Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ καταναλωτικὴ κοινωνία – Καλλίστου Γουέαρ.

Γιὰ τὴ χριστιανικὴ κοινότητα, Ἀνατολικὴ καὶ Δυτική, ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς -οἱ ἑφτὰ ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα- θεωρεῖται παραδοσιακὰ ὡς ἡ σπουδαιότερη περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Εἶναι ὁ καιρός, μία περίοδος ἀπόφασης καὶ εὐκαιρίας, μία ξεχωριστὴ περίοδος. Γιὰ ποιὸν ὅμως λόγο ξεχωριστή; Πῶς μποροῦμε, ζώντας στὴ σύγχρονη καταναλωτικὴ κοινωνία, νὰ κατανοήσουμε τὸ σκοπὸ τῆς «Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» ἢ τῆς «Μεγάλης Νηστείας», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι; Τί σχέση ἔχει αὐτὴ ἡ μεγάλη νηστεία, ἂν ὑπάρχει βέβαια κάποια σχέση, μὲ τὴν οἰκολογικὴ κρίση πού ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε σήμερα;

Πετώντας χαρταετοὺς

Στὴν Ἑλλάδα, ἡ πρώτη μέρα τῆς Σαρακοστῆς -ἡ «Καθαρὰ Δευτέρα» ὅπως ὀνομάζεται, ἐπειδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Σαρακοστὴ δὲν ἀρχίζει τὴν Τετάρτη, ὅπως στὴ Δύση, ἀλλὰ δύο μέρες νωρίτερα- εἶναι ἡ πρώτη γιορτὴ τοῦ ἔτους στὴν ὕπαιθρο. Οἱ οἰκογένειες βγαίνουν στὴν ἐξοχή, ἀνεβαίνουν σὲ λόφους καὶ πετοῦν χαρταετούς. Ἐδῶ ἔχουμε μία ἀκόμη εἰκόνα τῆς ἔναρξης τῆς νηστείας τῆς Σαρακοστῆς, πού συγκρίνεται μὲ τὶς δυτικὲς γιορτὲς τῆς «Τετάρτης τῶν Τεφρῶν».

Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ γιορτὲς διαφέρουν πολὺ ὡς πρὸς τὶς συνέπειες πού ἔχουν. Οἱ στάχτες πού χύνονται στὰ κεφάλια μας καὶ σημαδεύουν τὰ μέτωπά μας, μὲ ὅλα ὅσα αὐτὴ ἡ πράξη ὑποδηλώνει -μία αἴσθηση θνητότητας καὶ μετάνοιας- σίγουρα συνιστᾶ ἕνα οὐσιῶδες τμῆμα τοῦ ὅλου νοήματος τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι κάτι πού ἡ Ὀρθοδοξία θέλει νὰ τονίσει στὴν ἀρχὴ τῆς νηστείας. Ἀντίθετα, μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ συνδέσουμε τὴ Σαρακοστὴ μὲ τὸν φρέσκο ἀέρα, μὲ τὸν ἄνεμο πού πνέει στοὺς λόφους, μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἄνοιξης. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ πετάγματος τῶν ἀετῶν – μία περίοδος περιπέτειας, ἐξερεύνησης, φρέσκων πρωτοβουλιῶν, νέας ἐλπίδας.

Απὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶναι σίγουρο ὅτι δὲν ἀποτελεῖ σύμπτωση τὸ γεγονός, ὅτι ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς δὲν τοποθετεῖται στὸ φθινόπωρο, τὴν περίοδο πού πέφτουν τὰ φύλλα καὶ οἱ μέρες γίνονται μικρότερες, οὔτε στὰ μέσα τοῦ χειμώνα, ὅταν τὰ δένδρα εἶναι γυμνὰ καὶ τὰ νερὰ παγωμένα, ἀλλὰ τὴν ἄνοιξη, ὅταν σπάζει ὁ πάγος καὶ ἡ ζωὴ ἐμφανίζεται ξανὰ παντοῦ. Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς ἀγγλικῆς λέξης «Lent» (Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ) ἦταν ἀκριβῶς «ἄνοιξη», ὅπως μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσουμε ἀπὸ τὶς λέξεις τοῦ μεσαιωνικοῦ ποιήματος:

Lenten is come with love to towne,

With blosmen and with briddes rowne.

(Ἡ ἄνοιξη ἔρχεται μὲ ἀγάπη στὸν κόσμο,

μὲ ἄνθη καὶ κελαδήματα πουλιῶν.)

Μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο πού θεωροῦμε τὴ Σαρακοστὴ ὡς ἐποχὴ πού ἐρωτεύεται κανείς, ἀλλὰ ἴσως κι αὐτὸ νὰ εἶναι τμῆμα τοῦ νοήματός της. Ἡ σύνδεση ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ στὴν ἄνοιξη εἶναι ἐπίσης φανερὴ καὶ στὰ Ὀρθόδοξα λειτουργικὰ κείμενα:

Ἡ ἄνοιξη τῆς νηστείας ἀνέτειλε,

Τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἄρχισε νὰ ἀνοίγει.

Η Μετάνοια, ἡ ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, δὲν εἶναι μόνο στάχτες, ἀλλὰ καὶ ἕνα λουλούδι πού ἀνοίγει.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ ἡ Σαρακοστή: ἔχει σχέση μὲ τὸ πέταγμα τῶν χαρταετῶν καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄνοιξης. Ἔχει ἐπίσης σχέση μὲ τὴν ἐλευθερία. Εἶναι σημαντικὸ τὸ ὅτι ὑπάρχει μία μεγάλη γιορτὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους πού σχεδὸν πάντοτε πέφτει μέσα στὴ Σαρακοστή: ὁ Εὐαγγελισμός, στὶς 25 Μαρτίου. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑορτὴ γιορτάζουμε τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῆς πού εἶχε ἡ Παναγία.

Ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀνήγγειλε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ στὴν Παναγία, ἡ ἀπάντησή της ἦταν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λούκ. 1, 38). Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Παναγίας δὲν ἦταν μία προαποφασισμένη ἀπόφαση· θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀρνηθεῖ. Ἡ ἁγία Τριάδα σέβεται τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Σύμφωνα μὲ τὴ φρασεολογία της πρὸς Διόγνητον ἐπιστολῆς, τοῦ δεύτερου αἰώνα, «…ὡς πείθων, οὐ βιαζόμενος· βία γὰρ οὐ προσέστι τῷ Θεῶ».

Τέτοια ἀκριβῶς ὑπῆρξε καὶ ἡ περίπτωση τῆς Παναγίας: ὁ Θεὸς δὲν ἔγινε ἄνθρωπος πρὶν ζητήσει κατ’ ἀρχὰς τὴ σύμφωνη γνώμη αὐτῆς ποῦ θὰ γινόταν μητέρα Του. Ἡ ἀβίαστη συναίνεσή της ἦταν ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση, «Θεοῦ γὰρ ἐσμεν συνεργοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἃ’ Κόρ. 3, 9), καὶ αὐτὸ κατεξοχὴν ἐφαρμόζεται στὴν Παναγία. Στὸν Εὐαγγελισμὸ ὑπῆρξε ἕνας συνεργός, ἕνας συνεργάτης τοῦ Θεοῦ – ὄχι ἁπλῶς ἕνα κατάλληλο ἐργαλεῖο, ἀλλὰ ἕνας ἐνεργητικὸς συμμέτοχος στὸ μυστήριο. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου, «sed sola Maria cooperante dispositioni» («μόνη ἡ Παναγία συνεργάστηκε στὴν οἰκονομία»).

Εδῶ λοιπὸν ὑπάρχει μία ἐπιπλέον ἔνδειξη τοῦ νοήματος τῆς Σαρακοστῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι μία ἐποχὴ ἐξερεύνησης, μία πνευματικὴ ἄνοιξη, ἔχει ἐπίσης σχέση μὲ τὸν τρόπο πού χρησιμοποιοῦμε τὴν ἐλευθερία ἐκλογῆς πού ἔχουμε. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ πού μαθαίνουμε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἐπειδὴ ἡ ἐλευθερία, ὅπως καὶ ὁ αὐθορμητισμός, εἶναι κάτι πού μπορεῖ νὰ μαθευτεῖ. Ἂν μὲ ρωτούσατε «μπορεῖτε νὰ παίξετε βιολί», καὶ ἐγὼ σᾶς ἀπαντοῦσα «δὲν εἶμαι σίγουρος, ποτὲ δὲν ἔχω παίξει», θὰ αἰσθανόσασταν ὅτι ὑπάρχει κάτι τὸ παράξενο στὴν ἀπαντηοή μου, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι ἐλεύθερος νὰ παίξω τὶς σονάτες τοῦ Μπὰχ στὸ βιολὶ ἂν πρῶτα δὲν μάθω πῶς νὰ χειρίζομαι τὸ βιολί, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια καὶ ἐπίμονη ἐκπαίδευση.

Στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο, συμβαίνει τὸ ἴδιο ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐξάσκηση τῆς ἐλευθερίας μας. Ὡς πρόσωπο δημιουργημένο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν εἶμαι οὐσιαστικὰ ἐλεύθερος μέχρις ὅτου μάθω πῶς νὰ χρησιμοποιῶ σωστὰ τὴν ἐλευθερία μου, καὶ αὐτὴ ἡ διαδικασία μάθησης προϋποθέτει ὑπακοή, πειθαρχία καὶ αὐταπάρνηση. Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι μόνο δῶρο. Εἶναι καὶ καθῆκον. Εἶναι αὐτὸ πού ἡ Ρωσικὴ πνευματικότητα ἀποκαλεῖ «podvig», ἀσκητικὸ κατόρθωμα. Ὅπως σωστὰ τὸ ἔθεσε ὁ Νικόλαος Μπερντιάεφ (1874-1948), «ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροὶ καὶ οἱ συκοφάντες της: ἡ ἐλευθερία εἶναι δύσκολη, εἶναι βαρὺ φορτίο». Εἶναι ὅμως ταυτόχρονα προνόμιο καὶ χαρά.

