Επιστολή Προς τον αδελφό που ζήτησε να του σταλούν όσοι λόγοι του αββά Δωροθέου υπάρχουν.

Στον αδελφό που ζήτησε να του αποσταλούν όσοι λόγοι βρέθηκαν του οσίου Πατέρα μας Αββά Δωροθέου.1

Αδελφέ περιπόθητε,

Σε επαινώ για την καλή σου προαίρεση και σε μακαρίζω για την ευλογημένη και φιλόκαλη, πραγματικά, ψυχή σου, που φροντίζει με ζήλο για κάθε ωραίο και ευγενικό. Γιατί το να ερευνά κανείς τόσο ακούραστα και το να επαινεί ειλικρινά τα συγγράμματα του πνευματικού πατέρα μας Δωροθέου – που είναι αληθινά μακάριος και πραγματικά καταξιωμένος από τον Θεό και που το όνομά του σημαίνει δωρεά του Θεού (Δωρό – θεος) – είναι το ίδιο με το να επαινεί την αρετή και να αγαπά τον Θεό και να μεριμνά για την αληθινή ζωή. Γιατί, σύμφωνα με τον Μέγα Γρηγόριο, ο έπαινος οδηγεί στο ζήλο, ο ζήλος στην αρετή και η αρετή στη μακαριότητα.2 Πρέπει λοιπόν να χαίρεται κανείς και να πανηγυρίζει πραγματικά μαζί σου για την τόση προκοπή σου, γιατί φαίνεσαι ότι ακολουθείς τα ίχνη εκείνου που υπήρξε μιμητής «του πράου και ταπεινού στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Αυτός, όταν κατανόησε την πνευματική αποταγή του Πέτρου και των συντρόφων του, τόσο απογυμνώθηκε από την αγάπη των ορατών πραγμάτων, τόσο πολύ παρέδωσε τον εαυτό του στους
πνευματικούς Πατέρες του, ώστε με παρρησία να λέει προς τον Σωτήρα, όπως πολύ καλά γνωρίζω: «Δες, τα αφήσαμε όλα και Σε ακολουθήσαμε» (Ματθ. 19, 27). Αυτός λοιπόν έχοντας φθάσει, με τη Χάρη του Θεού, στην τελειότητα, αναπλήρωσε σε μικρό χρονικό διάστημα μακροχρόνιους αγώνες, χωρίς να ζει σε έρημους τόπους και βουνά και χωρίς να θεωρεί σπουδαίο πράγμα το να υποτάσσει τα σαρκοβόρα θηρία. Αλλά ζούσε την «έσω έρημο»3 και ποθούσε να συχνάζει στα αιώνια βουνά, που έχουν τη δύναμη να φωτίζουν με τρόπο θαυμαστό (Ψαλ. 75, 5), και να «καταπατεί τα κεφάλια των φιδιών και των σκορπιών, που θανατώνουν την ψυχή» (Λουκ. 10, 19). Όλα αυτά αξιώθηκε να τα πετύχει σύντομα ,με τη βοήθεια του Χριστού, με τη γενναία απάρνηση του θελήματός του, που τον οδήγησε στον αλάθητο δρόμο των Πατέρων, τον βοήθησε να νιώσει «ελαφρό» το μακάριο φορτίο και του φανέρωσε ότι πραγματικά «ο σωτήριος ζυγός του Χριστού, όχι μόνο δεν κουράζει αυτούς που τον σηκώνουν, αλλά τους γεμίζει αρετές και χαρίσματα» (Ματθ. 11, 30).

Έτσι έμαθε το δρόμο που οδηγεί ψηλά, δηλαδή την ταπείνωση, και παρέλαβε έμπρακτα τη διδασκαλία των αγίων γερόντων˙ «γίνου ελεήμων και πράος». Γι’ αυτό και στολίστηκε μ’ όλες τις αρετές. Και πάντοτε είχε ο μακάριος στο στόμα του εκείνου που δίδασκαν οι γέροντες: «Εκείνος που έφθασε στο σημείο να κόψει το θέλημά του, έφθασε στον τόπο της αναπαύσεως».4 Όταν λοιπόν κατάλαβε, όπως με παρρησία είχε ζητήσει από τον Θεό, ότι η ρίζα όλων των παθών είναι η φιλαυτία και ότι αυτή έχει βασικό συστατικό το γλυκόπικρο θέλημά μας,5 χρησιμοποίησε αυτό το δραστήριο φάρμακο και ξέρανε μαζί με τη ρίζα και τα πονηρά βλαστάρια. Έτσι έγινε ειλικρινής «γεωργός αθανάτων φυτών»6 και καρποφόρησε την αληθινή ζωή, αφού απέκτησε το «θησαυρό που βρισκόταν κρυμμένος στον αγρό» (Ματθ. 13, 44), τον οποίο αναζήτησε με επιμέλεια και τον βρήκε, πλουτίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό του με αγαθά, που πραγματικά ποτέ δεν εξαντλούνται.

