Κυριακή ΙΣΤ. Λουκά, του τελώνου και του φαρισαίου: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., – ομιλία Αγίου Ανδρέου Κρήτης, υμνολογική εκλογή.

ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείαςλ Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Ιη. 10 – 14

Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην: άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο: ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης. Νηστεύω δίς του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων: ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν: κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γάρ εκείνος, ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.

Απόδοση.

Είπεν ο Ιησούς αυτή την παραβολή: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: ‘‘Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω το ένα δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου’’. Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: ‘‘Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό’’. Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι• γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνεί θα υψωθεί».

Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.

Ομιλία του Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης περί της υποθέσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου.

Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι” αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού».

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;».

«Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Ο δε Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 449 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Υμνολογική εκλογή.

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΕΣΠΕΡΑΣ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Δόξα των Κεκραγαρίων. Ήχος πλ. δ’

Παντοκράτορ Κύριε, οίδα, πόσα δύνανται τα δάκρυα, Εζεκίαν γάρ εκ των πυλών του θανάτου ανήγαγον, την αμαρτωλόν εκ των χρονίων πταισμάτων ερρύσαντο: τον δέ Τελώνην, υπέρ τον Φαρισαίον εδικαίωσαν, καί δέομαι, συν αυτοίς αριθμήσας, ελέησόν με.

Κύριε Παντοκράτωρ και Θεέ μου, τώρα καταλαβαίνω πόσα μπορούν να κατορθώσουν τα δάκρυα της μετανοίας. Διότι τον μεν βασιλέα Εζεκία τον επανέφεραν στη ζωή ενώ βρισκόταν πια στις πύλες του θανάτου, την αμαρτωλή γυναίκα την ελευθέρωσαν από τα πολυχρόνια και βαρειά της αμαρτήματα, και τον τελώνη τον δικαίωσαν περισσότερο από τον Φαρισαίο. Και γι’ αυτό Σε παρακαλώ, μαζί με αυτούς να με κατατάξεις και να με ελεήσεις.

Δόξα των αποστίχων. Ήχος πλ. α’

Βεβαρημένων των οφθαλμών μου εκ των ανομιών μου, ου δύναμαι ατενίσαι, και ιδείν τον αιθέρα του ουρανού’ αλλά δέξαι με ως τον Τελώνην, μετανοούντα Σωτήρ, και ελέησόν με.

Επειδή τα μάτια της ψυχής μου βάρυναν από τις αμαρτίες μου, δεν μπορώ να κοιτάξω στο ύψος και να ατενίσω τον αιθέρα του ουρανού. Αλλά δέξαι με σαν τον τελώνη, που μετανόησε, μετανοημένον κι εμένα, Σωτήρα μου, και ελέησε με.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετά τον Ν. ψαλμόν: δόξα. Ήχος πλ. δ’

Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα’ ορθρίζει γάρ το πνεύμά μου, προς ναόν τον άγιόν σου, ναόν φέρον του σώματος, όλον εσπιλωμένον” αλλ’ ως οικτίρμων κάθαρον, ευσπλάγχνω σου ελέει.

Κύριε, άνοιξε και για μένα τις πύλες της μετανοίας. Να τώρα μπροστά στις πύλες του ναού Σου βρίσκεται η ψυχή μου από τον βαθύ όρθρο, φέροντας τον ναό του σώματός μου ολόκληρον καταλερωμένον. Αλλά ως γεμάτος με οικτιρμούς και συμπόνια που είσαι, καθάρισέ με με το έυσπλαγχνο Σου έλεος.

Καί νύν… Θεοτοκίον. Ήχος ο αυτός

Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε’ αισχραίς γάρ κατερρύπωσα, την ψυχήν αμαρτίαις, ως ραθύμως τον βίον μου, όλον εκδαπανήσας” ταις σαίς πρεσβείαις ρύσαί με, πάσης ακαθαρσίας.

Κάνε ίσια τα μονοπάτια της ζωής μου, Θεοτόκε, για να επιτύχω την σωτηρία μου. Διότι με αισχρές αμαρτίες, καταλέρωσα την ψυχή μου, αφού με ανεμελιά και ραθυμία ξόδεψα όλη τη ζωή μου. Με τις πρεσβείες σου λοιπόν, ελευθέρωσέ με και λύτρωσέ με από κάθε ακαθαρσία.

Ήχος πλ. β’

Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών, εννοών ο τάλας, τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαγχνίας σου, ως ο Δαυίδ βοώ σοι. Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα σου έλεος.

Καθώς κατανοώ τα πλήθη των φοβερών πράξεων, που διέπραξα στη ζωή μου, ο ταλαίπωρος, τρέμω σαν σκέπτομαι την φοβερή ημέρα της κρίσεως. Αλλά παίρνοντας θάρρος από το έλεός της ευσπλαγχνίας Σου, σαν τον Δαυίδ Σου φωνάζω δυνατά: Ελέησέ με, Κύριε και Θεέ μου σύμφωνα με το μεγάλο Σου έλεος.