Αὐτὲς εἶναι λοιπὸν τρεῖς «βυθομετρήσεις» πού μᾶς βοηθοῦν νὰ διαπλεύσουμε μὲ τὸ πλοῖο μας τὸ ἀρχιπέλαγος τῆς Σαρακοστῆς. Ἔχει ἤδη γίνει πολὺ σαφὲς ὅτι ἡ Σαρακοστὴ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴν κατανάλωση τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ποτοῦ. Ἂς προσπαθήσουμε τώρα νὰ διευρύνουμε λίγο τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περνώντας, κατ’ ἀρχάς, σὲ κάτι τὸ παράλληλο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔπειτα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐμφανίστηκε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὴν πρώτη Ἐκκλησία καὶ τέλος, στὴν ἰδιαίτερη καὶ διακεκριμένη σημασία ποῦ ἔχει ἡ νηστεία στὸν σημερινὸ κόσμο. Αὐτὸ θὰ μᾶς δείξει ὅτι ἡ Σαρακοστὴ ἀφορᾶ, πρῶτον, τὴν ἀντιπροσφορὰ τοῦ κόσμου στὸν Θεὸ ὡς εὐχαριστία. Δεύτερον, τὴ μύηση διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τρίτον, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ τὸ ὑλικὸ περιβάλλον. Ἂν θέλαμε νὰ συνοψίσουμε σὲ τρεῖς λέξεις τὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς, αὐτὲς oι λέξεις θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι θυσία, διαπαιδαγώγηση καὶ συμμετοχή.

Θυσία

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἶχε διδαχθεῖ νὰ προσφέρει μία δεκάτη κάθε χρόνο στὸν Θεό, τὸ ἕνα δέκατο δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παραγωγὴ τῆς γής:

Δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος τοῦ σπέρματός σου, τὸ γέννημα τοῦ ἀγροῦ σου ἐνιαυτὸν κατ’ ἐνιαυτὸν (Δευτερ. 14, 22).

Τὸ μέρος προσφερόταν ἐκ μέρους τοῦ ὅλου: οἱ Ἰσραηλίτες, προσφέροντας στὸν Θεὸ τοὺς πρώτους καρποὺς ὅσων Αὐτὸς τοὺς εἶχε δώσει, ζητοῦσαν τὴν εὐλογία Τοῦ πάνω σ’ ὁλόκληρη τὴ σοδειά τους. Ἦταν ἕνας τρόπος νὰ ὁμολογοῦν ὅτι ἡ γῆ ἀνήκει στὸν Θεό, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε παρὰ οἱ οἰκονόμοι τῶν δωρεῶν Του. Προσφέροντας ἔτσι τὴ δεκάτη, Τοῦ ἀντιπροσφέρουμε μὲ εὐγνωμοσύνη ὅλα ὅσα εἶναι δικά Του. Οἱ Ἰσραηλίτες αἰσθάνονταν πώς αὐτὴ ἡ πράξη τῆς προσφορᾶς δὲν ἦταν μία ἀπώλεια, ἀλλὰ ἕνας ἐμπλουτισμός. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς σοδειᾶς ἦταν καιρὸς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως:

Καὶ εὐφρανθήση ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ ὁ Λευίτης καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ οὖσα ἐv ὑμῖν… (Δευτερ. 16, 11).

Αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς δεκάτης ἐφαρμοζόταν ἀπὸ τοὺς πρώτους Χριστιανοὺς κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ δεκάτη τοῦ ἔτους, τὸ ἕνα δέκατο πού ἀφιερώνεται εἰδικὰ στὸν Θεό. Τηρώντας τὴ Σαρακοστή, ὁμολογοῦμε πώς ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς στιγμές της, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. Προσφέροντας ἔτσι ἕνα κομμάτι της ἐπικαλούμαστε τὴν εὐλογία Του σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ἡ Σαρακοστὴ ὑποδηλώνει τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ χρόνου. Ὁ ἀσκητισμὸς τῆς Σαρακοστῆς ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ χρόνος δὲν βρίσκεται ἁπλῶς ὑπὸ τὸν ἔλεγχό μας, οὔτε μποροῦμε νὰ τὸν ἐκμεταλλευόμαστε ἐγωιστικὰ καὶ μὲ τὸν τρόπο πού θεωροῦμε καλύτερο, ἀλλὰ ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οἱ κυρίαρχοί του ἀλλὰ οἱ οἰκονόμοι του. Ἔτσι, ἡ νηστεία τῆς Σαρακοστῆς γίνεται ἕνας τρόπος νὰ ἐπιστραφεῖ στὸν Θεὸ ὅ,τι εἶναι δικό Του, καὶ μποροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε πάνω της τὰ λόγια πού χρησιμοποιοῦνται στὴ θεία Λειτουργία ἀμέσως πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πάνω ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου: «Τὰ σᾶ ἐκ τῶν σῶν σοῖ
προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα».

Επιπλέον, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰσραηλίτες βίωναν τὴν προσφορὰ τῆς δεκάτης ὡς περίοδο ἀγαλλιάσεως, ὡς ἐμπλουτισμὸ καὶ ὄχι ὡς ἀπώλεια, τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει καὶ γιά μας. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία περίοδος χαρᾶς, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν μὲ σαφήνεια οἱ ὕμνοι πού ψέλνονται τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, τὴν πρώτη μέρα τῆς νηστείας:

Τὸν τῆς νηστείας καιρὸν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα,

πρὸς ἀγώνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες…

Ἡμέρα μία μέν, φησί, βίος ὅλος γηγενῶν·

τοῖς κάμνουσιν ἐκ πόθου τεσσαράκοντα εἰσὶν

ἡμέραι τῆς νηστείας, ἂς τελέσωμεν φαιδρῶς.

Η Σαρακοστή, λοιπόν, ὅπως δείχνει αὐτὸς ὁ παραλληλισμὸς μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι ἕνας καιρὸς προσφορᾶς καὶ θυσίας. Προσφέρουμε στὸν Θεό, θυσιάζοντας τὸ ἕνα δέκατό τοῦ ἔτους, καὶ μ’ αὐτὴν τὴ δεκάτη προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας, ὅλες τὶς μέρες καὶ τὶς ὧρες μας. Ἂν ἔχει κάποιο νόημα αὐτὴ ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ χρόνου μας, πρέπει τότε νὰ ἔχει καὶ κάποιο κόστος: «Οὐκ ἀνοίσω τῷ Κυρίῳ μου Θεῷ ὁλοκαύτωμα δωρεὰν» (Β’ Βασιλειῶν 24, 24). Κάθε ἀληθινὴ τήρηση τῆς Σαρακοστῆς μᾶς ὑποβάλλει σὲ μία προσπάθεια, πού μερικὲς φορὲς εἶναι ὀδυνηρὴ καὶ περιλαμβάνει ἕναν βαθμὸ αὐταπάρνησης, πού ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὶς καθημερινές μας συνήθειες. Ὡστόσο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία περίοδος κατεξοχὴν κατήφειας καὶ αὐτονέκρωσης. Ἡ δική μας Χριστιανικὴ γιορτὴ τῆς δεκάτης, ὅπως ἡ Ἰουδαϊκὴ προσφορὰ τῶν ἀπαρχῶν, εἶναι χρόνος εὐφροσύνης.

Η θυσία δὲν εἶναι τόσο ἕνα ζήτημα αὐτοπαραίτησης, ὅσο προσφορᾶς. Τὸ κύριο βάρος δὲν πέφτει τόσο στὸ τί ἐμεῖς ἀρνούμαστε στὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ στὸ τί προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ στὸν πλησίον μας. Τὸ ἀποτέλεσμα μάλιστα τῆς προσφορᾶς τοῦ δώρου μας στὸν Θεὸ -ἕνα δῶρο πού τὸ δέχεται ὁ Θεὸς- εἶναι ἡ ἐπαναδημιουργία τῆς προσωπικῆς σχέσης ἀνάμεσα σέ μας καὶ σ’ Ἐκεῖνον. Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ σκοπὸς κάθε οὐσιαστικῆς προσφορᾶς: νὰ ἀποκαταστήσει τὴν κοινωνία. Πρέπει συνεχῶς νὰ ἔχουμε μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι χρόνος ἀποκατάστασης τῶν σχέσεων, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μιλήσουμε ἐκτενέστερα παρακάτω.

Πῶς θὰ ἐφαρμόσουμε, λοιπόν, ξεχωριστὰ ὁ καθένας αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ὅτι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία προσφορὰ δεκάτης; Μποροῦμε νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα μὲ χρήματα. Ὁρισμένοι Δυτικοὶ Χριστιανοὶ προσφέρουν στὸν Θεὸ τὸ ἕνα δέκατό του ἐτήσιου εἰσοδήματός τους. Ἀμφιβάλλω γιὰ τὸ ἂν πολλοὶ Ὀρθόδοξοι τὸ κάνουν αὐτὸ σὲ κανονικὴ βάση. Ἂς προσπαθήσουμε τουλάχιστον, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς, νὰ ξεχωρίσουμε μία «δεκάτη» γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μία ἀρχή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ νὰ προσφέρουμε ὄχι μόνο ὅ,τι ἔχουμε ἀλλὰ ὅ,τι εἴμαστε. Πρέπει νὰ προσφέρουμε τόσο τὸ χρόνο μας ὅσο καὶ τὰ χρήματά μας.

