Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (Μέρος Β’).

Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση και κάποιος άρχοντας από τη Γάζα, ακούγοντάς μας να λέμε ότι, όσο πλησιάζει κανείς τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του, παραξενευόταν και έλεγε: «Πώς συμβαίνει αυτό»; Και δεν ήξερε και ζητούσε να μάθει το λόγο. Του λέω: «Αφέντη, για πες μου πώς θεωρείς τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι στην πόλη σου»; Μου λέει εκείνος: «Θεωρώ τον εαυτό μου πρώτο και τρανό στην πόλη». Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Καισάρεια, πώς θα θεωρείς τον εαυτό σου εκεί;» Λέει: «Θα τον θεωρώ σαν τον πιο ασήμαντο από τους ντόπιους άρχοντες». Του λέω: «Αν φύγεις και πας στην Αντιόχεια, πώς θα θεωρείς τον εαυτό σου»; Μου λέει: «Θα νομίζω πως είμαι άξεστος χωριάτης». Του λέω: «Αν πήγαινες στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον βασιλιά, πώς θα έβλεπες εκεί τον εαυτό σου»; Μου λέει εκείνος: «Θα ένιωθα σαν φτωχός». Τότε του λέω: «Να, έτσι ακριβώς είναι και οι άγιοι.

Όσο πλησιάζουν τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλούς βλέπουν τους εαυτούς τους». Γιατί, όταν ο Αβραάμ είδε τον Κύριο, ονόμασε τον εαυτό του χώμα και στάχτη (Γεν. 18, 27). Ο δε Ησαΐας έλεγε: «Ώ, πόσο ταλαίπωρος και ακάθαρτος είμαι εγώ»! (Ησ’. 6, 5). Το ίδιο συνέβη και με τον Δανιήλ. Όταν ήταν στο λάκκο με τα λιοντάρια και πήγε ο Αββακούμ, κρατώντας το φαγητό και λέγοντάς του «δέξου το φαγητό που σου έστειλε ο Θεός», τι είπε τότε ο Δανιήλ; «Με θυμήθηκε ο Θεός»; (Δαν. 12, 37- 38). Βλέπεις τι ταπείνωση είχε στην καρδιά του; Ενώ βρισκόταν στο λάκκο με τα λιοντάρια και δεν τον πείραζαν, και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη (Δαν. 6, 16), μετά απ’ όλα αυτά απόρησε λέγοντας: «Με θυμήθηκε ο Θεός»;

Βλέπετε την ταπείνωση των Αγίων; Βλέπετε τι ταπεινά συναισθήματα έτρεφαν στην ψυχή τους; Αλλά ακόμη και όταν ο Θεός τους έστειλε, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, εκείνοι δεν δέχονταν από ταπείνωση, αποφεύγοντας τη δόξα. Γιατί, όπως ακριβώς, όταν κάποιος φοράει ολομέταξο ρούχο και του ρίξουν πάνω του ένα λερωμένο κουρέλι, φεύγει, για να μη λερωθεί το πολύτιμο ρούχο του, έτσι και οι Άγιοι, φορώντας τις αρετές, αποφεύγουν την ανθρώπινη δόξα, για να μη μολυνθούν απ’ αυτή. Όσοι όμως επιθυμούν τη δόξα, μοιάζουν με γυμνό που ψάχνει να βρει κανένα κουρέλι ή οτιδήποτε άλλο, για να σκεπάσει τη γύμνια του. Έτσι και αυτός που είναι γυμνός από αρετές ζητά τη δόξα των ανθρώπων.

Όταν λοιπόν στέλνονταν από τον Θεό οι άγιοι, για να βοηθήσουν τους άλλους, από ταπείνωση δεν δέχονταν. Άλλ’ ο μεν Μωυσής έλεγε: «Σε παρακαλώ, διάλεξε άλλον που να μπορεί, γιατί εγώ έχω αδύνατη φωνή και μπερδεύω τα λόγια μου» (Έξ. 4, 10). Ο δε Ιερεμίας έλεγε: «Είμαι πολύ νέος» (Ιερ. 1, 6). Και καθένας από τους αγίους απέκτησε αυτή την ταπείνωση, από την πιστή εφαρμογή, όπως είπαμε, των εντολών. Κανείς όμως δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια το πώς δημιουργείται αυτή η ταπείνωση στην ψυχή του ανθρώπου, αν δεν το μάθει με την πείρα της ασκητικής ζωής του. Με τα λόγια κανείς δεν μπορεί να τη μάθει.

