Ποιός ο βίος και το έργο του Ιουλιανού του παραβάτου; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Οι βιογράφοι του και οι ιστορικοί σου αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 331 ή το 332 μ. Χ. στην Κων/πολη, από επιφανείς γονείς, τη νεαρή χριστιανή Βασιλίνα και τον αδελφό του Μεγάλου Κων/νου, Ιούλιο Κωνστάντιο. Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε το 337 μ. Χ. στη μεγάλη σφαγή, που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Κων/νου για τη διαδοχή του, αλλά πριν εκλείψει, πρόλαβε και παρέδωσε τα παιδιά του για φύλαξη στο διάκονο Μάρκο.
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος φρόντισε για την ανατροφή του Ιουλιανού και του αδελφού του, αναθέτοντας την εκπαίδευσή τους στον επίσκοπο της Νικομηδείας Ευσέβιο. Σύντομα όμως η φροντίδα για τον Ιουλιανό και τον αδελφό του ανατέθηκε στο Σκύθη Μαρδόνιο, παιδαγωγό και Ελληνιστή διδάσκαλο, που εμύησε τον Ιουλιανό στη γνώση και στο μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Μέχρι το 343 μ. Χ., που βρισκόταν στη Νικομήδεια, γνώρισε και τον ονομαστό Ελληνιστή, ρήτορα και διδάσκαλο, τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο.
Λίγο αργότερα βρίσκεις τον Ιουλιανό με τον αδελφό του Γάλλο να έχουν απομακρυνθεί στο φρούριο – αγρόκτημα Μάκελλον της Καππαδοκίας», όπου παρέμειναν έξι (6) χρόνια μελετώντας, όπως σημείωσε και ο ίδιος: «Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν, εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκεν πόθος» εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ’, σελ. 53. Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εξ Αγκύρας πρεσβύτερο Γεώργιο, που δάνεισε στον Ιουλιανό τα βιβλία της βιβλιοθήκης του. Κατά την παράδοση εκεί, στο μοναστήρι του αγίου Μερκουρίου, ο Ιουλιανός έγινε και αναγνώστης. Αλλά μολονότι η ανατροφή του ήταν με κληρικούς και θεολόγους, άρχισε να δημιουργείται και ν’ αυξάνει και μία αντιπάθεια κατά των χριστιανών.
Στην Κων/πολη ο επίσκοπος Θεόφιλος που λεγόταν «Ινδός» για το λόγο ότι ήταν έγχρωμος – και αξίζει να σημειώσεις εδώ ότι ο χριστιανισμός δεν έκανε διάκριση χρώματος – υπέβαλε γύρω στα 350 μ. Χ. στον αυτοκράτορα, Κωνστάντιο την ιδέα ότι αφού ο ίδιος δεν είχε διάδοχο, θέλημα του Θεού ήταν να βασιλεύσουν τα εξαδέλφια του Γάλλος και Ιουλιανός. Ο Κωνστάντιος αποδέχθηκε την εισήγηση του επισκόπου, επισκέφθηκε ο ίδιος τα εξαδέλφια του στην Καππαδοκία και τα προσκάλεσε στην Κων/πολη. Ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήλθαν αμέσως στην Κων/πολη, όπου ο Γάλλος έγινε καίσαρας και έφυγε για την περιοχή του, ενώ ο Ιουλιανός μαθήτευσε στο Χριστιανό σοφιστή Εκηβόλιο και στο Λάκωνα Νικοκλή, από τους οποίους διδάχθηκε κριτική κειμένων, ετυμολογία, γραμματική και λεξικογραφία, μετρική, προσωδία, ιστορία, γεωγραφία και μυθολογία, ακόμα και την τέχνη – τεχνικής της στιχοποιίας.
Λίγο αργότερα ο Κωνστάντιος έδωσε την άδεια στον Ιουλιανό να μένει στη Νικομήδεια και να παρακολουθεί εκεί και στην Πέργαμο μαθήματα. Στην Πέργαμο διατηρούσαν σχολές οι νεοπλατωνικοί Αιδέσιος, Ευσέβιος και Χρυσάνθιος. Παράλληλα σπούδαζε και χριστιανικά γράμματα, αλλά και τα «υπομνήματα» από τις παραδόσεις του Λιβανίου. Πήγε και στην Έφεσο όπου συνάντησε το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο, «έναν των δραστηριωτέρων απατεώνων όλων των εποχών, ως τον χαρακτηρίζει ο Ε. Stein» Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορία βυζ. Κράτ. Τόμ. Α’, σελ. 158.