Κατὰ τὴ Σαρακοστὴ πρέπει, πιὸ ἐντατικὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη περίοδο τοῦ χρόνου, νὰ ἀφιερώνουμε χρόνο στὸν Θεὸ μέσω τῆς προσευχῆς, καὶ χρόνο γιὰ τὸν πλησίον μας μέσω πράξεων διακονίας – ἐπισκεπτόμενοι τοὺς ἀρρώστους, τοὺς ἀποκλεισμένους καὶ τοὺς μοναχικούς, προσκαλώντας τὸν ξένο στὸ σπίτι μας, γράφοντας γράμματα σὲ ὅλους αὐτοὺς πού γιὰ τόσο καιρὸ ἀμελήσαμε. Δὲν θὰ μπορούσαμε ἄραγε, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τουλάχιστον μία «δεκάτη» τοῦ χρόνου πού εἴμαστε ξύπνιοι, ἂς ποῦμε δώδεκα ὧρες κάθε ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς;

Διαπαιδαγώγηση

Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν ἐποχὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε: πῶς ξεκίνησε ἡ Σαρακοστή; Ποιὸς ἦταν ἀρχικὰ ὁ σκοπὸς καὶ τὸ νόημά της;

Η Σαρακοστή, ὅπως τὴ γνωρίζουμε, συνδέεται στενὰ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ἡ κατάδυση στὸ νερὸ κατὰ τὸ βάπτισμα, σημαίνει, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι γινόμαστε «σύμφυτοι» μὲ τὸν Χριστὸ ἢ ὅτι ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ στὸ θάνατο καὶ στὴν ταφή Του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἑνωνόμαστε μαζί Του καὶ στὴν ἀνάστασή Του (Ρώμ. 6, 3-5). Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο, στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κύρια περίοδος τοῦ ἔτους πού ἐτελεῖτο τὸ βάπτισμα ἦταν ἡ νύχτα τοῦ Πάσχα, τὴ στιγμὴ πού ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα. Τὸ βάπτισμα δὲν ἀποτελοῦσε, ὅπως πολὺ συχνὰ συμβαίνει σήμερα, μία ἰδιωτικὴ οἰκογενειακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ ἕνα δημόσιο γεγονός, στὸ ὁποῖο συμμετεῖχε ὁλόκληρη ἡ κοινότητα.

Στὴ σύγχρονη Ὀρθόδοξη πράξη, ἡ ἀρχαία πασχαλινὴ ἀγρυπνία ἔχει μετακινηθεῖ ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Πάσχα στὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Μία διαφορετικὴ ἀγρυπνία τὴν ἔχει ὑποκαταστήσει τὰ μεσάνυχτα τοῦ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου -Ἑσπερινός, πού τὸν ἀκολουθεῖ ἡ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου- διατηρεῖ ἀκόμη τὸν ἀδιαμφισβήτητο βαπτισματικὸ της χαρακτήρα. Ὑπάρχουν δεκαπέντε ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τουλάχιστον τέσσερα ἀπ’ αὐτὰ ἀναφέρονται συμβολικὰ στὸ βάπτισμα (ἀναγνώσματα 4, 6, 14 καὶ 15).

Στὴν πασχαλινὴ ἀγρυπνία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τὴ στιγμὴ πού ὁ ἀναγνώστης διάβαζε αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα, ὁ ἐπίσκοπος μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο μετέβαινε στὸ βαπτιστήριο μὲ τοὺς ὑποψήφιους γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τοὺς ἀναδόχους τους, καὶ ἐκεῖ οἱ βαπτιζόμενοι κατεδύοντο στὴν κολυμβήθρα καὶ ἐχρίοντο μὲ τὸ ἅγιο μύρο. Κατόπιν, καθὼς τελείωναν τὰ ἀναγνώσματα, οἱ νεοφώτιστοι, σὲ σειρά, μὲ τοὺς λευκοὺς χιτῶνες τους καὶ κρατώντας στὰ χέρια τοὺς ἀναμμένα κεριά, ἐπέστρεφαν ἐν πομπῇ στὴν ἐκκλησία μὲ τοὺς ἀναδόχους τους, τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὸν κλῆρο, τὴ στιγμὴ πού ὅλη ἡ σύναξη ἔψελνε τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούια» (Γαλάτ. 3, 27).

Ὁ ἴδιος ὕμνος χρησιμοποιεῖται σήμερα τὸ Μεγάλο Σάββατο ἀντὶ τοῦ τρισαγίου. Τὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο πού ἀκολουθοῦν, ἀναφέρονται ἐμφανῶς στὸ βάπτισμα. Ἡ ἐπιστολὴ (Ρώμ. 6, 3-11) μιλᾶ γιὰ τὸ βάπτισμα ὡς τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση μὲ τὸν Χριστό, ἐνῶ τὸ Εὐαγγέλιο (Μάτθ. 28, 1-20) καταλήγει μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας πρὸς τοὺς ἀποστόλους Του νὰ πορευθοῦν καὶ νὰ «μαθητεύσουν» ὅλα τὰ ἔθνη, «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Μάτθ. 28, 19).

Τώρα, ἡ νηστεία τῆς Σαρακοστῆς, στὴν Ἀνατολικὴ καὶ στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη, εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν περίοδο τῆς τελικῆς προετοιμασίας, πού ὁδηγοῦσε στὴ μεγάλη γιορτὴ τοῦ βαπτίσματος τὰ μεσάνυχτα τοῦ Πάσχα. Σὲ πολλὰ μέρη, κατὰ τὸν δωδέκατο αἰώνα, οἱ κατηχούμενοι -αὐτοὶ ποῦ ἐκατηχοῦντο γιὰ νὰ λάβουν τὸ βάπτισμα- περνοῦσαν ἀπὸ μία ἐντατικὴ ἐκπαίδευση κατὰ τὶς σαράντα μέρες πού προηγοῦντο τῆς τελετῆς τῆς μυήσεώς τους, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀγρυπνίες καὶ προσευχή, μὲ ἐξορκισμοὺς καὶ καθημερινὸ κήρυγμα.

Η προβαπτισματικὴ αὐτὴ διδασκαλία εἶχε, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, ξεκινήσει μῆνες ἢ καὶ χρόνια πρίν, τώρα ὅμως, τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα, οἱ κατηχούμενοι ἀνακεφαλαίωναν καὶ ξανατόνιζαν τὰ πάντα. Στὴν Ἱερουσαλὴμ τοῦ τέταρτου αἰώνα, oι κατηχούμενοι, σ’ αὐτὲς τὶς σαράντα μέρες, ἔπρεπε νὰ προσέρχονται καθημερινὰ στὴν Ἐκκλησία, ὅπου παρέμεναν περίπου γιὰ τρεῖς ὧρες. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ὑποψήφιους γιὰ τὸ βάπτισμα σήμερα θὰ δέχονταν μία κατάσταση σὰν αὐτή;

Στοὺς πρῶτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρχε μία ζωντανὴ συνείδηση ἀλληλεγγύης ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς Χριστιανικῆς κοινότητας, κάτι ποῦ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὴ φαντασία μας. Οἱ πιστοὶ ἔνιωθαν, ὄχι μὲ θεωρητικὸ τρόπο ἀλλὰ ἄμεσο, ὅτι ἦσαν μέλη «ἀλλήλων» στὸ μοναδικὸ Σῶμα, καὶ ὅτι οἱ χαρὲς καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἑνὸς ἦταν χαρὲς καὶ βάσανα ὅλων (βλ. Ἃ’ Κορινθ., 12, 26). Ἔτσι, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἤδη βαπτισμένους ἐμπλέκονταν ἄμεσα σ’ ὅ,τι ἔκαναν οἱ κατηχούμενοι. Ἤθελαν κι αὐτοὶ νὰ συμμετέχουν στὴν τελικὴ προετοιμασία τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὸ βάπτιομα, ἔτσι ὥστε ὅταν ἔφθαναν τὰ μεσάνυχτα, αἰσθάνονταν ὅτι ἀνανέωναν καὶ τὸ δικό τους βάπτισμα, ἑνωμένοι μ’ αὐτοὺς πού μόλις εἶχαν λάβει τὴ μύηση.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁλόκληρο τὸ ἐκκλησίασμα ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ συμμετέχει στὶς σαράντα μέρες νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς καὶ διδασκαλίας, στὶς ὁποῖες ὑποβάλλονταν οἱ κατηχούμενοι. Ἔτσι, οἱ σαράντα μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα γίνονταν κάθε χρόνο ἕνα ἀποφασιστικὸ γεγονὸς στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία κάθε Χριστιανοῦ, ἕνα κοινὸ γεγονός, μία περίοδος πνευματικῆς ἐκπαίδευσης γιὰ ὅλη συνολικὰ τὴν κοινότητα.

