Για τον αββά Δοσίθεο (μέρος πρώτον) – Αββά Δωροθέου.

Ο πραγματικά μακάριος αββάς Δωρόθεος, αφού, με τη βοήθεια του Θεού, ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο, αναχώρησε για το κοινόβιο του αββά Σερίδου. Εκεί βρήκε πολλούς μεγάλους ησυχαστές και ανάμεσά τους και δύο μεγάλους γέροντες, που είχαν διαπρέψει στην αρετή, τον αγιότατο Βαρσανούφιο και τον μαθητή του και συνασκητή του αββά Ιωάννη, που ονομάστηκε και προφήτης, επειδή είχε λάβει από τον Θεό διορατικό χάρισμα.1 Παρέδωσε τότε τον εαυτό του σ’ αυτούς με πολλή εμπιστοσύνη, που του εμπνεύσθηκε τόσο από τον Θεό, όσο και από τους ίδιους. Επικοινωνούσε δε, με τη μεσολάβηση του αββά Σερίδου, με τον μεγάλο γέροντα Βαρσανούφιο και αξιώθηκε να υπηρετήσει και τον αββά Ιωάννη. Αυτοί λοιπόν οι άγιοι αποφάσισαν από κοινού να κτίσει ο αββάς Δωρόθεος νοσοκομείο σ’ εκείνα τα μέρη και να το φροντίζει ο ίδιος, επειδή πολύ ταλαιπωρούνταν οι αδελφοί όταν αρρώσταιναν, γιατί δεν είχαν ποιος να τους περιποιηθεί. Έκτισε λοιπόν, με τη βοήθεια του Θεού, το νοσοκομείο, με τις δαπάνες του κατά σάρκα αδελφού του, που ήταν άνθρωπος πολύ
φιλόχριστος και φιλομόναχος.

Και ο ίδιος ο αββάς Δωρόθεος, όπως προείπα, μαζί με μερικούς άλλους ευλαβείς αδελφούς, περιποιόταν τους αρρώστους, ενώ συγχρόνως ο ίδιος είχε και την φροντίδα της διοικήσεως.

Μια μέρα ο Ηγούμενος, ο αββάς Σέριδος, έστειλε και προσκάλεσε τον αββά Δωρόθεο από το νοσοκομείο στο Μοναστήρι. Όταν έφθασε στη μονή ο αββάς, βρήκε κοντά στον ηγούμενο κάποιον νέο που φορούσε στρατιωτικά ρούχα και ήταν πολύ λεπτεπίλεπτος και όμορφος. Ο νέος αυτός είχε έρθει τότε στο μοναστήρι με κάποιους ανθρώπους του Δούκα, αγαπητούς στον αββά Σέριδο. Μόλις λοιπόν έφθασε ο αββάς Δωρόθεος, τον πήρε ιδιαίτερα ο ηγούμενος και του είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι έφεραν τούτο τον νέο και λένε ότι θέλει να μείνει εδώ, στο μοναστήρι. Φοβούμαι όμως μήπως ανήκει σε κανέναν απ’ αυτούς τους μεγάλους και ή έχει κλέψει τίποτα ή έχει κάνει κάτι και θέλει να ξεφύγει και βρεθούμε σε πειρασμό. Γιατί ούτε η εμφάνισή του ούτε η όψη του δείχνουν άνθρωπο που θέλει να γίνει μοναχός.

