Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά -Φώτη το Λαυριώτη (μέρος 5-ον) – π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

«Κάποια φορά επισκέφθηκε τον ιερό ναό αγ. Φιλοθέης του ομωνύμου δήμου στην Αττική και συλλειτούργησε με τον σεβάσμιο τότε εφημέριο του ναού αιδεσιμ. Πρωτ. π. Ιωάννη Νιργιανάκη. Κατά τη θεία λειτουργία ήταν ξυπόλυτος. Και φανταστείτε ότι στην ενορία αυτή διαμένουν ως επί το πλείστον πλούσιοι! Οι κυρίες του Ενοριακού Φιλοπτώχου ταμείου που τον είδαν από το πρωί να λειτουργεί ξυπόλυτος πριν ακόμα τελειώσει η θεία λειτουργία του αγόρασαν ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Αφού τελείωσε η θεία λειτουργία οι ευλαβείς κυρίες του τα πρόσφεραν. Ο παπά –Φώτης με πολλή χαρά τα παρέλαβε κι ευχαρίστησε τις κυρίες. Μάλιστα μπροστά τους φόρεσε τα παπούτσια κι έφυγε υποδημένος. Όταν έφυγε από το ναό τον συνόδευαν τα παιδιά μου. Στη διασταύρωση του προαστίου με την οδό Κηφισίας ζήτησε να τον αφήσουν, ενώ κανονικά έπρεπε να μας τον επιστρέψουν στο σπίτι μας. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο είπε στα παιδιά μου: «Φύγτε σεις, θα ‘ρθω αργότερα στο σπίτ’ σας μόνος μου». Όντως, κατά το μεσημέρι επέστρεψε στο σπίτι μας όμως πάλι ξυπόλητος. Ενώ τα παιδιά μου επιστρέφοντας στο σπίτι μας μας είπαν το συμβάν ότι ο παπά –Φώτης έβαλε παπούτσια και σουλουπώθηκε και ομόφρυνε, προς έκπληξη όλων μας ο παπά –Φώτης ήταν και πάλι ανυπόδυτος. Τότε τον ρώτησα: «Παπά –Φώτη που πήγαν τα παπούτσια σου;». κι ο παπά –Φώτης φανερά ενοχλημένος γιατί δεν ήθελε να δώσει σαφείς εξηγήσεις είπε: «Ήταν σφιχτά στα πόδια μ’ και με πονούσαν και περνώντας από κάποιο φανάρ’ είδα κάποιον φτωχό και του τα ‘δωσα. Έτσ’ ησύχασα απ’ τον πόνο». Μάλλον ο παπά –Φώτης τα έκανε ελεημοσύνη».

«Κάποια άλλη φορά ο παπά –Φώτης περπατούσε στο κέντρο της Μυτιλήνης μπροστά από τη Μεραρχία. Εκεί βλέπει δύο μάρτυρες του Ιεχωβά να πουλάνε τα περιοδικά τους «Ξύπνα» και «Σκοπιά». Χωρίς να χάσει χρόνο έπεσε κυριολεκτικά πάνω στους χιλιαστές φωνάζοντάς τους «Αντίχριστοι! Απάτριδες! Προδότες!» και τους κτυπούσε! Ήταν δύο σωματώδεις άνδρες εκείνοι και ο παπά –Φώτης ένας κοντός και φαινόταν σαν να γινόταν μάχη μεταξύ κυκλώπων και Δαβίδ. Στις φωνές του παπά –Φώτη ξεπρόβαλε στο παράθυρο της Μεραρχίας ο στρατηγός και παρακολουθούσε τα δρώμενα. Αμέσως ο στρατηγός φώναξε τον υπασπιστή του και του έδωσε εντολή να του φέρει τον παπά –Φώτη στο γραφείο του. Πήγε ο υπασπιστής και είπε στον παπά –Φώτη μετά χαράς δέχθηκε την πρόσκληση του στρατηγού. Όταν τον συνάντησε από κοντά ο στρατηγός του είπε: «Παπά –Φώτη αν είχα δέκα στρατιώτες σαν εσένα δεν θα ήθελα κανέναν στο στρατό!».

