Ὁ Πατήρ Δανιήλ, ὁ θαυμαστός – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Στήν ἐποχή τοῦ Χατζη-Γεώργη περίπου ζοῦσε καί ὁ θαυμαστός Πατήρ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἔκανε καί αὐτός θαύματα ἀπό ἀρχάριος ἀκόμη στήν Καλογερική. Ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἐντυπωσίασει πολύ τούς εὐλαβεῖς προσκυνητάς, καί εἶχαν δημοσιεύσει μάλιστα ὁρισμένα θαύματά του σέ θρησκευτικά περιοδικά εὐλαβεῖς Ρῶσοι.
Αὐτά τά λίγα λοιπόν πού ἔμαθα γιά τόν Ἅγιο Πατέρα καί ὠφελήθηκα πολύ, θέλω νά τά γράψω γιά νά ὠφεληθοῦν καί ἄλλες ψυχές.
Ὅπως πληροφορήθηκα, ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπό τήν Ἑλλάδα, καί ήρθε στο Ἅγιον Ὄρος γύρω στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση, κατά τό 1821. Ὁ εὐλαβής νέος μετά ἀπο τό προσκύνημά του στήν Παναγία τήν «Πορταΐτισσα» τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων, πέρασε καί ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα, προσκύνησε καί τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο καί ἔκανε θερμή προσευχή νά τόν ὁδηγήση ἡ Παναγία νά βρῆ ἐνάρετο Γέροντα, γιά νά ὑποταχθῆ, νά γίνη Μοναχός. Πῆρε λοιπόν τόν δρόμο μετά ξένοιαστος καί προχωροῦσε μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὅταν πέρασε καί τήν Κερασιά καί προχωροῦσε γιά τήν Ἁγία Ἄννα, πῆρε ἄλλο μονοπάτι καί βγῆκε στο Κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου. Ὁ Γέροντας ἐκεῖ ἦταν πολύ εὐλαβής καί μεγάλος ἀγωνιστής, προικισμένος μέ πολλές ἀρετές, γι’ αὐτό καί τόν ἀνέπαυσε.
Οἱ ἄλλοι Πατέρες ἀπό τά γύρω Κελλιά, που ἔβλεπαν τόν νεαρό δόκιμο νά αγωνίζεται ἴσια μέ τόν Γέροντά του, ἀνησχοῦσαν κάπως καί ἔλεγαν στόν Γέροντα νά τόν προσέχη λίγο καί νά τόν οἰκονομάη, γιατί εἶναι νέος καί ἔπεσε ἀπότομα στήν ἄσκηση. Ἀλλά ὁ Γέροντας ἔλεγε:
-Μήν ἀνησυχῆτε, γιατί ξέρω τι ἄνθρωπο ἔχω.
Μέσα σέ λίγο διάστημα ὁ νέος ἔγινε Μοναχός καί ὀνομάσθηκε Δανιήλ. Ἔφθασε δέ σέ πνευματικά μέτρα, γιατί ἦταν ἁγνός ὄχι μόνο στό σῶμα καί στήν ψυχή ἀλλά καί στό νοῦ, διότι πάντα εἶχε καλούς λογισμούς, καί στήν καρδιά του τήν καθαρή κατοικοῦσε ὁ Χριστός.
Κάποτε, λοιπόν, εἶχαν ἀνάψει τόν φοῦρνο, γιά ψήσουν ψωμί καί νά κάνουν παξιμάδι. Ἐκεῖ που σκόρπιζε τῆς ἀναμμένα κάρβουνα μέ τό σεντράκι (μακρύ ξύλο, που ἔχει στήν ἄκρη ἕνα γυριστό σίδρο), γιά νά πυρωθῆ ὅλος ὁ φοῦρνος ἐξ ἴσου, ἀπό τήν πολλή φωτιά κάηκε τό ξύλο, καί ἔμεινε τό σίδερο μέσα στόν ἀναμένο φοῦρνο. Ὁ Πατήρ τό εἶπε ἀμέσως στόν Γέροντά του, γιά νά μη καθυστερήση ὁ φοῦρνος, καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντάει:
-Τι μέ κοιτᾶς; Κάνε τόν Σταυρό στου καί ἔμπα μέσα στόν φοῦρνο νά βγάλης, νά μήν καθυστεροῦμε.
Ὁ Πατήρ Δανιήλ ἔκανε τόν Σταυρό του καί μπῆκε μέσα στόν ἀναμμένο φοῦρνο. Ἔπιασε τό κοκκινισμένο σίδρο μέ τά χέρια του, χωρίς νά κάνη οὔτε τό παραμικρό ἔγκαυμα καί χωρίς νά καῆ μια τρίχα ἀπό τά γένια του! Τό σπουδαιότερο δε ἀπ’ ὅλα ἦταν, πού οὔτε κἄν τοῦ πέρασε ὁ λογισμός ὅτι κάτι ἔκανε!