Θα ήθελα βέβαια να ήμουν ικανός στο λόγο και στο νου, ώστε να αξιωθώ να εκθέσω με λεπτομέρεια την αγία ζωή του, για να προξενήσω κοινή ωφέλεια και να δώσω ακριβέστατο πρότυπο αρετής. Θα ήθελα δηλαδή να παρουσιάσω πως ο μακάριος εκείνος βάσισε «τον στενό και ευρύχωρο και παράδοξο δρόμο» (Ματθ. 7, 13- 14). Και είναι στενός μεν επειδή αποφεύγει με κάθε τρόπο την περιπλάνηση και διάχυση του νου και τον προφυλάσσει από κάθε επικίνδυνη εκτροπή, είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Γιατί και ο φίλος του Θεού, ο πραγματικά Μέγας Βασίλειος, αυτό τον δρόμο δίνει για τη στενότητα της «τεθλημμένης» και «σωτηριώδους» οδού.7 Ευρύχωρος πάλι είναι, γιατί χαρακτηρίζεται από «απροσπάθεια»8 και αυτοπροαίρεση παράδοση του υποτακτικού σ’ αυτούς που τον οδηγούν στον Θεό και, πολύ περισσότερο, από ύψος ταπεινώσεως που σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μ. Αντωνίου, είναι η μόνη που μπορεί να ξεφύγει όλες τις παγίδες του διαβόλου.9 Γι’ αυτό και στο βίο του Δωρόθεου εύρισκε την εφαρμογή του το Ψαλμικό: «Είναι πολύ πλατιά η
εντολή Σου» (Ψαλμ. 118, 96).

Δεν θα επιχειρήσω όμως έναν τέτοιο έπαινο, γιατί υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Γνωρίζω, πραγματικά, ότι ο μακάριος Δωρόθεος, εκτός από εκείνα που ζούσε και έλεγε ακούραστα όταν δίδασκε, ανέφερε και αυτά ακόμα που δίδασκαν οι εξωχριστιανοί φιλόσοφοι. Αυτά σαν σοφή μέλισσα τα μάζευε – αν βέβαια εύρισκε ότι περιείχαν κάτι χρήσιμο – όπως το «Μηδέν άγαν» (τίποτε υπερβολικό», το «Γνώθι σεαυτόν» (μάθε τον εαυτό σου) και άλλα παρόμοια, τα οποία με παρακινεί να τα αναφέρω, αν όχι τόσο η καλή γνώμη μου γι’ αυτά, όσο η αδυναμία μου. Εκείνο λοιπόν που η σπουδαία και φιλόκαλη ψυχή σας μου ζήτησε, αυτό και πήρα το θάρρος να το τολμήσω, επειδή αντιλήφθηκα το βάρος της παρακοής και φοβήθηκα την τιμωρία της νωθρότητας και της τεμπελιάς. Και μαζί μ’ αυτήν την επιστολή έστειλα σε σας, τους φρόνιμους – με τη χάρη του Θεού – τραπεζίτες, το τάλαντο που βρίσκεται μέσα μου ανεκμετάλλευτο. Δηλαδή εννοώ όσες διδασκαλίες του μακάριου Δωροθέου, ανευρέθηκαν, τις οποίες ο ίδιος αξιώθηκε να παραλάβει από τους πνευματικούς του Πατέρες
και να παραδώσει στους μαθητές του, αφού, κατά την υπόδειξη του Πρώτου αληθινού καθηγητή και Σωτήρα μας, πρώτα εφάρμοσε και μετά δίδαξε (Πράξ. 1,1). Αν και δεν μπορέσαμε βέβαια να βρούμε όλους τους αγίους λόγους του, αλλά πολύ λίγους – και αυτούς με την Πρόνοια του Θεού σποραδικά συγκεντρωμένους από κάποιους φιλομαθείς – όμως θα είναι αρκετό, για τη δική σου πνευματική επιδεξιότητα, να αξιοποιήσεις και αυτό το λίγο, σύμφωνα με το ρητό: «Δώσε στον σοφό αφορμή και θα γίνει σοφότερος» (Παροιμ. 9, 9).

