Κυριακή Προ των Φώτων: Ο νέος Ιορδάνης – Αυγουστίνου Καντιώτου, Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης.

Μαρκ. 1, 1-8

Ο Ιορδάνης, αγαπητοί μου, είνε ένας ποταμός. Ποταμός στην Παλαιστίνη. Όσοι πήγαν στους Αγίους τόπους για ένα προσκύνημα, τον έχουν επισκεφθή. Ο Ιορδάνης έχει πηγές. Αρχίζει από τα ψηλά βουνά, από το Λίβανο και το Αερμών, διασχίζει την Παλαιστίνη, περνά από διάφορα μέρη, και τέλος τα νερά του πέφτουν σε μιά μεγάλη λίμνη, πού λέγεται Νεκρά Θάλασσα. Έτσι ονομάζεται, γιατί μέσα στη λίμνη αυτή ψάρια δεν μπορούν να ζήσουν. Πουλιά, πού πετάνε πάνω από τη λίμνη, πέφτουν νεκρά. Τα νερά της είνε πικρά. Η λίμνη στο βάθος είνε γεμάτη πίσσα. Σκοτεινή και φοβερή λίμνη.
Η λίμνη αυτή θυμίζει μιά φοβερή ιστορία. Κάποτε στο μέρος, που είνε τώρα η λίμνη αυτή, ήταν χτισμένες πόλεις και χωριά. Οι μεγαλύτερες ήταν τα Σόδομα και Γόμορρα. Πλούσιες και όμορφες πόλεις. Ήταν στον κάμπο, και οι άνθρωποι εκεί είχαν όλα τα καλά. Τίποτε δεν τούς έλειπε. Αλλά δυστυχώς, ήταν άνθρωποι υλισταί. Έπιναν, έτρωγαν, διασκέδαζαν, χωρίς να σκέπτωνται το Θεό. Ποτέ τους δεν ύψωσαν τα μάτια στον ουρανό να πούν «Θεέ, σ’ ευχαριστούμε». Όλα τα θεωρούσαν δικά τους. Ήταν αισχροί και αναίσχυντοι. Ζούσαν σαν τα ζώα. Χειρότερα απ’ τα ζώα. Έπεφταν σε αμαρτήματα, πού ντρέπεται κανείς και να τα ονομάση. Έκαναν πράγματα, πού δεν κάνουν ούτε αυτά τα ζώα. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι, που κατοικούσαν στη γόνιμη αυτή πεδιάδα. Μιά μέρα βγήκε ο ήλιος όπως πάντοτε. Οι κάτοικοι είδαν την ανατολή του ήλιου. Αλλά δεν έζησαν να δουν τη δύσι του. Φάνηκαν μαύρα σύννεφα κι ο ουρανός σκοτείνιασε. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Άρχισε να βρέχη. Αλλά τί φοβερό! Τα σύννεφα δεν έρριχναν νερό, αλλά φωτιά και θειάφι. Η φωτιά έκαψε τα σπίτια, ζώα και ανθρώπους. Άνοιξε κατόπιν η γη και κατάπιε τις πόλεις και τα χωριά. Ποτάμια έπεσαν μέσα στο μέρος εκείνο. Έτσι έγινε η λίμνη, πού ονομάζεται Νεκρά Θάλασσα. Σ’ αυτή τη λίμνη, όπως είπαμε, χύνεται ο Ιορδάνης ποταμός.

***
Στον Ιορδάνη ήρθε μιά μέρα ένας ασκητής. Μόνο ασκητής; Και προφήτης. Και μόνο προφήτης; Καί Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού. Ιωάννης τό όνομά του. Άγιος άνθρωπος, ο πιό άγιος απ’ όσους έζησαν στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης. Έμενε στην έρημο του Ιορδάνη. Κρασί δεν έπινε ποτέ. Ποτό του το νερό του ποταμού. Τροφή του ακρίδες και άγριο μέλι, που άφηναν στις κουφάλες των δέντρων τα άγρια μελίσσια. Ρούχα του μιά κάππα φτειαγμένη από τρίχες καμήλας. Στρώμα του η άμμος. Στέγη του ο ουρανός. Συντροφιά του τα άγρια θηρία, πού δεν τολμούσαν να τον πειράξουν. Αυτός ήταν ο Ιωάννης, το παιδί του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Ύστερα από τόση σκληραγωγία που ασκούσε στον εαυτό του, ύστερα από προσευχές και νηστείες πού έκανε και την άγια ζωή που ζούσε, πήρε εντολή από το Θεό και ήρθε στον ποταμό Ιορδάνη, για να προειδοποιήση ότι έρχεται ο Χριστός, και να καλέση το λαό σε μετάνοια. Ο Ιωάννης, ο αετός αυτός της ερήμου, στάθηκε πάνω σ’ ένα βράχο και άρχισε το κήρυγμά του. Τα λόγια του έβγαιναν από το στόμα του σαν τη φωτιά. Δεν κολάκευε κανένα. Είτε φτωχοί ήταν αυτοί που τον άκουγαν, είτε πλούσιοι, είτε άσημοι, είτε επίσημοι, ο Ιωάννης δεν άλλαζε το ύφος του. Μιά γλώσσα σ’ όλους μιλούσε. Σ’ όλους έλεγε την αλήθεια, και τόνιζε, ότι είνε αμαρτωλοί κ’ έχουν ανάγκη από μετάνοια, γιατί θά πάθουν χειρότερα απ’ ό,τι έπαθαν τα Σόδομα και Γόμορρα. Να μην είσθε, εκήρυττε, σαν τα δέντρα τα άκαρπα. Τα άκαρπα δέντρα τα κόβουν και τα ρίχνουν στη φωτιά. Φωτιά θα πέση στη γη, οργή Θεού. Πρίν λοιπόν έρθει η οργή, μετανοήστε….

