Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Ο γάμος των κληρικών Α’ – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Γενικά τινά.

Ο άνθρωπος, ήδη από την αρχή της εν παραδείσω υπάρξεώς του συμπορεύτηκε με το έτερο φύλο, γευόμενοι από κοινού τα αγαθά της πρωταρχικής επικοινωνίας με το Θεό αλλά και τα δεινά της δυστυχίας αργότερά, λόγω της ανυπακοής του. Η ένωση ανδρός και γυναικός θεωρείτο ιερή, τόσο στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και της Καινής και γι’ αυτό άλλωστε η Εκκλησία μας ενσωμάτωσε το γάμο στα Μυστήρια της λατρευτικής της ζωής. Ο γάμος ενώνει τη ζωή δύο ανθρώπων, ώστε με τη βοήθεια και της θείας χάριτος που τους μεταδίδεται, να ζήσουν «εν Χριστώ» και να εκπληρώσουν τους σκοπούς του. Και οι δύο μέσα στην κοινωνία του γάμου, δύνανται να πετύχουν την πνευματική και ηθική τελείωση. Ο γάμος είναι θεόδοτος και οδηγεί το ζευγάρι στο δρόμο της σωτηρίας και της επανασυνδέσεως με τον Πατέρα. Είναι ένα από τα δύο μονοπάτια – το άλλο είναι η αγαμία – όπου πρέπει να πορευτεί το ανθρώπινο γένος, προκειμένου να ολοκληρωθεί και να προσεγγίσει το φως της Βασιλείας του Θεού. Βεβαίως, η παρθενία και ο μονήρης βίος, απαλλαγμένα από τα εγκόσμια, δύνανται να οδηγήσουν σε μία βαθιά επικοινωνία με το Θεό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι και στο γάμο δεν έχουμε πληρότητα και ασκητική διάθεση, καθώς αυτός περιβάλλεται από το άγιο Πνεύμα. Ο αληθινά ορθόδοξος χριστιανός, εφ’ όσον κινείται από αγάπη και από την επιθυμία της διακονίας του συνανθρώπου και της θυσίας προς χάριν αυτού, ουδέποτε προτάσσει μία από τις δύο μορφές χριστιανικού βίου.1 Ο Ίδιος ο Χριστός τόνισε τη μεγάλη σημασία του Μυστηρίου του γάμου με το να αρχίσει τη θαυματουργική δραστηριότητά Του από ένα γάμο, το γνωστό γάμο της Κανά.

Υποσημείωση.
1. Για το χριστιανικό γάμο βλ. κατ’ επιλογήν: ΒΑΝΤΣΟΣ, Ο γάμος και η προετοιμασία αυτού, ΖΗΣΗΣ, Η περί γάμου διδασκαλία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κληρονομία 1 (1969), 285 – 310, ΚΑΛΛΙΙΝΙΚΟΣ, Ο χριστιανικός γάμος, ΜΠΟΥΜΗΣ, Περί του γάμου κληρικών – μοναχών, του ιδίου, ο κανονικός γάμος, του ιδίου, Το μυστήριο του γάμου, ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Γάμος, ΤΡΩΪΑΝΟΣ, Το εκκλησιαστικόν δίκαιον του γάμου και ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Γάμος και παρθενία, όπου και πλούσια βιβλιογραφία.

Ιστορική και κανονική εδραίωση του γάμου των κληρικών.

Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος κανόνας, ο οποίος να όριζε τα σχετικά με το γάμο ή την αγαμία του κλήρου. Ο Χριστός στον κύκλο των μαθητών Του είχε μαθητές άγαμους και έγγαμους. Στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας έχουμε και έγγαμους επισκόπους.
Εφ’ όσον ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε την ελευθερία και την ισότητα των δύο φύλων και ο Απόστολος Παύλος, παρ’ όλο που υποστήριξε την πνευματική υπεροχή του άγαμου έναντι του έγγαμου βίου,1 δεν επέβαλε την υποχρεωτική αγαμία.2 Η Εκκλησία δέχθηκε τις δύο μορφές ανθρωπίνου βίου ως προαιρετική επιλογή του κάθε μέλους της.
