριο».
-«Τον Πατέρα Πορφύριο; Λέμε. Τον γέροντα που είναι στα Καλύβια;».
-«Όχι, λέει, Καλύβια, Καλλίσια».
Τους λέει ο Γιώργος. «Σας παρακαλώ, αν με πάρετε να μου δείξετε με τ’ αυτοκίνητο που είναι, θα σας πάω εγώ σπίτι σας μετά; Ώστε να μην καθυστερήσετε;».
-Ευχαρίστως να σας δείξουμε, αλλά θα πάμε σπίτι μας με το λεωφορείο».
Ξαναμπαίνουμε στ’ αυτοκίνητο και μας πάνε και μας δείχνουνε εκεί στο πλάτωμα, που αφήναμε τ’ αυτοκίνητο για να πάμε στο Μοναστήρι, στα Καλλίσια.
Ε, μας δείξανε το δρόμο και γυρίσαμε πίσω και τις πήγαμε τις γυναίκες ως τα σπίτια τους, για να τις ευχαριστήσουμε γι’ αυτό που μας κάνανε. Μετά, αφού πέρασε αρκετός καιρός, γιατί εγώ ήμουνα τεσσάρων μηνών έγκυος, ξεκινήσαμε να ξαναπάμε.
Γ. Μια παρένθεση: Σημειώστε ότι εκείνη την ημέρα πρέπει να ψάχναμε πάνω από τρεις ως τέσσερις ώρες. Είχαμε οργώσει όλους τους χωματόδρομους και σε κανέναν δεν έκοβε, από όσους ρωτούσαμε, να μας πουν: Καλύβια δεν υπάρχουνε, αλλά υπάρχουν Καλλίσια. Και όλοι λέγανε «Καλύβια, α… δεν ξέρουμε». Θέλω να πω δηλαδή ότι είχαμε καταναλώσει πάρα πολλή ώρα ψάχνοντας και οι δύο αυτές γυναίκες εμφανίστηκαν στο τέλος πλέον από το πουθενά κυριολεκτικώς.
Η πρώτη γνωριμία.
Ο. Μετά από αρκετούς μήνες ξεκινήσαμε ένα πρωί ο Γιώργος, η ξαδέρφη του η Μ., ο αδελφός της ο Μ., και η άλλη μας η ξαδέλφη η Χ. κι εγώ, αφού ξέραμε πια που είναι, να πάμε να δούμε γενικώς τον γέροντα. Δεν ξέραμε τίποτα όμως γι’ αυτόν.
Ε, αφήσαμε το αυτοκίνητο, περπατήσαμε το γνωστό δρομάκι και φθάσαμε. Ήταν μια μέρα που έκανε πολύ δυνατό κρύο και φύσαγε υπερβολικά. Δεν μπορούσαμε να σταθούμε εκεί έξω και, για να προστατευτούμε, μπήκαμε μέσα στην εκκλησούλα του Αγίου Νικολάου, όπου ήρθε τότε η κυρία Χαρίκλεια, η αδελφή του και πολύ βλοσυρά λέει: «Δεν μπορείτε να δείτε τον γέροντα, γιατί είναι πολύ κουρασμένος».
Εμείς δεν ξέραμε βέβαια τι σημαίνει να δω τον γέροντα. Και είπαμε: «Εμείς τι να τον δούμε, εμείς το χέρι να του φιλήσουμε, δεν θέλουμε να δούμε τίποτα». Τέλος πάντων λέει, περιμένετε, θα του το πω, να σας δώσει μια ευχή.
Και μπαίνουμε μέσα στην εκκλησούλα, για να προστατευτούμε από τον αέρα.
Σ. Έκαιγε η σόμπα;
Ο. Όχι δεν έκαιγε. Ήταν μια κρύα ανοιξιάτικη μέρα, είχε έναν ήλιο έξω, αλλά φοβερό αέρα. Μπαίνουμε μέσα και σταματήσαμε περιμένοντας. Μετά από λίγη ώρα μπαίνει ο παππούλης έτσι κάτασπρος, σαν Άγιος Βασίλης μου φάνηκε η πρώτη εντύπωση, αλλά βλοσυρός, του φιλάμε όλοι το χέρι και σταματάει σε μένα και μου λέει: «Εσύ έλα μέσα να σε εξομολογήσω».
Εγώ έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, όπως καταλαβαίνετε. Δεν ξέρω αν είχα εξομολογηθεί ποτέ στη ζωή μου, εκτός από μαθήτρια… μας πήγαιναν με το σχολείο… πολύ ταραγμένη, κάνω έτσι μια κίνηση, δεν πάω.
