Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του για το θείο φόβο (μέρος Α’).

Ο άγιος και ευαγγελιστής Ιωάννης λέει στις Καθολικές επιστολές: «Η τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο» (Α’ Ιωάν. 4, 18). Άραγε, τι θέλει μ’ αυτό να μας επισημάνει ο Άγιος; Ποια άραγε ονομάζει αγάπη και ποιο φόβο; Ο Προφήτης λέει στον Ψαλμό: «Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού» (Ψαλμ. 33, 10)˙ και χίλια άλλα παρόμοια βρίσκουμε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι Άγιοι, που τόσο αγαπούν τον Κύριο, τον φοβούνται, πώς λέει «η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο»;

Θέλει να μας δείξει ο Άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο μεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαμε, στην πνευματική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευματικά, αυτών που έφθασαν στο μέτρο της αγίας αγάπης. Να, τι θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέλημα του Θεού για το φόβο της τιμωρίας. Αυτός, όπως είπαμε, είναι ακόμα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Άλλος κάνει το θέλημα του Θεού επειδή αγαπά τον Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα με το να είναι η ζωή του ευάρεστη στον Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύθηκε τι σημαίνει να είναι κανείς ενωμένος με τον Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο Άγιος την ονομάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέλημα του Θεού, όχι από φόβο για τις τιμωρίες, όχι από φόβο μήπως κολασθεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαμε, επειδή γεύθηκε τη γλυκύτητα που
δοκιμάζει όποιος είναι ενωμένος με τον Θεό, φοβάται μήπως τη χάσει, φοβάται μήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος, που προέρχεται απ’ αυτή την αγάπη, απομακρύνει τον αρχικό φόβο. Και γι’ αυτό λέει: «Η τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο». Είναι όμως αδύνατον να φθάσει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά μόνο με τον αρχικό.

Γιατί υπάρχουν τρία είδη ψυχικών διαθέσεων, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, με τα οποία μπορούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό.1 Δηλαδή, ευαρεστούμε στον Θεό ή επειδή φοβόμαστε την κόλαση – και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου – ή εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού επειδή επιδιώκουμε τα κέρδη που θα πάρουμε σαν μισθό από τον Θεό για την προσωπική μας ωφέλεια – και σ’ αυτό το σημείο μοιάζουμε με τους μισθωτούς – ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού. Γιατί, όταν ο υιός φθάσει σε ώριμη ηλικία, κάνει το θέλημα του πατέρα του, όχι γιατί φοβάται μήπως τον δείρει, ούτε για να πάρει απ’ αυτόν μισθό, αλλά επειδή τον αγαπά ιδιαίτερα και τον σέβεται και είναι σίγουρος ότι όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του είναι δικά του. Αυτός αξιώνεται να ακούσει: «Δεν είσαι πια δούλος, αλλά υιός και κληρονόμος του Θεού δια Χριστού» (Γαλ. 4, 7). Αυτός δεν φοβάται πια τον Θεό, μ’ εκείνον βέβαια τον αρχικό φόβο, αλλά τον αγαπά, όπως λέει ο άγιος Αντώνιος: «Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ».

Και ο Κύριος που είπε στον Αβραάμ, μετά την προσφορά του παιδιού του, «τώρα πια βεβαιώθηκα ότι φοβάσαι τον Θεό» (Γεν. 22, 12), εκείνον τον τέλειο φόβο εννοούσε, που έρχεται στην ψυχή από την αγάπη. Γιατί πώς θα έλεγε «τώρα πια βεβαιώθηκα»; Συγχώρα με, Θεέ μου, που θα κάνω αυτή τη σκέψη. Τόσα πολλά έκανε ο Αβραάμ. Υπάκουσε στον Θεό και άφησε όλα του τα υπάρχοντα και ξενιτεύτηκε σε ξένη γη και σε ειδωλολατρικό έθνος, όπου δεν υπήρχε ούτε ίχνος θεοσέβειας, και πάνω απ’ όλα του έστελνε και τον φοβερό πειρασμό της θυσίας του παιδιού του. Και μετά απ’ όλα αυτά του λέει «τώρα πια βεβαιώθηκα ότι φοβάσαι τον Θεό»; Είναι ολοφάνερο ότι τον τέλειο φόβο εννοούσε, αυτόν που έχουν οι Άγιοι. Γιατί οι Άγιοι δεν κάνουν πια το θέλημα του Θεού από το φόβο της τιμωρίας ή για να πάρουν μισθό, αλλά επειδή αγαπούν τον Θεό, όπως πολλές φορές είπαμε, επειδή φοβούνται να κάνουν κάτι που δεν συμφωνεί με το θέλημα του Αγαπημένου. Και γι’ αυτό λέει: «Η αγάπη απομακρύνει το φόβο».