Ο νέος αυτός ανήκε στην ακολουθία κάποιου στρατηλάτη και ζούσε με πολλή άνεση και καλοπέραση – πάντοτε βέβαια οι ακόλουθοι τέτοιων στρατηγών ζουν μέσα σε ατμόσφαιρα τρυφηλής αμαρτωλότητας και ματαιοδοξίας – και ουδέποτε του διηγήθηκαν σχετικά με την αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ και του γεννήθηκε η επιθυμία να πάει να γνωρίσει τα μέρη εκείνα. Ζήτησε λοιπόν από τον στρατηλάτη να τον στείλει να επισκεφθεί τους αγίους τόπους. Ο στρατηλάτης, επειδή δεν ήθελε να τον λυπήσει, βρήκε έναν έμπιστο και καλό φίλο του, που πήγαινε σ’ εκείνα τα μέρη, και του είπε: «Κάνε μου τη χάρη και πάρε αυτό τον νέο μαζί σου, γιατί θέλει να γνωρίσει τους αγίους Τόπους». Εκείνος, επειδή τον ανέλαβε με την παράκληση του στρατηγού, τον περιέβαλε με κάθε είδους τιμή, του παρείχε κάθε είδους ανάπαυση και τον καλούσε να τρώει στο οικογενειακό του τραπέζι.

Όταν λοιπόν έφθασαν στην αγία Πόλη και προσκύνησαν τους αγίους Τόπους, πήγαν και στη Γεσθημανή. Εκεί υπήρχε ένας πίνακας που παρουσίαζε την κόλαση. Καθώς στεκόταν ο νέος και παρατηρούσε την παράσταση γεμάτος έκπληξη, βλέπει μια σεμνή γυναίκα με πορφυρένια ρούχα να στέκεται κοντά του, να του δείχνει χωριστά καθέναν από εκείνους που κολάζονταν, ενώ του έλεγε και μερικά άλλα ως δικές της νουθεσίες. Ο νέος καθώς την άκουγε έμεινε άναυδος και κατάπληκτος. Γιατί, όπως είπα, ουδέποτε είχε ακούσει λόγο Θεού ή κάτι για την κρίση. Της λέει λοιπόν: «Κυρία, τι πρέπει να κάνει κανείς για να αποφύγει αυτές τις τιμωρίες»; Αφού δε του έδωσε τις τρεις αυτές εντολές, δεν ξαναφάνηκε μπροστά του, αλλά έγινε άφαντη. Από τότε λοιπόν ο νέος ήταν γεμάτος κατάνυξη και τηρούσε τις τρεις εντολές που του έδωσε εκείνη η γυναίκα. Ο φίλος όμως του στρατηλάτη, βλέποντάς τον να νηστεύει και να μην τρώει κρέας, στενοχωριόταν για το πώς θα το δικαιολογήσει στον στρατηλάτη, επειδή ήξερε ότι ο στρατηλάτης τον αγαπούσε και τον φρόντιζε
πολύ.

Οι δε στρατιώτες που ήταν μαζί του, όταν είδαν τη συμπεριφορά του αυτή, του είπαν: «Παιδί μου, αυτά που κάνεις δεν είναι καμώματα ανθρώπου που θέλει να ζει στον κόσμο. Αν θέλεις να ζήσεις μ’ αυτό τον τρόπο, πήγαινε σε μοναστήρι να σώσεις την ψυχή σου». Αλλά εκείνος δεν ήξερε τίποτα για τον Θεό, ούτε για το τι είναι μοναστήρι. Μόνο τηρούσε ό,τι είχε ακούσει από εκείνη τη γυναίκα. Τους λέει λοιπόν: «Να με οδηγήσετε όπου νομίζετε, γιατί εγώ δεν ξέρω που να πάω». Και, όπως είπα, μερικοί απ’ αυτούς ήταν αγαπητοί στον αββά Σέριδο, γι’ αυτό ήρθαν στο μοναστήρι, φέροντας μαζί του και το παιδί.

Όταν λοιπόν έστειλε ο αββάς Σέριδος τον μακάριο Δωρόθεο να μιλήσει μαζί με τον νέο και να τον ψυχολογήσει, ο νέος δεν ήξερε να απαντήσει τίποτε άλλο, παρά μόνο έλεγε: «Θέλω να σωθώ». Επέστρεψε τότε ο μακάριος Δωρόθεος και είπε στον αββά: «Αν συμφωνείς να τον δεχθείς στο μοναστήρι, μη φοβηθείς καθόλου, γιατί δεν βλέπω να έχει τίποτα κακό». Και ο αββάς του απάντησε: «Έλα λοιπόν, κάνε αγάπη και πάρε τον μαζί σου, για να σωθεί, γιατί δεν θέλω να τον κρατήσω ανάμεσα στους αδελφούς».