Σ. Ναι;
Ο. Και φτάνει στην πόρτα και γυρίζει και μου λέει: «Σε περιμένω. Γιατί δεν έρχεσαι;». Τέλος πάντων ταράζομαι πάρα πολύ, μου λένε όλοι: «Μα, πώς κάνεις έτσι; Και δεν είναι ανάγκη να πας, αφού είναι έτσι, και μην πάθεις και τίποτα και χάσεις και το παιδί», γιατί όπως σας λέω ήμουν ήδη τεσσάρων μηνών.
Και για να ηρεμήσω, κάθομαι και σκέφτομαι και λέω: «Τι φοβάσαι, βρε παιδί μου; Ούτε έχεις σκοτώσει κανέναν, ούτε έχεις κλέψει κανένα, ούτε έχεις πειράξει κανέναν». Ε, κάθομαι, το σκέφτομαι και λέω, εντάξει, γενικώς είμαι καλή… και εκείνη την ώρα έρχεται η αδελφή Χαρίκλεια και μου λέει: «Σε περιμένει ο Γέροντας» και πια με κουράγια εγώ, αφού έχω κάνει μια μικρή αναδρομή ότι εντάξει, καλά είμαι…
Σ. Δεν έχω να πω κάτι το τρομερό!!
Ο. Μάλιστα, φτάνω και σκέφτομαι: «Και πολύ καλή είμαι».
Ξαφνική εξομολόγηση.
Μπαίνω και «Κάτσε» μου λέει. Κάθομαι κάτω στα πόδια του και μου λέει: «Κάνεις μεγάλο λάθος, δεν είσαι καθόλου καλή και πολύ κακιά είσαι μάλιστα».
Σ. Πήρατε αμέσως την απάντηση!
Ο. Με κλάματα στα μάτια αρχίζω να του λέω πράγματα που ούτε ήξερα, ούτε είχα διανοηθεί ποτέ ότι υπήρχαν μέσ’ το μυαλό μου. Εξομολογήθηκα, που δεν σκεπτόμουν μάλιστα τι σημαίνει εξομολόγηση… και τι πρέπει να πω. Και σκεφτόμουν στο δρόμο μετά ότι δεν είχα και τίποτα να πω σημαντικό. Τέλος πάντων εξομολογήθηκα, μου ‘βαλε το πετραχήλι και με διάβασε και φώναξε και τον άντρα μου. Ήρθε κι ο Γιώργος, μας διάβασε μια ευχή, και μου λέει εμένα: «πήγαινε έξω κι άσε μου τον άνδρα σου».
Διάγνωση ασθένειας.
Ο. Του λέει ότι η γυναίκα σου είναι πολύ σοβαρά άρρωστη. Λέει ο Γιώργος: «Όχι παππούλη, έγκυος είναι και μάλιστα εχτές ήμασταν στο γιατρό, τον γυναικολόγο και είπε ότι είναι όλα καλά». Ήταν το δεύτερο παιδί και ξέραμε την κατάστασή μου. Λοιπόν του λέει ο Γιώργος του γέροντα:
«Όχι, όχι, είναι πάρα πολύ καλά. Εντάξει, λίγο κουρασμένη, έχει μια μικρή αναιμία, αλλά είναι καλά».
-Όχι, του λέει, η γυναίκα σου είναι πολύ άρρωστη».
Κανείς μας δεν έδωσε καμία σημασία. Βρίσκει μια γνωστή μας κοπέλα και της λέει: «Πες στο ζευγάρι που ήρθε, ότι η γυναίκα είναι πολύ άρρωστη».
Μας το λέει εκείνη, επειδή όμως ο γιατρός έλεγε ότι όλα είναι εντάξει, κανείς δεν έδωσε σημασία και πέρασε ο καιρός, ώσπου έφτασε να γεννήσω.
Γ. Μια παρένθεση. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της η σύζυγός μου πάθαινε τρομερούς κολικούς, κατά καιρούς. Κολικούς οι οποίοι προκαλούσαν τόσο τρομακτικό πόνο που φτάναμε να μιλήσουμε ότι είναι πρόωρος τοκετός. Και πηγαίναμε στο νοσοκομείο και μας έλεγαν: «Όχι δεν είναι τοκετός. Προφανώς έχετε κάποια πέτρα στα νεφρά ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπορούμε να το ψάξουμε τώρα. Πρέπει πρώτα να γεννήσετε και μετά». Τότε δεν υπήρχαν υπέρηχοι κα τέτοια.
Καισαρική και αφαίρεση όγκου.