Γιατί δεν τηρούν πια το νόμο του Θεού από φόβο, αλλά φοβούνται επειδή αγαπούν.

Αυτός είναι ο τέλειος φόβος, αλλά δεν μπορεί κανείς να φθάσει στον τέλειο φόβο, όπως πριν είπαμε, αν δεν αποκτήσει πρώτα τον αρχικό φόβο. Γιατί λέει: «Η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου» (Ψαλμ. 110. 10). Και πάλι λέει: «Αρχή και τέλος είναι ο φόβος του Θεού» (Παροιμ. 1, 7: 9, 10: 22, 4). Αρχή εννοεί τον αρχικό φόβο που τον διαδέχεται ο τέλειος, ο φόβος των Αγίων. Ο αρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στο δικό μας πνευματικό επίπεδο. Αυτός προφυλάσσει την ψυχή από κάθε κακία, όπως το γάνωμα προφυλάσσει το χάλκωμα.2 Γιατί λέει: «Με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει καθένας από κάθε κακό» (Παροιμ. 15, 27). Αν λοιπόν απομακρυνθεί από το κακό, με το φόβο της τιμωρίας, σαν τον δούλο που φοβάται το αφεντικό του, φθάνει σιγά – σιγά να κάνει το καλό, και κάνοντας το καλό αρχίζει λίγο – λίγο να ελπίζει και σε κάποια αμοιβή της εργασίας, όπως ακριβώς και ο μισθωτός. Όταν λοιπόν επιμείνει στην αποφυγή του κακού, όπως είπαμε, από φόβο σαν τον δούλο, και πάλι όταν συνεχίσει να κάνει το καλό με την ελπίδα της αμοιβής,
όπως ακριβώς ο μισθωτός, παραμένοντας, με τη Χάρη Θεού, στην προσπάθεια του καλού για αρκετό χρονικό διάστημα και προσεγγίζοντας τον Θεό, ανάλογα με την πρόοδό του, γεύεται τελικά τη Θεϊκή παρουσία και δεν θέλει πια να απομακρυνθεί από τον Θεό. Γιατί «ποιος μπορεί πια να τον χωρίσει», όπως είπε ο απόστολος, «από την αγάπη του Χριστού»; (Ρωμ. 8, 35). Τότε φθάνει στην κατάσταση του υιού και αγαπά το καλό για το ίδιο το καλό και φοβάται επειδή αγαπά.3 Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος και τέλειος φόβος.

Γι’ αυτό ο Προφήτης, διδάσκοντάς μας τη διαφορά αυτών των φόβων, έλεγε: «Ελάτε, παιδιά μου, ακούστε με, θα σας διδάξω το φόβο του Θεού» (Ψαλμ. 33, 12). Προσέξτε σε κάθε λόγο του Προφήτη, προσέξτε ότι κάθε λέξη του έχει δύναμη. Πρώτα – πρώτα λέει: «Ελάτε κοντά μου», προσκαλώντας μας στην αρετή. Προσθέτει και τη λέξη «παιδιά». Παιδιά ονομάζουν οι Άγιοι εκείνους που με το λόγο τους μεταμορφώνονται από την κακία στην αρετή, όπως λέει ο απόστολος: «Παιδιά, που για χάρη σας ξαναδοκιμάζω τις ωδίνες του τοκετού, μέχρι να μορφωθεί ο Χριστός μέσα σας» (Γαλ. 4, 19). Μετά, αφού μας προσκάλεσε και μας παρακίνησε για μια τέτοια μεταμόρφωση, λέει: «Θα σας διδάξω το φόβο του Κυρίου». Βλέπετε την παρρησία του Αγίου; Εμείς όταν θέλουμε να πούμε κάτι καλό, πάντα λέμε: «Θέλετε να μιλήσουμε λίγο και να εμβαθύνουμε στο τι σημαίνει φόβος του Θεού ή κάποια άλλη αρετή»; Ο Άγιος όμως δεν μίλησε έτσι, αλλά με παρρησία έλεγε: «Ελάτε, παιδιά μου, ακούστε με, θα σας διδάξω το φόβο του Θεού.

Ποιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που θέλει να ζήσει, που επιθυμεί να δει καλές ημέρες»; (Ψαλμ. 33, 13). Μετά, σαν κάποιος να απάντησε, «εγώ, θέλω, μάθε με πώς να ζήσω, ώστε να δω καλές ημέρες», τον διδάσκει λέγοντας: «Σταμάτησε τη γλώσσα σου να λέει ανάρμοστα λόγια και τα χείλη σου να μιλούν με τρόπο δόλιο» (Ψαλμ. 33, 14). Να, αμέσως κόβει την ενέργεια του κακού με το φόβο του Θεού. Το να σταματήσεις τη γλώσσα σου να λέει ανάρμοστα λόγια, σημαίνει να μην πληγώσεις με κάποιο λόγο τη συνείδηση του πλησίον, να μην κακολογήσεις, να μην κάνεις κανένα να οργισθεί. Το δε «τα χείλη σου να μη μιλούν με τρόπο δόλιο», σημαίνει να μη εξαπατήσεις τον πλησίον.

Μετά προσθέτει: «Απομακρύνσου από το κακό». Ανέφερε πρώτα μερικές αμαρτίες, την καταλαλιά, τη δολιότητα, και συμπλήρωσε γενικά για κάθε άλλη κακία με το «απομακρύνσου από κάθε πράγμα που οδηγεί στην αμαρτία. Και δεν είπε μόνο αυτό και σιώπησε, αλλά πρόσθεσε: «Κάνε το καλό». Γιατί πολλές φορές δεν κάνει κανείς το κακό, άλλ’ όμως δεν κάνει ούτε καλό. Δεν αδικεί, όμως ούτε και ελεεί. Δεν μισεί, όμως ούτε αγαπά. Καλά λοιπόν είπε ο Προφήτης: «Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό».

Έτσι μας δείχνει με τη σειρά τις τρεις εκείνες καταστάσεις που προείπαμε. Με το φόβο δηλαδή του Θεού οδηγεί την ψυχή μακριά από το κακό και την παροτρύνει να ανυψωθεί στο χώρο του καλού. Γιατί, αν αξιωθεί κανείς να σταματήσει να κάνει το κακό και να απομακρυνθεί απ’ αυτό, με φυσικό τρόπο πια κάνει το καλό, με την καθοδήγηση των αγίων. Αφού είπε πολύ καλά αυτά, στη συνέχεια πρόσθεσε: «Ζήτησε την ειρήνη και επιδίωξέ την». Και δεν είπε: «Ζήτησε» μόνο, αλλά «κυνήγησέ την», για να την αποκτήσεις.

Προσέξτε πολύ καλά αυτό το ρητό και παρατηρήστε την ακρίβεια του Αγίου. Όταν αξιωθεί κανείς να απομακρυνθεί από το κακό και αγωνιστεί, με τη Χάρη του Θεού, να κάνει συνέχεια το καλό, αμέσως αρχίζουν οι εχθροί του να τον πολεμούν. Αγωνίζεται λοιπόν, κοπιάζει, συντρίβεται, όχι μόνο επειδή φοβάται να μην ξαναγυρίσει στο κακό, όπως είπαμε για τον δούλο, αλλά ελπίζοντας ότι θα πάρει το μισθό του για το καλό, όπως ακριβώς ο μισθωτός. Με το να πολεμιέται λοιπόν και να πολεμάει και να κτυπιέται με τον εχθρό, κάνει το καλό, αλλά με πολλή θλίψη, με πολλή συντριβή. Όταν λοιπόν πάρει βοήθεια από τον Θεό και αρχίζει να συνηθίζει να κάνει το καλό, τότε βλέπει την ανάπαυση, τότε γεύεται προοδευτικά την ειρήνη, τότε αισθάνεται ποια είναι η θλίψη του πολέμου και ποια η χαρά και η ευφροσύνη της ειρήνης. Τότε λοιπόν τη ζητά, αγωνίζεται και την καταδιώκει τρέχοντας, για να την κερδίσει, για να την κατακτήσει τέλεια, για να την εγκαταστήσει στην ψυχή του.