Κάποτε ο αββάς Ζωσιμάς μιλούσε για την ταπείνωση και ένας σοφιστής που βρέθηκε εκεί, ακούγοντας όσα έλεγε, επειδή ήθελε να μάθει την ακρίβεια του λόγου, τον ρώτησε: «Πες μου, πώς θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό; Δεν καταλαβαίνεις ότι είσαι άγιος; Δεν καταλαβαίνεις ότι έχεις αρετές; Δεν βλέπεις ότι τηρείς τις εντολές; Πώς, αφού κάνεις αυτά, πιστεύεις ότι είσαι αμαρτωλός»; Ο Γέροντας όμως δεν εύρισκε τρόπο να του απαντήσει, μόνο του έλεγε: «Δεν ξέρω πώς να στο πω, αλλά έτσι νιώθω, αμαρτωλός». Ο σοφιστής λοιπόν επέμενε, θέλοντας να μάθει πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Ο δε Γέροντας, μη βρίσκοντας πώς να του εξηγήσει αυτό το πράγμα, άρχισε να λέει με την αγία απλότητά του: «Μη με παρεξηγήσεις, αληθινά τέτοιος είμαι».

Μόλις λοιπόν είδα τον γέροντα να μην ξέρει τι να απαντήσει, του λέω: «Μήπως άραγε αυτό μοιάζει με τη σοφιστική ή την ιατρική επιστήμη; Όταν δηλαδή ο γιατρός ή ο σοφιστής τη μαθαίνει καλά και την εφαρμόζει με την πράξη, λίγο – λίγο, η σοφιστική ή η ιατρική γίνεται σ’ αυτούς μια παγωμένη και αυτοματοποιημένη ικανότητα, ταυτισμένη με την προσωπικότητά τους, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν και δεν γνωρίζουν να πουν πως έφθασαν να αποκτήσουν αυτή την ικανότητα. Σιγά – σιγά, όπως είπα, χωρίς να το καταλάβουν, η ψυχή απέκτησε αυτή την ικανότητα από την πράξη. Έτσι κάπως έχουν τα πράγματα. Και στην ταπείνωση δηλαδή δημιουργείται αυτή η παγωμένη κατάσταση από την τήρηση των εντολών, χωρίς να μπορεί να ερμηνευθεί με λόγια. Μόλις λοιπόν το άκουσε ο αββάς Ζωσιμάς αυτό, χάρηκε και αμέσως με αγκάλιασε και μου λέει: «Το βρήκες, όπως το είπες είναι». Έτσι ικανοποιήθηκε και ο σοφιστής και παραδέχτηκε και αυτός την εξήγηση.

Διότι μας είπαν μεν οι παλιοί Γέροντες μερικά για να καταλάβουμε τι είναι η ταπείνωση, άλλ’ όμως αυτή την κατάσταση που δημιουργείται μέσα στην ψυχή από την ταπείνωση, κανείς δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει με λόγια. Όταν ο αββάς Αγάθων επρόκειτο να πεθάνει και του είπαν οι αδελφοί «και συ φοβάσαι, Πάτερ;» είπε: «Σ’ όλη μου τη ζωή έκανα ό,τι μπορούσα για να τηρήσω τις εντολές, αλλά άνθρωπος είμαι. Πού ξέρω αν το έργο μου άρεσε στον Θεό; Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι»1. Να λοιπόν, ο γέροντας αυτός μας άνοιξε τα μάτια, για να καταλάβουμε την ταπείνωση και μας έδειξε το δρόμο για να την αποκτήσουμε. Ποια όμως είναι η φύση της ή πώς την αποκτά η ψυχή, όπως πολλές φορές είπα, κανένας δεν μπόρεσε να πει, ούτε μπόρεσε με το λογικό να την κατανοήσει, εκτός αν η ίδια η ψυχή αξιωθεί με την πράξη να τη μάθει. Οι πατέρες μας είπαν τι είναι αυτό που μπορεί να τη χαρίσει στον άνθρωπο. Γιατί λέει στο γεροντικό ότι ρώτησε ένας αδελφός κάποιον γέροντα λέγοντας: «Τι είναι η ταπείνωση;»