Αλλά ο Ιουλιανός ένιωθε ανήσυχος, ιδιαίτερα αφότου ο Γάλλος άρχισε να χάνει τη συμπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίου. «Ο Γάλλος σκληρότατος και καχύποπτος δεν εδίσταζε να επιβάλλη την θανατικήν ποινήν εις τους οπωσδήποτε αντιθεμένους προς αυτόν, ενώ συγχρόνως απέφευγε να μετέχη προσωπικώς εις επιχειρήσεις αποσκοπούσας εις την εμπέδωσιν της τάξεως και ηρεμίας εις την περιοχήν του, περιοριζόμενος εις την λήψιν σκληροτάτων μέτρων κατά των αντιπάλων του. Ως διοικητής ανατολής με έδραν την Αντιόχειαν το 352 μ. Χ. κατέπνιξεν εις το αίμα επανάστασιν των Ιουδαίων, καύσας την Διοκαισάρειαν, την Τιβεριάδα και Σεπφωρίδα. Γενικώς επέδειξε σκληρότητα και ολιγωρία περί τα κοινά» Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορία βυζ. Κράτ. Τόμ. Α’, σελ. 140. Το 354 μ. Χ. ο Γάλλος θανατώθηκε, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβήθηκε και για τη ζωή του, αλλά έχοντας τη συμπάθεια, τη φιλία και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, δεν διέτρεξε κίνδυνο.
Στα κρίσιμα χρόνια 354 – 355 μ. Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε στην Κων/πολη, στην Τροία, στα Μεδιόλανα = Μιλάνο και το καλοκαίρι του 355 στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μόνο για τρεις μήνες. Στην Αθήνα έγινε μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας και πιο συγκεκριμένα του χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και των νεοπλατωνικών Πρίσκου και Ιμερίου. Στην Αθήνα συνάντησε και τους δύο Καππαδόκες Βασίλειο και Γρηγόριο, αλλά διεφώνησε μαζί τους. Στην Αθήνα παρακολούθησε την εορτή των Παναθηναίων και προσευχήθηκε στην Αθηνά, στην Ακρόπολη.
Την ιεράν Οδόν διαβαίνοντας πήγε στην Ελευσίνα, συναντήθηκε με τον ιεροφάντη της Ελευσίνας και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, αφού είχε υποστεί τα εξαγνιστικά λούσματα και τους άλλους εξαγνισμούς. Έχοντας μυηθεί και στα Ορφικά μυστήρια, εισήλθε στα ιερά των Ελευσινίων μυστηρίων και είδε όλα τα ιερά σύμβολα, είδε τον όφιν του Τριπτολέμου, πήρε μέρος στο συμβολικό δείπνο, έπιε τον κυκεώνα – μαγικό ποτό και ύστερα από επικλήσεις στη Θεά Δήμητρα δοκίμασε και τον ιερόν πλακούντα.
Τότε ήλθε στην Αθήνα η πρόσκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίου στον Ιουλιανό – ύστερα από εισήγηση της αυτοκράτειρας Ευσεβείας – να τον κάνει καίσαρα και να τον στείλει στην πέραν των Άλπεων Γαλατία. Την αποδέχτηκε, έφθασε στην Κων/πολη και πήγε στο Μιλάνο, όπου νυμφεύθηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη, αφού δέχθηκε να του κοπεί ο φιλοσοφικός πώγωνας και ν’ αλλάξει το μανδύα του Έλληνα φιλοσόφου με το στρατιωτικό ένδυμα Ρωμαίου στρατηγού.
Από το Νοέμβριο του 355 μ. Χ. ως το φθινόπωρο του 361 ο Ιουλιανός ήταν καίσαρας στις χώρες της Δύσεως. Οι βιογράφοι του σε πληροφορούν, ότι, ως καίσαρας, ανέδειξε εξαιρετικές ικανότητες και αποδείχθηκε στρατηγός με ακατάβλητη θέληση, υπεράνθρωπη αντοχή πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες νίκες κατά των βαρβάρων Γερμανικών φύλων.