Τέτοια προαίρεση είχε ο μακάριος για τη μοναχική ζωή, στην οποία τον οδηγούσε ο Θεός, και τέτοια ζωή έκανε εναρμονισμένη απόλυτα με το σκοπό που είχε. Γιατί στους μεν πνευματικούς του Πατέρες είχε επιδείξει τέλεια «αποταγή» των υλικών πραγμάτων, γνήσια «κατά Θεό υποταγή», απόλυτη και ειλικρινή «εξαγόρευση των λογισμών», ακρίβεια συνειδήσεως, και κυρίως «ενσυνείδητη και αδιάκριτη υπακοή», που στηρίζεται στην πίστη και «τελειώνεται» με την αγάπη. Στις σχέσεις του επίσης με τους αδελφούς της μονής ήταν σεβαστός και προσιτός, χωρίς υπερηφάνεια και «παρρησία»˙ και πάνω απ’ όλα, χωρίς υποψίες, περιέργειες και φιλονικίες, που η απουσία τους κάνει να ριζώνει στην ψυχή η ακατακρισία και να γεννιέται η ομοφροσύνη, η οποία είναι πιο γλυκιά και από το μέλι. Και στα έργα του πάλι ήταν δραστήριος, συνετός και συνταίριαζε την επιείκια με την αταραξία, που είναι γνώρισμα του ώριμου χαρακτήρα. Στην απασχόλησή του με τα υλικά πράγματα ήταν επιμελής, προσεκτικός και αγαπούσε το ωραίο και το λιτό, συνδυάζοντας όλα αυτά με
τη διάκριση που του χάριζε ο Θεός. Πάνω και πρώτα απ’ όλα όμως ήταν ταπεινός, ευχάριστος, μακρόθυμος, σταθερός στο αγαθό, νηφάλιος και στοχαστικός.

Αλλά προς τι να επιχειρήσω να αναφέρω το καθετί με λεπτομέρεια; Αυτό θα ισοδυναμούσε με το να θέλω να μετρήσω τις σταγόνες της βροχής και τα κύματα της θαλάσσης. Θα έπρεπε να θέσω ως όρο στα λόγια μου να μην τολμώ να επιχειρώ αυτά που ανήκουν σε άλλους, αλλά να αφήσω καλύτερα σε σας τη γλυκιά έρευνα όλων αυτών. Και όσοι εντρυφάτε στα κείμενα του αββά, θα αντιληφθείτε εύκολα με ποιο τρόπο ζωής και με ποια μακάρια πολιτεία οδηγήθηκε από τη θεία Πρόνοια – που οικονομεί τα πάντα – προς τη θεία διδασκαλία και την πνευματική παρακολούθηση των ψυχών, ο συμπαθής εκείνος και φιλόστοργος πατέρας. Αυτός που είναι πραγματικά άξιος να φωτίζει και να διδάσκει ψυχές, εκείνος που είναι πλούσιος σε σύνεση και ακόμα πλουσιότερος σε συγκατάβαση, ο μεγάλος στη σοφία και πολύ μεγαλύτερος στην ευλάβεια, ο υψηλός στη θεωρία και υψηλότερος στην ταπείνωση, ο πλούσιος στην ένθεη ζωή και πλουσιότερος στο ταπεινό φρόνημα, ο γλυκύς στο λόγο και γλυκύτερος στην αναστροφή, ο επιστήμονας ιατρός για κάθε αρρώστια και θεραπεία, εκείνος
που προσάρμοσε την αγία και πολύπλευρη εκείνη «οικονομία» του Θεού στους πλούσιους και στους φτωχούς στους σοφούς και στους αγράμματους, στους άνδρες και τις γυναίκες, στους γέρους και στους νέους, στους θλιμμένους και στους χαρούμενους, στους ξένους και στους οικείους, στους ερημίτες και στους κοινοβιάτες, στους άρχοντες και στους αρχόμενους, στους δούλους και στους ελεύθερους. Αυτός που έγινε «τα πάντα για τους πάντες και έτσι κέρδισε τους περισσότερους απ’ αυτούς» (Α’ Κορινθ. 9, 22).

Αλλά είναι καιρός πια, αγαπητέ, να σου παραθέσω τη γλυκιά τράπεζα των λόγων του Αββά, που με το να είναι θεληματικά ακαλλώπιστοι στο ύφος τους, ωφελούν πάρα πολύ. Γιατί εκείνος, ο πραγματικά άγιος άνδρας, ενώ ήταν τόσο μεγάλος στην αρετή και τόσο δυνατός στο λόγο, όμως και σ’ αυτήν την περίπτωση, υπακούοντας στην εντολή (Ρωμ. 12, 16), συγκατέβηκε στα μέτρα των ταπεινών και γι’ αυτό προτίμησε σε όλα το ανεπιτήδευτο ύφος και τον άτεχνο λόγο. Και εσύ που κατάλαβες ότι αξίζει πραγματικά η απόλαυση της γνήσιας και μακάριας μελέτης των λόγων του Πατέρα, προσπάθησε να εντρυφάς απεριόριστα σ’ αυτά που έχω συγκεντρώσει. Και καθώς θα βαδίζεις στα ίχνη της αγίας πολιτείας του αγαπημένου σου αββά, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για τη δική μου νωθρότητα.