Αὐτὸ λοιπὸν πού ἀρχικὰ ὑπῆρξε μία ἑβδομάδα νηστείας ἀμέσως πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα -πού τὴν τηροῦσαν πολλοὶ Χριστιανοὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ δεύτερου καὶ τρίτου αἰώνα- ἀναπτύχθηκε στὸν τέταρτο καὶ στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες σὲ μία τήρηση τῆς Σαρακοστῆς, ὅπως τὴ γνωρίζουμε σήμερα. Γι’ αὐτὸ ἡ Σαρακοστὴ ἔχει ἕναν οὐσιαστικὸ βαπτισματικὸ προσανατολισμό, πού συχνὰ τὸν παραβλέπουμε καὶ χρειάζεται νὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι μία ἐτήσια εὐκαιρία γιὰ νὰ συλλογιζόμαστε ἐκ νέου τὸν κεντρικὸ ρόλο πού ἔχει τὸ βάπτισμα στὴ Χριστιανικὴ ἐμπειρία, καὶ μία πρόσκληση στὸν καθένα μας νὰ ἀνανεώσει τὶς ὑποσχέσεις τοῦ βαπτίσματος. Τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ πρέπει νὰ ὑπενθυμίζουμε στοὺς ἑαυτούς μας τὴν ἀλήθεια πού ἀνέφερε ὁ Βλαδίμηρος Λόσκι (1903-58): «Ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἡ παρουσία μέσα μας τοῦ ἁγίου Πνεύματος -πού παραμένει ἀναπαλλοτρίωτο καὶ προσωπικὸ στὸν καθένα μας- εἶναι τὸ θεμέλιο κάθε Χριστιανικῆς ζωῆς».

Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Σαρακοστῆς. Σύμφωνα μὲ ὅσα ἔγραψε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής, τὸν πέμπτο αἰώνα:

Ὅσον ἂν τὶς ἠγωνίσατο κατὰ τῆς ἑαυτοῦ ἀπιστίας, καὶ προέκοψε τῇ πίστει, καὶ κατέλαβε τί ἀγαθόν, …οὐδὲν πλέον εὖρεν ἢ εὐρεῖν δυνήσεται, εἰ μὴ προειλήφει μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὅπερ ἐστὶν Χριστός… Χριστὸς δὲ τέλειος Θεὸς ὧν, τελείαν τοῖς βαπτισθεῖσι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος δεδώρηται. Προσθήκην δὲ παρ’ ἡμῶν οὐ λαμβάνουσαν, ἀποκαλυπτομένην δὲ καὶ ἐμφανίζουσαν ἡμῖν κατὰ ἀναλογίαν τῆς ἐντολῶν ἐργασίας… Εἰ τί οὖν προσφέρομεν αὐτῶ ἀναγεννηθέντες, τοῦτο ἤδη παρ’ αὐτοῦ ἦν ἐγκεκρυμμένον.

Αναλογιζόμενοι λοιπὸν τὶς ἀπαρχὲς τῆς Σαρακοστῆς στὴν πρώτη Ἐκκλησία, φτάνουμε στὸ σημεῖο νὰ ἐκτιμοῦμε τὴ Σαρακοστὴ ὄχι μόνο ὡς ἑορτὴ τῆς δεκάτης, ὅταν ἀντιπροσφέρουμε, δηλαδή, τὸ χρόνο μας στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς μία «ἐπανακατάδυσή» μας στὰ νερὰ τῆς μύησης, γιὰ νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴν ἀφοσίωσή μας στὸν Χριστό, τὸν βαπτιστή. Εἶναι μία πρόσκληση νὰ ἐπαναβεβαιώνουμε, ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις, ὅτι τὸ ρίζωμά μας στὸ βάπτισμα εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλης της Χριστιανικῆς μας ζωῆς. Εἶναι μία ἐποχὴ αὐτοεξέτασης, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας συνειδητοποιοῦμε μὲ ἐνεργητικὸ τρόπο τὸν Χριστὸ πού κατοικεῖ μέσα μας καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα πού ὑπάρχει «μυστικὰ» μέσα στὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς βάπτισής μας. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ πού θέτουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἐρώτημα πού εἶχε θέσει κάποτε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστέ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α’ Κορινθ., 3, 16). Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ περίοδος γιὰ νὰ γίνει ὁ καθένας μας αὐτὸ πού εἶναι: ἕνας βαπτισμένος θεοφόρος.

Τὴν ἴδια στιγμή, ἡ Σαρακοστὴ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅλα αὐτά. Μαζὶ μὲ τὴν ἀνανέωση τῆς ἀφοσίωσής μου στὸ βάπτισμα, πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναρωτηθῶ: τί κάνω ἐγὼ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ φέρω καὶ ἄλλους στὴν πίστη καὶ στὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ; Σήμερα, στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μας δὲν ὑπάρχουν κατηχούμενοι. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Γιατί οἱ κατηχούμενοι εἶναι τόσο λίγοι στὶς Ὀρθόδοξες κοινότητές μας; Ποῦ βρίσκονται; Ὑπάρχει κάποιος δυναμικὸς ἱεραποστολικὸς ζῆλος στὴ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; (Ὅταν μιλῶ γιὰ ἱεραποστολικὸ ἔργο, δὲν ἐννοῶ φυσικὰ τὸν προσηλυτισμὸ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ τὴ μεταστροφὴ τῶν ἀπίστων).

Ἐπιπλέον, εἴτε εἴμαστε κληρικοὶ εἴτε λαϊκοί, ὁ καθένας πρέπει νὰ δεῖ τὸν Εὐαγγελισμὸ ὡς ἄμεση εὐθύνη του. Τί κάνω ἐγὼ γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου «σὲ ὅλα τὰ ἔθνη»; Στὴ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού τελεῖται τὶς καθημερινές τῆς Σαρακοστῆς -μία ἀκολουθία μὲ πολλὲς ἀναφορὲς στὸ βάπτισμα- ὁ λειτουργός, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐξέρχεται μὲ μία ἀναμμένη λαμπάδα στὰ χέρια του, καὶ λέγει: «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πάσι». Πρέπει ὁ καθένας μας νὰ ἀναρωτηθεῖ: τί ἔκανα ἀπὸ τὸ περασμένο Πάσχα μέχρι σήμερα γιὰ νὰ μεταδώσω αὐτὸ τὸ φῶς στοὺς ἄλλους;

Η Σαρακοστὴ λοιπὸν συνδέεται μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἱεραποστολή. Ὑποδηλώνει τὴν ἀφύπνιση τῆς μύησης πού λάβαμε στὸ βάπτισμα, μία ἀναζωπυρωμένη ἱεραποστολικὴ ἀφιέρωση. Εἶναι σὰν νὰ λέμε ταυτόχρονα: «Ποιὸς εἶμαι» καὶ «ἐδῶ εἶμαι». Ἀνακαλώντας τὴν ταυτότητα τοῦ βαπτισμένου Χριστιανοῦ, ἀναρωτιόμαστε: «Ποιὸς εἶμαι;» Καὶ ἀνταποκρινόμενοι στὴν ἱεραποστολικὴ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, διαβεβαιώνουμε, μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα (Ἤσ. 6, 8): « Ἰδοὺ ἐγὼ εἰμί».

Συμμετοχὴ

Ποιὸ εἶναι τὸ τρίτο σημεῖο στὴν κατανόηση τῆς διακεκριμένης ἀξίας πού ἔχει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὸν σημερινὸ κόσμο; Ἡ σύγχρονη κοινωνία, ὅπως πολὺ καλὰ γνωρίζουμε ὅλοι μας, σημαδεύεται ἀπὸ ἕναν διπλὸ κλονισμὸ τῆς κοινωνίας, ἕναν κλονισμὸ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας καὶ ἕναν κλονισμὸ στὸ ἐπίπεδό τῆς κοσμικῆς κοινότητας. Στὸ ἐπίπεδό τοῦ ἀνθρώπου, δὲν βλέπουμε μόνο μία αὔξηση τῆς παρανομίας καὶ τῆς βίας -πού συνοδεύεται σὲ πολλὲς χῶρες ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς οἰκονομικῆς «ψαλίδας» ἀνάμεσα σὲ πλούσιους καὶ φτωχοὺς- ἀλλά, τὸ σημαντικότερο, μία ὁλοένα μεγαλύτερη ἀπειλὴ ἀπέναντι στὴν οἰκογένεια, πού εἶναι ἡ πρωταρχικὴ κοινωνικὴ μονάδα, πάνω στὴν ὁποία βασίζονται ὅλες oι ἄλλες μορφὲς κοινωνίας.

Στὸ κοσμικὸ ἐπίπεδο, ἔχουμε, κατὰ τραγικὸ τρόπο, ἀποδυναμώσει τοὺς ζωτικοὺς δεσμοὺς πού μᾶς ἑνώνουν μὲ τὸ ὑλικὸ περιβάλλον μας. Καθὼς καταστρέφουμε τὰ τροπικὰ δάση καὶ δημιουργοῦμε τρύπες στὸ στρῶμα τοῦ ὄζοντος, θὰ κάναμε καλὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὰ λόγια ἀπὸ τὸν «Κανόνα ἐπὶ ἀπειλῆ σεισμοῦ», πού βρίσκεται στὸ Μεγάλο Εὐχολόγιο: «Ἡ γῆ ἀγλώσσως βοᾶ στενάζουσα. Τί μὲ κακοῖς μιαίνετε πολλοῖς πάντες ἄνθρωποι».

Μπροστὰ σ’ αὐτὸν τὸ διπλὸ κλονισμό, ἡ Σαρακοστὴ ἔρχεται ὡς μία προσπάθεια ἐπαναβεβαίωσης τῆς ἀληθινῆς σχέσης μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, καθὼς καὶ μὲ τὴν κτιστὴ τάξη. Ἡ πρώτη ἄποψη, ἡ ἀλληλεξάρτησή μας, δηλαδή, ὡς μελῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους, βεβαιώνεται μ’ ἕναν καταπληκτικὸ τρόπο στὰ Βιβλικὰ ἀναγνώσματα πού προηγοῦνται τῆς περιόδου τῆς Σαρακοστῆς. Διατρέχοντας αὐτὰ τὰ κείμενα, ἀνακαλύπτουμε αὐτὸ πού ὁ καθηγητής μου τῆς Ἱστορίας συνήθιζε νὰ μᾶς ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς: «Ὅλα συνδέονται, βλέπετε, ὅλα συνδέονται».