Εκείνος όμως από ταπεινοφροσύνη δεν ήθελε να τον δεχθεί και έλεγε με σεμνότητα: «Οι δυνάμεις μου δεν μου επιτρέπουν να σηκώσω το βάρος κάποιου άλλου, αυτό είναι πάνω από τα μέτρα μου».2 Τότε του είπε ο αββάς Σέριδος: «Εγώ θα σηκώσω και το δικό σου και το δικό του βάρος, εσύ γιατί στενοχωριέσαι»; Τότε ο αββάς Δωρόθεος του είπε: «Αφού λοιπόν έτσι αποφάσισες, αν ευλογείς, ενημέρωσε τον γέροντα Βαρσανούφιο». Και εκείνος του είπε: «Να είναι ευλογημένο, θα του το πώ».

Πηγαίνει λοιπόν ο αββάς Σέριδος και το λέει στον μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο και αυτός έδωσε την εξής απάντηση για τον αββά Δωρόθεο: «Να δεχθείς αυτόν τον νέο, γιατί ο Θεός θα τον σώσει χρησιμοποιώντας εσένα». Τότε τον δέχθηκε με χαρά και τον είχε μαζί του στο νοσοκομείο. Τον νέο τον έλεγαν Δοσίθεο.

Όταν λοιπόν ήλθε η ώρα του φαγητού του λέγει ο αββάς Δωρόθεος: «Φάε, ώσπου να χορτάσεις, μόνο να μου πεις πόσο έφαγες». Κι εκείνος αφού έφαγε ήλθε και του είπε: «Έφαγα ενάμισι καρβέλι». Ζύγιζε δε το κάθε καρβέλι τέσσερις λίτρες. 3 Του λέει λοιπόν ο αββάς: «Αισθάνεσαι καλά τώρα, Δοσίθεε»; Του απαντάει: «Ναι, αισθάνομαι καλά, γέροντα». Του ξαναλέει: «Μήπως πεινάς»; Του απαντάει: «Όχι, γέροντα, δεν πεινάω». Τότε του λέει: «Ε, λοιπόν να τρως το ένα καρβέλι και ένα τέταρτο από το άλλο. Και κόψε το υπόλοιπο τέταρτο στα δύο, και φάε το μισό και άφησε το άλλο μισό». Έτσι και έκανε. Του λέει ο αββάς: «Πεινάς, Δοσίθεε»; Και απαντάει: «Ναι, γέροντα, πεινάω λίγο».

Μετά από λίγες μέρες πάλι του λέει ο αββάς Δωρόθεος: «Πώς αισθάνεσαι, Δοσίθεε; Συνεχίζεις να πεινάς»; Του απαντάει: «Όχι, γέροντα, με την ευχή σου, είμαι καλά». Του λέει: «Ε, τότε άφησε το άλλο μισό από το τέταρτο του καρβελιού» Έτσι και έκανε.

Πάλι μετά από λίγες μέρες τον ξαναρωτάει: «Πώς αισθάνεσαι τώρα, μήπως πεινάς»; Απαντάει: «Αισθάνομαι καλά, γέροντα». Του λέει: «Κόψε το άλλο τέταρτο στα δύο και φάε το μισό και άφησε το άλλο μισό». Και έκανε κατά τον ίδιο τρόπο. Και έτσι, με τη Χάρη του Θεού, λίγο – λίγο από έξι λίτρες κατέληξε να τρώει οκτώ ουγγιές,4 γιατί και το φαί είναι συνήθεια.

Περί του αββά Δοσιθέου. Μέρος πρώτον.