Είχε ως κέντρο δράσεως τη Λουτηκία = σημερινό Παρίσι και εφάρμοσε με συνέπεια και επιτυχία το διοικητικό και οικονομικό σύστημά του. Πέρασε δυσκολίες εσωτερικές πολλές μέχρις ότου επιβληθεί καθόσον οι στρατιώτες του αρχικά τον έβλεπαν με πολλή καχυποψία και τον ύβριζαν «ασιάτη – εκτεθηλυμένο Έλληνα» ή κόλακα – σοφό βλάκα», μαθαίνοντας ότι ο Αφρικανός υπηρέτης του Ευήμερος και ο Ιεροφάντης της Ελευσίνας τον βοηθούσαν να κάνει θυσίες στους θεούς. Σιγά – σιγά τον αγάπησαν και τον αναγνώρισαν. Φθάνοντας οι ειδήσεις των επιτυχιών του Ιουλιανού στον Κωνστάντιο στην Κων/πολη, άρχισαν να προκαλούν τη ζηλοτυπία του, ιδιαίτερα μετά το 358 μ. Χ. που πέθανε η προστάτιδα του Ιουλιανού, η αυτοκράτειρα Ευσεβία.
Ωστόσο ο Κωνστάντιος άρχισε μία στρατηγική φθοράς του επιτυχημένου Ιουλιανού: θέλοντας ο Κωνστάντιος να αναλάβει εκστρατεία κατά των Περσών, έστειλε διαταγή στους αρχηγούς των Γαλατικών στρατευμάτων να σπεύσουν να τον βοηθήσουν, χωρίς να ενημερώσει τον καίσαρα τους Ιουλιανό. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μειώνονταν οι δυνάμεις του Ιουλιανού κατά το ½ και ακόμη γινόταν αντιληπτό ότι ο καίσαρας είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Επί πλέον στις αρχές του 360 μ. Χ., άρχισαν να δρουν και τα βαρβαρικά Γερμανικά φύλα εναντίον του Ιουλιανού, που υποκινήθηκαν κυρίως από τον Κωνστάντιο.
Μπροστά στη διαμορφωθείσα κατάσταση ο στρατός του Ιουλιανού αρνήθηκε να υπακούσει στον Κωνστάντιο, ανταπεξήλθε νικηφόρα στις ύπουλες επιθέσεις των Γερμανικών βαρβαρικών φύλων και το σημαντικότερο ανακήρυξε – διστακτικά στην αρχή – τον Ιουλιανό αυτοκράτορα, που ήπια φερόμενος έστειλε επιστολή στον Κωνστάντιο, ζητώντας να αναγνωρισθεί απ’ αυτόν Αύγουστος. Παράλληλα ο Ιουλιανός κέρδισε πολύτιμο χρόνο, αφού ολόκληρος ο χρόνος του 360 μ. Χ. πέρασε με ανωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κωνστάντιου που βρισκόταν στην Αντιόχεια και του Ιουλιανού που παρέμεινε στο Παρίσι.
Το θέρος του 361 μ. Χ. ο Ιουλιανός αποφάσισε να αντιμετωπίσει δυναμικά τον Κωνστάντιο, αφού πρώτα ζήτησε από τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς να του ορκισθούν πίστη μέχρι θανάτου. Διήρεσε το στρατό του σε τρία μέρη, στέλλοντας το πρώτο τμήμα να προχωρήσει δια μέσου της Βόρειας Ιταλίας, το άλλο κατευθύνοντάς το δια μέσου της Ραιτίας και οδηγώντας ο ίδιος το τρίτο τμήμα κατερχόταν προς την Κων/πολη από τη δίοδο του Μέλανος Δρυμού, αποσκοπώντας να φέρει σύγχυση στους διστακτικούς πληθυσμούς και να επιτύχει τον έλεγχο ή την αναγνώριση ευρύτερου τμήματος, ώστε τελικά να αναγκάσει τον Κωνστάντιο να τον αποδεχθεί ως Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Τα τμήματα του στρατού του Ιουλιανού, αφού πέρασαν το Δούναβη, κατέλαβαν το Σίρμιο και έφθασαν ως τη Ναϊσσό της Σερβίας, όπου έφθασε η είδηση πως ο Κωνστάντιος, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, πέθανε. Και έτσι στις αρχές Νοεμβρίου του 361 μ. Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε μονοκράτωρ και καθώς δεν υπήρξε καμία αντίσταση, εισήλθε πανηγυρικά στις 11 Δεκ. 361 μ. Χ. στην Κων/πολη.