Ἄλλη φορά πάλι, ἕνα Γέροντας ἀπό τά γειτονικά Κελλιά, «τά Βλάχικα», εἶχε ἀρρωστήσει καί στήν πάθησή του εὕρισκε λίγη ἀνακούφιση ἀπό τά ἀγγουράκαι τά λίγο πικρά. Ὅταν εἶχε ἔρθει ὁ χειμώνας, τοῦ ξαναπαρουσιάσθηκαν πάλι οἱ πόνοι ἀπό τήν ἴδια ἀρρώστια, καί κατέβηκε στόν Ἅγιο Παῦλο, μήπως βρῆ στο Μοναστήρι ἔστω τουρσί ἀπό ἀγγουράκια νά δοκιμάσει γιά τους πόνους του, ἀλλά δυστυχῶς δεν βρῆκε. Ἔτσι, στενοχωρημένος καί πονεμένος, ἀνέβαινε τόν ἀνήφορ ἀπό τήν Ἅγία Ἄννα γιά τόν Σταυρό. Ἐνῶ ἦταν χειμώνας, καί δεν ὑπῆρχε οὔτε τουρσί ἀπό ἀγγουράκια, τοῦ παρουσιάζεται ὁ Πατήρ Δανιήλ ξαφνικά, τοῦ ἀφήνει μπροστά του ἕξι-ἑπτά φρέσκα καί φεύγει ἀμέσως! Ὁ ἀσθενής Γέροντας θαύμασε καί δόξασε τόν Θεό καί, μόλις ἔφαγε, θεραπεύτηκε μιά γιά πάντα. Αὐτή τή φορά ὁ Πατήρ Δανιήλ ἔφερε ἀγάπη, εὐλογία, ἀπό θερμή χώρα πολύ μακρινή! (Ἐκείνη τήν ἐποχή δεν ὑπῆρχαν θερμοκήπια στήν Ἐλλάδα).

Ἕνας ἄλλος πάλι Γέροντας ἀπό τά «Βλάχικα» Κελλιά ἐρχόταν μέ βαρυχειμωνιά ἀπό τήν Ἁγία Ἄννα γιά τό Κελλί του. Μόλις ξεμύτισε στήν κορυφή, τόν τύλιξε ἡ χιονοθύελλα, καί ἀναγκάστηκε νά γυρίση λίγο πίσω, γιά νά πιάση μιά ἄκρη σ’ ἕναν βράχο, γιατί εἶχε νηκτώσει καί δεν τόν ἔπαιρνε ἡ ὥρα νά ἐπιστρέψη στήν Ἁγία Ἄννα. Ἐκτός τούτου χιόνιζε συνέχεια καί φυσοῦσε ἀέρας δυνατός. Ἐκεῖ λοιπόν που εἶχε ἀκουμπήσει στόν βράχο καί τουρτούριζε, γιά μιά στιγμή, τήν νύχτα, ἔνιωσε κάποιον νά τόν ἔχη ἀγκαλιασμένο καί αἰσθάνθηκε πολύ ζεστά, ἀφοῦ τόν πῆρε καί γλυκός ὕπνος. Τότε βλέπει τόν Πατέρα Δανιήλ νά τόν ἔχη ἀγκαλιασμένο μέ πολλή ἀγάπη. Τό πρωΐ πού φώτισε, ξύπνησε ἀπό τόν γλυκό του ὕπνο καί σηκώθηκε νά φύγη, γιατί εἶχε σταματήσει ἡ χιονοθύελλα. Τι νά ἴδη ὅμως! Παντοῦ ἦταν χιόνια, ἐνῶ ἐκεῖ στόν βράχο εἶχαν λιώσει ἀπό τήν θεϊκή ζεστασιά πού σκόρπισε ὁ Πατήρ Δανιήλ! Τό Γεροντάκι θερμάνθηκε πνευματικά καί χαρούμενο πῆγε στο Κελλί του δοξάζοντας τόν Θεό. Ὁ δε Πατήρ Δανιήλ θερμαινόταν συνέχεια ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.

Από το βιβλίο: Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου. Έκδοσις Ιερόν γυναικείον Ησυχαστήριον Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου – Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998

Η/Υ επιμέλεια Κατερίνα Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.