Μεσώδειον κάθισμα Ήχος δ’ Ταχύ προκατάλαβε

Ταπείνωσις ύψωσε, κατησχυμμένον κακοίς, Τελώνην στυγνάσαντα, και το, Ιλάσθητι, τω Κτίστη βοήσαντα’ έπαρσις δέ καθείλεν, από δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαίον, μεγαλορρημονούντα’ ζηλώσωμεν διό τα καλά, κακών απεχόμενοι.

Η ταπείνωση ύψωσε τον τελώνη, που ήταν καταντροπιασμένος από τα κακά, που είχε διαπράξεικαι με σκυθρωπό πρόσωπο φώναζε δυνατά μέσα από την ψυχή του προς τον Κτίστη και Θεό: Ελέησέ με. Η υπερηφάνεια όμως γκρέμισε από τον θρόνο της δικαιοσύνης τον Φαρισαίο, που επαινούσε με μεγάλα λόγια τον εαυτό του. Με θέρμη και προθυμία λοιπόν, ας επιδιώξουμε τα καλά τώρα, και ας απομακρυνθούμε από τα κακά.

Δόξα… Όμοιον

Ταπείνωσις ύψωσε, πάλαι Τελώνην κλαυθμώ, βοήσαντα, Ιλάσθητι, και εδικαίωσεν, Αυτόν μιμησώμεθα, άπαντες οι εις βάθος, των κακών εμπεσόντες, κράξωμεν τω Σωτήρι, από βάθους καρδίας: Ημάρτομεν, ιλάσθητι, μόνε φιλάνθρωπε.

Η ταπείνωσις τότε ύψωσε τον τελώνη, που με κλάματα φώναζε δυνατά στον Θεό το ελέησέ με, και τον δικαίωσε. Αυτόν τώρα ας τον μιμηθούμε όλοι, όσοι έχουμε πέσει στο βάθος της αμαρτίας, και ας κράξουμε στον Σωτήρα Θεό: Αμαρτήσαμε ενώπιόν Σου, ελέησέ μας και συγχώρησέ μας, επειδή Σύ μόνον είσαι φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον Ήχος δ’ Επεφάνης σήμερον

Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν, και Τελώνου μάθωμεν, το ταπεινόν εν στεναγμοίς, προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες, Ίλαθι μόνε, ημίν ευδιάλλακτε.

Ας αποφύγουμε τα μεγάλα λόγια και την υπερηφάνεια του Φαρισαίου, κι ας μάθουμε την ταπείνωση του τελώνη, που συνοδεύεται από τους στεναγμούς και τα δάκρυα της μετανοίας, φωνάζοντας δυνατά προς τον Σωτήρα μας: Ελέησέ μας και συγχώρησέ μας, Συ που έισαι ο μόνος που θέλεις να συνδιαλλαγείς μαζί μας.

Έτερον Ήχος γ’ Η Παρθένος σήμερον

Στεναγμούς προσοίσωμεν, τελωνικούς τω Κυρίω, και αυτώ προσπέσωμεν, αμαρτωλοί ως Δεσπότη’ θέλει γάρ την σωτηρίαν πάντων ανθρώπων, άφεσιν παρέχει πάσι μετανοούσι’ δι’ ημάς γάρ εσαρκώθη Θεός υπάρχων Πατρί συνάναρχος.

Ας προσφέρουμε στεναγμούς όπως ο τελώνης προς τον Κύριο, κι ας πέσουμε μπροστά Του σαν αμαρτώλοί στον Κύριό τους. Διότι θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων, και χαρίζει την άφεση των αμαρτιών σε όσους μετανοούν. Διότι για μας έγινε άνθρωπος ενώ είναι Θεός, που βασιλεύει μαζί με τον Πατέρα Του προ πάντων των αιώνων.

Ο Οίκος

Εαυτούς αδελφοί άπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοίς και οδυρμοίς τύψωμεν την συνείδησιν, ίνα εν τη κρίσει τότε τη αιωνία, εκεί οφθώμεν πιστοί ανεύθυνοι, τυχόντες αφέσεως’ εκεί γάρ εστιν όντως η άνεσις, ήν ιδείν ημάς νύν ικετεύσωμεν, εκεί οδύνη απέδρα λύπη και οι εκ βάθους στεναγμοί, εν τη Εδέμ τη θαυμαστή, ής ο Χριστός δημιουργός, Θεός υπάρχων Πατρί συνάναρχος.