Ο. Εν πάση περιπτώσει φτάνει η ώρα να γεννήσω και υπήρχε ένας πολύ μεγάλος όγκος, πιο μεγάλος απ’ το κεφάλι του παιδιού που είχε περιέλιξη στα έντερα και ήτανε πρώτα εκείνο και μετά το παιδί. Και δεν μπορούσε ούτε το παιδί να βγει βέβαια, γιατί τραβούσε κι όλο το εντερικό σύστημα. Τέλος πάντων την τελευταία στιγμή το κατάλαβαν αυτό, γιατί νωρίτερα δεν το είχαν καταλάβει, είπανε: «Χειρουργείο και αν τους προλάβουμε».
Μπήκα στο χειρουργείο κι όταν βγάλανε το παιδί, μετά αφήρεσαν αυτό τον όγκο.
Σ. Κάνανε πρώτα καισαρική τομή, βγάλαν το παιδί.
Ο. Βγάλαν το παιδί και στην συνέχεια αφήρεσαν τον όγκο. Μια επώδυνη και δύσκολη εγχείρηση και βγαίνει έξω ο γιατρός, έχοντας ένα…
Γ. Βγήκε ο γιατρός έξω βαστώντας ένα μελανό όγκο, στρογγυλό, μεγέθους, φανταστείτε, μικρού καρπουζιού… Δηλαδή περίπου….
Ο. Σαν ένα πεπόνι ήτανε.
Γ. Όχι, ήτανε στρογγυλό, με μια διάμετρο ξέω εγώ, δεκαπέντε – είκοσι πόντων, δεν μπορώ να πω αυτή τη στιγμή. Και βαστώντας το στο χέρι μου λέει: «Κοίταξε αυτό το πράγμα, το είχε η γυναίκα σου μέσα και, μεγαλώνοντας το παιδί, πίεζε αυτό τον όγκο κι ο όγκος με τη σειρά του πίεζε το έντερο, γι’ αυτό και είχε αυτούς τους τρομερούς κολικούς.
Ο. Είχε σαπίσει η σάλπιγγα, είχανε συμβεί διάφορα.
Γ. Η μία σάλπιγγα είχε αφαιρεθεί, γιατί είχε σαπίσει απάνω και μου λέει: «Σημείωσε δε ότι από την όψη τουλάχιστον, μακροσκοπικά δηλαδή, δείχνει να είναι μάλλον κακοήθης. Λυπάμαι βέβαια, θα τον δώσουμε για βιοψία, αλλά στο λέω από τώρα να το ξέρεις ότι είναι πιθανότατα κακοήθης».
Βιαστικά στο γέροντα για βοήθεια.
Ο. Στη συνέχεια βέβαια ο Γιώργος έφυγε αλλόφρων πραγματικά και πήγε πάνω στα Καλλίσια να βρει τον γέροντα, γιατί θυμήθηκε όλες τις προειδοποιήσεις που μας έκανε, όταν είχαμε πάει.
Γ. Και φτάνω στα Καλλίσια. Είχε πάρα πολύ κόσμο και ο γέροντας ή δεν ήταν εκεί, δεν θυμάμαι καλά, ή δεν ήθελε να δει κανέναν, γιατί ήταν κουρασμένος. Εγώ δεν είχα ακόμα τότε μεγάλη οικειότητα μαζί του. Βέβαια, είχα αρχίσει να γνωρίζω την κυρία τότε, Χαρίκλεια, την δεσποινίδα Ελένη… κι αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, μου λέει η Χαρίκλεια: «Γράψτε μου ένα σημείωμα.».
Και του γράφω λοιπόν ένα σημείωμα, ότι, «Παππούλη μου, έτσι κι έτσι σήμερα την γυναίκα μου την χειρουργήσανε, θυμάσαι που της είχες πει αυτό κι αυτό; Σε παρακαλώ έλα σε επικοινωνία μαζί μου, γιατί βρίσκομαι σε κατάσταση τρομακτική κλπ.».
Αφήνω το όνομά μου, το τηλέφωνό μου στο σημείωμα απάνω και ο Παππούλης δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο. Ούτε με πήρε ποτέ, ούτε ποτέ επικοινώνησε μαζί μας, για πολύ καιρό μάλιστα. Μετά οχτώ μέρες βγήκε το αποτέλεσμα της βιοψίας, ο όγκος ήταν καλοήθης.
Ο. Όχι ήταν κύστη, αποσκληρυμένη. Κύστη βγήκε.
Γ. Αποσκληρυμένη κύστις.
Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.
Ο. Πέρασε ο καιρός, βγήκα απ’ το νοσοκομείο κι από κει κι έπειτα αρχίζει μια πολύ στενή σχέση με τον γέροντα. Εκείνος μας έδωσε και το όνομα της Ειρήνης, που τσακωνόντουσαν οι δύο γιαγιάδες, η καθεμιά ήθελε το δικό της.
Δ. Και βρήκε την κατάλληλη λέξη: Ειρήνη!