Από τον 4ο αιώνα, σταδιακά διαφοροποιήθηκαν οι δύο εκκλησίες, ανατολής και δύσεως, στο θέμα του γάμου των κληρικών. Η μεν ανατολική εκκλησία διατήρησε την ελευθερία επιλογής, με μόνη εξαίρεση την αγαμία σε όλες τις τάξεις του κλήρου επιδεικνύοντας μεγάλη αυστηρότητα στους κόλπους της. Τη συνήθεια αυτή τη στήριξαν στο χωρίο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναφέρει: «Θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι, ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω˙ ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί» (Α’ Κορ. 7, 32-33). Ο απόστολος ουδέποτε όμως στις επιστολές του προτείνει γενική και υποχρεωτική αγαμία. Πόσο μάλλον, όταν ο ίδιος συμβουλεύει τους διακόνους, τους πρεσβυτέρους και τους επισκόπους να διάγουν έντιμο βίο με τις συζύγους τους.3
Η γενική αγαμία του κλήρου επιβλήθηκε στη λατινική εκκλησία με τον ΛΓ’ κανόνα της συνόδου της Ελβίρας της Ισπανίας (μεταξύ 309 και 312). Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο Όσιος Κορδούης θέλησε να εισαγάγει την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου στις αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής συνόδου (325), αλλά ο μοναχός Παφνούτιος αντέδρασε και κατάφερε να ματαιώσει την πρόταση του Κορδούης.4 Αργότερα, σύνοδος στη Ρώμη το 386, αποφάσισε οι ιερείς και οι λευίτες να μη συζούν με τις συζύγους τους.5 Το 389 η σύνοδος της Καρθαγένης με τον Γ’ και Δ’ κανόνα της6 υποχρέωνε τους επισκόπους, τους ιερείς και τους διακόνους να απέχουν από τις συζύγους τους.7 Το 402 σε σύνοδο στη Ρώμη υπό τον πάπα Ιννοκέντιο Α’, αποφασίστηκε εκ νέου οι κληρικοί κάθε βαθμίδας να είναι άγαμοι. Και μερικά χρόνια αργότερα, το 441, σε σύνοδο στην Οράγγη της Νοτίου Γαλλίας, με τους κανόνες ΚΑ’ και ΚΒ’ επιβλήθηκε να δίδεται όρκος αγνότητας των κληρικών, διαφορετικά θα καθαιρούντο.8 Το 1074, ε σύνοδο της Ρώμης, ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ Ιλδεμβράνδης επανεβεβαίωσε την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου. Το 1123 η σύνοδος του Λατερανού κήρυξε άκυρους τους γάμους των κληρικών.9 Μάλιστα οι πάπες επέβαλλαν και την ποινή του αφορισμού, σε όσους από τους πιστούς κοινωνούσαν από χέρια εγγάμων ιερέων.10 Η υποχρέωση αυτή, όμως, δημιούργησε πολλά προβλήματα στη λατινική εκκλησία και δεν τηρήθηκε πάντοτε με σχολαστικότητα.11
Με την πάροδο των αιώνων η ορθόδοξη εκκλησία θεώρησε σκόπιμο να νομοθετήσει μόνο υπέρ της αγαμίας των επισκόπων της, διότι εφ’ ενός αυτοί προέρχονταν από τους κόλπους του μοναχισμού και είχαν αποφασίσει ούτως ή άλλως να ακολουθήσουν παρθενικό βίο, και αφ’ ετέρου, διότι τα αυξημένα πνευματικά και ποιμαντικά καθήκοντά τους δεν θα τους επέτρεπαν να αφοσιωθούν στην οικογένειά τους.12 Βεβαίως, ισχύει η διάταξη, όσοι άγαμοι κληρικοί χειροτονηθούν να μην τους επιτρέπεται στη συνέχεια ο γάμος.13 Έτσι, η ορθόδοξη εκκλησία νομοθέτησε υπέρ του γάμου των δύο πρώτων βαθμίδων του κλήρου (διακόνου και πρεσβυτέρου) και με τον ΙΓ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου (691) καταδικάζει απερίφραστα την αναγκαστική αγαμία στη δύση.14
Η αγαμία, συνεπώς, είναι χάρισμα του Θεού σε ορισμένους, καθώς ορίζει ο ίδιος ο Κύριος: «Ου πάντες χωρούσιν τον λόγον τούτον, άλλ’ οις δέδοται» (Ματθ. 19, 11).