Ποιος λοιπόν είναι πιο μακάριος από την ψυχή εκείνη που αξιώθηκε να φθάσει σ’ αυτό το μέτρο; Αυτός, όπως πολλές φορές είπαμε, βρίσκεται στην κατάσταση του υιού. Γιατί πραγματικά είναι μακάριοι αυτοί που επιδιώκουν την ειρήνη, «διότι αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού» (Ματθ. 5, 9). Ποιος λοιπόν μπορεί να πείσει πλέον την ψυχή εκείνη να κάνει το καλό για κάποιον άλλο λόγο, εκτός από την απόλαυση αυτού του ίδιου του αγαθού; Ποιος άλλος γνωρίζει αυτή τη χαρά, παρά εκείνος που τη γεύθηκε; Τότε αυτός γνωρίζει, όπως πολλές φορές είπαμε, τον τέλειο φόβο. Ακούσαμε λοιπόν ποιος είναι ο τέλειος φόβος των Αγίων και ποιος είναι ο αρχικός φόβος της δικής μας καταστάσεως. Από πού ξεκινάει κανείς και που φθάνει με το φόβο του Θεού. Τώρα λοιπόν μας απομένει να μάθουμε το πώς έρχεται ο φόβος του Θεού και να πούμε ποια είναι αυτά που μας αποξενώνουν απ’ αυτόν.

Περί θείου φόβου. Μέρος πρώτον.

Λέγει εν ταις Καθολικαίς ο άγιος Ιωάννης˙ Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Άρα τι θέλει δια τούτου σημάναι ημίν ο άγιος; Ποίαν άρα λέγει αγάπην και ποίον φόβον; Ο μεν Προφήτης εν τω ψαλμώ λέγει˙ φοβήθητε τον Κύριον, πάντες οι άγιοι αυτού˙ και άλλα δε μυρία τοιαύτα ευρίσκομεν εν ταις αγίαις Γραφαίς. Ει ουν και οι άγιοι ούτως αγαπώντες τον Κύριον φοβούνται αυτόν, πώς λέγει˙ Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον; Δείξαι ημίν θέλει ο άγιος ότι δύο εισί φόβοι, εις εισαγωγικός και εις τέλειος, και ότι ο μεν εις των αρχομένων εστίν, ως αν είποι τις, του θεοσεβείν, ο δε άλλος των αγίων εστί των τελειωθέντων, των φθασάντων εις το μέτρον της αγίας αγάπης. Οίόν τι λέγω˙ Ποιεί τις το θέλημα του Θεού δια τον φόβον των κολάσεων˙ ούτος, ως είπομεν, ακμήν αρχάριός εστίν, ούτος ου ποεί ακμήν δι’ αυτό το καλόν, αλλά δια τον φόβον των πληγών. Άλλος δε ποιεί το θέλημα του Θεού αγαπών αυτόν τον Θεόν, αγαπών ιδικώς το ευαρεστείν τω Θεώ. Ούτος οίδε τι εστίν αυτό το καλόν, ούτως έγνω τι εστί το είναι μετά του Θεού.

Ιδού ούτός εστίν ο έχων την αληθινήν αγάπην, ην λέγει ο άγιος τελείαν, και αύτη η αγάπη φέρει αυτόν εις τον τέλειον φόβον. Φοβείται γαρ ο τοιούτος και φυλάττει το θέλημα του Θεού, ουκ έτι δια τας πληγάς, ουκ έτι δια το μη κολασθήναι, άλλ’ ώσπερ είπομεν, γευσάμενος αυτής της γλυκύτητος του είναι μετά του Θεού, φοβείται μη εκπέση αυτής, φοβείται μη στερηθή αυτής. ούτος ουν ο τέλειος φόβος ο εκ της αγάπης ταύτης γινόμενος έξω βάλλει τον εισαγωγικόν φόβον. Και δια τούτο λέγει ότι˙ Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Αδύνατον δε εστίν ελθείν τον τέλειον φόβον, ει μη δια του εισαγωγικού.