«Κάποτε ο παπά –Φώτης με ζήτησε να τον πάω με το αυτοκίνητό μου σ’ ένα σπίτι σ’ ένα προάστιο της Μυτιλήνης όπου κατοικούσε μια κυρία που ασπάσθηκε τον Προτεσταντισμό. Το γεγονός αυτό τον απασχολούσε πάρα πολύ τον παπά –Φώτη. Μόλις φθάσαμε στο σπίτι της άρχισε ο παπά –Φώτης να της φωνάζει να βγει έξω. Το σπίτι της κυρίας ήταν διώροφο. Ο παπά –Φώτης μόλις εμφανίσθηκε η εν λόγω κυρία άρχισε να της λέει: «Κατέβα να ‘ξομολογηθείς». Εκείνη μόλις άκουσε τον παπά –Φώτη να της φωνάζει άρχισε να τον βρίζει και να του λέει: «Τραγόπαπα, φύγε γρήγορα έξω από το σπίτι μου γιατί θα φωνάξω την αστυνομία!». Ο παπά –Φώτης ατάραχος και με πιο δυνατή φωνή της έλεγε: «Πρόσεξε γιατί θα πεθάν’ς ασυγχώρητη και αμετανόητη! Θα πας στην κόλαση». Τελικά ο παπά –Φώτης δεν την έπεισε κι έφυγε. Σε μια βδομάδα η εν λόγω κυρία πέθανε. Μόλις έμαθα για το θάνατό της πήγα στον παπά –Φώτη και του είπα ότι η γυναίκα πέθανε και τον ρωτούσα επιμόνως: «Πώς παπά –Φώτη γνώριζες ότι η κυρία θα πεθάνει ενώ ήταν μια χαρά;». Κι ο παπά –Φώτης που ήθελε να κρυφτεί μου έλεγε: «Παλαβέ δεν ξέρ’ς τι λες. Εγώ έτσι το είπα!».

«Άλλοτε πήγα να δω τον παπά –Φώτη καταχείμωνο στον άγιο Λουκά αφού έμαθα ότι ήταν εκεί. Από μέσα από το αυτοκίνητο είδα τον παπά –Φώτη να είναι στο κτήμα και του φώναξα: «Παπά –Φώτη την ευχή σου». Τότε, εκείνος με κάλεσε να κατέβω και με πέρασε μέσα στο σπιτάκι του, ένα στρογγυλό κτίσμα που έκανε μέσα στο χώρο που είναι κτισμένος ο άγιος Λουκάς. Ο παπά –Φώτης έμενε στον επάνω χώρο του κτιρίου. Ενώ έκανε πολύ κρύο και παρότι εγώ ήμουν προηγουμένως μέσα στο αυτοκίνητό μου και φορούσα πολλά βαρειά ρούχα, είδα τον παπά –Φώτη να είναι μονοχίτων, δηλ. φορούσε μόνο το ζωστικό του, χωρίς καν να φορά εσωτερικά εσώρουχα και παντελόνι! Γνώριζα και από άλλες φορές ότι ο παπά –Φώτης δεν φοράει ποτέ του εσώρουχα. Τα ρούχα και τα εσώρουχα τα θεωρούσε περιττά. Έκανε άσκηση; Κανείς δεν γνωρίζει για να δώσει την κατάλληλη απάντηση!».

«Κάποτε η θυγατέρα μου αφού τελείωσε το πανεπιστήμιο επιθυμούσε να πάει για μεταπτυχιακά στην αστρονομία στο Λονδίνο. Όμως εγώ δεν είχα την οικονομική δυνατότητα γιατί είχα άλλα τρία παιδιά. δεν ήθελα να αδικήσω αργότερα κανέναν. Τότε μπροστά σ’ αυτό το δίλημμά μου το εξαγορεύθηκα στον παπά –Φώτη. Τότε ο παπά –Φώτης αμέσως γράφει μια επιστολή στο ίδρυμα Ωνάση και με ωραία λόγια ζητά μια υποτροφία για την κόρη μου. Μάλιστα μου είπε ο ίδιος να πάω την επιστολή και να συναντήσω τον υπεύθυνο του ιδρύματος για να του εκθέσω το πρόβλημα –αίτημά μου και φυσικά με όλα τα δικαιολογητικά. Με συνεβούλευσε πως αφού εκθέσω όλα τα σχετικά με το αίτημά μου στο τέλος να δώσω την προσωπική του επιστολή. Έκαναν όπως ακριβώς με συμβούλευσε ο παπά –Φώτης. Ο υπεύθυνος του ιδρύματος μου είπε ότι θα μας απαντήσουν. Δεν πρόλαβα να επιστρέψω στο σπίτι μου και έλαβα θετική απάντηση. Να θεωρήσω ότι εγώ τα εξέθεσα όλα τόσο καλά προς τον υπεύθυνο του ιδρύματος και έτυχα θετικής απαντήσεως δεν το νομίζω. Πιστεύω ότι η προσευχή του παπά –Φώτη επέτυχε για την επίτευξη του σκοπού μας. Έτσι η κόρη μου πραγματοποίησε την επιθυμία της για το μεταπτυχιακό της».