Στην αρχή όμως θα αναφέρω με συντομία και για τον μακάριο Δοσίθεο, αυτόν που υπήρξε πρώτος μαθητής του αββά Δωροθέου, όταν ήταν ακόμα στη μονή του αγίου Σερίδου και αγωνιζόταν στον αγώνα της υποταγής, σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού.

Επιστολή.

Προς τον αιτήσαντα αδελφόν πεμφθήναι αυτώ τους ευρεθέντας λόγους του οσίου πατρός ημών αββά Δωροθέου.

Επαινώ σου την προαίρεσιν, μακαρίζω της περί το αγαθόν σπουδής την ευλογημένην σου και φιλόκαλον ως αληθώς ψυχήν, αδελφέ ποθεινότατε. Το γαρ ούτω φιλοπόνως ερευνάν και γνησίως επαινείν τα κατά τον όντως μακάριον και αξιόθεον ημών πατέρα, τον της δωρεάς του Θεού φερώνυμον, αρετήν εστίν επαινείν και Θεόν αγαπάν και μεριμνάν περί της όντως ζωής. Ζήλου γαρ, κατά τον μέγαν Γρηγόριον, ο έπαινος πρόξενος ζήλος δε, αρετής˙ αρετή δε, μακαριότητος. Χαίρειν ουν έστι και συγχαίρειν ως αληθώς επί τη τοιαύτη σου προκοπή˙ εκείνον γαρ έοικας ιχνηλατείν τον του πράου μιμητήν και ταπεινού τη καρδία˙ ος την νοητήν Πέτρου και των κατ’ αυτόν αποταγήν θεωρήσας, ούτως εαυτόν τοις των ορωμένων εξέδυσε προσπαθείας, ούτω τοις εαυτού κατά Θεόν εαυτόν εξέδωκε πατράσιν, ως μετά παρρησίας, ευ οίδα, και αυτόν προς τον Σωτήρα λέγειν ότι˙ Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι. Όθεν εν ολίγω συν Θεώ τελειωθείς επλήρωσεν χρόνους μακρούς, ουκ αισθηταίς μεν ερημίαις και όρεσιν ενδιαιτώμενος, ουδέ το άρχειν σωματοβόρων θηρίων εν
μεγάλω τιθέμενος, της δε ψυχής την ερημίαν ασπαζόμενος και όρεσιν εγγίζειν επιποθών αιωνίοις φωτίζειν θαυμαστώς επισταμένοις, και ψυχοκτόνων μάλλον κεφαλάς πατείν όφεων και σκορπίων. Ων και συντόμως τη του Χριστού συνεργεία τυχείν ηξιώθη δια της του ιδίου θελήματος αθλητικής αναιρέσεως, ήτις αυτώ την απλανή των Πατέρων οδόν προεξένησεν, ήτις ελαφρόν αυτώ το μακάριον απέδειξε φορτίον, και τον σωτήριον Χριστού ζυγόν χρηστόν ως αληθώς εφανέρωσεν.

Εξ ης αρίστην έμαθεν ύψους οδόν, την ταπείνωσιν, και το Ελεήμων γίνου και πράος, έργω κατά τον λόγον των αγίων γερόντων παραλαβών, πάσαις δια τούτο ενεκοσμήθη ταις αρεταίς˙ όθεν επί στόματος εκείνο αεί το γεροντικόν έφερεν ο μακάριος˙ Ο φθάσας, λέγων, εις το κόψαι το ίδιον θέλημα, έφθασεν εις τον τόπον της αναπαύσεως. Επειδή γαρ εύρε, καθώς και αξίως εζήτησεν, πάντων μεν ρίζαν ούσαν των παθών την φιλαυτίαν, ταύτην δε τω γλυκυπίκρω ημών συνεισταμένην θελήματι, τω δραστηρίω τούτω φαρμάκω χρησάμενος, συναπομαραίνει τη ρίζη και τα πονηρά βλαστήματα, και γίνεται αθανάτων φυτών ειλικρινής γεωργός και καρποφορεί την όντως ζωήν, τον εγκεκρυμμένον τω αγρώ θησαυρόν καλώς υπ’ αυτού ζητηθέντα και ευρεθέντα κτησάμενος και πλουτήσας όντως τα μη κενούμενα.

