Για το ότι δεν πρέπει κανείς να εμπιστεύεται στη φρόνησή του – Αββά Δωροθέου.

Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο των Παροιμιών, διδάσκεται ότι: «Οι άνθρωποι που δεν έχουν ισχυρή και συνετή διακυβέρνηση πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα. Η δε σωτηρία εξασφαλίζεται μετά από φρόνιμη και θεόπνευστη καθοδήγηση» (Παροιμ. 11, 14). Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια, αδελφοί μου, βλέπετε τι μας διδάσκει η Αγία Γραφή. Μας κάνει προσεκτικούς να μην εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας, να μην τους θεωρούμε συνετούς, να μην πιστεύουμε ότι μπορούμε να κυβερνούμε τον εαυτό μας. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που, μετά από τον Θεό, θα μας κυβερνούν. Δεν υπάρχει τίποτε πιο άθλιο και πιο ευκολοθήρευτο για τον εχθρό, από εκείνους που δεν έχουν κάποιον καθοδηγητή στο δρόμο του Θεού. Γιατί άραγε λέει «εκείνοι που δεν έχουν κάποιον να τους κατευθύνει, πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα»; Το φύλλο όταν πρωτοβγαίνει είναι πάντα χλωρό, τρυφερό, όμορφο. Μετά σιγά – σιγά ξεραίνεται και πέφτει και τελικά περιφρονείται ως κάτι άχρηστο και ποδοπατιέται.

Έτσι είναι και ο άνθρωπος που δεν έχει κάποιον να τον τιμονεύσει. Στην αρχή έχει πολύ ζήλο και διάθεση να νηστεύει, να αγρυπνεί, να μένει στην ησυχία, στην υπακοή, να κάνει ακόμα πολλά καλά και αξιέπαινα πράγματα. Μετά όμως, μόλις σιγά – σιγά σβήσει ο πρώτος εκείνος ζήλος, επειδή δεν έχει κάποιον να τον κατευθύνει, να τον ενισχύει και να του ανάβει περισσότερο τον πρώτο εκείνον ζήλο, ξεραίνεται λίγο – λίγο, χωρίς να το καταλαβαίνει, πέφτει στα χέρια των δαιμόνων, αιχμαλωτίζεται απ’ αυτούς και τον κάνουν πια ό,τι θέλουν.

Για εκείνους όμως που αναφέρουν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τον εαυτό τους, που κάνουν το καθετί με πολλή σκέψη και μελέτη, λέει: «Η σωτηρία κατορθώνεται με πολλή βουλή». Δεν λέει «με πολλή βουλή», σαν να έπρεπε κανείς να συμβουλεύεται τον καθένα, αλλά για να τονίσει ότι για όλα πρέπει να ζητάει συμβουλή – απ’ αυτόν βέβαια που οφείλει να έχει εντελώς εμπιστευθεί τον εαυτό του. Και όχι άλλα μεν να κρύβει, άλλα δε να λέει, αλλά τα πάντα να τα αναφέρει και για όλα να ζητάει συμβουλή. Σ’ αυτόν εφαρμόζεται ακριβώς το «σωτηρία υπάρχει εν πολλή βουλή».

Πραγματικά, αν ο άνθρωπος δεν αναφέρει όλα τα σχετικά με τον εαυτό του, και μάλιστα αν κάποιος έχει μια κακή συνήθεια ή αν έχει ανατραφεί άσχημα, βρίσκει ο διάβολος μέσα του ένα κακό θέλημα ή ένα δικαίωμα και, χρησιμοποιώντας το σαν όπλο, τον κατακτά. Γιατί, όταν ο διάβολος βλέπει κάποιον που δεν θέλει να αμαρτήσει, δεν είναι τόσο ανόητος, στην προσπάθειά του να σκαρώσει το κακό, ώστε να τον υποκινήσει να κάνει κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι είναι αμαρτία. Δεν του λέει «πήγαινε πόρνευσε», ούτε του λέει «πήγαινε κλέψε». Ξέρει ότι δεν θέλουμε αυτά να τα κάνουμε – και δεν ανέχεται βέβαια να μας υποκινεί σε όσα δεν θέλουμε – αλλά μας βρίσκει, όπως είπα, να έχουμε ένα θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιώντας το, με τρόπο που φαίνεται φυσικός, μας πειράζει. Γι’ αυτό πάλι η Παλαιά Διαθήκη λέει: «Ο πονηρός κάνει το κακό όταν προσεταιρισθεί κάποιο δικαίωμα του ανθρώπου και κρυφτεί πίσω απ’ αυτό».1 (Παροιμ. 11, 15). Ο πονηρός είναι ο διάβολος.