Κάποια φορά πήγε ο κ. Ευθύμιος Φασιάς στον άγιο Λουκά στα Πάμφιλα να εξομολογηθεί στον παπά –Φώτη. Τον βρήκε να έχει κόσμο και ταυτόχρονα να κάνει κάποιες εργασίες. Κάποια στιγμή τον πλησίασε και του ζήτησε να τον εξομολογήσει. Τότε ο παπά –Φώτης του λέει: «Έλα λέγε». «Μα», του απαντάει ο κ. Ευθύμιος, «εδώ» μπροστά στον κόσμο που πηγαινοέρχεται θα εξομολογηθώ;». Και ο παπά –Φώτης του είπε: «Όταν τα ‘κάμνες τα ‘βλέπε ο Θεός, τώρα έχ’ς το πρόβλημα;».

Κάποια φορά που ταξίδευε για Πειραιά με το πλοίο, συνέβη το εξής περιστατικό: Άκουσε τον Καπετάνιο να βλασφημεί. Εκείνη την ώρα ο παπά –Φώτης έτρωγε μια μακαρονάδα που του πρόσφεραν. Χωρίς να χάσει χρόνο άρπαξε το πιάτο με τα μακαρόνια και το έφερε στο κεφάλι του καπετάνιου. Να λάβουμε υπόψιν μας ότι ο παπά –Φώτης ποτέ του δεν πλήρωνε εισιτήρια με τα πλοία που ταξίδευε. Τον αγαπούσαν όλοι οι ναυτικοί, από καπετάνιοι μέχρι λοστρόμοι. Όμως παρόλο που ο παπά –Φώτης μπορεί να είχε κάποια υποχρέωση προς όλους, ποτέ του δεν χαριζόταν σε θέματα πίστεως. Τη βλασφημία τη θεωρούσε μεγάλη αμαρτία και είχε, όπως είδαμε παραπάνω, τον τρόπο για να την πατάσσει.

Κάποιος τολμηρός συνομιλητής του τον ρώτησε κάποτε: «Παπά –Φώτη πού θέλεις όταν πεθάνεις να σε θάψουμε;» κι ο παπά –Φώτης του απάντησε: «Να με ρίξετε στα σκυλιά!».

Πήγε κάποτε ο παπά –Φώτης να λειτουργήσει σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι της Αττικής. Οι μοναχές όμως για κάποια αιτία δεν τον άφησαν να λειτουργήσει. Φεύγοντας όμως από το παλαιό μοναστήρι πήρε χώμα μαζί του και είπε: «Εδώ όσοι έρχονται πρέπει να παίρνουν χώμα και να το πίνουν με το νερό για ευλογία. Είναι ευλογημένο αυτό το μοναστήρι, αγιασμένο και ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων μοναχών!!!».

Πολλές φορές όταν οι συνομιλητές του παπά –Φώτη επεκτείνονταν σε μωρολογίες και ξέφευγε από την ευπρέπεια, τότε ο παπά –Φώτης εύρισκε τον τρόπο ή να αποσυρόταν ή αν δεν μπορούσε άρχιζε να ζωγραφίζει αγνοώντας εμφανώς τους εκτραπέντας συνομιλητάς του.

Από το 1971 ο παπά –Φώτης ξεκινά το έργο της ανοικοδομήσεως του ναού του αγίου Λουκά του νεομάρτυρος στο κτήμα του. Ο άγιος Λουκάς ο νεομάρτυς γεννήθηκε στην Αδριανούπολη και ασκήτευε στο άγιον Όρος. Στο νησί της Λέσβου και συγκεκριμένα στην περιοχή των Παμφίλων έζησε και μαρτύρησε στη Μυτιλήνη στις 23 Μαρτίου 1802. Σε πολλούς γνωστούς και αγνώστους, παρόλα αυτά χριστιανούς, γράφει για να τον συνδράμουν στο έργο του. Ο αείμνηστος καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννης Φουντούλης το έτος 1971 του αγόρασε τα ιερά σκεύη για το νέο του ναό.

Το έτος 1984 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ. στο λεκανοπέδιο της Αττικής με κατάγματα. Περπατούσε στην οδό Αθηνάς, κοντά στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα και τον παρέσυρε κάποιος μοτοσικλετιστής και εξαφανιζόμενος τον άφησε σχεδόν ημιθανή και με κατάγματα στα πόδια του. Νοσηλεύθηκε για κάμποσους μήνες στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ. και κατόπιν και στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης. Ένας μεγάλος πειρασμός ήταν κι αυτή όπως και πολλές άλλες περιπέτειες που πέρασε στη ζωή του. Όταν ήταν το ζενίθ του έργου του ο διάβολος του έβαζε εμπόδια για να τον σταματήσει. Ο παπά –Φώτης όμως ως εκ τούτου δεν καταβαλλόταν ούτε το έβαζε κάτω. Από τη φύση του, είτε από το καλογερικό του πείσμα ή την επιμονή του, ξανασηκωνόταν και ξανάρχιζε από κει που διέκοπτε και μάλιστα με περισσότερο ζήλο. Μάλλον τις ασθένειες τις οικονομούσε ο Θεός στη ζωή του για να τον κάνει να ξεκουράζει το σαρκίον του, το οποίο τόσο βάναυσα υποπίαζε. Ίσως όμως, και πολύ πιθανόν, ο διάβολος να φθονούσε τα πολυποίκιλα έργα του και να του έβαζε τρικλοποδιές. Τελικά μάλλον ο παπά –Φώτης κορόιδευε τον διάβολο, παρά ο διάβολος τον παπά –Φώτη. Η αδιάλειπτη προσευχή του, η ασταμάτητη απαγγελία των χαιρετισμών στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η μεγάλη τιμή προς τους αγίους της εκκλησίας μας τον όπλιζαν με την νοητή ασπίδα που εξεδίωκε τις σατανικές δυνάμεις.