Και ο γέροντας είπε: «Η ταπείνωση είναι μεγάλο και θεϊκό έργο. Ο δε δρόμος που οδηγεί στην ταπείνωση είναι οι σωματικοί κόποι που γίνονται με επίγνωση και το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση˙ και ακόμη το να προσεύχεται αδιάλειπτα». Αυτός είναι ο δρόμος που φέρνει στην ταπείνωση. Η φύση όμως της ταπεινώσεως είναι θεϊκή και ακατάληπτη.

Γιατί όμως λέει ότι οι σωματικοί κόποι οδηγούν την ψυχή στην ταπείνωση; Για ποιο λόγο οι σωματικοί κόποι είναι αρετή της ψυχής; Επειδή το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση, όπως και προηγουμένως αναφέραμε, πολεμά την πρώτη υπερηφάνεια. Γιατί, πώς μπορεί να θεωρεί κανείς τον εαυτό του σπουδαιότερο από τον αδελφό του ή να υπερηφανευθεί για κάτι ή να κατακρίνει ή να εξουδενώσει κάποιον, όταν θεωρεί τον εαυτό το κάτω απ’ όλη την κτίση; Παρόμοια και η «αδιάλειπτη προσευχή» είναι φανερό ότι καταπολεμά τη δεύτερη υπερηφάνεια. Γιατί είναι ολοφάνερο ότι ο ταπεινός, ο ευλαβής, επειδή ξέρει ότι κανένα καλό δεν είναι δυνατόν να κατορθώσει η ψυχή χωρίς τη βοήθεια και τη σκέπη του Θεού, δεν σταματά να παρακαλεί τον Θεό να τον ελεήσει. Και αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα, και αν ακόμα αξιωθεί και κατορθώσει κάτι, ξέρει με Ποιού τη δύναμη το κατόρθωσε.

Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπερηφανευθεί ούτε να το αποδώσει στη δύναμή του, αλλά αποδίδει στον Θεό κάθε κατόρθωμα και Αυτόν πάντα ευχαριστεί και παρακαλεί, τρέμοντας, μήπως χάσει αυτή τη βοήθεια και τότε φανερωθεί η ασθενική και αδύναμη φύση του. Και έτσι, με τη βοήθεια της ταπεινώσεως προσεύχεται και με την προσευχή ταπεινώνεται. Και όσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται και όσο ταπεινώνεται, βοηθιέται και προκόβει με τη δύναμη της ταπεινοφροσύνης.

Γιατί λοιπόν λέει ότι οι σωματικοί κόποι φέρνουν την ταπεινοφροσύνη; Τί σχέση έχει ο σωματικός κόπος με τη διάθεση της ψυχής; Σας εξηγώ: Όταν ξέπεσε η ψυχή από την τήρηση της εντολής του Θεού στην παράβαση, παραδόθηκε η άθλια, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος,2 στη φιληδονία και στην ανεξαρτησία, που οδηγεί στην πλάνη, αγάπησε τα σωματικά και κατά κάποιο τρόπο ταυτίσθηκε με το σώμα και έγινε όλη σάρκα, όπως λέει η αγία Γραφή: «Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους, επειδή είναι σάρκες» (Γέν. 6, 3). Από τότε λοιπόν η ταλαίπωρη αυτή ψυχή υποφέρει μαζί με το σώμα και συμφωνεί με όσα αυτό διαπράττει. Γι’ αυτό είπε ο γέροντας ότι ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση. Γιατί διαφορετική κατάσταση έχει η ψυχή του γερού και διαφορετική του αρρώστου, άλλη του πεινασμένου και άλλη του χορτάτου.