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Σαρακοστή, στὶς 2 Φεβρουάριου, ἑορτάζουμε τὴ γιορτὴ πού εἶναι γνωστὴ στὴ Δύση ὡς «παρουσίαση τοῦ Χριστοῦ στὸν ναό», ἢ ὡς «ἐξαγνισμὸς τῆς Παναγίας» (Candlemas). Στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡ γιορτὴ αὐτὴ ὀνομάζεται «Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὅταν ἡ Παναγία μὲ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν θετὸ πατέρα του, μεταφέρουν τὸ βρέφος Ἰησοῦ στὸ ναό, τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησή Του, καὶ ἐκεῖ Τὸν καλωσορίζουν ὁ γέροντας Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα ἡ προφήτις, αὐτὸ θεωρεῖται πώς συμβολίζει τὴ συνάντηση τοῦ Σωτήρα μὲ τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ Του (Λούκ. 2, 22-40, καὶ εἰδικὰ oι στίχοι 27-32). Ἔτσι, πολὺ κοντὰ στὴν οὐσιαστικὴ ἔναρξη τῆς Μεγάλη Τεσσαρακοστῆς, τίθεται ἤδη τὸ «leitmotif» τῆς Σαρακοστῆς: συνάντηση, ἀντάμωση, σχέση. Γίνομαι ἀληθινὸ πρόσωπο μόνο ἂν συναντῶ καὶ ἀντικρίζω ἄλλα πρόσωπα, ἂν κοιτάζω μέσα στὰ μάτια τους καὶ αὐτὰ κοιτάζουν στὰ δικά μου. Σὲ χρειάζομαι γιὰ νὰ γίνω ὁ ἐαυτός μου!

Τρεῖς ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν Κυριακὴ πού ὀνομάζεται «Κυριακή του Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου» (Λούκ. 18, 10-14), ἀρχίζουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ εἰδικὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Σαρακοστῆς, τὸ Τριώδιον. Τὸ σφάλμα τοῦ Φαρισαίου εἶναι ὅτι ἀρνεῖται νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Τελώνη ὡς ἀδελφό του. Ὁ Φαρισαῖος, στὴν ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἀπόρριψη τοῦ Τελώνου, ἀρνεῖται τὴν οὐσιαστικὴ σχέση κοινωνίας πού τὸν ἐνώνει μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Τονίζει ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἐκείνη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀγωνιζόμαστε νὰ ξεφύγουμε τὶς σαράντα μέρες τῆς Σαρακοστῆς.

Ὁ ἑπόμενος σταθμός, ἑφτὰ μέρες ἀργότερα, εἶναι ἡ «Κυριακή τοῦ Ἀσώτου» (Λούκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου εἶναι βασικὰ ἡ ἱστορία τῆς ἀπώλειας καὶ τῆς ἐπανεύρεσης τῆς προσωπικῆς σχέσης. Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὁ νεότερος γιὸς φεύγει ἐπειδὴ σκέπτεται μᾶλλον μὲ βάση τὰ πράγματα παρὰ τὰ πρόσωπα. «Δὸς μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» λέει στὸν πατέρα του (Λούκ. 15, 12). Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν πατέρα του, ἀλλὰ μόνο ἡ περιουσία πού προσδοκᾶ νὰ κληρονομήσει. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀποκήρυξης τῶν προσωπικῶν σχέσεων ἐκ μέρους του εἶναι νὰ βρεθεῖ «εἰς χώραν μακρὰν» (Λούκ. 15, 13), ἀποξενωμένος, ἐξόριστος, ἔρημος καὶ ἀπομονωμένος.

Ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας πού πρέπει νὰ διασχίσει περιλαμβάνει τὴν ἀποκατάσταση τῶν προσωπικῶν σχέσεων, τὴν ἐπιστροφὴ στὸν πατέρα του, στὴν οἰκογένειά του καὶ στὴν κοινότητα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἡ ἐπιστροφὴ του σφραγίζεται μὲ μία μεγάλη γιορτή, καὶ σκοπὸς κάθε γιορτῆς εἶναι ἀκριβῶς νὰ ἐκφράσει τὴν κοινωνία καὶ τὴν συντροφικότητα. Τὸ φαγητὸ γίνεται ἕνας ἐνδιάμεσος κρίκος καὶ ἔτσι κάθε κοινὸ τραπέζι ἀποτελεῖ μία ἐπιβεβαίωση τῆς κοινότητας. Ὅταν ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς ἀρνεῖται νὰ συμμετάσχει στὴ γιορτή, αὐτὸ πού στὴν πραγματικότητα κάνει εἶναι νὰ ἀποκλείει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ σχέση καὶ τὴν κοινωνία. Τὸ πράγμα γίνεται σαφὲς ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου: δὲν τὸν ἀποκαλεῖ «ἀδελφό» του, ἀλλὰ λέει στὸν πατέρα του «ὁ υἱός σου οὗτος» (Λούκ. 15, 30). Μέχρι νὰ ξαναμάθει νὰ λέει «ὁ ἀδελφός μου», ὁ πρεσβύτερος γιὸς θὰ παραμένει ἀναπόφευκτα ἔξω στὸ κρύο, αὐτοαποκλεισμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινότητα – ἐν συντομία, θὰ παραμένει ἕνα «μὴ-πρόσωπο», διότι δίχως ἀμοιβαία ἀγάπη δὲν ὑπάρχει ἀληθινὸ
πρόσωπο.

Τὸ ἑπόμενο Σάββατο, μνημονεύουμε ἰδιαίτερά τους νεκρούς, μὲ μία ἀκολουθία ποῦ τοὺς ἀγκαλιάζει ὅλους:

Ἐν ὄρει, ἐν ὀδῷ, ἐν τάφοις, ἐν ἐρήμοις, τὸν βίον καταλύσαι,

φθάνοντας ἐν πίστει, μοναδικοὺς τὲ μιγάδας, νέους,

πρεσβύτας, μετὰ ἁγίων, Χριστέ, σκήνωσον.

Ἐκ λύπης καὶ χαρᾶς, ἐλθούσης παρ’ ἐλπίδα,

τοὺς πίστει παρευθύς, ἀλλάξαντας τὸν βίον, εὐημερία

παθόντας ἢ δυσπραγία, πάντας ἀναπαυσον, Σωτὴρ ἠμῶν.

Οὖς ἀνεῖλε ψύξ, καὶ ἵππος συναρπάσας, χάλαζα, χιῶν,

καὶ ὄμβρος πλεονάσας, οὖς δὲ ἀπέπνιξε πλίνθος,

ἢ χοὺς συνέσχε, Χριστὲ Σωτὴρ ἠμῶν, ἀναπαυσον.

Σύμφωνα μὲ ὅσα διακηρύσσουμε σ’ αὐτὸ τὸ «Σάββατο τῆς Ἀπόκρεω», ἡ κοινότητα τῆς ὁποίας εἴμαστε μέλη δὲν ἐξαφανίζεται, οὔτε καταστρέφεται μὲ τὴν ἀναχώρησή μας ἀπ’ αὐτὴν τὴ ζωή. Ὁ ἀναστᾶς Χριστὸς κατεπάτησε τὸ θάνατο: ἐν Αὐτῷ εἴμαστε ὅλοι ζωντανοί, καὶ ἐν Αὐτῷ εἴμαστε ὅλοι ἕνα. Ἔτσι, μὲ τὶς προσευχές μας, αὐτὸ τὸ Σάββατο, γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἀποδεικνύουμε ὅτι ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ἀνήκουμε εἶναι μία μοναδικὴ καὶ ἀδιαίρετη ἑνότητα ζώντων καὶ κεκοιμημένων.

Τὴν ἑπόμενη μέρα, ὀκτὼ μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Σαρακοστή, ἔχουμε τὴν «Κυριακή της Κρίσεως» ἢ «Κυριακή της Ἀπόκρεω», ὅπως εἶναι ἐπίσης γνωστή, λόγω του ὅτι εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα πού ἐπιτρέπεται ἡ κατανάλωση κρέατος πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή του Πάσχα. Στὸν Ἀπόστολο (Α’ Κορινθ. 8, 8-9, 2), τὸ θέμα εἶναι ἀκόμη μία φορὰ οἱ προσωπικὲς σχέσεις. Τὰ πρόσωπα εἶναι πολὺ σπουδαιότερα ἀπὸ τοὺς κανόνες περὶ νηστείας, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Βρῶμα δὲ ἠμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ» (Α’ Κορινθ. 8, 8). Αὐτὸ ποῦ ἐνδιαφέρει δὲν εἶναι τὸ πόσο αὐστηρὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς κανόνες σχετικὰ μὲ τὴ λήψη τροφῆς, ἀλλὰ ὁ βαθμὸς εὐαισθησίας πού δείχνουμε ἀπέναντι στὴ δυστυχία καὶ στὴ στενοχώρια τῶν συνανθρώπων μας. Ἂν τρώγωντας «εἰδωλόθυτα», «πληγώνω τὴ συνείδηση» ἑνὸς ἄλλου προσώπου, τότε εἶναι καλύτερα νὰ ἀποφύγω μία τέτοια τροφή, ἂν καὶ ἡ λήψη της καθαυτὴ δὲν ἀποτελεῖ ἁμαρτία (Α’ Κορινθ. 8, 10-12). Τὸ ἀποφασιστικὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ τήρηση ἢ μὴ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀποχῆς, ἀλλὰ ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη.