Εβουλόμην μεν ουν ικανός είναι και γλώσση και διανοία, ως αξιωθήναι και τον άγιον αυτού κατά μέρος εκθέσθαι βίον, εις κοινόν όφελος και τύπον αρετής ακριβέστατο, όπως τε την στενήν και ευρύχωρον οδόν και παράδοξον ο μακάριος εκείνος ενέδραμε˙ το μεν, δια το απλανές και αδιάχυτον και της κρημνώδους εφ’ εκάτερα παρεκβάσεως φυλακτικόν˙ ούτω γαρ ο του Θεού φίλος και μέγας όντως Βασίλειος το στενόν της τεθλιμμένης οδού και σωτηριώδους ορίζεται˙ το δε, δια το απροσπαθές και το προς τους άγοντας αυτόν επί τον Θεόν ελευθέριον και μάλιστα το της ταπεινώσεως υψηλόν, το μόνον, κατά τον μέγαν Αντώνιον, πασών των του διαβόλου παγίδων ανώτερον. Διο και επ’ αυτώ ως αληθώς επληρούτο το Πλατεία η εντολή σου σδόδρα.

Αλλά τούτο μεν ως αδυνάτως έχων υπερβήσομαι. Οίδα γαρ προς άπασι τοις του μακαρίου καλοίς, και ταύτα δη τω των έξωθεν λεγομένων φιλοσόφων, άπερ κατά την σοφήν όντως μέλισσαν ανθολογών φέροντά τι χρήσιμον εύρισκες, αόκνως αυτόν εις διδασκαλίαν εν καιρώ προβαλλόμενον, οίον το Μηδέν άγαν, το Γνώθι σεαυτόν, και τα τοιαύτα, προς άπερ, ει και μη προαίρεσις ευγνώμων, αλλά γε το της αδυναμίας αναγκαίον με, καθώς είρηται, συνελαύνει. Ο δε μοι ησπουδαία και φιλόκαλος υμών εκέλευσε ψυχή, τούτο δη θαρρών και πεποίηκα, το τε βαρύ της παρακοής υφορώμενος και το της οκνηρίας δεδοικώς επιτίμιον˙ και δη τοις παρούσι συναπέστειλα γράμμασιν υμίν τοις φρονίμοις συν Θεώ τραπεζίταις το κείμενον παρ’ εμοί αργόν τάλαντον, τας ευρεθείσας λέγω του μακαρίου διδασκαλίας, ας τε αυτός εκ των εαυτού παραλαβείν ηξιώθη Πατέρων και ας τοις ιδίοις μαθηταίς παρέδωκε, κατά τον πρώτον ημών και αληθινόν καθηγητήν και Σωτήρα ποιών τε και διδάσκων. Ει δε μη και πάντας αυτού τους αγίους ευρείν δεδυνήμεθα λόγους, πάνυ δε ολίγους, και τούτους
σποράδην υπό σπουδαίων τινών προνοία Θεού συνειλεγμένους, άλλ’ ουν ικανόν έσται σου τη δεξιότητι και το βραχύ παραστήσαι, κατά το Δίδου σοφώ αφορμήν, και σοφώτερος έσται.

Οίος μεν ην ο μακάριος την πρόθεσιν επί τον μοναδικόν υπό του Θεού βίον οδηγούμενος, οίον δε αρμόδιον τω σκοπώ και τον βίον ανέλαβε˙ προς μεν γαρ τους Πατέρας τους εαυτού, την άκραν της ύλης αποταγήν, την γνησίαν κατά Θεόν υποταγήν, το καθαρόν της εξαγορεύσεως, το ακριβές της συνειδήσεως, και μάλιστα το εν γνώσει της υπακοής αδιάκριτον, πίστει βεβαιούμενον και αγάπη τελειούμενον˙ προς δε τους συνασκουμένους αδελφούς, το αιδέσιμον ομού και ευπρόσιτον, το τε άτυφον και απαρρησίαστον, και προηγουμένως το ανυπονόητον και απερίεργον και αφιλόνεικον, τας της ευλαβούς ακατακρισίας ρίζας και της υπέρ μέλι γλυκείας ομοφροσύνης μητέρας˙ και περί μεν τα έργα, το σπουδαίον, το νουνεχές, το μετά επιεικίας ατάραχον, της του ήθους πήξεως το γνώρισμα˙ περί δε τας ύλας, το επιμελές, το σεμνόν, το φιλόκαλον άμα και απέρπερον, αλλήλοις τη θεία διακρίσει συντρέχοντα˙ προ πάντων και επί πάσι, το ταπεινόν, το εύχαρι, το μακρόθυμον, το ευσταθές, το νηφάλεον, το μελετητικόν.