Από τη διακυβέρνηση του Ιουλιανού μπορείς να επισημάνεις τις εξής αρχές του και δραστηριότητές του: Εξέδωσε διάταγμα για ελεύθερη άσκηση της λατρείας κάθε θρησκείας. Ξεκαθάρισε την αυτοκρατορική αυλή από την πολυτέλεια και το μεγάλο πλήθος των υπαλλήλων και αρκέσθηκε σε πολύ μικρό αριθμό υπαλλήλων επιβάλλοντας τη λιτότητα στην όλη ζωή και στις εκδηλώσεις της αυλής. Απέστειλε επιστολές – διακηρύξεις στις μεγαλύτερες και ιστορικά σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδας με τις οποίες εξέθετε όσα είχε υποστεί από τον Κωνστάντιο και ανακοίνωνε το πολιτικό – διοικητικό του πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα διακρίνονταν τρεις στόχοι της πολιτικής του Ιουλιανού: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής του μεγάλου κράτους, η μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική και θρησκευτική πολιτική και η εξουδετέρωση του Περσικού κινδύνου:
Οι βιογράφοι σου εκφράζονται με πολλή συμπάθεια κυρίως για το διοικητικό πρόγραμμα, επαινώντας «τη στροφή της προσοχής του προς τις πόλεις της αυτοκρατορίας και προς τις βουλές τους = τοπικά βουλευτήρια, που αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Ελληνική παράδοση Αυγούστου ότι η αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 58.
Τις επιχειρήσεις κατά των Περσών άρχισε ο Ιουλιανός μετά από 16 μήνες διακυβερνήσεως τον Ιούλιο του 362 μ. Χ. ορίζοντας κέντρο δραστηριοτήτων του την Αντιόχεια. Κάποιοι σύγχρονοί του βεβαιώνουν ότι ο Ιουλιανός ονειρευόταν να μετατοπίσει την πρωτεύουσα του κράτους στην Αντιόχεια, όπου και παρέμεινε συνήθως, αλλά δεν κατώρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των Αντιοχέων. Στην Αντιόχεια κυκλοφόρησε και το έργο του «Μισοπώγων», ένα είδος απολογίας και αυτοσάτιρας, ίσως το πιο ενδεικτικό των διαθέσεών του έργο, καθόσον ο Ιουλιανός δεν έπαυσε ποτέ να συγγράφει. Έχοντας ως πρότυπο διαβιώσεως τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Μέγα Αλέξανδρο για στρατηγό – νικητή των Περσών, το 363 μ. Χ. επεχείρησε εκστρατεία κατά των Περσών, αποσκοπώντας στην κατάκτηση του Περσικού κράτους. Στις πρώτες συγκρούσεις, από 16 ως 25 Ιουνίου 363 μ. Χ. σημείωσε νίκες, αλλά στις 26 Ιουνίου, αφού καταπονήθηκε και εξαπατήθηκε από παραισθήσεις, μάντεις, οιωνοσκόπους, αυτομόλους και κατασκόπους, έπεσε πολεμώντας μεταξύ των πρώτων μαχητών «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς».
Ποικίλες γνώμες και διαδόσεις σου διασώζουν οι βιογράφοι του για το θάνατό του: «εν τοις ημετέροις ην ο φονεύς» υποστήριζε ο Λιβάνιος, «οικείος στρατιώτης ως ο πολύς λόγος κρατεί» ανέφερε ο Σωκράτης, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, που ως αξιωματικός παρακολούθησε την εκστρατεία σημείωσε «άγνωστον πόθεν». Ο Γ. Κεδρηνός, μεταγενέστερος κατά πολύ ανέφερε την παράδοση ότι «τη χειρί του αίματος λαβόμενος έρραινεν εις τον αέρα λέγων νενίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε» G. Cedreni, Historiarum Compendium P 307 σελ. 538.
