Η διακονία του Αββά Δωροθέου ως πνευματικού οδηγού των αδελφών και στο νοσοκομείο .

Στο νοσοκομείο.

Τη διακονία στο νοσοκομείο ανέλαβε και πάλι ύστερα από απόφαση του Ηγουμένου και των γερόντων.
Οι αρμοδιότητές του εκεί ήταν διοικητικές και νοσηλευτικές. Το έργο ήταν υπέραθλο και, κατά συνέπεια οι δυσκολίες αμέτρητες: «Τρέμει η καρδία μου εις την διακονίαν ταύτην», ομολογεί ο ίδιος, «μήπως αμάρτω εν αυτή» (Β. Ψ. τκζ’).
Από τη φύση του «νηπτικός» και φιλήσυχος δεν άφηνε, μέσα στο θόρυβο και στις απαιτήσεις του τεράστιου έργου, το ψυχικό δυναμικό του ακυβέρνητο και ανεξέλεγκτο. Οι πρακτικές ανάγκες τον έφερναν, πολλές φορές αντιμέτωπο με τη συνείδησή του για παράβαση των παραδεδομένων αρχών. Ήταν υποχρεωμένος π.χ. να συμβουλεύεται ιατρικά βιβλία για την καλύτερη νοσηλεία των ασθενών. Μήπως όμως αυτό ήταν αφορμή ενασχολήσεως του νου με κοσμικά και όχι