Παρόμοια πάλι, άλλη κατάσταση έχει η ψυχή αυτού που ιππεύει και άλλη εκείνου που κάθεται πάνω σε γαϊδουράκι, άλλη εκείνου που κάθεται σε θρόνο και άλλη αυτού που κάθεται καταγής,3 άλλη του καλοντυμένου και άλλη του κουρελή. Ο κόπος λοιπόν ταπεινώνει το σώμα. Και όταν ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή. Ώστε καλά είπε εκείνος ο γέροντας ότι ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση. Γι’ αυτό, όταν πολεμήθηκε ο Ευάγριος από τη βλασφημία, επειδή γνώριζε ότι η βλασφημία προέρχεται από την υπερηφάνεια και ότι, όταν ταπεινώνεται το σώμα ταπεινώνεται μαζί και η ψυχή, για σαράντα ολόκληρες μέρες δεν έμεινε σε στεγασμένο χώρο, ώστε το σώμα του, όπως λέει ο βιογράφος του, να γεμίσει τσιμπούρια σαν τα άγρια ζώα. Ο κόπος λοιπόν αυτός δεν έγινε για να θεραπεύσει τη βλασφημία, αλλά για να προκαλέσει την ταπείνωση. Καλά λοιπόν είπε ο γέροντας ότι οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωση.

Ο αγαθός Θεός να μας χαρίσει ταπείνωση, γιατί αυτή και από μεγάλα κακά γλυτώνει τον άνθρωπο και τον σκεπάζει από μεγάλους πειρασμούς.

Περί ταπεινοφροσύνης. Μέρος δεύτερον.

Μέμνημαι ότι ελαλούμέν ποτέ περί ταπεινώσεως, και τις των λαμπρών Γάζης ακούων ημών λεγόντων τούτο ότι όσον εγγίζεις τις τω Θεώ, τοσούτον βλέπει εαυτόν αμαρτωλόν, εξενίζετο και έλεγε˙ Πώς ενδέχεται τούτο; Και ηγνόει θέλων μαθείν τον λόγον. Λέγω αυτώ˙ Κύρι, ο πρωτεύων, ειπέ μοι, τι έχεις σεαυτόν εις την πόλιν σου; Λέγει μοι εκείνος˙ Έχω εμαυτόν μέγαν και πρώτον της πόλεως. Λέγω αυτώ˙ Εάν δε απέλθης εις Καισάρειαν, τι έχεις εαυτόν εκεί; Λέγει˙ Έχω εμαυτόν ευτελέστερον των μεγάλων των εκεί. Λέγω αυτώ˙ Εάν δε απέλθης εις Αντιόχειαν, τι έχεις σεαυτόν; Λέγει μοι˙ Έχω εμαυτόν ως ένα παγανόν. Λέγω αυτώ˙ Εάν δε εις Κωνσταντίνου πόλιν απέλθης εγγύς του βασιλέως, εκεί τί έχεις σεαυτόν; Λέγει μοι εκείνος˙ Έχω εμαυτόν ένα πένητα. Τότε λέγω αυτώ˙ Ιδού ούτως εισίν οι άγιοι˙ όσον εγγίζουσι τω Θεώ, τοσούτον αμαρτωλούς βλέπουσιν εαυτούς. Αβραάμ γαρ ότε είδε τον Κύριον, γην και σποδόν εαυτόν εκάλεσεν. Ησαΐας δε έλεγεν˙ Ώ τάλας και ακάθαρτός ειμί εγώ.