Τότε δε έχει τη δύναμη να κάνει το κακό, όταν ενώσει με την κακία του κάποιο δικαίωμα, δηλαδή το δικαίωμά μας. Τότε έχει περισσότερη δύναμη, τότε κάνει περισσότερο κακό, τότε περισσότερο δραστηριοποιείται. Γιατί, όταν μένουμε δεμένοι με το θέλημά μας και ρυθμίζουμε τη ζωή μας με βάση τα δικαιώματά μας, τότε, έχοντας την εντύπωση ότι κάνουμε κάτι καλό, προετοιμάζουμε άθελά μας το κακό μας και χανόμαστε, χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί, πώς μπορούμε να γνωρίσουμε το θέλημα του Θεού ή να το ζητήσουμε μ’ όλη μας τη δύναμη, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και επιμένοντας στο θέλημά μας;

Γι’ αυτό ο αββάς Ποιμήν έλεγε: «Το θέλημα είναι χάλκινο τείχος που χωράει τον άνθρωπο από τον Θεό». Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια. Και πάλι πρόσθεσε, λέγοντας: «Το θέλημά μας είναι πέτρα που την πετάμε εναντίον του Θεού», γιατί το θέλημά μας ακριβώς εναντιώνεται και αντιτίθεται στο θέλημα του Θεού. Εάν όμως ο άνθρωπος εγκαταλείψει το θέλημά του, τότε μπορεί να λέει: «Με τη Χάρη και τη δύναμη του Θεού μου θα ξεπεράσω αυτό το τείχος. Του Θεού μου ο δρόμος είναι καθάριος και ευθύς» (Ψαλμ. 17, 30-31). Πάρα πολύ επιτυχημένα το τοποθέτησε. Διότι τότε βλέπει κανείς το δρόμο του Θεού χωρίς ψόγο και κηλίδα, όταν αρνηθεί το θέλημά του. Όταν όμως ταυτισθεί με το θέλημά του, δεν βλέπει το δρόμο του Θεού ευθύ και καθάριο2. Αλλά, αν συμβεί και του πει κάποιος ένα λόγο για να τον προφυλάξει, αμέσως τον κατηγορεί, τον βρίζει, τον αποστρέφεται, προσπαθεί να τον ανατρέψει με επιχειρήματα.

Γιατί, πώς είναι δυνατόν εκείνος που θέλει να γίνεται μόνο το θέλημά του να ανεχθεί κάποιον ή να θελήσει να ακούσει κάποια συμβουλή;

Στη συνέχεια λέει ο γέροντας και για το δικαίωμα: «Εάν συνταιριασθεί το δικαίωμα με το θέλημα, δεν μπορεί να προχωρήσει σωστά ο άνθρωπος». Αλλοίμονο! Πόσο συμφωνούν μεταξύ τους τα λόγια των Αγίων! Ιδιαίτερα το να συνταιριασθεί το δικαίωμα με το θέλημα είναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγάλος φόβος. Τότε πέφτει εντελώς ο άθλιος άνθρωπος. Γιατί, ποιος μπορεί να κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να παραδεχθεί ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα απ’ αυτόν το δικό του συμφέρον; Τότε αφήνεται έρμαιος στην πορεία του λογισμού και, στη συνέχεια, ο εχθρός τον οδηγεί από πτώση σε πτώση. Γι’ αυτό λέει η Παλαιά Διαθήκη: «Ο πονηρός κακοποιεί όταν συμμίξη δικαίωμα. Μισεί δε ήχον ασφαλείας» (Παροιμ. 11, 15).