Ας ταπεινώσουμε, αδελφοί, τους εαυτούς μας, με στεναγμούς και θρήνους, ας ελέγξουμε την συνείδησή μας σκληρά, για να βρεθούμε ανεύθυνοι και δικαιωμένοι κατά την ημέρα της κρίσεως της αιωνίας, πετυχαίνοντας την άφεση. Εκεί υπάρχει πράγματι η άνεση, που ας ικετεύσουμε να την απολαύσουμε. Από εκεί έχει αποδράσει η οδύνη, η λύπη και οι στεναγμοί από τα βάθη της ψυχής, στην θαυμαστή Εδέμ, που δημιούργησε ο Χριστός ο Θεός, που είναι συνάναρχος με τον Θεό Πατέρα.

Συναξάριον

Τη αυτή ημέρα, της του Τελώνου και του Φαρισαίου εκ του Ιερού Ευαγγελίου του Ευαγγελιστού Λουκά (ιη’ 10 – 14) παραβολης μνείαν ποιούμεθα.
Στίχοι. Φαρισαίζων, Ιερού μακράν γίνου,
• Χριστός γάρ ένδον, Ώ ταπεινούς δεκτέον.
Αν ζης σαν τον Φαρισαίο με υπερηφάνεια, φύγε μακρυά από τον ναό, γιατί εκεί βρίσκεται ο Χριστός, που δέχεται μόνο τους ταπεινούς.

Έτεροι εις το τριώδιον
• Ο δημιουργός των άνω και των κάτω,
• Τρισάγιον μέν ύμνον εκ των Αγγέλων,
• Τριώδιον δέ και παρ’ ανθρώπων δέχου.
Συ Κύριε, που είσαι δημιουργός των ουρανίων και των επιγείων, δέξου τον τρισάγιον ύμνο από τους αγγέλους και το τριώδιο από τους ανθρώπους.

Ταις των Αγίων πάντων, μεγαλουργών σου πρεσβείαις, Χριστέ, ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς.
Αμήν.

Εξαποστειλάριον, Τοις Μαθηταίς συνέλθωμεν

Υψηγορίαν φύγωμεν, Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν, του Τελώνου αρίστην, ίν’ υψωθώμεν βοώντες, τω Θεώ σύν εκείνω” Ιλάσθητι τοις δούλοις σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως, και Σταυρόν υπομείνας, συνήγειρας τον κόσμον σου θεϊκή δυναστεία.

ας ΑΠΟΦΎΓΟΥΜΕ ΤΑ ΜΕΓΆΛΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΉΦΑΝΑ ΛΌΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΊΟΥ, ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ό,ΤΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΥΠΆΡΧΕΙ, ΚΑΙ Ας ΜΆΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΎΝΗ ΤΟΥ ΤΕΛώΝΟΥ, ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Ό,ΤΙ ΚΑΛΎΤΕΡΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΥΨΩΘΟΎΜΕ ΜΑΖΊ ΤΟΥ προς ΤΟΝ Θεό, φωνάζοντάς Του δυνατά: Ελέησέ μας και συγχώρησέ μας, Συ που γεννήθηκες από την Παρθένο, και αφού υπέμεινες με την θέλησή Σου τον θάνατο του σταυρού, ανάστησες μαζί Σου τον κόσμο με τη θεική Σου δύναμη.

Δόξα των αίνων. Ήχος πλ. δ’

Ταις εξ έργων καυχήσεσι, Φαρισαίον δικαιούντα εαυτόν κατέκρινας Κύριε” και Τελώνην μετριοπαθήσαντα, και στεναγμοίς ιλασμόν αιτούμενον, εδικαίωσας’ ου γάρ προσίεσαι, τους μεγαλόφρονας λογισμούς, και τας συντετριμμένας καρδίας, ουκ εξουθενείς. Διό και ημείς σοί προσπίπτομεν, εν ταπεινώσει, τω παθόντι δι’ ημάς, Παράσχου την άφεσιν και το μέγα έλεος.

Κύριε, κατέκρινες τον Φαρισαίο, που δικαίωνε τον εαυτό του με τα «γεμάτα» Καύχηση λόγια του για τα καλά του έργα, και τον τελώνη, που με μέτρο έπασχε για τις πράξεις του και ζητούσε την άφεση των αμαρτιών του με στεναγμούς, τον δικαίωσες. Διότι δεν θέλεις να Σε πλησιάζουν οι άνθρωποι με σκέψεις γεμάτες με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ τις γεμάτες με συντριβή και μετάνοια καρδιές δεν τις διώχνεις μακρυά Σου ντροπιασμένες. Γι’ αυτό και εμείς με ταπείνωση πέφτουμε μπροστά σε Εσένα, που για χάρη μας έπαθες και Σε παρακαλούμε: Χάρισέ μας την άφεση των αμαρτιών και το μέγα Σου έλεος.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.

Παράβαλε και:
Κυριακή ΛΓ. του τελώνου και του φαρισαίου – το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., διάλεξε, Λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.