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἡ παραβολὴ τῶν προβάτων καὶ τῶν ἐριφίων (Μάτθ. 25, 31-46), ἀσχολεῖται ἀκριβῶς μὲ τὸ ἴδιο ζήτημα. Ἡ καθοριστικὴ ἀρχὴ τῆς ἔσχατης κρίσης δὲν εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικῆς μας αὐταπάρνησης, ἀλλὰ ἡ πρακτικὴ συμπάθεια πού δείχνουμε στὸν πλησίον μας. Κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία δὲν θὰ ἐρωτηθῶ πόσο αὐστηρὰ νήστεψα, οὔτε πόσες ἀγρυπνίες καὶ μετάνοιες ἔκανα, θὰ ἐρωτηθῶ: ἔδωσες τροφὴ στὸν πεινασμένο; Ἔδωσες νερὸ στὸν διψασμένο; Πῆρες τὸν ξένο στὸ σπίτι σου, ἕντυσες τὸν γυμνό, ἐπισκέφτηκες τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν φυλακισμένο; Γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ ἐρωτηθῶ.

Καὶ στὰ δύο βιβλικὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, τοποθετούμαστε μπροστὰ σὲ μία σαφῆ καὶ ἀδιαμφισβήτητη τάξη προτεραιοτήτων. Τὰ πρόσωπα προηγοῦνται, οἱ κανόνες τῆς νηστείας ἕπονται. Ἡ ἀποχή μας ἀπὸ τὴν τροφὴ κατὰ τὴ Σαρακοστὴ θὰ εἶναι περισσότερο κι ἀπὸ ἄχρηστη, ἂν δὲν μᾶς φέρνει κοντύτερα στοὺς συνανθρώπους μας. Νηστεία δίχως ἀγάπη εἶναι νηστεία τῶν δαιμόνων. Σὲ τί μᾶς χρησιμεύει ἡ ἀποχή μας, διαμαρτύρεται ὁ Μέγας Βασίλειος, ἂν ἀντὶ νὰ τρῶμε κρέας, καταπίνουμε τὸν ἀδελφὸ ἢ τὴν ἀδελφή μας μὲ ἕνα ἀνελέητο κουτσομπολιό; Εἶναι προτιμότερο νὰ τρώει κάποιος κρέας καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ εἶναι ταπεινὸς καὶ εὐγενικός, παρὰ νὰ μὴν τρώει τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὄσπρια καὶ νὰ εἶναι ἕνας πικρόχολος φανατικός.

Η «Κυριακή της Τυροφάγου» ἢ «Κυριακή της Συγγνώμης» εἶναι ἡ τελευταία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς, ἀφοῦ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀρχίζει ἡ πραγματικὴ νηστεία. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (Ρώμ. 13, 11-14, 4) ξαναπιάνει τὸ ἴδιο θέμα μὲ αὐτὸ τοῦ ἀναγνώσματος τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. «Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω» (Ρώμ. 14, 3). Ἂν νηστεύουμε μὲ πνεῦμα κατάκρισης, στεροῦμε ἀπὸ τὴ νηστεία μας κάθε πνευματικὴ ἀξία. Ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ δίαιτά μου ἀλλὰ γιὰ τὶς σχέσεις μου μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) ὑπογραμμίζει τὸ ἴδιο σημεῖο, μ’ ἕναν πολὺ πιὸ θεμελιώδη καὶ εὐρὺ τρόπο. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς τονίζει τὴν τεράστια σημασία τῆς ἀμοιβαίας συγχώρησης: «Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Μάτθ. 6, 15). Τὸ νόημα ἐδῶ δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀρνεῖται τὴ συγγνώμη, ὅτι ἐπιμελῶς ἀποκρύπτει τὴ συγχώρεσή Του. Ἀντίθετα, ὁ Θεὸς θέλει πάντοτε νὰ μᾶς συγχωρεῖ. Ἀλλὰ ἂν ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μας δὲν εἴμαστε πρόθυμοι νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, τότε ἁπλῶς καθιστάμεθα ἀνίκανοι νὰ δεχτοῦμε στὴν καρδιά μας τὴ συγχώρηση πού ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει. Εἴμαστε ἀνοιχτοὶ στὴ θεία συγγνώμη μόνο ἂν δώσουμε καὶ τὴ δική μας συγγνώμη. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς κλείνει ἔξω. Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοὶ ποῦ Τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα κατάμουτρα, μὲ τὴ σκληρότητά μας πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ μὲ τὴν ἀνυπόφορη μνησικακία μας.

Τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς ξαναζωντανεύει μὲ ὁρατὸ καὶ ἁπτὸ τρόπο στὴν τελετὴ τῆς ἀμοιβαίας συγγνώμης, πού λαμβάνει χώρα σὲ πολλὰ μοναστήρια καὶ ἐνορίες κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ της ἴδιας μέρας. Ὁ ἡγούμενος ἢ ὁ πρεσβύτερος γονατίζει μπροστὰ στὸ ἐκκλησίασμα, ζητώντας συγγνώμη καὶ λέγοντας «συγχωρεῖστε μέ, τὸν ἁμαρτωλό», καὶ κατόπιν ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα γονατίζει μπροστά του, ἐπαναλαμβάνοντας ὁ καθένας τὰ ἴδια λόγια. Ἡ συγγνώμη δίνεται σὲ προσωπικὴ βάση: ὁ καθένας διαδοχικὰ ἔρχεται καὶ γονατίζει μπροστὰ στὸν ἡγούμενο ἢ στὸν ἱερέα, καὶ αὐτὸς γονατίζει μὲ τὴ σειρά του, καὶ κατόπιν ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιάσματος περιφέρονται στὴν ἐκκλησία, γονατίζοντας μπροστὰ στὸν καθένα, ζητώντας καὶ δίνοντας συγγνώμη.

Αὐτὴ ἡ τελετὴ τῆς ἀμοιβαίας συγγνώμης, στὸν βαθμὸ πού δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ τυπικό, εἶναι, καὶ συχνὰ γίνεται, μία βαθιὰ συγκινητικὴ στιγμή, μεταβάλλοντας τὴ ζωὴ αὐτῶν πού συμμετέχουν. Οἱ συμβολικὲς χειρονομίες αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἔχουν μεγάλο ἀποτέλεσμα. Μπορῶ νὰ θυμηθῶ περιπτώσεις ὅπου αὐτὴ ἡ ἀνταλλαγὴ συγγνώμης στὸ κατώφλι τῆς Σαρακοστῆς ἔχει βοηθήσει σὰν δυνατὸς καταλύτης, πού ξαφνικὰ καταλύει μακροχρόνιους φραγμοὺς καὶ κάνει δυνατὴ μία ἀληθινὴ ἀναδημιουργία τῶν σχέσεων. Αὐτὸ πού διακηρύσσει ὁ Ἑσπερινός τῆς Συγγνώμης, μὲ πράξεις πού μιλοῦν δυνατότερα ἀπὸ τὰ λόγια, εἶναι ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλάβει μόνος του τὸ ταξίδι τῆς Σαρακοστῆς.

«Ὅλα συνδέονται». Ἡ περίοδος πρὶν ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δείχνει καθαρὰ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ ἄνοιξη τῆς Σαρακοστῆς εἶναι μία ἐποχὴ πού, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡ παγωμένη μας καρδιὰ ζεσταίνεται καὶ ἐπιστρέφουμε στὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Οἱ δύο αὐτὲς μορφὲς σχέσης, μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, προϋποθέτουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Μπορῶ νὰ πλησιάσω τὸν Θεὸ μόνο ἂν πλησιάσω τὸν πλησίον μου, καὶ μπορῶ νὰ πλησιάσω τὸν πλησίον μου μόνο ἂν πλησιάσω τὸν Θεό. Ἡ Σαρακοστή, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, δὲν ὑποδηλώνει μόνο τὴν προσφορὰ καὶ τὴν ἱεραποστολή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη.

Σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς εἶναι νὰ πέσουν οἱ φραγμοί, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦμε, μὲ πληρότητα, νὰ μοιράζουμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἀπὸ μία ἄποψη, σκοπὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ «ἀποκέντρωση», ἡ ἐκτόπιση τοῦ πεπτωκότος ἑαυτοῦ μου ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς προσοχῆς, ἔτσι ὥστε νὰ ὑπάρξει χῶρος στὴν καρδιά μου γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὸν Δημιουργό μου. Ἡ Σαρακοστὴ διδάσκει τὸ κάθε πρόσωπο νὰ μὴ λέει ἁπλῶς «Ἐγώ», ἀλλὰ «Ἐγὼ-καὶ- Σύ», ὄχι ἁπλῶς «ἐγώ», ἀλλὰ «ἐμεῖς». Στὴ σημερινὴ καταναλωτικὴ κοινωνία, πού κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὴ λαχτάρα γιὰ κατοχή, αὐτὸ δίνει στὴ Σαρακοστὴ μία ἄμεση καὶ σύγχρονη σημασία.