Τρεις γαρ εισί διαθέσεις, ως λέγει ο άγιος Βασίλειος, δι’ ων δυνάμεθα ευαρεστήσαι τω Θεώ. Η γαρ φοβούμενοι την κόλασιν ευρεστούμεν και εσμέν εν τη καταστάσει του δούλου˙ ή τα εκ του μισθού κέρδη διώκοντες, της εαυτών ένεκεν ωφελείας πληρούμεν τα προστεταγμένα και κατά τούτο προσεοίκαμεν τοις μισθίοις ή δι’ αυτό το καλόν και εσμέν εν τη καταστάσει του υιού. Ο γαρ υιος όταν έλθη εις φρόνησιν, ποιεί το θέλημα του πατρός αυτού, ου φοβούμενος μη δαρή, ουδέ δια το λαβείν μισθόν παρ’ αυτού, αλλά αγαπών αυτόν, φυλάττων αυτώ ιδικώς αυτήν την αγάπην και την τιμήν την πατρικήν, και πεπεισμένος εστίν ότι πάντα τα υπάρχοντα του πατρός, αυτού εστίν. Ο τοιούτος αξιούται ακούσαι˙ Ουκ έτι ει δούλος, αλλά υιός και κληρονόμος Θεού δια Χριστού˙ ο τοιούτος ουκ έτι φοβείται, ως είπομεν, τον Θεόν κατ’ εκείνον δήλον ότι τον εισαγωγικόν φόβον, αλλά αγαπά, ως λέει ο άγιος Αντώνιος εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλά αγαπώ αυτόν. Και ο Κύριος λέγων τω Αβραάμ μετά το προσενέγκαι τον υιόν αυτού, το Νυν έγνων ότι φοβή συ τον Θεόν,
εκείνον σημαίνει τον τέλειον φόβον τον εκ της αγάπης εγγινόμενον. Πώς γαρ είχεν ειπείν το Νυν έγνων; Ελέησον, τοσαύτα εποίησεν, υπήκουσε του Θεού και αφήκε τα ίδια πάντα και παρώκησεν εις γην αλλοτρίαν και εις έθνος ειδωλολατρών, όπου ουκ ην ουδέ ίχνος θεοσεβείας, και επί τούτοις υπήνεγκε και τον τοιούτον φοβερόν πειρασμόν της θυσίας του υιού, και μετά ταύτα πάντα έλεγεν αυτώ˙ Νυν έγνων ότι φοβή συ τον Θεόν˙ δήλον ότι τον τέλειον φόβον έλεγε τον των αγίων. Ουκ έτι γαρ δια φόβον κολάσεως ή δια το λαβείν μισθόν ποιούσι το θέλημα του Θεού, αλλά αγαπώντες, καθώς πολλάκις είπομεν, φοβούμενοι ποιήσαί τι παρά το θέλημα του αγαπητού. Και δια τούτο λέγει˙ Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Ουκ έτι γαρ από φόβου ποιούσιν, άλλ’ εκ του αγαπάν φοβούνται.