Ομοίως και ο Δανιήλ ότε ην εις τον λάκκον μετά των λεόντων, και απήλθεν Αββακούμ έχων το άριστον, λέγων αυτώ˙ Δέξαι το άριστον ο απέστειλέ σοι ο Θεός, τι φησίν ο Δανιήλ; Εμνήσθη γαρ μου ο Θεός; Οράς οίαν ταπείνωσιν είχεν η καρδία αυτού, ότε ην εις τον λάκκον μεταξύ των λεόντων, και ουκ έβλαπτον αυτόν, και ου μόνον άπαξ, αλλά και δεύτερον˙ και μετά ταύτα εθαύμασε λέγων˙ εμνήσθη γαρ μου ο Θεός;

Βλέπετε την ταπείνωσιν των αγίων, πώς διάκεινται αι καρδίαι αυτών; Άλλ’ ουδέ πεμπόμενοι παρά του Θεού προς βοήθειαν των ανθρώπων, κατεδέχοντο από ταπεινώσεως φεύγοντες το δοξασθήναι. Ώσπερ γαρ τις ενδεδυμένος ολοσήρικον, εάν ριφή κατ’ αυτού ράκος ακάθαρτον, φεύγει ίνα μη μιανθή το ένδυμα αυτού το τίμιον˙ ούτως εισί και οι άγιοι˙ ενδεδυμένος τας αρετάς φεύγουσι την ανθρωπίνην δόξαν, ίνα μη μιανθώσιν απ’ αυτής. Οι δε θέλοντες την δόξαν όμοιοί εισί τινί γυμνώ όστις αεί θέλει ευρείν μικρόν ράκος ή ει τι δήποτε, ίνα σκεπάση την ασχημοσύνην αυτού˙ ούτως και ο γυμνός από αρετών ζητεί την δόξαν των ανθρώπων.

Πεμπόμενοι ουν οι άγιοι παρά του Θεού προς βοήθειαν άλλων, από ταπεινώσεως ου κατεδέχοντο. Άλλ’ ο μεν Μωυσής έλεγε˙ Δέομαί σου προχειρίσαι άλλον δυνάμενον˙ εγώ γαρ ειμί ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος. Ιερεμίας δε έλεγε˙ Νεώτερός ειμί εγώ. Και έκαστος απλώς των αγίων ταύτην την ταπείνωσιν εκτήσατο εκ του ενεργήσαι, ως είπομεν, τας εντολάς. Ταύτην την ταπείνωσιν ουδείς δύναται λόγω φράσαι πως εστίν ή πώς εγγίνεται τη ψυχή, εάν μη από πείρας μάθη αυτήν άνθρωπος˙ λόγω δε ουδείς δύναται μαθείν αυτήν.

Ποτέ ο αββάς Ζωσιμάς ελάλει περί ταπεινώσεως, και τις ποτέ σοφιστής ευρεθείς εκεί, ακούων α ελάλει, θέλων μαθείν την ακρίβειαν, έλεγεν αυτώ˙ Ειπέ μοι πώς έχεις εαυτόν αμαρτωλόν; Ουκ οίδας ότι άγιος ει, ουκ οίδας ότι έχεις αρετάς; Ιδού βλέπεις πως ενεργείς τας εντολάς˙ πώς τοιαύτα ποιών έχεις ότι αμαρτωλός ει; Ο γέρων ουχ ηύρισκε πώς φράσαι αυτώ την απόκρισιν, αλλά έλεγεν αυτώ˙ Ουκ οίδα πως είπω σοι, άλλ’ ούτως έχω. Ο σοφιστής ουν ηναντιούτο αυτώ θέλων μαθείν πως εστίν. Ο δε γέρων μη ευρίσκων πως παραστήσαι αυτώ το πράγμα, ήρξατο λέγειν μετά της αγίας απλότητος αυτού˙ Μη διαστρέψης με, εγώ τέως ούτως έχω.