Ο ηγούμενος της μονής των Κασούλων, συνεπής στο ορθόδοξο δόγμα και ήθος, επιδιώκει με τη συγγραφή των Συνταγμάτων του να καταρρίψει σύντομα και κατηγορηματικά τις άνευ βάσεως και περιεχομένου καινοτομίες των Λατίνων αναφορικά με τους ιερούς κανόνες. Υπογραμμίζει, λοιπόν, όπως θα δούμε παρακάτω, πως η λατινική απαγόρευση του γάμου των ιερέων δεν προέρχεται από τους αποστολικούς ή πατερικούς κανόνες και επομένως αποτελεί παρεκτροπή της δυτικής εκκλησίας και εγκυμονεί κινδύνους στις τάξεις του ιερού κλήρου.

Υποσημειώσεις.
1. Λέγει ο απόστολος Παύλος: «καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι», (Α’ Κορ. 7, 1) και στην ίδια επιστολή αναφέρει για την υπεροχή του παρθενικού βίου (7, 25-40). Ο Γ. Πατρώνος αναφέρει σχετικά: «Πράγματι σε πολλά σημεία των επιστολών του βλέπουμε τον απόστολο Παύλο να αντιμετωπίζει τον γάμο υπό την εσχατολογική προοπτική. Όταν ο απόστολος παρουσιάζεται αρνητικά τοποθετημένος έναντι του γάμου και συμβουλεύει τους πιστούς όπως ακολουθήσουν το δικό του παράδειγμα της αγαμίας, αυτό το κάνει όχι γιατί δεν αναγνωρίζει την αξία του γάμου για τη ζωή των ανθρώπων, αλλά εξαιτίας της πεποιθήσεώς του για τον παρόντα συνεσταλμένον καιρόν… Κάτω από τις εσχατολογικές προσδοκίες ενός επικειμένου τέλους μπορεί να κατανοηθεί η γενικότερη συντηρητική στάση του Παύλου για όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, που παρατηρείται ιδιαίτερα στο έβδομο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής και που δημιουργεί συνήθως προβλήματα στους σύγχρονους κοινωνιστές», ΠΑΤΡΩΝΟΣ, Γάμος, σελ. 25-26. Για την ερμηνεία των χωρίων του εβδόμου κεφαλαίου της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου βλ. στο έργο του ιδίου σελ. 44- 223. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Γάμος και παρθενία.
2. Ο απ. Παύλος αναφέρει ότι «το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την εκκλησίαν» (Εφ. 5, 32) και ότι «πλην ούτε ανήρ χωρίς γυναικός ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω» (Α’ Κορ. 11, 11). Στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του δίδει τις απαραίτητες συμβουλές για να στηρίξει το χριστιανικό γάμο (7,1-24).
3. Βλ. Α’ Τιμ. 3, 12, Τίτ. 1, 6 και Α’ Τιμ. 3, 2.
4. Παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο με τις ενέργειες του ασκητικού Παφνουτίου κατά της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου: «Εδόκει τισί των επισκόπων νόμον νεαρόν εις την εκκλησίαν εισαγαγείν εν τη συνόδω, ως περί των άλλων της εκκλησίας, ούτω και τούτον ορίσαι, συνόδω, ως περί των άλλων της εκκλησίας, ούτω και τούτον ορίσαι. Έγραφον ουν περί του μη δειν τους ιερωμένους, είτε επίσκοποι, είτε πρεσβύτεροι, είτε διάκονοι, είτε υποδιάκονοι, είτε τις του ιερατικού καταλόγου, συγκαθεύδειν ταις γαμεταίς, ας έτι λαϊκοί όντες ηγάγοντο. Τούτων ούτω διατυπουμένων, αναστάς εν μέσω του όχλου των επισκόπων ο θείος Παφνούτιος μεγάλη τη φωνή εβόησε λέγων˙ Μη βαρύνετε τον ζυγόν των ιερωμένων˙ τίμιος, γαρ, φησίν, ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος. Μη τη υπερβολή της ακριβείας την εκκλησίαν μάλλον προσβλάψητε˙ ου γαρ φησί πάντας δύνασθαι φέρειν της απαθείας την άσκησιν. Ουδείς, ως οίμαι, φυλαχθήσεται εν τη σωφροσύνη, της εκάστου γαμετής του ανδρός στερουμένου. Σωφροσύνην δε καλήν και της νομίμου γαμετής εκάστου την ευνέλευσιν λέγω˙ μη μην αποζεύγνυσθαι ταύτην ην ο Θεός έζευξε, και ην άπαξ αναγνώστης, ή ψάλτης, ή λαϊκός ων ηγάγετο και ταύτα έλεγεν ο μέγας Παφνούτιος άπειρος ων γάμου, δια το νηπιόθεν εν ασκητηρίοις ανατρέφεσθαι αυτόν. Διο πεισθείς ο πας των επισκόπων σύλλογος τη του ανδρός συμβουλία απεσίγησε περί του ζητήματος τούτου, τη γνώμη καταλείψαντες των βουλομένων κατά συμφωνίαν απέχεσθαι της ιδίας γαμετής» ΓΕΛΑΣΙΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΣ, Σύνταγμα των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων, σελ. 85, 1336 Α- 1337Β. πρβλ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Αρχαία εκκλησία σελ. 74 και ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, εκκλησιαστική σελ. 97.
5. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αρχαία εκκλησία, σελ. 74.
6. Βλ. τους κανόνες στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ Γ’, σελ. 301 – 302.
7. Σε αντίθεση με τον Ε’ κανόνα των αγίων αποστόλων που τονίζει: «Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, την εαυτού γυναίκα μη εκβαλλέτω προφάσει ευλαβείας», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’ σελ. 7.
8. Βλ. HEFELE, Christian councils, τόμος II σελ. 429 και τόμος III, σελ. 163. Πρβλ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αρχαία εκκλησία, σελ. 74.
9. Βλ. σχετικά άρθρο του Βλασίου Φειδά με τίτλο Η αγαμία των κληρικών στην ΕΠΛΜ 1, 158.
10. Ο Ρωμανίδης αναφέρει ότι η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου βρίσκει δικαίωση μόνο στις προϋποθέσεις της αυγουστίνειας θεολογίας, καθώς ο γάμος σχετίζεται με περιπτώσεις αμαρτίας, παθών, ελευθερίας, χάριτος και προορισμού, βλ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, σελ. 71.
11. Η γενική αγαμία του κλήρου ανάγκασε πολλούς λειτουργούς της παπικής εκκλησίας να εγκαταλείψουν την ιερωσύνη για να νυμφευθούν. Αποτέλεσμα είναι η μείωση του ανθρώπινου δυναμικού στη δυτική εκκλησία. Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η ρωμαιοκαθολική εκκλησία σήμερα έχει δώσει το δικαίωμα στους μόνιμους διακόνους της να νυμφεύονται, εκτονώνοντας κατά κάποο βαθμό το πρόβλημα. Διαβάζουμε στο έργο του Παν. Μπούμη, το μυστήριο του γάμου, σελ. 69, τα εξής: «Με την πάροδο του χρόνου καθίσταται στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία αισθητή και επιτακτική η ανάγκη αναθεωρήσεως μερικών πτυχών του θέματος του γάμου και διακρίσεων των θεσμικών τύπων αυτού».
12. Το ασυμβίβαστο της επισκοπής και του εγγάμου βίου διαφαίνεται και στον κανόνα ΜΗ’ της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου: «Η του προς επισκοπής προεδρίαν αναγομένου γυνή, κατά κοινήν συμφωνίαν του οικείου ανδρός προδιαζευχθείσα, μετά την επ’ αυτώ της επισκοπής χειροτονίαν, εν μοναστηρίω εισίτω, πόρρω της του επισκόπου καταγωγής ωκοδομημένω, και της εκ του επισκόπου προνοίας απολαυτέτω˙ ει δε και αξία φανείη, και προς το της διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωμα», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 419.