Ούτός εστί ο τέλειος φόβος, άλλ’ ου δυνατόν τον τέλειον ελθείν, ως προείπομεν, εάν μη σχή τις πρώτον τον εισαγωγικόν φόβον. Λέγει γαρ Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου˙ και πάλιν λέγει˙ Αρχή και τέλος εστίν ο φόβος του Θεού. Αρχήν λέγει τον εισαγωγικόν φόβον, μεθ’ ον εστίν ο τέλειος ο των αγίων. Ο ουν εισαγωγικός φόβος της καταστάσεως ημών εστίν˙ ούτος φυλάττει την ψυχήν ώσπερ η γάνωσις από πάσης κακίας. Λέγει γαρ˙ Τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού. Εάν ουν εκκλίνη τις από κακού δια τον φόβον της κολάσεως, ως ο δούλος φοβούμενος τον δεσπότην, έρχεται κατά μέρος και εις το ποιήσαι το αγαθόν, και ποιών το αγαθόν κατά μικρόν μικρόν άρχεται και ανταπόδόσίν τινά της εργασίας του αγαθού ελπίζειν, καθάπερ ο μισθωτός. Όταν ουν εμμείνη φεύγων το κακόν, ως είπομεν, δια τον φόβον ώσπερ ο δούλος, και πάλιν ποιών το αγαθόν δια την ελπίδα ώσπερ ο μισθωτός, χρονίζων συν Θεώ εν τω αγαθώ και κατ’ αναλογίαν συναπτόμενος τω Θεώ, γεύεται λοιπόν και εις αίσθησίν τινά έρχεται αυτού του όντως αγαθού και ουκέτι θέλει χωρισθήναι απ’
αυτού. Τις γαρ αυτόν έτι δύναται χωρίσαι, ως είπεν ο απόστολος, από της αγάπης του Χριστού; Τότε φθάνει εις το μέτρον του υιού και αγαπά δι’ αυτό το καλόν και φοβείται επειδή αγαπά. Και ούτός εστίν ο μέγας και τέλειος φόβος.

Δια τούτο και ο προφήτης διδάσκων ημάς την διαφοράν τούτων των φόβων έλεγε˙ Δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. Θέτε τον νουν υμών εις έκαστον ρήμα του Προφήτου, πως εκάστη λέξις αυτού έχει δύναμιν. Πρώτον λέγει˙ Δεύτε προς με, προσκαλούμενος ημάς επί την αρετήν. Προστιθεί και τέκνα˙ τέκνα καλούσιν οι άγιοι τους δια του λόγου αυτών μεταμορφουμένους από της κακίας εις την αρετήν, ως λέγει ο απόστολος˙ Τεκνία ους πάλιν ωδίνω μέχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν. Είτα μετά το προσκαλέσασθαι ημάς και προτρέψασθαι επί την τοιαύτην μεταμόρφωσιν, λέγει˙ Φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. Βλέπετε την παρρησίαν του αγίου. Ημείς όταν θέλωμεν ειπείν τι ποτέ καλόν, αεί λέγομεν˙ Θέλετε διαλεχθώμεν μικρόν και γυμνάσωμεν περί φόβου Θεού ή περί άλλης αρετής; Ο δε άγιος ουχ ούτως, αλλά μετά παρρησίας έλεγε˙ Δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. Τις έστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν, αγαπών ημέρας ιδείν αγαθός;

Είτα, ως τινός αποκρινομένου ότι˙ εγώ θέλω, δίδαξόν με πως ζήσαι και ιδείν ημέρας αγαθάς, διδάσκει και λέγει˙ Παύσον την γλώσσάν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον. Ιδού τέως την ενέργειαν ανακόπτει του κακού δια του φόβου του Θεού˙ το Παύσαι την γλώσσάν σου από κακού, εστί το μη πλήξαι δια τινός την συνείδησιν του πλησίον, το μη κακολογήσαι, το μη παροξύναι˙ το δε Τα χείλη μη λαλήσαι δόλον, εστί το μη δολιεύσασθαι τον πλησίον.

Είτα επάγει˙ Έκκλινον από κακού. Είπε πρώτον μερικάς τινάς αμαρτίας, την καταλαλιάν, την δολιότητα, και ούτως επήγαγε περιεκτικώς περί πάσης κακίας το Έκκλινον από κακού˙ οίον, φύγε απλώς παν κακόν, έκκλινον από παντός πράγματος φέροντος αμαρτίαν. Και ούκ είπε τούτο μόνον και εσιώπησεν, αλλά προσέθηκε˙ Και ποίησον αγαθόν˙ έστι γαρ ότε ου κακοποιεί τις, ου μέντοι και αγαθοποιεί˙ έστι πάλιν ότε ουκ αδικεί τις, ου μέντοι και ελεεί˙ έστιν ότε ου μισεί τις, ου μέντοι και αγαπά. Καλώς ουν είπεν ο προφήτης. Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν.