Ἔτσι, γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ νηστεία, πού συχνὰ θεωρεῖται ὡς τὸ κύριο χαρακτηριστικό της Σαρακοστῆς, δὲν εἶναι αὐτοσκοπὸς ἀλλὰ μέσον. Ἡ νηστεία εἶναι ἄχρηστη ἂν δὲν μπορεῖ νὰ φέρει τὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων. Ὁ Χριστός, στὴν πραγματικότητα δὲν μιλᾶ ἁπλῶς γιὰ τὴ νηστεία ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὸ ζευγάρι «προσευχὴ καὶ νηστεία» (βλ. Μάτθ. 17, 21. Μάρκ. 9, 29). Ἂν νηστεύουμε, τὸ κάνουμε γιὰ νὰ γίνουμε ἰκανότεροι γιὰ προσευχή, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε, δηλαδή, στὴ σχέση μὲ τὸν Θεό.

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχαν μετατρέψει αὐτὸ τὸ ζευγάρι σὲ τριάδα: μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία τόνιζαν τὴν ἀνάγκη γιὰ «ἐλεημοσύνη», γιὰ πράξεις συγκεκριμένης καὶ πρακτικῆς συμπάθειας πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὰ χρήματα ποῦ ἐξοικονομοῦμε μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀποχὴ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξοδευτοῦν γιά μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ δοθοῦν σ’ αὐτοὺς ποῦ ἔχουν ἀνάγκη. Ἐπιπλέον, ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ, δὲν εἶναι μόνο τὰ χρήματα αὐτὰ πού πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας. Πρέπει νὰ δίνουμε τὸ χρόνο μας, τὴ συντροφιά μας, τὴ φροντίδα μας. Ἔτσι, ἡ ἀνανέωση τῆς σχέσης μας μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῆς προσευχῆς ἐκπληρώνεται στὴν ἀνανέωση τῆς σχέσης μας μὲ τοὺς ἄλλους. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχὴ καὶ οἱ πράξεις συμπάθειας σχηματίζουν ἕνα μοναδικὸ ὅλον.

Ωστόσο, παρόλο πού ἡ ἴδια ἡ νηστεία δὲν ἀποτελεῖ πρωταρχικὸ σκοπὸ τῆς Σαρακοστῆς, τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀποχὴ -στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση οἱ δύο αὐτοὶ ὄροι χρησιμοποιοῦνται σχεδὸν ταυτόσημα- δὲν πρέπει νὰ περιθωριοποιηθοῦν ἢ νὰ καταργηθοῦν ὡς κάτι τὸ ἀσήμαντο. Στὴν πραγματικότητα, οἱ Ὀρθόδοξοι ἐνθαρρύνονται νὰ νηστεύουν ἀρκετὰ αὐστηρά. Ἂν ἡ Σαρακοστὴ πρέπει νὰ εἶναι μία περίοδος θυσίας, αὐτὸ πρέπει νὰ ἐκδηλώνεται, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, καὶ σ’ αὐτὸ πού τρῶμε καὶ πίνουμε. Στὶς ἑφτὰ ἑβδομάδες, ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἀναμένεται oι Ὀρθόδοξοι νὰ τηρήσουν μία οὐσιαστικὰ ἀκραῖα «χορτοφαγικὴ» δίαιτα. Τὸ κρέας ἀπαγορεύεται, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ζωικὰ προϊόντα (αὐγά, γάλα, βούτυρο καὶ τυρί). Κρασὶ καὶ ἐλαιόλαδο ἐπιτρέπονται μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές, καὶ σὲ λίγες ἄλλες ἑορτές. Τὸ ψάρι δὲν ἐπιτρέπεται, παρὰ μόνο κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων.

Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα ἐπιτρέπει συχνὰ στὴν πράξη κάποια χαλάρωση αὐτῶν τῶν κανόνων, ἰδιαίτερα γι’ αὐτοὺς πού ζοῦν σὲ οἰκογένειες, ὅπου κάποια μέλη δὲν εἶναι Ὀρθόδοξα ἢ ἀκόμη οὔτε καὶ Χριστιανοί. Ὑπάρχουν τρεῖς χρήσιμες κατευθυντήριες ὁδηγίες πού θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ. Πρῶτον, δὲν πρέπει νὰ νηστεύουμε μὲ τρόπο πού θὰ μποροῦσε νὰ βλάψει τὴν ὑγεία μας ἢ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς καταστήσει ἀνίκανους στὴ δουλειά μας. Δεύτερον, δὲν πρέπει νὰ νηστεύουμε «ὥσπερ οἱ ὑποκριτὲς» (Μάτθ. 6, 16), μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ τραβοῦμε τὴν προσοχὴ ἐπάνω μας. Ὅταν τρῶμε σὲ σπίτια ἄλλων, φανερώνει συχνὰ μεγαλύτερη ταπείνωση καὶ εἶναι πιὸ χριστιανικὸ ἂν φᾶμε ὅ,τι ὑπάρχει μπροστά μας, δίχως ἀντιρρήσεις, παρὰ ἂν ἀπαιτήσουμε κάτι διαφορετικό, πού νὰ συμμορφώνεται πρὸς τοὺς κανόνες μας. Ἂν ἡ νηστεία μας φέρνει τοὺς ἄλλους σὲ ἀμηχανία ἢ τοὺς προκαλεῖ περισσότερη δουλειά, τότε κάτι ἔχει πάει πολὺ λάθος. Τρίτον, τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ νηστεία μας πρέπει νὰ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μία τυχαία καὶ κατ’ ἐπίφασιν συνήθεια. Πρέπει νὰ
εἴμαστε ἀρκούντως μεθοδικοὶ στὸ νὰ σημειώνουμε αὐτὸ πού ἀρνούμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ λυπούμαστε γι’ αὐτό. Ἡ Σαρακοστὴ θὰ ἔχει χάσει τὴν ἀξία της ἂν παύσει νὰ εἶναι μία podvig, ἕνας ἀγώνας ἀπέναντι στὴ φιλαυτία τῆς πεπτωκυίας φύσης μας. «Διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ τῷ κόσμω ἐλήληθε», μαρτυροῦμε κάθε Κυριακὴ σὲ ἕναν ὕμνο τοῦ Ὄρθρου. Δὲν μποροῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴ χαρὰ τῆς σαρακοστιανῆς ἄνοιξης χωρὶς νὰ φέρουμε τὸ σταυρό.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ νηστεία, ἀκόμη κι ὅταν ἐφαρμόζεται σωστὰ καὶ περιλαμβάνει ὄντως θυσία καὶ αὐταπάρνηση, δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται ἀποκλειστικὰ μὲ ἀρνητικοὺς ὅρους. Ὁ σκοπὸς της εἶναι πολὺ πιὸ θετικός: δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ τιμωρεῖται τὸ σῶμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται περισσότερο πνευματικό. Δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς γεμίζει μὲ πλήξη καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλύει τὴν ἁμαρτωλὴ αἴσθηση τῆς αὐτάρκειας καὶ νὰ μᾶς κάνει, συγχρόνως, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Σίγουρα, ἡ νηστεία εἶναι μία ἀσκητικὴ podvig, ἀλλὰ σκοπὸ ἔχει νὰ φέρει μία αἴσθηση ἐλαφράδας καὶ ἐλευθερίας, μία αἴσθηση ἐπαγρύπνησης καὶ ἐλπίδας. «Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· νηστεία… ἔσονται τῷ οἴκῳ Ἰούδα εἰς χαρὰν καὶ εὐφροσύνην καὶ εἰς ἐορτᾶς ἀγαθᾶς» (Ζαχαρίας 8, 19).

Περπατώντας ἐλαφρὰ πάνω στὴ γῆ

Η αἴσθηση κοινότητας πού ἐπιζητᾶ νὰ δημιουργήσει ἡ Σαρακοστὴ δὲν περιορίζεται μόνο στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴ σχέση μας μὲ τὸν συνάνθρωπο. Ἐκτείνεται ἀκόμη πιὸ πέρα. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἐπίσης μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαθιστοῦμε τὴ σχέση μας μὲ τὸ ὑλικὸ περιβάλλον, κατ’ ἀρχὰς μὲ τὸ ἴδιο μας τὸ σῶμα καὶ κατόπιν μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο -μὲ τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά, τὴ γῆ, τὸν ἀέρα τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό-, στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα μας. Ἡ Σαρακοστὴ ἐνεργοποιεῖ ξανὰ τὴ συμμετοχή μας, ὄχι μόνο στὴν ἀνθρώπινη κοινότητα ἀλλὰ καὶ στὴν κοσμικὴ κοινωνία. «Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὰ δένδρα, δὲν ἀγαπᾶ οὔτε τὸν Χριστό», ὅπως συνήθιζε νὰ λέει ὁ πατέρας Ἀμφιλόχιος (1888-1970), ὁ γέροντας τῆς Πάτμου. Καὶ αὐτὸ εἶναι μόνο ἕνα μέρος τοῦ νοήματος τῆς Σαρακοστῆς.

«Τὸ καθετὶ πού ζεῖ εἶναι ἱερό», μᾶς λέει ὁ μεγάλος προφήτης τῆς Ἀγγλίας τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα, ὁ Οὐίλιαμ Μπλέικ. Σχολιάζοντας τὰ λόγια του, θὰ προσθέταμε ὅτι τὸ καθετὶ πού ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεὸς εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ζωντανό. Ἡ Σαρακοστὴ ἀποκαθαίρει τὶς πύλες τῆς ἀντίληψής μας, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναγνωρίσουμε ἐκ νέου αὐτὴν τὴ βαθιὰ καὶ οἰκουμενικὴ ἁγιότητα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή μᾶς διδάσκει, μὲ τὴ φράση πού χρησιμοποιοῦν οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Ἀμερικῆς, νὰ «περπατοῦμε ἐλαφρὰ πάνω στὴ γῆ». Ἀντιμετωπίζοντας μία οἰκολογικὴ κρίση πού κλιμακώνεται μὲ τρομακτικοὺς ρυθμούς, μποροῦμε νὰ ξαναβροῦμε, μὲ τὴν τήρηση τῆς νηστείας τῆς Σαρακοστῆς, μία μυστηριακὴ θέα τοῦ σύμπαντος.