Ο μακάριος όντως αββάς Δωρόθεος τον μονήρη συν Θεώ βίον ασπασάμενος εις το του αββά Σερίδου κοινόβιον ανεχώρησε˙ ένθα μεγάλους τινάς και πολλούς εύρεν ασκητάς ησυχάζοντας, εν οις ήσαν διαπρέποντες δύο μεγάλοι γέροντες, ο τε αγιώτατος Βαρσανούφιος και ο αυτού μαθητής ήτοι συνασκητής ο αββάς Ιωάννης, ο επικληθείς Προφήτης δια το διορατικόν εαυτόν παραδεδωκώς, τω μεν μεγάλω Γέροντι δια του εν αγίοις αββά Σερίδου διελέγετο, τω δε αββά Ιωάννη τω προφήτη και υπηρετήσαι κατηξιώθη. Συνείδον ουν οι προειρημένοι άγιοι γέροντες ποιήσαι αυτόν εκείσε νοσοκομείον και φροντίζειν αυτού˙ πάνυ γαρ εκοπίων οι αδελφοί ότε ηρρώστουν, μη έχοντες τον επιμελούμενον αυτών. Εποίησεν ουν συνεργία Θεού το νοσοκομείον, του ιδίου αδελφού του κατά σάρκα χορηγούντος αυτώ τας δαπάνας˙ ην γαρ πάνυ φιλόχριστος και φιλομόναχος ο ανήρ. Και ην αυτός, ως είπον, ο αββάς Δωρόθεος, μετά και άλλων τινών αδελφών ευλαβών, θεραπεύων τους αρρώστους˙ αυτός δε είχε την φροντίδα της τοιαύτης διοικήσεως.

Εν μια ουν των ημερών μεταστέλλεται αυτόν ο ηγούμενος ο αββάς Σέριδος˙ και ελθών ευρίσκει παρ’ αυτώ τινά νεώτερον, στρατιωτικά φορούντα, τρυφερώτατον πάνυ και ευειδέστατον. Ούτος δε ην ελθών τότε εις το μοναστήριον μετά τινών αγαπητών του αββά, ανθρώπων του δουκός. Ως ουν ήλθεν ο αββάς Δωρόθεος, λαμβάνει αυτόν κατ’ ιδίαν αυτός ο αββάς και λέγει αυτώ˙ Ούτοι οι άνθρωποι ήνεγκαν τον νεώτερον τούτον, λέγοντες ότι θέλει μείναι ώδε εις το μοναστήριον, και φοβούμαι μήπως ούτός τινός εστίν τούτων των μεγάλων, και η έκλεψεν ή τίποτε εποίησεν και θέλει φυγείν και ευρεθώ΄μεν εις πειρασμόν. Ούτε γαρ το σχήμα αυτού ούτε η ιδέα αυτού εστίν τινός θέλοντος μονάσαι.

Ήν δε ούτος δηλίκιόν τινός στρατηλάτου, διάγων εν πολλή τρυφή˙ αεί γαρ εν πολλή βλακεία εισί τα δηλίκια των τοιούτων˙ ουδέποτε δε ην ακούσας λόγον Θεού. Τινές δε άνθρωποι του στρατηλάτου διηγήσαντο επί αυτού τα περί της αγίας Πόλεως, και επεθύμησεν ιδείν τα εκεί. Ήτησεν ουν τον στρατηλάτην πέμψαι αυτόν ιστορήσαι τους αγίους τόπους. Ο δε μη θέλων λυπήσαι αυτόν, εύρέν τινά φίλον αυτού γνήσιον απερχόμενον επί τα εκείσε, και λέγει αυτώ˙ Χάρισαί μοι και λαβέ τον νεώτερον τούτον μετά σου, ίνα ιστορήση τους αγίους τόπους. Ο δε, ως παρά στρατηλάτου δεξάμενος τον παίδα, είχεν αυτόν εν πάση τιμή και αναπαύσει, συνεσθίοντα αυτώ και τη γυναικί αυτού.