Και λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι «μισεί ήχον ασφαλείας», επειδή ο πονηρός δεν μισεί μόνο την πνευματική ασφάλεια, αλλά ούτε τη λέξη ασφάλεια δεν μπορεί να ακούσει. Ακόμη και αυτή την προφορά της λέξεως μισεί, πράγμα που σημαίνει ότι μισεί καθετί που γίνεται για την ασφάλεια. Να, τι θέλω να πω: Πριν ακόμα κάνει κάτι αυτός που θέλει να ρωτήσει για την πνευματική του ωφέλεια, πριν ακόμα μάθει ο εχθρός αν τελικά θα μπορέσει ή όχι να τηρήσει ο αδελφός αυτό που θα ακούσει, μισεί ακόμα και αυτήν την ίδια την πρόθεση να ρωτήσει και να ακούσει σχετικά με το συμφέρον της ψυχής του. Και αυτή ακόμα την ίδια τη φωνή, αυτό το άκουσμα των πνευματικών λόγων, το μισεί και το αποστρέφεται. Και εξηγώ για ποιο λόγο. Ξέρει καλά ότι με τον τρόπο αυτό, όταν δηλαδή ρωτάει κανείς και συμβουλεύεται και απασχολείται με λόγια ωφέλιμα και πνευματικά, γίνεται πολύ περισσότερο φανερή η μοχθηρία και η κακοήθειά του. Και τίποτε άλλο δεν μισεί και δεν φοβάται περισσότερο ο εχθρός, όσο το να αποκαλύπτεται η αλήθεια γι’ αυτόν.

Γιατί δεν μπορεί πια να κάνει το κακό όπως εκείνος θέλει. Διότι, αν η ψυχή ασφαλίζεται, αναφέροντας τα πάντα και την συμβουλεύσει κάποιος που κατέχει καλά αυτά τα θέματα, λέγοντάς της «αυτό κάνε, εκείνο μην το κάνεις, αυτό είναι καλό, αυτό δεν είναι, αυτό είναι δικαίωμα, αυτό είναι θέλημα» ή «δεν είναι καιρός ακόμα γι’ αυτό το πράγμα» ή «τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός», τότε δεν μπορεί να βρει ο διάβολος πρόφαση να της κάνει κακό. Ούτε βρίσκει τρόπο να την κάνει να πέσει, επειδή, όπως είπα, πάντοτε έχει καθοδήγηση και είναι από παντού ασφαλισμένη και εκπληρώνεται σ’ αυτήν ο λόγος «η σωτηρία βρίσκεται εν πολλή βουλή». Ο πονηρός όμως δεν το θέλει αυτό, αλλά το μισεί. Γιατί θέλει πάντα να κάνει το κακό και είναι περισσότερο ευχαριστημένος μ’ αυτούς που δεν έχουν καμιά βοήθεια και διαποίμανση.3 Γιατί; Επειδή «πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα».

Δες, εκείνον τον αδελφό αγαπούσε ο Πονηρός, για τον οποίο έλεγε στον αββά Μάρκο: «Έχω έναν αδελφό που όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη».4 Αυτούς αγαπά, μ’ αυτούς πάντοτε χαίρεται, μ’ όσους δηλαδή δεν έχουν διαποίμανση, μ’ αυτούς που δεν παραδίδουν τον εαυτό του σε κάποιον που να έχει τη δυνατότητα, μετά τον Θεό, να τους βοηθήσει και να τους απλώσει χέρι να σωθούν. Γιατί μήπως δεν πήγε τότε σ’ όλους τους αδελφούς εκείνος ο δαίμονας, που τον είδε ο άγιος να βαστάει όλα εκείνα τα αγγεία με τα παρασκευάσματα; Μήπως δεν τους πείραξε όλους; Αλλά ο καθένας απ’ αυτούς, όταν καταλάβαινε το πλησίασμά του, έτρεχε και ανέφερε τους λογισμούς του και εύρισκε βοήθεια στον καιρό του πειρασμού. Και έτσι δεν είχε δύναμη επάνω τους ο πονηρός. Μόνο αυτόν τον άθλιο εύρισκε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μην έχει από κανένα βοήθεια. Γι’ αυτό τον είχε παιχνιδάκι και έφευγε ευχαριστώντας τον και λέγοντας κατάρες για τους άλλους.