13. Το υπαγορεύει ο ΚΣΤ’ κανόνας των αγίων αποστόλων: «Των εις κλήρον προσελθόντων αγάμων, κελεύομεν βουλομένους γαμείν, αναγνώστας,και ψάλτας μόνους» για τον οποίο ο Ζωναράς σχολιάζει: «Οι μεν πρεσβύτεροι, και διάκονοι, και υποδιάκονοι, προς της χειροτονίας ερωτώνται, ει σωφρονείν αιροίντο˙ και ει μεν επαγγέλονται τούτο, χειροτονούνται˙ ει δε μη, προ της χειροτονίας εις γάμον ελθείν επιτρέπονται, και μετά τον γάμον χειροτονούνται. Μετά δε την χειροτονίαν, γυναίκας οι ειρημένοι λαμβάνοντες, καθαιρούνται˙ μόνοις δε αναγνώσταις και ψάλταις, και μετά το εις τον κλήρον κατκαλεγήναι, εφαίται γάμον εαυτοίς συναλλάττειν, και μένειν αύθις επί της οικείας καταστάσεως˙ ετεροδόξω δε συνάπτεσθαι γυναικί», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 33.
14. Ο κανόνας έχει ως εξής: «Επειδή τη Ρωμαίων εκκλησία εν τάξει κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν, τους μέλλοντας διακόνου, ή πρεσβυτέρου χειροτονίας αξιούσθαι, καθομολογεί, ως ουκέτι ταις αυτών συνάπτονται γαμεταίς˙ ημείς τω αρχαίω εξακολουθούντες κανόνι της αποστολικής ακριβείας και τάξεως, τα των ιερών ανδρών κατά νόμους συνοικέσια, και από του νυν ερρώσθαι βουλόμεθα, μηδαμώς αυτών την προς γαμετάς συνάφειαν διαλύοντες, ή αποστερούντες αυτούς της προς αλλήλους κατά καιρόν τον προσήκοντα ομιλίας. Ώστε, ει τις άξιος ευρεθείη προς χειροτονίαν υποδιακόνου, ή διακόνου, ή πρεσβυτέρου, ούτος μηδαμώς κωλυέσθω επί τοιούτον βαθμόν εμβιβάζεσθαι, γαμετή συνοικών νομίμω˙ μήτε μην εν τω της χειροτονίας καιρώ απαιτείσθω ομολογείν, ως αποστήσεται της νομίμου προς την οικείαν γαμετήν ομιλίας, ίνα μη ενταύθεν τον εκ Θεού νομοθετηθέντα, και ευλογηθέντα τη αυτού παρουσία γάμον καθυβρίζειν εκβιασθώμεν˙ της του Ευαγγελίου φωνής βοώσης˙ Α ο Θεός έζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω˙ και του αποστόλου διδάσκοντος, Τίμιον τον γάμον, και την κοίτην αμίαντον και Δέδεσαι γυναικί; Μη ζήτει λύσιν», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 333- 334. Πρβλ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τα δογματικά Α’, σελ. 226.

Η ιερότητα του γάμου.