Ως ουν ήλθον εις την αγίαν Πόλιν και προσεκύνουν τους αγίους τόπους, ήλθον εις Γεθσημανή. Ήν δε εκεί ιστορία της κολάσεως. Ως ούν ίστατο προσέχων ο νεώτερος και εκπληττόμενος, ορά γυναίκα σεμνήν, φορούσαν πορφυρά ιμάτια, ισταμένην πλησίον αυτού και υποδεικνύουσαν αυτώ έκαστον των κρινομένων, και άλλα δε τινά ως αφ’ εαυτής ενουθέτει αυτόν. Ο δε παις ακούων παρ’ αυτής απηνεούτο και εθαύμαζεν˙ καθώς γαρ είπον, ουδέποτε ην ακούσας λόγον Θεού, ή ότι έστιν κρίσις. Λέγει ουν αυτή˙ Κυρία, τι ποιήσεις τις ίνα εξειλήση των κολάσεων τούτων; Η δε αποκριθείσα είπεν αυτώ˙ Νήστευε και μη τρώγε κρέα και εύχου συνεχώς, και εξειλείς των κολάσεων. Μετά δε το δούναι αυτώ τας τρεις εντολάς ταύτας, ουκ έτι εφάνη αυτώ, άλλ’ εγένετο αφανής. Έκτοτε ουν έμεινε ο παις κατανενυγμένος και φυλάσσων τας τρεις εντολάς ας έδωκεν αυτώ. Ο δε φίλος του στρατηλάτου βλέπων αυτόν νηστεύοντα και μη τρώγοντα κρέα, εθλίβετο δια τον στρατηλάτην˙ ήδει γαρ ότι είχεν αυτόν ως μέγα τίποτε. Οι δε μετ’ αυτού στρατιώται βλέποντες αυτόν εν τοιαύτη
διαγωγή λέγουσιν αυτώ˙ Τέκνον, ταύτα α ποιείς ουκ εισίν τινός θέλοντος είναι εις τον κόσμον˙ ει δε ούτως θέλεις, ύπαγε εις μοναστήριον και σώζεις την ψυχήν σου.

Ο δε ουδέ τίποτε κατά Θεόν ήδει, ουδέ τι εστίν μοναστήριον˙ μόνον δε εφύλαττεν α ήκουσεν παρ’ εκείνης. Λέγει ουν αυτοίς εκείνος˙ Όπου οίδατε, λάβετέ με˙ εγώ γαρ ουκ οίδα που ποτέ απελθείν. Τινές δε αυτών, ως είπον, ήσαν αγαπητοί του αββά Σερίδου, και ήλθον εις το μοναστήριον φέροντες τον παίδα μεθ’ εαυτών.

Ως ουν έπεμψεν ο αββάς τον μακάριον Δωρόθεον λαλήσαι αυτώ, περιηργάζετο αυτόν, και ουδέν άλλο ήδει ειπείν ει μη μόνον˙ Σωθήναι θέλω. Έρχεται ουν και λέγει τω αββά˙ εάν όλως συνοράς δέξασθαι αυτόν, μηδέν φοβηθής ουδέν γαρ φαύλον έχει. Και λέγει αυτώ ο αββάς˙ Ουκούν ποίησον αγάπην και λαβέ αυτόν παρά σοι ίνα σωθή˙ ου θέλω γαρ αυτόν είναι μεταξύ των αδελφών.

Ο δε από ευλαβείας έμεινε παραιτούμενος και λέγων ότι˙ Υπέρ την κατάστασίν μου εστίν το αναδέξασθαι βάρος τινός˙ και ουκ έστιν τούτο των μέτρων μου. Λέγει αυτώ ο αββάς˙ εγώ το βάρος σου και αυτού βαστάζω˙ συ δια τι θλίβη; Τότε λέγει αυτώ˙ ουκούν απότε τούτο πάντως έκρινας, εάν συνοράς ανάθου τω γέροντι. Και λέγει αυτώ˙ Καλώς, εγώ λέγω αυτώ.