Και οι άνθρωποι που άκουγαν τον Ιωάννη αισθάνονταν την ενοχή τους για τα διάφορα αμαρτήματά τους, έκλαιγαν, αναστέναζαν και εξομολογούνταν. Πώς γινόταν η εξομολόγησι; Καθένας έμπαινε στον ποταμό, και από ’κει έλεγε στον Ιωάννη, που στεκόταν στην όχθη του ποταμού, τα αμαρτήματά του. Όλοι έμεναν μέσα στα νερά όσο χρόνο διαρκούσε η εξομολογησί τους. Ύστερα από την εξομολόγησι βαπτίζονταν, βυθίζοντας και το κεφάλι στο νερό. Στον ποταμό μπήκε και ο Χριστός. Αλλά δεν έμεινε, όπως οι άλλοι άνθρωποι. Βγήκε αμέσως από το νερό. Γιατί; Γιατί δεν είχε να εξομολογηθή κανένα αμάρτημα. Ήταν Θεάνθρωπος. Όλοι όμως οι άλλοι άνθρωποι έμεναν στο νερό όσο διαρκούσε η εξομολόγησί τους. Βγαίνοντας δε από τον Ιορδάνη αισθάνονταν τον εαυτό τους πως ελαφρώνει από το μεγάλο βάρος, το βάρος της αμαρτίας. Όλοι δε αυτοί πού είχαν μετανοήσει και είχαν εξομολογηθή, με λαχτάρα περίμεναν, σύμφωνα με τα λόγια του Ιωάννη, το Χριστό.

***
Πόσο ευτυχείς, θα πη κάποιος, πόσο ευτυχείς ήταν οι άνθρωποι αυτοί, πού πήγαιναν στον Ιορδάνη, εξωμολογούνταν και βαπτίζονταν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο! Πόσο θα θέλαμε να βρισκόμαστε κ’ εμείς εκεί! Αλλ’ ας μη λυπώμαστε γι’ αυτό. Γιατί αν θέλουμε, έχουμε στη διάθεσί μας έναν άλλο Ιορδάνη, πού είνε χίλιες φορές ανώτερος από τον Ιορδάνη της αγίας Γης. Ώ, τι δύναμι έχει, αδελφοί μου, ο νέος Ιορδάνης! Ας πάη σ’ αυτόν τον άλλο, το νέο Ιορδάνη, μιά ψυχή, πού να είνε μαύρη σαν την πίσσα της Νεκράς Θαλάσσης, μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα, μαύρη από τα αμαρτήματα πού έχει κάνει. Αν αυτή η αμαρτωλή ψυχή πιστέψη στο Χριστό, ότι ήρθε στον κόσμο για να σώση τους αμαρτωλούς· αν η αμαρτωλή αυτή ψυχή μετανοήση και πάη στο Χριστό, δηλαδή στον εξομολόγο, πού αντιπροσωπεύει το Χριστό· αν η αμαρτωλή αυτή ψυχή πη στον πνευματικό όλα τα αμαρτήματα πού έχει κάνει από τότε που ένιωσε τον κόσμο· αν η αμαρτωλή αυτή ψυχή πη τα αμαρτήματα όχι αδιάφορα, αλλά με πόνο στην καρδιά, και κλάψη και χύση ένα δάκρυ, η ψυχή αυτή καθαρίζεται. Το δάκρυ της ειλικρινούς μετανοίας, πού θα χύση, γίνεται ένας Ιορδάνης ποταμός. Μέσα στον ποταμό αυτό λούζεται η ψυχή και γίνεται άσπρη σαν το χιόνι, που τώρα το χειμώνα είνε πάνω στις ψηλές κορφές των βουνών μας.

***
Χριστιανοί μου, τι κάθεστε! Όταν ακούσετε να χτυπά η καμπάνα της εκκλησίας και να σας καλή στην εξομολόγησι, μην αναβάλετε. Τρέξτε στην εκκλησία, ζητήστε τον πνευματικό, εξομολογηθήτε τα αμαρτήματά σας, και τα δάκρυά σας θα γίνουν Ιορδάνης ποταμός. Θα είστε οι πιό ευτυχισμένοι άνθρωποι. Από πάνω σας θα φύγη ένα ολόκληρο βουνό, που πλακώνει την καρδιά σας. Βουνό είνε η αμαρτία.

Τώρα, που μπήκαμε στον καινούργιο χρόνο, όσοι δεν έχουν εξομολογηθή στα περασμένα χρόνια, ας μην αφήσουν να περάση κι αυτός ο χρόνος χωρίς μετάνοια, χωρίς δάκρυα, χωρίς εξομολόγησι. Όλοι στον Ιορδάνη ποταμό. Ποταμός δε, όπως είπαμε, είνε η μετάνοια και η εξομολόγησι.

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.