Εκείνη όμως η παράδοση, που θα σε εντυπωσίαζε περισσότερο, είναι αυτή που αναφέρουν ο Μ. Γλυκάς και ο Ι. Μαλάλας: «Και περί ώραν δευτέραν της αυτής ημέρας ο βασιλεύς Ιουλιανός παριών = επιθεωρώντας το στράτευμα και δυσωπών = παρακαλώντας αυτούς μη ατάκτως φέρεσθαι ετρώθη αδήλως… και προσεσχηκώς Ιουλιανός ο βασιλεύς εαυτόν σφαγέντα κατά της μασχάλης επηρώτησεν αυτούς, πως λέγεται η κώμη όπου εστίν ο παπυλεών μου = σκηνή μου; Και είπον αυτώ ότι Ασία λέγεται. Και ευθέως έκραξεν: Ώ ήλιε, απώλεσας Ιουλιανόν˙ και εκχυθείς το αίμα παρέδωκε την ψυχή ώραν νυκτερινήν πέμπτην…Εν αυτή δε τη νυκτί είδεν εν οράματι και ο οσιώτατος επίσκοπος Βασίλειος ο Καισαρείας Καππαδοκίας τους ουρανούς ηνεωγμένους και τον σωτήρα Χριστόν επί θρόνου καθήμενον και ειπόντα κραυγή, Μερκούριε, απελθών φόνευσον Ιουλιανόν τον βασιλέα, τον κατά των χριστιανών. Ο δε άγιος Μερκούριος εστώς έμπροσθεν του Κυρίου εφόρει θώρακα σιδηρούν αποστίλβοντα και ακούσας την κέλευσιν αφανής εγένετο. Και πάλιν ευρέθη εστώς έμπροσθεν του Κυρίου και έκραξεν, Ιουλιανός ο βασιλεύς σφαγείς απέθανεν, ως εκέλευσας Κύριε. και πτοηθείς εκ της κραυγής ο επίσκοπος Βασίλειος διυπνίσθη τεταραγμέος. Ετίμα γαρ αυτόν Ιουλιανός ο βασιλεύς και ως ελλόγιμον = πολύ μορφωμένο και ως συμπράκτορα = φιλικό βοηθό αυτού, και έγραφεν αυτώ συχνώς. Και κατελθών ο άγιος Βασίλειος δια τα εωθινά εις την εκκλησίαν, καλέσας πάντα τον κλήρον αυτού, είπεν αυτοίς το του οράματος μυστήριον, και ότι εσφάγη Ιουλιανός ο βασιλεύς και τελευτά εν τη νυκτί ταύτη˙ και πάντες παρεκάλουν αυτόν σιγάν και μηδενί λέγειν τι τοιούτον!» Joannis Malalae, Chronographia I Xiii, Corp. Scr Hist. Byz., σελ. 333 – 334 και Michael Gly- cae, Pars IV, σελ. 429.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει την φήμη ότι ο Ιουλιανός, όταν τραυματίσθηκε, προσπάθησε να πέσει στον ποταμό, ώστε τα στρατεύματά του να νομίσουν ότι εξαφανίσθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη και να τον τιμήσουν ως θεό. Ο Σωκράτης πρόσθεσε ότι «υπέκυψεν μετά τινάς ώρας εις τα τραύματά του συνδιαλεγόμενος μέχρι τελευταίας του πνοής, ήρεμος και γαλήνιος ως φιλόσοφος μετά των συντρόφων του περί της sudlimitas animoum, = αιωνιότητας των ψυχών. Πιθανώτατα στον ελληνοσύρρο ιστορικό της εκκλησίας Θεοδώρητο τον Κύρρου οφείλεται η περισσότερο γνωστή – δραματική ρήση ότι τίναξε στον αέρα μία χούφτα αίμα από την πληγή του φωνάζοντας, νενίκηκας ώ Γαλιλαίε (ή Ναζωραίε)» εκδ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθν. Τόμ. Ζ’, σελ. 344. Και θεωρείται η παράδοση σχετικά με την επέμβαση του Αγίου Μερκουρίου, ως «του 5ου και 6ου αι. μ. Χ. εύρημα αγιογράφων το όραμα του Μ. Βασιλείου για εντολή προς τον Άγιο Μερκούριο (=στρατιωτικό άγιο, που μαρτύρησε με σκληρά βασανιστήρια στους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου) να κτυπήσει τον Ιουλιανό. Έτσι και η παράδοση, ότι ο άγιος Μερκούριος παρουσιάζεται στον Ιοβιανό, διάδοχο του Ιουλιανού έγινε αυτοκράτωρ και αναγγέλλει ότι θα κτυπούσε τον Ιουλιανό σε τρεις εβδομάδες» Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθν. Τόμ. Ζ’, σελ. 344.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.