Απέρχεται ουν και λέγει τω μεγάλω Γέροντι, και δηλοί αυτώ ο Γέρων ούτως. Δέξαι αυτόν, δια σου γαρ έχει ο Θεός σώσαι αυτόν. Τότε εδέξατο αυτόν μετά χαράς, και είχεν αυτόν μεθ’ εαυτού εν τω νοσοκομείω. Ελέγετο δε το όνομα αυτού Δοσίθεος.

Ότε δε ήλθεν ο καιρός του φαγείν, λέγει αυτώ˙ Φάγε ίνα χορτασθής, μόνον μάθε μοι πόσον τρώγεις. Και ήλθεν λέγων αυτώ. Έφαγον ένα ήμισυ άρτον. Είχεν δε ο άρτος τέσσαρας λίτρας. Και λέγει αυτώ˙ Καλώς έχεις, Δοσίθεε; Αποκρίνεται˙ Ναι, καλώς έχω, κύρι. Λέγει αυτώ˙ Μη πεινάς; Λέγει˙ Ουχί, δέσποτα, ου πεινώ. Τότε λέγει αυτώ˙ Ουκούν τρώτε τον ένα άρτον και το τέταρτον του άλλου άρτου˙ και ποίησον το άλλο τέταρτο εις δύο, και φάγε το ήμισυ και άφες το ήμισυ. Και εποίησεν ούτως. Λέγει αυτώ˙ Πεινάς, Δοσίθεε; Και αποκρίνεται˙ Ναι, κύρι, πεινώ μικρόν.

Μετ’ ολίγας ημέρας πάλιν λέγει αυτώ˙ Πώς έχεις, Δοσίθεε; Έμεινας πεινών; Λέγει˙ Ουχί, κύρι, δια των ευχών σου καλώς έχω. Λέγει αυτώ˙ Ουκούν έπαρον το άλλο ήμισυ του τετάρτου. Και εποίησεν ούτως.

Πάλιν μετ’ ολίγας ημέρας λέγει αυτώ˙ Ποίησον το άλλο τέταρτον εις δύο, και φάγε το ήμισυ και άφες το ήμισυ. Και εποίησεν ομοίως. Και ούτως του Θεού συνεργούντος, κατά μικρόν μικρόν από εξ λιτρών κατέστη εις οκτώ ογκίας˙ και γαρ συνήθειά εστίν και εν τω φαγείν. …

Υποσημειώσεις.

1. Το διορατικό χάρισμα είναι μία από τις δωρεές του αγίου Πνεύματος που καθιστά την φιλόθεο ψυχή «εποπτική». Γιατί «ίδιον εστί της θεότητος ή εποπτική των όντων δύναμίς τε και ενέργεια. Ουκούν ο εν εαυτώ έχων όπερ επόθησε, και αυτός εποπτικός γίνεται και την των όντων διασκοπείται φύσιν». (Γρηγορίου Νύσσης).

Η διόραση γεννιέται από τη διάκριση και είναι καρπός της ταπεινώσεως και της καθαρότητος, χαρακτηριστικά της δε είναι «το γινώσκειν τα τε ίδια πταίσματα, πριν εις έργον φθάσωσι και τα κατά κλοπήν γινόμενα υπό των δαιμόνων˙ έπειτα και εν τοις αισθητοίς κτίσμασι» (Πέτρου Δαμασκηνού, Γ’ Φιλοκαλία, σ’. 72 έκδ. ό.π.).

Ο πρωτόπλαστος πριν από την πτώση ήταν «εκ φύσεως διορατικός, αλλά η εποπτική δύναμη της ψυχής του, που προερχόταν από την καθαρότητά του καλύφθηκε, σαν από πυκνό σκοτάδι, από την επικράτηση των παθών. Με τη ζωή όμως της «εν Χριστώ» νηπιότητος «έρχεται η χάρις και ανοίγει τον οφθαλμόν της ψυχής, ον ετύφλωσεν ο διάβολος, και ευθέως άρχεται ο άνθρωπος βλέπειν τα πράγματα κατά φύσιν» (Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Β’ σ. 139 ό.π.). Έτσι, όποιος έχει την πνευματική αυτή όραση, έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει – όχι «κατ’ ουσίαν» αλλά «κατ’ ιδέαν» – την ψυχή και την πνευματική κατάσταση κάθε ανθρώπου και να διαπιστώσει,, και από μόνη την όψη του, αν και κατά πόσο καταξιώθηκε να κοινωνήσει με το άγιο Πνεύμα (πρβλ. Σ. Ν. Θεολόγου)