Αλλά τι δει με τα καθ’ έκαστον επιχειρούντα λέγειν; Όμοιόν τι πάσχειν του σταγόνας υετού και κύματα θαλάσσης αριθμείν. Δέον και του λόγου προεθέμην όρον, μη κατατολμάν αλλοτρίων, υμίν δε μάλλον της γλυκείας τούτων ερεύνης παραχωρείν, και όσοι τρυφάτε τα τοιαύτα, και καταμανθάνειν εξ οίας αγωγής και μακαρίας πολιτείας επί την θείαν διδασκαλίαν και ψυχών επιμέλειαν υπό της πάντα καλώς οικονομούσης άγεται προνοίας ο συμπαθής εκείνος και φιλόστοργος πατήρ, ο του διδάσκειν όντως και φωτίζειν ψυχάς άξιος, ο πολύς εν συνέσει και πλείων εν συγκαταβάσει, ο μέγας εν σοφία και μείζων εν ευλαβεία, ο υψηλός εν θεωρία και υψηλότερος εν ταπεινώσει, ο πλούσιος εν Θεώ και πτωχός εν πνεύματι, ο ηδύς τω λόγω και ηδύτερος τη απαντήσει, ο επιστήμων ιατρός ην βούλει νόσον και ιατρείαν, ο πλουσίοις, πένησι, σοφοίς, αμαθέσι, γυναιξίν, ανδράσι, γέρουσι, νέοις, θλιβομένοις, ευθυμούσι, ξένοις, ιδίοις, μιγάσι, μοναδικοίς, άρχουσιν, αρχομένοις, δούλοις, ελευθέροις, την αγίαν εκείνην και μυριόμορφον αντιταλαντεύσας οικονομίαν,
πάσιν αεί τα πάντα γινόμενος και κερδάνας τους πλείονας.

Άλλ’ ήδη καιρός, αγαπητέ, την γλυκείαν των πατριών λόγων παραθήνασί σοι τράπεζαν, ης ουδέ το της λέξεως ακαλλώπιστον ολίγον εις ωφέλειαν˙ τοιούτος γαρ ως και τον λόγον υψηλός, εκείνος ο θείος όντως ανήρ και εν τούτω δια την εντολήν όμως τοις ταπεινοίς συναπάγεται, το πεζόν της λέξεως και το της φωνής ακατάσκευον πανταχού προτιμήσας. Συ δε της γνησίας και μακαρίας σπουδής την απόλαυσιν ευρών αξίαν, ενδαψιλεύου τοις εμοίς εφοδίοις, την αγίαν επιβατεύων του καλώς ποθουμένου σοι πολιτείαν και της εμής νωθρότητος υπερευχόμενος.

Πρότερον δε εν συντόμω ερώ και τα κατά τον μακάριον Δοσίθεον, τον γενόμενον πρώτον μαθητήν του μακαρίου αββά Δωροθέου, έτι όντος αυτού εν τοις του αββά Σερίδου και τον αγώνα της κατά Χριστόν υποταγής εξανύοντος.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβλ. υπ’ αριθ. 1 σημείωση στο «Προεισαγωγικό σημείωμα».

2. «Πρώτη των ευεργεσιών, το επαινείσθαι τα καλά. Ζήλου γαρ ο έπαινος πρόξενος˙ ζήλος δε, αρετής˙ αρετή δε, μακαριότητος˙ η δε, το άκρον των εφετών, και προς ο τείνει πάσα σπουδαίου κίνησις» (Γρηγορίου Θεολόγου, λόγος ΚΕ’, Εις Ήρωνα τον φιλόσοφον, P.G. 35, 1200A).

3. Η λέξη «έρημος», με την αρχική της έννοια, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το γεωγραφικό χώρο, όπου απουσιάζουν τα φυσικά στοιχεία που συγκροτούν και συντηρούν τη ζωή.

Μεταφορικά, επί της ψυχής, δηλώνει την απογύμνωση του «έσω» ανθρώπου από τους δεσμούς που τον δένουν με πρόσωπα, υλικά πράγματα, τον ίδιο τον εαυτό του και τα πάθη του.

Η αναχώρηση και η εγκαταβίωση στην έρημο, τόσο στην εποχή της Παλαιάς όσο και της καινής Διαθήκης, είχε καθαρά Θεοκεντρικό κίνητρο και προσέλαβε ειδικό χαρακτήρα. Οι «εν ερημίαις διατρίβοντες» αντιπροσώπευαν πάντοτε, όχι τον ταξικό διαχωρισμό των ανθρώπων, έστω και αν αυτός ήταν θρησκευτικής χροιάς, ούτε τον αντικοινωνικό αρνητισμό μερικών «καλών χριστιανών», αλλά εξέφραζαν τη διαμαρτυρία της ψυχής για τη δουλεία της στο «κράτος του διαβόλου» και στα πάθη της (Μ. Βασιλείου, επιστολή Β’, σελ. 32, 224C). Η Ερημία της «ενδοχώρας», όπως τη βίωσε η ορθόδοξη ασκητική παράδοση, δεν είναι αδράνεια και απραξία, αλλά χώρος δοκιμασίας και υπαρξιακής βιώσεως της πίστεως, «πράξη ησυχαστική και ησυχία με δράση» (Γρηγορίου Θεολόγου σελ. 35, 1101D), πρόκληση για αναμέτρηση με τον διάβολο και προϋπόθεση για την ενοίκηση του αγίου Πνεύματος (Αββά Ησυχίου, σελ. 93, 1508Α).