Ο. Την ώρα που φεύγαμε λέει: «Θα σας πω τ’ όνομα, αλλά θέλω να προσευχηθώ πρώτα». Και την άλλη μέρα που πήγαμε μας λέει: «Την ώρα που φεύγατε μου φώναξε μια φωνή. Ειρήνη, Ειρήνη. Αλλά εγώ είπα: δεν ξέρω από πού είναι η φωνή και θέλω πρώτα να προσευχηθώ. Και προσευχήθηκα όμως και συνέχισε η φωνή να μου λέει: Ειρήνη, Ειρήνη και το παιδί θα το βγάλετε Ειρήνη».
Το βγάλαμε πράγματι. Πέρασαν πολλά ευτυχισμένα χρόνια κοντά του, γιατί είχαμε εκείνη την εποχή την ατυχία ο Γιώργος να είναι χωρίς δουλειά και μπορούσαμε και πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα το πρωί. Τον παίρναμε και πηγαίναμε και κάναμε βόλτες, βγαίναμε απ’ την πίσω πόρτα κι έφευγε απ’ τον κόσμο, κι εμείς περπατούσαμε στο βουνό, ή τον πήγαινε ο Γιώργος με τ’ αυτοκίνητο.
Το παράπονο και η εξήγηση.
Ο. Σε μία λοιπόν από τις βόλτες μας του λέει ο Γιώργος.
-Παππούλη, όμως έχω ένα παράπονο από σένα.
-Εσύ, βρε Γιώργο, παράπονο; Εσύ;
-Ναι, ναι…, λέει. Γιατί τότε που σας χρειάστηκα με την Όλγα για να σας δω, δεν με είδατε.
-Εσύ τι ήθελες; Του λέει: Την γυναίκα σου γερή κι εγώ σου την έκανα. Γιατί έπρεπε να με δεις κιόλας;
Μετά μίλησε και με το Γιώργο ιδιαίτερα. Ως αυτό το σημείο τα άκουσα και εγώ.
Γ. Ναι. Μου είπε ότι: «Εγώ έκανα αυτό που έπρεπε και τ’ αποτέλεσμα είδες βέβαια ότι με δικαίωσε. Όμως εσύ έπρεπε τότε να περάσεις αυτή τη δοκιμασία και γι’ αυτό εγώ δεν επιτρεπότανε να σε παρηγορήσω. Έπρεπε να σε αφήσω να περάσεις όλη αυτή τη δοκιμασία. Αυτός ήταν ο λόγος, που δεν σε πήρα τηλέφωνο αμέσως, μόλις πήρα το σημείωμα. Άσε, λέει, που ήξερα, δεν χρειαζόταν ούτε το σημείωμα. Αλλά παρ’ όλα ταύτα δεν σε πήρα για να σου πω μη στενοχωριέσαι, δεν είναι τίποτα κ.λ.π., διότι έπρεπε να περάσεις αυτή τη δοκιμασία».
Και αυτό το θυμάμαι πάντα. Ότι με άφησε να τσιτσιρίζομαι οχτώ μέρες εκεί πέρα, μέχρι που να βγει το αποτέλεσμα της βιοψίας, χωρίς να μου πει τίποτα. Και αυτό μου το αποκάλυψε χρόνια μετά. Αυτό που σας λέω τώρα, η συζήτηση, πρέπει να έγινε τουλάχιστο τρία τέσσερα χρόνια μετά. Αυτή ήταν μια εμπειρία.
Ο. Ήτανε σημαντικό γιατί σπάνια έλεγε ότι έκανε θαύμα. «Ήθελες, λέει, την γυναίκα σου γερή κι εγώ σου την έδωσα».
Θαυματουργικές επεμβάσεις.
Ο. Από εκεί κι έπειτα βέβαια χιλιάδες φορές επενέβη θαυματουργικά. Αμέσως μετά εγώ δεν μπορούσα πάλι να συνέλθω. Και μια μέρα που είχαμε έρθει εδώ, μάλιστα ήτανε ένα πολύ κρύο πρωινό και φορούσα ένα παντελόνι μακρύ, ένα πέτσινο μπουφάν από πάνω κι ήμουν έτσι τυλιγμένη στα πόδια του. «Να σε δω, βρε παιδί μου». Εγώ δεν κατάλαβα τι σημαίνει αυτό.
«Πεντακάθαρα είναι μέσα όλα και οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες, τι έχεις και φοβάσαι; Πήγαινε στην ευχή του Θεού», μου λέει.
Κι ώσπου να φτάσω στο αυτοκίνητο, είχε ήδη τακτοποιηθεί το πρόβλημα, ενώ δεν μπορούσε μέχρι τότε να ξαναξεκινήσει η έμμηνος ρύση, που σήμαινε ότι υπήρχε πρόβλημα.

Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.