απαραίτητα πράγματα; Ο αββάς Βαρσανούφιος έλεγε: «Η ιατρικής τέχνη ου κωλύει τινά θεοσεβείν, άλλ’ έχε αυτήν ως τα εργόχειρα των αδελφών. Μετά φόβου Θεού ποίει ο ποιείς και φυλάττη ευχαίς αγίων» (Β. Ψ. τκζ’).
Άλλοτε πάλι, όταν, εφαρμόζοντας τις ιατρικές του γνώσεις, ο ασθενής γιατρευόταν γρήγορα και τον θεωρούσε σωτήρα του, κενοδοξούσε. Έπρεπε μήπως να σταματήσει; Όχι, «ίασις ου γίνεταί τινί άνευ του Θεού» (Β. Ψ. τκζ’) τον συμβούλευε ο γέροντας.
Ο αββάς Δωρόθεος πάλεψε κυριολεκτικά. Ο περισπασμός ήταν μόνιμη κατάσταση: «Πώς εισερχόμενος και εξερχόμενος μεταξύ των ανθρώπων και φροντίζων διακονίαις και υπηρετών» μπορούσε να διατηρήσει το πένθος; (Β. Ψ. σπε’). Ο αββάς Βαρσανούφιος όμως τοποθετούσε σε άλλη βάση το θέμα: «Ο μεταξύ των ανθρώπων, εάν κόπτη το θέλημα και μη προσέχη πταισμάτων αλλοτρίοις, ούτος κτάται το πένθος. Εκ τούτων γαρ συνάγονται οι λογισμοί αυτού» (Β. Ψ. σπε’).
Πολλές φορές επίσης έπρεπε να απουσιάζει από τις ακολουθίες, γιατί οι ανάγκες του νοσοκομείου επέβαλαν την παρουσία του εκεί. Η συνείδησή του και πάλι τον ενοχλούσε. Ήταν μοναχός. Είχε εγκαταλείψει τον κόσμο για τον Θεό και όχι για τον κόσμο. Έπειτα, αυτό τον απομάκρυνε από την υποταγή στον κανονισμό της Μονής, που προέβλεπε για την ώρα αυτή κάποια «τεταγμένη» ακολουθία. «Λοιπόν», έγραφε στον αββά Βαρσανούφιο, «ου συγχωρούμαι (δεν έχω καιρό) σχεδόν μνημονεύσαι Θεού». Αλλά και πάλι ο αββάς Βαρσανούφιος τον οδηγούσε στο βάθος των εννοιών και στην ουσία των πραγμάτων: «Όλην την ημέραν εις την μνήμην του Θεού ει, και ου γινώσκεις; Το γαρ έχειν εντολήν και σχολάσαι φυλάξαι αυτήν και υποταγή εστί και μνήμη Θεού» (Β. Ψ. τκη’). Με τον τρόπο αυτό επικροτούσε την άποψη του αββά Ιωάννου – τον οποίο, όπως φαίνεται, είχε προηγουμένως ενοχλήσει ο αββάς Δωρόθεος για το ίδιο θέμα – ότι πρέπει πρώτα να βγάλει φύλλα, που είναι η πρακτική ζωή, και μετά «εκβάλλεις και καρπούς».
Είχε επίσης προβλήματα νοσηλευτικά, όπως η εξ αγνοίας κακή χρήση των φαρμάκων, και μάλιστα όταν ο άρρωστος είχε αρνηθεί να τα πάρει και εκείνος του τα επέβαλε (Β. Ψ. τκη’). Προβλήματα ακόμα υποχωρήσεως στη γαστριμαργία, την οποία διευκόλυνε η καλύτερη διατροφή των ασθενών (Β. Ψ. ικη’, τκθ’). Προβλήματα επιδεινώσεως της φιλαρχίας και της αυθεντίας, που καλλιεργούσε ο τομέας της διοικήσεως του νοσοκομείου (Β. Ψ. τκθ’). Προβλήματα ασκήσεως δικαιοσύνης κατά την διανομή των αναγκαίων αγαθών στους ασθενείς, και μάλιστα όταν αυτοί τον εξαπατούσαν, παρουσιάζοντας τις ανάγκες τους μεγαλύτερες απ’ ότι ήταν πραγματικά (Β. Ψ. τλδ’). Προβλήματα πλεονεξίας (Β. Ψ. τλστ’) και «προσπαθείας» (Β. Ψ. τλε’), απασχολούσαν έντονα το λογισμό του. Επίσης το πολυτάραχο περιβάλλον του νοσοκομείου του αφαιρούσε τη θέα του μοναχικού στόχου και αγωνιούσε μήπως «εις μάτην εγένετο η αποταγή του». Κάποτε έφθασε σε οξύ προβληματισμό: Μήπως έπρεπε να τα αφήσει και να φύγει; Μήπως όλα αυτά γίνονταν αφορμή να χάσει αντί να σώσει την ψυχή του; Ποιό ήταν το θέλημα του Θεού; Έπειτα ήταν και οι αδελφοί. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτος ο τρόπος που αντιδρούσαν μερικοί αδελφοί για την πνευματική του πρόοδο και τη μεταχείρισή του από τους προεστώτες. Κυρίως επειδή δεν έβλεπαν σ’ αυτόν θεαματικές σωματικές ασκήσεις. Έτσι εμπιστεύτηκε το λογισμό του στον αββά Ιωάννη: «Ο λογισμός λέγει μοι ότι η ησυχία πάντων εστίν αναγκαιοτέρα» (Β. Ψ. τιγ’). Αλλά ο αββάς Ιωάννης απάντησε, δίνοντας μια πολύ σημαντική ερμηνεία της έννοιας της ησυχίας: «Ησυχία τί εστίν; Άλλ’ ή το συστείλαί τινά την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών… η γαρ πρόφασις της ησυχίας φέρει εις υψηλοφροσύνην, πριν ή ο άνθρωπος κερδάνη εαυτόν, τούτ’ εστίν άμωμος γένηται˙ τότε γαρ η ησυχία εστίν˙ ότι εβάστασε τον σταυρόν. Εάν ουν συμπαθήσης, ευρίσκεις βοήθειαν˙ εάν δε κρατήσης σεαυτόν, ως δήθεν υπεραναβήναι το μέτρον, τούτο μάθε, ότι και ο έχεις απώλεσας» (Β. Ψ. τιδ’). Ο Δωρόθεος όμως δεν ησύχασε πριν πάρει και τη γνώμη του αββά Βαρσανουφίου. Και αυτός όμως ήταν κατηγορηματικός: «Άκουσον, αδελφέ, και πληροφορήθητι εν Κυρίω… ουκ ένι σε άλλως σωθήναι, ή ούτως…».
Δεν μπορούσε λοιπόν να κάνει τίποτε άλλο. Αυτός ήταν ο σταυρός που θα τον οδηγούσε στην ανάσταση. Έπρεπε να ταπεινώνεται και να υπομένει αγωνιζόμενος. Το μόνο που είχε ανάγκη ήταν να παρακαλέσει τον Γέροντα «του βαστάσαι τας αμαρτίας αυτού». Και πάλι ο αββάς Βαρσανούφιος, ως στοργικός πατέρας, εκφράζει το θαυμασμό του για το πρόσωπο του υποτακτικού του και αναλαμβάνει – και μάλιστα με γραπτή εγγύηση – την ευθύνη της ψυχής του αββά Δωροθέου: «Αδελφέ, ει και υπέρ εμέ αιτείς πράγμα, αλλά δεικνύω σοι τα μέτρα της αγάπης, ότι αναγκάζει εαυτήν και εις τα υπέρμετρα. Ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπο και αναδέχομαι και βαστάζω, άλλ’ επί τω όρω τούτω, ίνα συ βαστάζης το φυλάξασθαί μου τους λόγους και τα εντολάς μου˙ εισί γαρ σωτηριώδεις και ζήσεις ανεπαισχύντως» (Β. Ψ. σο’). Έτσι, ένα νοερό συμβόλαιο υπογράφηκε ανάμεσα στις ψυχές γέροντα και υποτακτικό. Ο υποτακτικός θα συμμορφώνεται απόλυτα με τις εντολές του γέροντα και ο γέροντας θα απολογηθεί για τις αμαρτίες του υποτακτικού. «Φύλαξον», συμπληρώνει ο αββάς Βαρσανούφιος, «από της αργολογίας των γλωττών, από ηδονής την κοιλίαν και από παροξυσμών τον πλησίον. Το απαρρησίαστον, το αψήφιστον την μετά πάντων αγάπην και το πάντοτε έχειν τον Θεόν εν τω νω, μνημονεύων πότε οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού» (Β. Ψ. σοα’).
Το θέμα λοιπόν της παραμονής στο νοσοκομείο έληξε. Ο αββάς Δωρόθεος υποτάχθηκε και ειρήνευσε.