Φυσικά, όταν είπε ο εχθρός στον άγιο Μακάριο το θέμα και το όνομα του αδελφού, και πήγε γρήγορα σ’ αυτόν ο Άγιος, βρήκε ότι αυτή ήταν η αιτία της απώλειάς του. Τον βρήκε να μη θέλει να ομολογήσει, τον βρήκε να μην έχει συνηθίσει να αναφέρει όλους τους λογισμούς του, και γι’ αυτό άλλωστε τον έστρεφε όπου ήθελε ο εχθρός. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν τον ρώτησε ο Άγιος «τί γίνεται μ’ εσένα αδελφέ;» είπε: «Με τις ευχές σου, είμαι καλά». Και, όταν πάλι του είπε «δεν σε πολεμάνε οι λογισμοί;», απάντησε: «Ειλικρινά, είμαι καλά». Και δεν ήθελε τίποτε να ομολογήσει, μέχρις ότου με πολλή τέχνη τον έπεισε ο Άγιος να ομολογήσει όλα τα σχετικά με τον εαυτό του. Έτσι, αφού τον στήριξε με το λόγο του Θεού και τον ασφάλισε από τις παγίδες του Πονηρού, γύρισε πίσω στον τόπο του. Ήρθε λοιπόν πάλι, σύμφωνα με τη συνήθειά του ο εχθρός, με σκοπό να τον ξαναρίξει στην αμαρτία, και βρέθηκε σε δυσάρεστη αμηχανία. Γιατί τον βρήκε στηριγμένο, τον βρήκε να μην ξεγελιέται πια.

Έφυγε λοιπόν άπρακτος, έφυγε ντροπιασμένος και απ’ αυτόν. Γι’ αυτό, όταν τον ρώτησε πάλι ο άγιος «τί γίνεται εκείνος ο αδελφός, ο φίλος σου;», δεν τον ονόμασε πια φίλο, αλλά εχθρό και τον καταράστηκε λέγοντας: «Και αυτός χάλασε και ούτε αυτός δεν με πιστεύει, αλλά έγινε πιο άγριος απ’ όλους».

Να γιατί μισεί ο εχθρός κάθε άκουσμα που ασφαλίζει από το κακό. Επειδή πάντοτε θέλει την καταστροφή μας. Να, γιατί αγαπά όσους έχουν για οδηγό τον εαυτό τους. Επειδή γίνονται συνεργάτες με τον διάβολο, προετοιμάζοντας μόνοι τους την καταστροφή τους. Εγώ δεν γνώρισα άλλη πτώση μοναχού, από εκείνη που προκύπτει από την εμπιστοσύνη στο λογισμό μου. Μερικοί λένε: «Απ’ αυτή την αιτία πέφτει ο άνθρωπος ή από εκείνη». Εγώ όμως, όπως είπα, δεν γνωρίζω να μπορεί να προξενηθεί σε κανένα καμιά άλλη πτώση, για κανέναν άλλο λόγο, εκτός απ’ αυτόν. Είδες κάποιον να πέσει στην αμαρτία; Μάθε ότι εμπιστεύθηκε στο λογισμό του. Τίποτε δεν είναι βαρύτερο και πιο ολέθριο από την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.

Με σκέπασε με τη Χάρη Του ο Θεός και πάντοτε φοβόμουν αυτόν τον κίνδυνο. Όταν βρισκόμουν στο Κοινόβιο τα ανέφερα όλα στον Γέροντα, τον αββά Ιωάννη. Γιατί ποτέ, όπως είπα, δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι, χωρίς να έχω την ευλογία του. Και μερικές φορές μου έλεγε ο λογισμός: «Αυτό δεν θα σου πει ο γέροντας; Τί θέλεις τώρα να τον ενοχλήσεις;» Και έλεγα στο λογισμό: «Ανάθεμα σε σένα και στη διάκρισή σου και στη σοφία σου και στη φρονιμάδα σου και στη γνώση του, γιατί ό,τι ξέρεις το ξέρεις από τους δαίμονες». Και πήγαινα και ρωτούσα τον γέροντα. Μερικές φορές μου απαντούσε όπως είχα προηγουμένως σκεφτεί και τότε μου έλεγε ο λογισμός: «Τί έγινε λοιπόν; Να, σου είπε αυτό που σου είχα πει και εγώ. Δεν ενόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο τον γέροντα»; Και απαντούσα στο λογισμό: «Ναι, αλλά τώρα είναι ευλογημένο, τώρα προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το δικό σου είναι πονηρό, είναι δαιμονικό, είναι γεμάτο εμπάθεια».