4. «Γενού εξουδενωμένος και το θέλημά σου οπίσω βάλε, και γενού αμέριμνος και έξεις ανάπαυσιν» (Αββά Σισώη, σελ. 65, 405,
μγ’.)

Με τη λέξη «ανάπαυση», στην απλή καθημερινή γλώσσα, εννοούμε το σταμάτημα, τη διακοπή του πόνου, του κόπου ή και αυτής της επίγειας ζωής. Μεταφορικά, στην πνευματική και ασκητική ζωή και γλώσσα, η λέξη φανερώνει τη διακοπή, το σταμάτημα της εμπάθειας, της ζωής της αμαρτίας και την είσοδο του ανθρώπου στην ειρηνική κατάσταση των τέκνων του Θεού. Σημαίνει μέθεξη στη ζωή του Χριστού. Η ανάπαυση είναι αποτέλεσμα ανάλογο προς την απάθεια, είναι απονέκρωση του «παλαιού ανθρώπου».

5. Η λέξη «θέλημα» χρησιμοποιείται άλλοτε μεν για να εκφράσει τη βουλητική δύναμη της ψυχής και άλλοτε αναφέρεται στο αντικείμενο, στο οποίο έχει συγκεντρωθεί η βούληση (πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού σελ. 95,
153C) Η Ελεύθερη βούληση είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του «κατ’ εικόνα», που, με την υποχώρηση του Πρωτοπλάστου στον πειρασμό της ισοθεΐας, υποδουλώθηκε στον διάβολο. Η απόλυτη όμως ταύτιση του θελήματος του Θεανθρώπου – «δι’ ου την προσαγωγήν εσκήκαμεν» (Ρωμ. 5, 2) – με το θέλημα του Πατρός, αποκατέστησε την «πεπτωκυΐα» βούληση στο «κατά φύσιν». Έκτοτε η ταύτιση της ανθρώπινης βουλήσεως με το θέλημα του Θεού «εν Χριστώ», απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά του διαβόλου και της διεστραμμένης ελευθερίας του.

Η πατερική πείρα χαρακτήρισε το θέλημα του μεταπτωτικού ανθρώπου ως «μεμιασμένου και φευκτόν τω Θεώ» (Αββά Βαρσανουφίου), απ. υα’ Βλ. «Βαρσανουφίου και Ιωάννου κείμενα διακριτικά και ησυχαστικά» έκδ. «Ετοιμασία» ιεράς μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, τόμ. β’ σελ. 312) και τον αγώνα του για τον «εγκεντρισμόν εις την καλλιέλαιον Ρωμ. 11, 24 ως άρνηση της ψυχής (Γρηγορίου Νύσσης) μαρτύριο, σταυρό και θάνατο (Συμεών Ν. Θεολόγου Κατήχησις ΙΗ’, S. C. 266- 313).

Η προσπάθεια αυτή – που αποτελεί και το βασικό περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα – είναι οδυνηρή και «γλυκόπικρη» εμπειρία για την ψυχή, γιατί, όταν ικανοποιεί κανείς το θέλημά του, αρχικά απολαμβάνει την τέρψη της ηδονής, η οποία όμως είναι εφήμερη, παραπλανητική και καταλήγει γρήγορα σε απογοήτευση και πίκρα.

Γι’ αυτό και η εκκοπή του θελήματος αξιολογήθηκε από την πατερική εμπειρία περισσότερο απ’ ότι η νηστεία και η προσευχή, οι οποίες χωρίς την υπακοή αυξάνουν τον εγωκεντρισμό και ενισχύουν τη φιλαυτία.

Στο μυστήριο της νεκρώσεως του θελήματός μας μπορεί να μας διακονεί κάθε άνθρωπος. Ιδιαίτερα ο πνευματικός οδηγός (γέροντας), ο οποίος βρίσκεται «εις τόπον και τύπον Χριστού». Κάθε άλλη απόπειρα του «υπό αναγέννηση» ανθρώπου για απελευθέρωση από το «ίδιο θέλημα» που επιχειρείται έξω απ’ αυτή τη σχέση, δηλαδή, «δι’ ιδίων» δυνάμεων, αποτελεί ματαιοπονία και πλάνη, γιατί «πώς δύναται σατανάς», δηλαδή ο ίδιος ο εμπαθής άνθρωπος ευρισκόμενος υπό την κυριαρχία του σατανά, «εκβάλλειν σατανάν», το συγκεκριμένο πάθος; (Μάρκ. 3, 23).