Η διόραση δεν σχετίζεται με τις σωματικές αισθήσεις, ούτε είναι αποτέλεσμα κάποιας ψυχοσωματικής αλλοιώσεως του ανθρώπου, αλλά επάνοδος στο «αρχαίον κάλλος» και «είσοδος» στην ίδια τη «φύση και την πνευματική τάξη» (πρβλ. Ισαάκ Σύρου, ασκητικά, σ’. 256 ό.π.).

Από τη ζωή των οσίων πατέρων έχουμε πλήθος από παραδείγματα που φαίνεται το διορατικό τους χάρισμα, όπως του Μ. Αντωνίου, όταν είδε την ψυχή του αββά Αμμούν να υψώνεται στον ουρανό ή «όλα τα εν Αιγύπτω γινόμενα» (πρβλ. Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ 33, 51 ό.π.). Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά ότι «ο νους πάντα ορά και τα εν ουρανοίς˙ και ουδέν αυτό επισκοπεί, ει μη μόνον η αμαρτία˙ τω δε καθαρώ ουδέν ακατάληπτον» (Μ. Αντωνίου, Α’ Φιλοκαλία, σ’. 19 ρς’) και ότι καθαρεύουσα ψυχή πανταχόθεν, και κατά φύσιν εστώτα, δύναται, διορατική γενομένη, πλείονα και μακρότερα βλέπειν των δαιμόνων». (Μ. Αντωνίου ΒΕΠΕΣ 33, 29 ό.π.).

2. Πνευματικά μέτρα: Με τον όρο αυτό οι πατέρες εννοούν το βαθμό παγωμένης προόδου κάθε ανθρώπου στην οδό της αποκαταστάσεως του «κατ’ εικόνα» και της ολοκληρώσεως του «καθ’ ομοίωσιν», σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή.

Στην ασκητική παράδοση υπάρχουν δύο φαινομενικά αντίθετες συμβουλές των πατέρων: α) το «μη μετρείν εαυτόν» (Αποφθέγματα πατέρων P. G. 65, 332 B. λστ’) και β) το «μετράτε»: «Εαυτόν μετρώ ίνα μη εν καυχήσει απόλλυμαι». (Ωριγένους «Κατά Κέλσου» βιβλ. 4 Ρ. G 11, 1073 Β). Είναι όμως ευνόητο πως το «μη μετρείν» αναφέρεται στο ότι δεν πρέπει κανείς να μετρά (αξιολογεί) τον εαυτό του με μέτρο τον εαυτό του Β’ Κορ. 10, 12) ή με βάση τον πλησίον˙ ενώ το «μετράτε» αναφέρεται στη σύγκριση του ανθρώπου με το «μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ’. 4, 13). Επομένως και οι δύο συμβουλές ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι Πατέρες της ερήμου όρισαν εμπειρικά ως μέτρο τελειώσεως «το δοξάζειν τον πλησίον υπέρ εαυτόν» (Αββά Ματτώη P. G. 65, 292 βζ’), πράγμα που σημαίνει ότι καθόρισαν, ως εφαρμοσμένο μέτρο για την τελείωση, τη χριστομίμητη ταπείνωση.

3. Πρόκειται προφανώς για Ρωμαϊκές λίρες που χωρίζονταν σε 12 ουγγιές δηλαδή 327 γραμμάρια. Το κάθε καρβέλι ζύγιζε 1.300 γραμμάρια. Ο Δοσίθεος λοιπόν έτρωγε περίπου δύο κιλά.

4. Οκτώ ουγγιές αντιστοιχούν σε 218 γραμμάρια.

Συνεχίζεται.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.