Μὲ ποιὸν τρόπο; Εἶναι πάρα πολὺ εὔκολο νὰ παρερμηνεύσουμε τὴ Σαρακοστὴ μ’ ἕναν μανιχαϊκὸ τρόπο. Οἱ ἄνθρωποι φαίνεται νὰ σκέφτονται πώς πρέπει νὰ αἰσθάνονται ντροπὴ ὅταν εὐχαριστιοῦνται τὸ φαγητό τους, ἐπειδὴ ἐνθαρρύνονται νὰ νηστεύουν. Ὑπὸ τὴν ἴδια ἔννοια, ὅταν παροτρύνονται τὰ ἔγγαμα ζευγάρια νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ σεξουαλικὴ δραστηριότητα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς, διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ φανταστοῦν ὅτι ἡ σεξουαλικότητα ἀποτελεῖ μόλυνση. Τέτοια συμπεράσματα εἶναι λανθασμένα καὶ πολὺ βλαβερὰ «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γέν. 1, 31). Τὸ σῶμα μας, δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι οὐσιωδῶς καλό. Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ποτὸ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἡ σεξουαλικότητα. Ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα ἀποτελοῦν δυνητικὰ μυστήριο τῆς παρουσίας Του, μέσο κοινωνίας μαζί Του.

Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ νηστέψουμε καὶ νὰ ἀπόσχουμε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι, παρόλο πού ὁ κόσμος, ὡς δημιουργία τοῦ Θεοῦ, εἶναι «καλὸς λίαν», ὠστόοο εἶναι ταυτόχρονα ἕνας πεπτωκὸς κόσμος. Ἀκριβέστερα, ἡ στάση μας ἀπέναντι στὴ θεία Δημιουργία ἔχει διαστραφεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία – ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα πού ὅλοι ἔχουμε κληρονομήσει καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες πού ὁ καθένας ἔχει διαπράξει. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀποχὴ διορθώνουν αὐτὴν τὴ διαστροφὴ στὴ σχέση μας μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, ἐξαγνίζοντάς μας ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποκαθιστώντας τὸ πρωταρχικό μας ὅραμα γιὰ τὴν κτιστὴ τάξη. Ὁ ἀσκητισμὸς ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι μία ἄρνηση, ἀλλὰ μία ὑπεράσπιση τῆς ἐσωτερικῆς ἁγιότητας κάθε ὑλικοῦ πράγματος.

Ἡ νηστεία μᾶς διδάσκει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ διατηροῦμε μία σωστὴ στάση ἀπέναντι στὸ σῶμα μας, μὲ ὅλες τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ροπὲς πού αὐτὸ ἔχει. Μὲ τὴ νηστεία διαπαιδαγωγοῦμε τὸ σῶμα νὰ συμμετέχει στὴν πνευματικὴ ζωή, ἔτσι ὥστε νὰ γίνεται -χρησιμοποιώντας τὴ φράση τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ- «ἀγγελιαφόρος τῆς ψυχῆς». Σκοπός μας δὲν εἶναι ἡ καταπίεση τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἡ μεταμόρφωσή του. Ὁ ἀσκητισμός, ἂν κατανοηθεῖ σωστά, δὲν εἶναι ἕνας ἀγώνας κατὰ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὑπὲρ τοῦ σώματος. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ αὐτοσυγκράτηση ἐπαναβεβαιώνουμε τὴν ὑλικότητα τοῦ σώματός μας, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἀναζητοῦμε νὰ τὴν καταστήσουμε μία πνευματικὴ ὑλικότητα. Ἀσκητισμὸς δὲν σημαίνει ὅτι ἀποκηρύσσουμε τὴ νόμιμη ἀπόλαυση πού ἔρχεται μὲ τὸ φαγητό, ἢ -σὲ ἕνα πολὺ βαθύτερο ἐπίπεδο- τὴ σεξουαλικότητα μέσα στὸ γάμο. Αὐτὸ πού κάνει ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀποχὴ εἶναι νὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπληστία καὶ τὴ λαγνεία, ἔτσι ὥστε αὐτὰ νὰ μὴ γίνονται μέσα ἀτομικῆς εὐχαρίστησης ἀλλὰ ἐκφράσεις μίας διαπροσωπικῆς κοινωνίας.

Ξαναβρίσκοντας μὲ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μία σωστὴ στάση τοῦ σώματός μας, ἀνακαλύπτουμε ἐπίσης μία σωστὴ στάση ἀπέναντι σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Μᾶς βοηθᾶ νὰ ἐκτιμήσουμε τὸ κάθε πράγμα χωριστὰ -ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὸν τρόπο πού ὑπηρετεῖ τοὺς στόχους μας- καὶ ταυτόχρονά μᾶς βοηθᾶ νὰ δοῦμε τὴ θεϊκὴ παρουσία στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε πράγματος. Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς πού, ὅπου κι ἂν κοιτάζει, βλέπει παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ ἀγαλλιᾶ γι’ αὐτό: «Σηκῶστε τὴν πέτρα, καὶ θὰ μὲ βρεῖτε ἐκεῖ. Κόψτε τὸ ξύλο καὶ ἐκεῖ βρίσκομαι Ἐγώ». Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς σκοπὸς τῆς νηστείας: καθιστὰ τὴν κτίση προσωπικὴ καὶ διαφανῆ, ἔτσι ὥστε νὰ ξαναβροῦμε τὴν αἴσθηση τοῦ θαύματος μπροστὰ στὴν ἱερότητα τῆς γής. Μᾶς βοηθᾶ νὰ δοῦμε ὅλα τὰ πράγματα ἐν Θεῷ, καὶ τὸν Θεὸ σὲ ὅλα τὰ πράγματα.

Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, μὲ τὴ νηστεία καὶ τὸν ἐκούσιο αὐτοπεριορισμό, προσεγγίζουμε πνευματικὰ τὴν Παναγία τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ ἐπαναβεβαιώνουμε τὴν ἐν Θεῷ ἐλευθερία καὶ προσωπικότητά μας. Ὅσο κυριαρχούμαστε ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ λαγνεία, τόσο θὰ εἴμαστε, στὴ σχέση μας μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, βαθιὰ ἀνελεύθεροι καὶ ἀποπροσωποποιημένοι. Μόλις σταματήσουμε νὰ βλέπουμε τὰ ὑλικὰ πράγματα ὡς ἀντικείμενα καὶ τὰ θεωρήσουμε ὡς μέσα προσωπικῆς κοινωνίας, μόλις σταματήσουμε νὰ τὰ ἁρπάζουμε μὲ καταναγκασμὸ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὰ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ ὡς εὐχαριστία, τότε γινόμαστε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἐλεύθερα πρόσωπα. Ταυτόχρονα, κάνουμε τὴν πολὺ σημαντικὴ μετάβαση -πού τόσο συχνὰ τονίζεται ἀπὸ τοὺς οἰκολόγους- ἀπὸ ἕναν τρόπο ζωῆς πού βασίζεται στὸ τί ἐγὼ θέλω, σ’ ἕναν τρόπο ζωῆς πού θὰ βασίζεται στὸ τί χρειάζομαι.

Αὐτοὶ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς χαρταετοὺς πού καλούμαστε νὰ πετάξουμε στὸν οὐρανὸ κάθε Σαρακοστή. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ προβάλλει ἕνα κοσμοείδωλο πού βρίσκεται σὲ πλήρη ἀσυμφωνία πρὸς τὰ πρότυπά τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας. Καθὼς ἡ νηστεία τῆς Σαρακοστῆς ἐπανέρχεται κάθε χρόνο, μποροῦμε νὰ τὴ μεταβάλλουμε σὲ μία ἐποχὴ ἐσωτερικῆς ἄνοιξης – σὲ μία εὐκαιρία, δηλαδή, γιὰ ἀνανεωμένη οὐσιαστικὴ στάση καὶ αὐτοπροσφορά, γιὰ ἀνανεωμένη διαπαιδαγώγηση στὶς δεσμεύσεις τοῦ βαπτίσματός μας καὶ γιὰ μία ἀνανεωμένη ἱεραποστολικὴ μαρτυρία, γιὰ μία ἀνανεωμένη ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ ἐγὼ καὶ στὸν πλησίον, καὶ ἀνάμεσα στὸ ἐγὼ καὶ στὸν κόσμο.

Ἡ Σαρακοστὴ ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ ἄρνηση τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶναι μία πραγματικότητα πού καταφάσκει βαθιὰ στὸν κόσμο. Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ἕνας πεπτωκὸς κόσμος, γεμάτος ἀπὸ τὴν ἀσχήμια καὶ τὴ μόλυνση πού ἔχει προκαλέσει ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὅμως καὶ ἕνας κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἕνας κόσμος γεμάτος ὀμορφιὰ καὶ θάμβος, σημαδεμένος παντοῦ ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κτίστου, πράγμα πού μποροῦμε νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε ξανὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ τήρηση τῆς Μεγάλης Νηστείας.

Από το: Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο, Συλλογικό, Ἐκδόσεις Ἐστία, 2001

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 14 Μαρτίου 2022

Κατηγορίες: Άρθρα, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.