Οι άγιοι πατέρες των πρώτων αιώνων αναγνωρίζουν τη δυνατότητα της ελευθέρας βουλήσεως στο ζήτημα του γάμου, επιμένουν όμως στην πνευματικότητα των δύο καταστάσεων. Για το λόγο αυτό οι αποστολικοί κανόνες είναι ιδιαίτερα ακριβείς, όταν αναφέρονται στη δυνατότητα των υποψηφίων ιερέων να επιλέξουν τον έγγαμο ή άγαμο βίο. Αυτό ήταν επιτρεπτό και στις τρεις βαθμίδες της ιερωσύνης με την προϋπόθεση να τηρούνται τα χρηστά ήθη. Ο Νικόλαος υπενθυμίζει στους Λατίνους την παράδοση της εκκλησίας, κατά την οποία επέτρεπε το γάμο και των επισκόπων, με σκοπό να αποδείξει το άτοπο της γενικής απαγορεύσεως του γάμου των κληρικών. Πιστός στους κανόνες της εκκλησίας και βασιζόμενος σε αυτούς αναλύει ποια σύζυγος των ιερωμένων θα αποτελέσει κώλυμα χειροτονίας τους λέγοντας: Αυτός που θα λάβει σύζυγο χήρα ή διαζευγμένη ή εταίρα ή οικέτιδα ή θεατρίνα, δεν μπορεί να είναι επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή γενικά στον ιερατικό κατάλογο.1 Και παρακάτω αναφέρεται στις συμβουλές του αποστόλου Παύλου προς τους κληρικούς κάθε βαθμίδας να διάγουν με τα μέλη της οικογενείας τους βίο έντιμο και ανεπίληπτο: «ει τις επισκοπής ορέγεται, καλού έργου επιθυμεί. Δει ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, μιας γυναικός άνδρα».2 «Και πάλιν διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέκνων καλώς προϊστάμενοι και των ιδίων οίκων».3 «Τούτου χάριν φησί κατέλιπόν σε εν Κρήτη, ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλεις πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην, ει τις εστίν ανέγκλητος, μιας γυναικός ανήρ τέκνα έχων πιστά».4
Βεβαίως οι αποστολικοί κανόνες είναι αυστηροί σε περιπτώσεις, όπου η ευλάβεια και η καθαρότητα γίνονται προφάσεις για διάλυση του γάμου ιερωμένου. Σχετικά ο Νικόλαος αναφέρει ότι επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος δεν επιτρέπεται να διώξει τη γυναίκα του με την πρόφαση της ευλαβείας˙ και εάν το πράξει πρέπει να αφορισθεί, αν δε επιμένει, να καθαιρεθεί: «Ει τις ουν τολμήσει, παρά τους αποστολικούς κανόνας κινούμενος, τινά των ιερωμένων, πρεσβυτέρων φαμέν ή διακόνων ή υποδιακόνων, αποστερείν της προς την νόμιμον γυναίκα συναφείας και κοινωνίας, καθαιρείσθω˙ ωσαύτως και ει τις πρεσβύτερος ή διάκονος την εαυτού γυναίκα προφάσει ευλαβείας εκβάλλει, αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρείσθω».5 Συνεχίζοντας λέγει ότι οι ιεροί κανόνες επιπλήττουν ακόμα και τους λαϊκούς που αρνούνται να λάβουν τα άγια μυστήρια από έγγαμο ιερέα ή απορρίπτουν το λειτουργικό και διδακτικό ρόλο του εντός της εκκλησίας, ορίζοντας επιτίμια μετανοίας: «Ει τις αντιστρέφεται λειτουργίαν ακούσαι ή προσφοράν δούναι ή αμαρτίας εξομολογήσαι, ή το σώμα και το αίμα του Κυρίου μεταλαβείν, ή λόγον διδασκαλίας εν εκκλησία ακούσαι παρά γεγαμηκότος ιερέως, ενιαυτόν ένα εν άρτω και ύδατι μετανοείτω κατά τας τεταγμένας τετραδοπαρασκευάς».6
Προσπαθώντας να προλάβει την αντίδραση των Λατίνων, που ενδεχομένως θα παρερμήνευαν τον Απ. Παύλο, ο Νικόλαος τους λέγει: Αλλά ίσως πείτε ότι ο απόστολος εννοεί συμβολικά την εκκλησία ως σύζυγο του κληρικού˙ δεν είναι όμως έτσι διότι ο Παύλος κυριολεκτικά κάνει λόγο για το έτερο φύλο που συμπορεύεται συνεπικουρώντας τον κληρικό, αλλιώς δεν θα έλεγαν οι κανόνες: Αν κάποιος ιερωμένος διώξει τη γυναίκα του για λόγους ευλαβείας να καθαιρεθεί.7
