Γρηγόριος ο Θεολόγος – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 328 μ. Χ. στην Αριανζό, μικρή κωμόπολη κοντά στην Ναζιανζό, περιοχή της Καππαδοκίας. Πατέρας του ο επίσκοπος Γρηγόριος και μητέρα του η ευγενική Νόννα. Είχε νεώτερα αδέλφια την Γοργονία και τον Καισάριον. Τη βασική εκπαίδευση έλαβε στην Αριανζό, ύστερα στην Ναζιανζό και στην Καισάρεια, όπου γνώρισε και το Βασίλειο με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Αναζητώντας περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες μορφώσεως μετέβη και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, έπειτα στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου υποδέχθηκε και το Βασίλειο, υπήρξε συσπουδαστής του και παρέμεινε και μετά την αναχώρηση του Βασιλείου.
Το 357 επιστρέφει από την Αθήνα και λίγο αργότερα ασκητεύει στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο. Αισθανόταν ιδιαίτερη κλήση προς την μοναχική ζωή, την έρημο και την απομόνωση, αλλά ταυτόχρονα αισθανόταν ακατανίκητη έλξη για τη γνώση και την πνευματική ενασχόληση, για την οποία ήταν προικισμένος με έκτακτα πνευματικά χαρίσματα, ευφυΐα και ζωηρότατη φαντασία.
Το 362 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατέρα του επίσκοπο Γρηγόριο. Το 372 εξελέγη από το Μέγα Βασίλειο – τον οποίο αρνήθηκε να βοηθήσει στην προσπάθειά του να εκλεγεί αρχιεπίσκοπος – επίσκοπος στη μικρή πόλη των Σασίμων, στην οποία δεν ανέλαβε ποτέ καθήκοντα, αρχικά διότι εμποδίστηκε από τον επίσκοπ Τυάνων, Άνθιμο, αργότερα μη θέλοντας ο ίδιος. Στα 374 μ. Χ., όταν είχαν αποθάνει όλοι οι οικείοι του (γονείς και αδέλφια), αποσύρθηκε στη Σελεύκεια της Ισαυρίας και ασκήτευε, ενώ παράλληλα συνέγραφε. Το 379 μ. Χ. μετά το θάνατο του Βασιλείου, προσκλήθηκε από τους ολίγους εναπομείναντες ορθόδοξους της Κων/πόλεως, για να τους ενισχύσει στην ορθόδοξη πίστη τους.
Μετά το 379 μ. Χ. σε εντυπωσιάζει η δράση του Γρηγορίου με τη μετάβασή του στην Κων/πολη. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην οικία του Νικοβούλου, που ήταν συγγενής του, όπου και άρχισε τα κηρύγματα για στήριξη των ορθοδόξων. Οι βιογράφοι του σε πληροφορούν ότι η εξωτερική του εμφάνιση ήταν αποτρεπτική, εξαιτίας σώματος κεκυφότος, φαλακράς κεφαλής, προσώπου «πελιδνού» από τη νηστεία και τις άλλες μοναχικές ασκήσεις, προφοράς καππαδοκικής και φτωχικής περιβολής. Όμως οι ίδιοι σου προσθέτουν ότι μόλις άρχιζε να κηρύττει, προκαλούσε κατάπληξη με την ευγλωττία και την δύναμη του λόγου του, οι ακροατές του προσείλκυαν συνεχώς και άλλους, τόσους ώστε η οικία του Νικοβούλου μεταβλήθηκε σε ναόν της Αναστασίας, αναστάσεως της πίστεως. Ανέλαβε και έφερε σε πέρας την αποκατάσταση της ορθοδόξου πίστεως με μεγάλη φρόνηση. Οι πέντε λόγοι του, κατεξοχήν θεολογικοί, του προσέδωσαν το επώνυμον του Θεολόγου. Το ακροατήριό του, που κάθε μέρα πύκνωνε, ενθουσιαζόταν τόσον, ώστε διέκοπτε τον ρήτορα με χειροκροτήματα. Προσείλκυε τον λαόν και με την αγία του ζωή και γι’ αυτό η πλειονότητα του λαού ξαναγύριζε στην ορθοδοξία.