Ως ουν είδον εγώ τον γέροντα απορούντα πως αποκριθή, λέγω αυτώ˙ Άρα μη τούτό εστίν ώσπερ η σοφιστική και ιατρική; Όταν καλώς μανθάνη αυτή τις και πράττη αυτήν, κατά μικρόν εκ του ενεργείν αυτήν γίνεταί τις έξις τω ιατρώ ή τω σοφιστή˙ και ου δύναται ειπείν ουδέ οίδε φράσαι πως εγένετο εν έξει του πράγματος˙ κατά μικρόν, ως είπον, ανεπαισθήτως προσελάβετο αυτήν η ψυχή εκ του ενεργείν την τέχνην. Ούτως έστιν ευρείν και επί της ταπεινώσεως ότι εκ της εργασίας των εντολών γίνεταί τις έξις ταπεινή, και ου δύναται λόγω ρηθήναι. Ως ουν ήκουσεν ο αββάς Ζωσιμάς τούτο, εχάρη και ευθέως περιέλαβέ με και λέγει μοι˙ Εύρες το πράγμα, ούτως εστίν ως είπες. Εθεραπεύθη δε και ο σοφιστής ακούσας, και απεδέξαιτο και αυτός τον λόγον.

Είπον μεν γαρ και οι γέροντές τινά ποιούντα ημάς νοήσαι ταύτην την ταπείνωσιν˙ αυτήν δε την εγγινομένην διάθεσιν, ως έστιν, ουδείς εύρεν ειπείν. Επεί ο αββάς Αγάθων, ότε έμελλε τελευτάν, και είπον αυτώ οι αδελφοί˙ Και συ φοβή, Πάτερ; Είπε˙ Τέως εποίησα την δύναμίν μου φυλάξαι τας εντολάς, άλλ’ άνθρωπός ειμί. Πόθεν οίδα ει το έργον μου ήρεσε τω Θεώ; Άλλο γαρ εστί το κρίμα του Θεού και άλλο το των ανθρώπων. Ιδού ωμμάτωσεν ημάς εις το νοήσαι αυτήν και έδωκεν ημίν οδόν εις το καταλαβείν αυτήν. Πώς δε εστίν ή πως εγγίνεται τη ψυχή, καθώς πολλάκις είπον, ουδείς εύρεν ειπείν, ουδέ ηδυνήθη λόγω καταλαβείν, ει μη τι η ψυχή η αξιωθείσα από έργων μαθείν αυτήν. Τι δε εστί το φέρον αυτήν, είπον οι Πατέρες. Λέγει γαρ εις το γεροντικόν ότι ηρώτησεν αδελφός γέροντα λέγων˙ Τι εστίν η ταπείνωσις; Και είπεν ο γέρων˙ Η ταπείνωσις μέγα έργον εστί και θεϊκόν˙ η δε οδός της ταπεινώσεώς εστίν οι κόποι οι σωματικοί εν γνώσει και το είναί σε υποκάτω πάντων και το δέεσθαι του Θεού δια παντός.

Αύτη εστίν η οδός της ταπεινώσεως˙ αυτή δε η ταπείνωσις θεϊκή εστί και ακατάληπτος.

Δια τι δε λέγει ότι οι κόποι οι σωματικοί την ψυχήν φέρουσιν εις ταπείνωσιν; Ποίω λόγω οι σωματικοί κόποι της ψυχής εισίν αρετή; Το μεν γαρ είναι υποκάτω πάντων, και ανωτέρω είπομεν ότι αντίκειται τη πρώτη υπερηφανία. Πώς γαρ δύναται έχειν εαυτόν μείζονα του αδελφού αυτού ή επαρθήναι εν τίνι ή μέμψασθαι ή εξουδενώσαί τινά, ο έχων εαυτόν υποκάτω πάντων; Ομοίως και το εύχεσθαι δια παντός φανερόν εστί δια το αντικείσθαι τη δευτέρα υπερηφανία. Πρόδηλον γαρ ότι ο ταπεινός, ο ευλαβής, ως γινώσκων ότι ουδέν εγχωρεί κατορθωθήναι αγαθόν τη ψυχή άνευ της βοηθείας και σκέπης του Θεού, ου παύεται αδιαλείπτως δεόμενος του Θεού, ίνα ποιήσης μετ’ αυτού έλεος. Και ο δια παντός δεόμενος του Θεού, ει τι δ’ αν αξιωθή κατορθώσαι, οίδε πόθεν κατώρθωσε, και ου δύναται επαρθήναι ουδέ επιγράψαι τη ιδία δυνάμει, αλλά τω Θεώ επιγράφει παν κατόρθωμα και αυτώ αεί ευχαριστεί και αυτόν αεί παρακαλεί, τρέμων μη εκπέση της τοιαύτης βοηθείας, και φανερωθή η ασθένεια και η αδυναμία αυτού.