Ιδού δεικνύει ημίν την ακολουθίαν εκείνην των τριών καταστάσεων ων προείπομεν,πως δια του φόβου του Θεού εχειραγώγησεν εις το εκκλίναι από κακού, και ούτως προτρέπεται επιβήναι και του αγαθού. Εάν γαρ αξιωθή τις αργήσαι από του κακού και φυγείν απ’ αυτού, φυσικώς λοιπόν ενεργεί το αγαθόν οδηγούμενος υπό των αγίων. Ταύτα ειπών πάνυ καλώς και ακολούθως επιφέρει το Ζήτησον ειρήνην και διίωξον αυτήν˙ και ουκ είπεν˙ ζήτησον μόνον, αλλά δρομαίως καταδίωξον, ίνα καταλάβης αυτήν.

Θέτε πάνυ τον νουν υμών εις το ρητόν τούτο και βλέπετε ακρίβειαν του αγίου. Όταν αξιωθή τις εκκλίναι από του κακού και σπουδάση συν Θεώ λοιπόν ενεργήσαι το αγαθόν, ευθέως επιφέρονται αυτώ οι πόλεμοι του εχθρού. Λοιπόν αγωνίζεται, κοπιά, συντρίβεται, ου μόνον φοβούμενος αποστρέψαι πάλιν εις το κακόν, ως είπομεν περί του δούλου, αλλά και ελπίζων, ως προείπομεν, τον μισθόν του αγαθού καθάπερ μισθωτός. Εν τω ουν πολεμείσθαι και πολεμείν και πυκτεύειν μετά του εχθρού, ποιεί το αγαθόν, αλλά μετά πολλής θλίψεως, μετά πολλής συντριβής. Όταν δε γένηται αυτώ βοήθεια παρά του Θεού, και άρξηται λοιπόν εν έξει τινί γίνεσθαι περί το αγαθόν, τότε βλέπει την ανάπαυσιν, τότε κατά πρόσβασιν γεύεται της ειρήνης, τότε αισθάνεται τι εστίν η θλίψις του πολέμου και τι εστίν η χαρά και η ευφροσύνη της ειρήνης˙ λοιπόν ζητεί αυτήν, σπουδάζει λοιπόν και τρέχει καταδιώκων, ίνα καταλάβη αυτήν, ίνα τελείως κτήσηται αυτήν, ίνα εισοικήση αυτήν εν εαυτώ. Και τι λοιπόν μακαριώτερον της ψυχής εκείνης της αξιωθείσης τούτου του μέτρου;

Ο τοιούτος, καθώς πολλάκις είπομεν, εις το μέτρον εστίν το υιού. Μακάριοι γαρ όντως οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται. Τις ποιεί την ψυχήν εκείνην έτι δι’ άλλο τι ποτέ ποιείν το αγαθόν, ει μη δια την απόλαυσιν αυτού του αγαθού ; Τις οίδε την χαράν εκείνην, ει μη ο έχων αυτής πείραν; Τότε και τον τέλειον φόβον ο τοιούτος γνωρίζει, καθώς πολλάκις είπομεν.

Ιδού ηκούσαμεν τι εστίν ο τέλειος φόβος των αγίων και τι εστίν ο εισαγωγικός φόβος ο της καταστάσεως ημών και πόθεν φεύγει τις και που έρχεται δια του φόβου του Θεού. Θέλομεν λοιπόν μαθείν άρτι και το πώς έρχεται ο φόβος του Θεού, θέλομεν ειπείν τι εστίν τα αφορίζοντα ημάς από του φόβου του Θεού. …

Υποσημειώσεις.

1. Μ. Βασιλείου: P. G. 31, 896B Πρβλ. και Γρηγορίου Ναζιανζηνού P. G. 35, 584Α, και 36,373CD, καθώς και Γρηγορίου Νύσσης, P. G. 44, 429CD.
2. Ευαγρίου P. G. 12, 1665A.
3. Κλήμεντος Αλεξανδρείας, S. C. 38, 77

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.