Πνευματικός οδηγός των αδελφών.

Στην περίοδο αυτή πρέπει επίσης να τοποθετηθεί και η διακονία του για τον καταρτισμό των αδελφών. Αντί να απαλλαχθεί, όπως ζητούσε, από το πολυθόρυβο διακόνημα του νοσοκομείου, του προστέθηκε και ένα επί πλέον, το σημαντικότερο.
Τα εξαιρετικά του χαρίσματα, η μόρφωση και η μέχρι τότε διαγωγή του στη μοναχική παλαίστρα, οδήγησαν τους πνευματικούς ηγέτες της μονής να τον τοποθετήσουν βοηθό του ηγουμένου στην πνευματική παρακολούθηση των αδελφών.
Ο αββάς Δωρόθεος έπρεπε στο εξής να κατευθύνει, να συμβουλεύει, να ελέγχει και να παρηγορεί τους άλλους μοναχούς, οι οποίοι υποχρεωτικά πλέον έπρεπε να απευθύνονται σ’ αυτόν (Β. Ψ. σπς’).
Είναι εύκολο να εννοήσει κανείς το βάρος του έργου. Ο αββάς Δωρόθεος έβλεπε πολύ αδύνατο τον εαυτό του, για να σηκώσει αυτό το σταυρό. «Επειδή», γράφει στον αββά Βαρσανούφιο, «νεώτερός ειμί, και έχω διακονίαν υπέρ εμέ, παρακαλώ σε πάτερ, ίνα αιτήσης μοι σύνεσιν πρώτον, ώστε δύνασθαί με διδόναι πράγμα κατά χρείαν αυτού, και λόγον ειπείν εν καιρώ και σιωπήσαι˙ και εν οις αμφιβάλλω, ίνα επικαλώμαι τον Θεόν και τας ευχάς σου, και παρίστανταί μοι και μη πλανώμαι» (Β. Ψ. σξβ’). Ο αββάς Βαρσανούφιος τον ενισχύει πάλι.
Έτσι ο αββάς Δωρόθεος, ενώ ζούσε ως υποτακτικός, αγωνιζόταν να μορφώσει τον Χριστό και στις ψυχές των αδελφών του. Το έργο συνεχώς τον βάραινε. Επί πλέον ήταν αιτία προκλήσεως και ζήλειας για μερικούς αδελφούς, που ήταν αδύνατοι πνευματικά και εκδήλωναν πολλές φορές την αντίδρασή τους αυτή με πολύ χονδροειδή τρόπο.
Ο αββάς Δωρόθεος παρακάλεσε πάλι τον αββά Ιωάννη να μεσολαβήσει, ώστε να απαλλαγεί και απ’ την ευθύνη: «Παρακαλώ, ει δοκιμάζεις, μη μεσάζειν έξωθεν του νοσοκομείου, μήπως ένεκεν τούτου και εις ζήλον προκόψη το πράγμα». Ο αββάς Ιωάννης όμως του απάντησε: «Εάν καθαρά καρδία και δι’ ωφέλειαν άνευ πάθους και κενοδοξίας λέγης, μη ψήφιζε ρήματα ανθρώπων˙ ου πάσι γαρ δίδοται το λαλήσαι τω Αββά, ουδέ συμφέρει» (Β. Ψ. σπς’).
Έπρεπε λοιπόν να συνεχίσει. Έπειτα οι αδελφοί αναπαύονταν και βοηθιόνταν κοντά του. Ο ίδιος αναφέρει: «Ουκ οίδα πως εχλευάζοντο οι αδελφοί αναθέσθαι μοι τους λογισμούς αυτών. Φησίν δε και ο αββάς επέτρεπέ μοι κατά την γνώμην των γερόντων την φροντίδα τούτου ποιείσθαι του μέρους».
Η επιθυμία του για «ησυχία» δεν ήταν θέλημα Θεού. Ο «

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.