Και ούτως δια της ταπεινώσεως εύχεται και δια της ευχής ταπεινούται, και όσον αεί κατορθοί, αεί ταπεινούται, και όσον ταπεινούται, βοηθείται και προκόπτει δια της ταπεινοφροσύνης.

Δια τι ουν λέγει ότι και οι σωματικοί κόποι φέρουσι την ταπεινοφροσύν; Τι έχει ο σωματικός κόπος εις διάθεσιν ψυχής; Εγώ λέγω υμίν˙ Επειδή εκπεσούσα η ψυχή από της εντολής εις την παράβασιν, παρεδόθη η αθλία, ως λέγει ο άγιος Γρηγόριος, τη φιληδονία και τη αυτονομία της πλάνης, και ηγάπησε τα σωματικά, και τρόπον τινά ως εν τι ευρέθη μετά του σώματος και εγένετο όλη σάρξ, καθώς λέγει˙ Ου μη καταμείνη το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις, δια το είναι αυτούς σάρκας˙ και οίον συμπάσχει και συνδιατίθεται η αθλία ψυχή αύτη τοις γινομένοις υπό του σώματος˙ δια τούτο είπεν ο γέρων ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί εις ταπείνωσιν˙ άλλως γαρ διατίθεται η ψυχή του υγιαίνοντος και άλλως του αρρωστούντος, άλλως του πεινώντος και άλλως του κεκορεσμένου˙ ομοίως πάλιν άλλως διατίθεται η ψυχή του επικαθημένου ίππω και άλλως του επικαθημένου όνω, άλλως του καθημένου εις θρόνον και άλλως του καθημένου χαμαί, άλλως του φορούντος καλά ιμάτια και άλλως του φορούντος σαπρά.

Ο κόπος ουν ταπεινοί το σώμα˙ του δε σώματος ταπεινουμένου, συνταπεινούται αυτώ και η ψυχή, ώστε καλώς είπεν ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί εις ταπείνωσιν. Δια τούτο ότε επολεμήθη Ευάγριος υπό της βλασφημίας, ως έχων γνώσιν και ειδώς ότι η βλασφημία από υπερηφανίας έρχεται, ταπεινουμένου δε του σώματος συνταπεινούται και η ψυχή, εποίησε τεσσαράκοντα ημέρας μη εισελθών υπό στέγην, ώστε το σώμα αυτού, καθώς λέγει ο συγγραφεύς, εκβαλείν κρότωνας ως τα άγρια ζώα˙ ώστε ο κόπος ου δια την βλασφημίαν εγένετο, αλλά δια την ταπείνωσιν. Καλώς ουν είπεν ο γέρων ότι και οι σωματικοί κόποι οδηγούσιν εις την ταπείνωσιν. Ο Θεός ο αγαθός χαρίσηται ημίν την ταπείνωσιν, ότι και από μεγάλων κακών ρύεται τον άνθρωπον και σκεπάζει αυτόν από μεγάλων πειρασμών.

Υποσημειώσεις.

1. P. G. 65, 117B
2. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, P. G. 36 341 BC
3. «Γινώσκων ο Δεσπότης τη έξωθεν διαγωγή συσχηματίζεσθαι την της ψυχής αρετήν, λαβών λέντιον υπέδειξεν ημίν μέθοδον οδού ταπεινώσεως. Τοις γαρ του σώματος επιτηδεύμασιν εξομοιούται η ψυχή, και προς α πράττει, τυπούται, και προς αυτά σχηματίζεται… Άλλως ο επί θρόνου και άλλως ο επί κοπρίας καθήμενος διάκειται» (Ιωάννου Κλίμακος, P. G. 88, 1001 A).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (Μέρος Α’).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.