6. Αθάνατα φυτά. Με τον όρο αυτό ο αββάς Δωρόθεος, ίσως χρησιμοποιώντας το σχετικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου, φανερώνει το σπουδαίο γεγονός, ότι καθένας που θα αναγεννηθεί «εν Χριστώ», αποκτά πάλι τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, και μάλιστα την πολυγνωσία, αυτογνωσία και θεογνωσία (πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, σελ. 36, 632. «… Τούτον έθετο μεν εν τω παραδείσω, όστις ποτέ ην ο παράδεισος ούτος, τω αυτεξουσίω τιμήσας, ην’ η του ελομένου το αγαθόν ουκ ήττον η του πρασκόντος τα σπέρματα, φυτών αθανάτων γεωργόν, θείων εννοιών ίσως, των τε απλουστέρων, και των τελειστέρων γυμνόν τη απλότητι, και ζωή τη ατέχνω και δίχα παντός επικαλύμματος και προβλήματος».

7. «… Το στενόν και τεθλημμένον ουκ άλλοι τι δηλοί, αλλά της σιενότητος την επίτασιν το τεθλιμμένον παρίστησιν˙ επί τοσούτον της οδού απεστενωμένης, ως θλίβεσθαι, τουτέστι στενοχωρείσθαι εκατέρωθεν τον οδεύοντα, παρεκβάσεως πάσης επικινδύνου ούσης, είτε δεξιά, είτε αριστερά, ως επί γεφύρας, πάντοθεν του υπορρέοντος ποταμού υποδεχομένου τον εκκλίνοντα. Διο φησίν ο Δαυίδ: «Εχόμενα τρίβον σκάνδαλα εθεντό μοι». Δει ουν τον δια της στενής και τεθλιμμένης εισελθείν εις την ζωήν προθέμενον, φυλάσσειν εαυτόν από πάσης παρεκβάσεως και παρεκτροπής των εντολών του Κυρίου, πληρούντα το γεγραμμένον: «Μη εκκλίνης εις δεξιά, μηδέ αριστερά…» (Μ. Βασιλείου 31, 1244BC.

8. «Προσπάθεια» στην ασκητική ασκητική ορολογία χαρακτηρίζεται κάθε εμπαθής συναισθηματική και βουλητική προσκόλληση σε πρόσωπα, πράγματα, ιδέες ή ενθυμήσεις (Μ. Βασιλείου 31, 921, 2 και 1152Α). Η προσπάθεια είναι κατάσταση δουλείας για την ψυχή – που υποδουλώνει ταυτόχρονα και ολόκληρη την κρίση Κλήμεντος Ρώμης, 8, 1196Β – και ευνοϊκός παράγοντας για την ταύτιση του ανθρώπου με το φθαρτό και εφήμερο. Χαρακτηρίζει κυρίως όσους δεν έχουν «δια της πίστεως» ανοιχθεί στη διάσταση «του μέλλοντος αιώνος» και όσους δεν βρήκαν στο πρόσωπο του Χριστού το «πλήρωμα των πάντων». Είναι αποτέλεσμα του εγωκεντρισμού και της φιλαυτίας και εκφράζεται με τρεις κυρίως βασικές μορφές: την αγάπη της ηδονής, τη φιλαργυρία και την κενοδοξία. Αποτελεί δε «μέγα εμπόδιον τοις προς αρετήν επειγομένοις» (Οσίου Νείλου, 79, 733Β).

Η καταλυτική για την ψυχή δύναμη της προσπάθειας γίνεται περισσότερο εμφανής, όταν επακολουθήσει έλλειψη ή στέρηση του αντικειμένου, προς το οποίο είναι προσκολλημένη η ψυχή.

«Α- προσπάθεια» είναι η ελευθερία την οποία βιώνει η ψυχή του «αγαπητικώς εφιεμένου προς το μόνον και όντως εφετόν», και η μετάθεση κάθε υλικού δεσμού προς την «άυλον σχέσιν». (Γρηγορίου Νύσσης, 44, 768). Η απροσπάθεια είναι πρόδρομος της απάθειας και γεννιέται από την εμπειρία της αγάπης του Θεού και από την ανάπαυση που χαρίζει η πίστη και η μετ’ Αυτού κοινωνία. Τα μονοπάτια που οδηγούν στην απροσπάθεια είναι η αγάπη προς τον Θεό, η ακτημοσύνη και η ταπείνωση.

Κλασικά παραδείγματα απροσπαθείας είναι ο πολύαθλος Ιώβ και το πλήθος των οσίων Πατέρων, οι οποίοι αγωνίστηκαν, μέχρι θανάτου, για να σπάσουν τα δεσμά της ύλης και της φθοράς.

9. «Είπεν ο αββάς Αντώνιος: Είδον πάσας τας παγίδας του εχθρού ηπλωμένας επί της γης και στενάξας είπον˙ τις άρα παρέρχεται ταύτας, και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι, η ταπεινοφροσύνη» (Αββά Αντωνίου 65, 77Β, ζ’).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.