Στις 6 Φεβρουαρίου είναι εορτή του αγίου Φωτίου την οποία και ο παπά –Φώτης εόρταζε πανηγυρικά. Παλαιότερα έκανε το καλογερικό τραπέζι στο νάρθηκα του αγίου Αντωνίου, αργότερα και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του το τραπέζι το έκανε στην ταβέρνα του Παναή, κοντά στον Τρίγωνα. Σ’ αυτό το τραπέζι συνήθως φιλοξενούσε μεγάλες προσωπικότητες, αρχιερείς, ιερωμένους όλων των βαθμών, καθηγητές πανεπιστημίου και γενικά όποιον τον γνώριζε και τον αγαπούσε. Ο καθηγητής της λειτουργικής, αείμνηστος δάσκαλος Ιωάννης Φουντούλης, ήταν ένας από εκείνους που εκτός της πνευματικής φιλίας, ήταν και συμπατριώτης του. Σε κάποιο ευχετήριο γράμμα του δικαιολογούμενος που δεν θα μπορούσε να παραστεί στην εορτή στον Τρίγωνα έγραφε προς τον παπά –Φώτη: «Θεσσαλονίκη 6/2/1963. Σεβαστέ μου πάτερ Φώτιε. Σήμερα δεν μπόρεσα να βρίσκομαι στην λειτουργία που θα τέλεσες στο όνομά σου, ούτε στο καλογερικό τραπέζι που θα παρέθεσες στο νάρθηκα του αγίου Αντωνίου. Θα ήταν τόσο όμορφα και θα θυμόμαστε και οι δυο τις ωραίες πανηγυρικές τράπεζες του αγίου Όρους με τη λιτή, την εικόνα, την λαμπάδα και την ύψωση της Παναγίας, την ανάγνωση και το θυμίασμα με το κατσίον. Εκκλησιάσθηκα όμως στον πανεπιστημιακό ναό, είπαμε και το «Ως των Αποστόλων…» και θυμηθήκαμε Φωτίου Λαυριώτου και Φωτίου του Σιμωνοπετρίτου…». Τέτοια γράμματα από καταξιωμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές αποδεικνύουν ότι η προσωπικότητα του παπά –Φώτη δεν περνούσε απαρατήρητη και από την αφρόκρεμα της γνώσης και της επιστήμης. Άλλωστε ο εν λόγω καθηγητής και συμπατριώτης τους πολλές φορές όταν ήθελε στους φοιτητές του, κληρικούς και λαϊκούς, να διδάξει την ευσέβεια και ιεροπρέπεια, τον ζήλο του οίκου του Θεού Πατέρα δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί ως παράδειγμά του τη μορφή του παπά –Φώτη Λαυριώτη.

Ο παπά –Φώτης θεωρούσε μεγάλη του τιμή να τον προσκαλέσει κάποιος στο γάμο του. Άφηνε όλες τις εργασίες του και έτρεχε όπου τον καλούσαν, είτε σε γάμο, είτε σε βάπτιση, είτε σε κηδεία, είτε σε μνημόσυνο, είτε σε εκταφές, είτε σε τρισάγια. Πήγαινε με τόση αγάπη για τους συνανθρώπους του που δεν λογάριαζε κόπους, θυσίες και χρήματα. Συνήθιζε όταν πήγαινε σε γάμους να μεταφέρει και τα δώρα της αγάπης του. Ο παπά –Φώτης παρευρέθηκε και στους γάμους του αειμνήστου καθητηγού Πανεπιστημίου Ιωάννου Φουντούλη. Αλλά και όλοι οι εν Λέσβω διαβιούντες γνωρίζουν ο καθένας από προσωπικά τους βιώματα την αείποτε παρουσία του παπά –Φώτη σε όλες τις περιστάσεις της ζωής των, και στις χαρές και στις λύπες τους.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.