Η πληθώρα των αποστολικών και πατερικών κανόνων, που έχουν λάβει χαρακτήρα υποχρεωτικό και οικουμενικό, αποτελεί για τον Νικόλαο εξ Υδρούντος αμετάκλητη εγγύηση για την ιερότητα του γάμου τόσο των λαϊκών όσο και των κληρικών.8 Οποιαδήποτε απόπειρα προσθήκης ή αφαιρέσεως σε αυτούς δηλώνει άρνηση οικουμενικής αποφάσεως σχετικά με το αμετάκλητο των δογμάτων και κανόνων των συνόδων, τονίζει με έμφαση ο συγγραφέας μας: «μηδέν των παρ’ εκείνων δογματισθέντων αφαιρούντες ή προστιθέντες. Θέσπισμα γαρ τούτο τριακοσίων εξήκοντα και επτά πατέρων εστί των εν Νικαία συναχθέντων το δεύτερον, ής και Αδριανός ο Ρώμης ηγείτο δια Πέτρου πρεσβυτέρου και ηγουμένου του αγίου Σάββα. Εν η και εν τω πρώτω αυτών κανόνι, ούτω φασί: τους θείους κανόνας μεν ασπασίως ενστερνιζόμεθα των τε αγίων τοπικών, προς δε και των αγίων πατέρων ημών, ως εξ ενός και του αυτού Αγίου Πνεύματος εμπνευσθέντων, και ους ανεθεμάτισαν, αναθεματίζομεν».9

Υποσημειώσεις.

1. «Οποία δε οφείλει είναι η των ιερωμένων σύζυγος, εν οκτώ και δεκάτω κανόνι πάλιν οι αυτοί διατασσόμενοι λέγουσιν˙ ο χήραν λαβών, ή εκβεβλημένην, ή εταίραν, ή οικέτιν, ή των επί σκηνής, ου δύναται είναι επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, ή όλως του καταλόγου του ιερατικού», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 128v – 129r, ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago sel. 70- 71 PG. 160, 741 D. Πρβλ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 25.
2. Τρία συντάγματα, Cod. Vat.pal. gr. 232 f. 129r, ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago σελ. 71 και 160, 742 A. Πρβλ. Α’ Τιμ. 3, 12.
3. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 129r, ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago σελ. 71, 160, 742 Α. Πρβλ. Α’ Τιμ. 3, 12.
4. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 129r – 129v, ARSENIJ, Nikolaja, Gidruntskago, σελ. 71 και PG. 742 A. Πρβλ. Τιτ. 1, 56.
5. Τρία συντάγματα, Cod. Paris Suppl, gr. 1232 ff. 160v, ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago, σελ. 7273 και PG. 160, 742BC. Αλλού τονίζει ο Νικόλαος: «Επίσκοπος φασίν οι θείοι απόστολοι εν τω πέμπτω κανόνι αυτών, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος την εαυτού γυναίκα μη εκβαλλέτω προφάσει ευλαβείας˙ εάν δε εκβάλλη, αφοριζέσθω˙ επιμένων δε, καθαιρείσθω», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 128v ARSENIJ, Nikolaja, Gidruntskago sel. 70 PG. 160, 741 CD και «Κατά δε της έκτης συνόδου, ης ηγείτο Αγάθων ο αγιώτατος πάπας Ρώμης, τι ερείτε λεγούσης˙ επειδή εν τη Ρωμαίων εκκλησία εν τάξει κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν τους μέλλοντας διακόνους ή πρεσβύτερους αξιούσθαι χειτορονίας καθομολογείν, ως ουκ έτι ταις εαυτών συνάπτωνται γαμεταίς, ημείς τω αρχαίω εξακολουθούντες κανόνι της αποστολικής ακριβείας και τάξεως τα των ιερατικών ανδρών κατά νόμους συνοικέσια και από του νυν ερρώσθαι βουλόμεθα, μηδαμώς, αυτών