Από την άλλη πλευρά του λόφου, οι αιρετικοί Αρειανοί επειδή θορυβήθηκαν απ’ αυτήν τη μεταστροφή αρχικά εχλεύαζαν την εξωτερική του εμφάνιση και την προφορά του, ύστερα διέσπειραν συκοφαντίες στο λαό, ότι διδάσκει πολυθεΐα και δημιουργεί εξεγέρσεις στα λαϊκά στρώματα. Μάλιστα ωργάνωσαν και συνωμοσία εναντίον του τη νύκτα του Πάσχα του 379, ενώ ετοιμαζόταν να βαπτίσει τους κατηχουμένους, και επιτέθηκαν εναντίον του με πέτρες, αφού κρύφτηκαν από πριν στο ναό. Ο Γρηγόριος ατάραχος και ηρωϊκός δέχτηκε την επίθεση, προσευχόμενος για όλους και για τους διώκτες, γράφοντας σχετικά αργότερα:
«Λίθους παρήσω, την εμήν πανδαισίαν,
ων εν τι μέμφοιμ’ ου γαρ ήσαν εύστοχοι» δηλαδή ας αφήσω τώρα το λόγο, σχετικά με το πετροβόλημα που για μένα ήταν ευχαρίστηση σαν σε λαμπρό γεύμα – γι’ αυτό το πετροβόλημα ένα θα κατηγορούσα, επειδή δεν είχαν ευστοχία!
Όμως το 380 μ. Χ. συναντάς την άνοδο του Θεοδοσίου του Μεγάλου στο θρόνο του Βυζαντίου, που σημαίνει πως έπαυσε η κοσμική υπεροχή των Αρειανών και άρχισε η επικράτηση της ορθοδοξίας. Ο Θεοδόσιος απεμάκρυνε τον Αρειανό πατριάρχη της Κων/πόλεως και αναγόρευσε το Γρηγόριο Πατριάρχη Κων/πόλεως στο ναό των Αγίων Αποστόλων, το 380 μ. Χ. Η Β’ Οικουμενική σύνοδος τον Μάϊο του 381 μ. Χ. αναγνώρισε το Γρηγόριο ως πατριάρχη Κων/πόλεως, αλλά λίγο αργότερα άρχισαν κάποιες αντιδράσεις επισκόπων της Αιγύπτου και Μακεδονίας κυρίως. Ο Γρηγόριος εξάλλου δεν ήθελε να επιμείνει προκαλών αντιδράσεις και παραιτήθηκε λέγοντας στους άλλους επισκόπους˙ «ουκ ειμί σεμνότερος Ιωνά του προφήτου˙ βάλετέ με εις την θάλασσαν και παύσεται αφ’ υμών ο κλύδων των ταραχών» (Πατρολογία PG) τόμ. 35, 300, και 37, 1158). Δεν ήταν ο Γρηγόριος από τους ανθρώπους που θα έδιδαν μάχην ή θα έκαναν πολιτικό- διπλωματικούς ελιγμούς για να διατηρήσει τον πατριαρχικό θρόνο και γι’ αυτό αποχαιρέτησε το λαό της Κων/πόλεως και τον Ιούνιο του 381 αποσύρθηκε στη Ναζιανζό, όπου παρέμεινε συγγράφων και κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου στα 389 ή στα 390 μ. Χ.
Εκείνο που πραγματικά σε καταπλήσσει είναι το μεγάλο συγγραφικό του έργο, από το οποίο βρίσκονται σήμερα σαράντα πέντε λόγοι διακόσιες σαράντα πέντε (245) επιστολές, και 18.000 δεκαοχτώ χιλιάδες στίχοι. Κατά την έκφραση της Ζ’ Οικουμενικής συνόδου κατέστη «της Θεολογίας επώνυμος» και επονομάσθηκε αυτός μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, Θεολόγος. Οι φιλόσοφοι εντρυφούν ιδιαίτερα στους στίχους, που παρέχουν δογματικό, ηθικό και ιστορικό περιεχόμενο, άλλοτε ως στίχοι επών, άλλοτε ως επιγράμματα, όπου κατά την παρατήρηση του Κων. Παπαρρηγοπούλου: «Αληθής ωσαύτως και μεγάλη ποίησις… τότε τωόντι παρήχθη αφ’ εαυτής η ποίησις ην επιζητεί ο των νεωτέρων κόρος, ποίησις μελέτης και σκέψεως, ήτις παρεισδύουσα εις την καρδίαν του ανθρώπου περιγράφει τους μυχαιτάτους αυτού στοχασμούς και τους μάλλον αορίστους πόθους». Γι’ αυτό και αποφαίνεται: «Τον Γρηγόριον προσηγόρευσαν κατ’ εξοχήν θεολόγον˙ άλλ’ έπρεπε μάλλον να επονομάσωσι ποιητήν του χριστιανισμού». Κων. Παπαρρηγοπούλου, ιστορία του Ελλην. Έθνους, έκδ. Γαλαξίας, τόμ. Η’, σελ. 262 – 263.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.