την προς τας γαμετάς συνάφειαν διαλύοντες, ή αποστερούντες αυτούς της προς αλλήλους κατά καιρόν τον προσήκοντα ομιλίας», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 129v Cod. Paris Suppl gr. 1232 f. 160v, ARSENIJ, Nikolaja Gidrutntskago, σελ. 72 και PG. 160, 742B. Ο Ε. κανόνας των αγίων αποστόλων αυτολεξεί σημειώνει: «Επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, την εαυτού γυναίκα μη εκβαλλέτω προφάσει ευλαβείας˙ εάν δε εκβάλη αφοριζέσθω˙ επιμένων δε, καθαιρείσθω», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 7. Παράλληλα ο ΙΒ’ κανόνας της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου ορίζει: «Και τούτο δε εις γνώσιν ημετέραν ήλθεν, ως εν τε τη Αφρική και Λιβύη, και ετέροις τόποις, οι των εκείσε θεοφιλέστατοι πρόεδροι, συνοικείν ταις ιδίαις γαμεταίς, και μετά την επ’ αυτοίς προελθούσαν χειτοτονίαν, ου παραιτούνται, πρόσκομμα τοις λαοίς τιθέντες, και σκάνδαλον. Πολλής ουν ημίν σπουδής ούσης, του πάντα προς ωφέλειαν των υπό χείρα ποιμνίων διαπράττεσθαι, έδοξεν, ώστε μηδαμώς το τοιούτον από του νυν γίνεσθαι. Τούτο δε φαμέν ουκ επ’ αθετήσει, ή ανατροπή των αποστολικώς νενομοθετημένων, αλλά της σωτηρίας και της επί το κρείττον προκοπής των λαών προμηθούμενοι, και του μη δούναι μώμόν τινά κατά της ιερατικής καταστάσεως», ΣΥΝΤΑΓΜΑ Β’, σελ. 330- 331.
6. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 128v και ARSENIJ, Nikolaja, Gidruntskago, σελ. 70. Παρακάτω σημειώνει: «η εν Γάγγραις σύνοδος ει τις διακρίνοιτο φησί, παρά πρεσβυτέρου γεγαμηκότος, ως μη χρήναι, λειτουργήσαντος αυτού, προσφοράς μεταλαμβάνειν, ανάθεμα έστω» , τρία συντάγματα, Cod. Paris Suppl. Gr. 1232 ff. 161r – 161v , ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago σελ. 73 και 160, 742. Πρβλ. Τον Δ’ κανόνα της εν Γάγγρα συνόδου, για τον οποίο οι βυζαντινοί κανονολόγοι Ζωναράς, Βαλσαμών και Αριστηνός λέγουν τα εξής: «τον διακρινόμενον, ήτοι υποστελλόμενον, και μη θέλοντα μεταλαβείν, πρεσβυτέρου γεγαμηκότος λειτουργήσαντος, και την αναίμακτον θυσίαν τελέσαντος, ο κανών αναθέματι υπάγει», «Ο παρών κανών αναθεματίζει τους μη αδιστάκτως μεταλαμβάνοντας από ιερέων εχόντων γυναίκας» και «Τω διακρινομένω μεταλαβείν από πρεσβυτέρου υπογυναίων, ανάθεμα» ΣΥΝΤΑΓΜΑ Γ’, σελ. 103- 104.
7. «Άλλ’ ίσως ερείτε, ότι την εκκλησίαν λέγουσιν οι απόστολοι˙ ουκ έστι δε ούτως. Ει δε μη γε, ουκ αν είπον˙ ει τις εκβάλη την εαυτού γυναίκα προφάσει ευλαβείας, τουτέστιν την σύνευνον» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 129v ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago σελ. 72 και PG. 160, 742 A.
8. «Επιμείνωμεν τοίνυν τοις λόγοις της πίστεως και τη καλή διδασκαλία των αποστόλων, η παρηκολουθήκαμεν εξ αρχής και ημείς και οι εν ταις συνόδοις πατέρες ημών. Πιστός γαρ ο λόγος εκείνων και πάσης αποδοχής άξιος», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 130r, ARSENIJ, Nikolaja, Gidruntskago, σελ. 74 και PG. 160, 743 Α.
9. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 130r – 130v , ARSENIJ, Nikolaja Gidruntskago σελ. 74 – 75 και PG. 160, 743 AB.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.