Και έτσι ποτέ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να ακολουθήσει το λογισμό του, χωρίς να έχω ρωτήσει γι’ αυτό σχετικά. Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, η ψυχή μου ήταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμία μέριμνα, μέχρι σημείου που να στενοχωριέμαι γι’ αυτό το θέμα, όπως ακριβώς και άλλοτε νομίζω ότι σας είπα. Γιατί άκουγα ότι έπρεπε να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις και έβλεπα πως εγώ δεν είχα καμία θλίψη και φοβόμουν και βρισκόμουν σε απορία, επειδή δεν ήξερα την αιτία της τόσης αναπαύσεως, μέχρις ότου μου είπε ο γέροντας: «Μη στενοχωριέσαι. Καθένας που μπαίνει κάτω απ’ την υπακοή των Πατέρων, τέτοια ανάπαυση και αμέριμνη ζωή έχει».

Φροντίστε και σεις να ρωτάτε για όλα, αδελφοί μου, και να μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ανάπαυση έχει όποιος το εφαρμόζει.

Αλλά επειδή σας είπα ότι ποτέ δεν δοκίμασα θλίψη, ακούστε και σχετικά μ’ αυτό τι μου συνέβη κάποτε. Ενώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, στο Κοινόβιο, μια φορά, αισθάνθηκα μεγάλη και αφόρητη λύπη και ένιωθα τόσο κόπο και στενοχώρια, σαν να επρόκειτο να παραδώσω την ψυχή μου. Προερχόταν δε εκείνη η θλίψη από δαιμονική ενέργεια. Πάντοτε βέβαια ένας τέτοιος πειρασμός προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων. Είναι μεν πολύ βαρύς, αλλά δεν διαρκεί πολύ, κάνει τον άνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς να βρίσκει παρηγοριά πουθενά και από κανέναν, αλλά το καθετί του προκαλεί στενοχώρια και πνιγμό. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται η Χάρη του Θεού στην ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δεν θα μπορούσε να αντέξει. Βρισκόμουν λοιπόν, όπως είπα, σε τέτοιου είδους πειρασμό και σε τέτοια στενοχώρια. Μια μέρα λοιπόν, καθώς στεκόμουν έξω από την εκκλησία το μοναστηριού καταθλιμμένος και παρακαλώντας γι’ αυτό το θέμα τον Θεό, ξαφνικά προσέχω μέσα στην εκκλησία και βλέπω κάποιον, που έμοιαζε με επίσκοπο και που φορούσε μηλωτή, να μπαίνει στο Ιερό.

Σε καμιά βέβαια περίπτωση δεν πλησίαζα ξένο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ή χωρίς ευλογία, αλλά σαν κάτι να μ’ έσπρωξε τότε, μπήκα πίσω του. Και στάθηκε για αρκετή ώρα, έχοντας σηκωμένα τα χέρια του στον ουρανό. Και εγώ στεκόμουν πίσω του, πολύ φοβισμένος και προσευχόμενος, γιατί με φόβισε πολύ η θωριά του. Αφού δε τελείωσε την προσευχή του, γυρίζει κι έρχεται σ’ εμένα. Και καθώς με πλησίασε αισθάνθηκα να φεύγει η λύπη και η δειλία από πάνω μου. Μετά στάθηκε μπροστά μου, άπλωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο στήθος μου και με κτύπησε με τα δάκτυλά του λέγοντας: «Με εγκαρτέρηση πολλή περίμενα τη βοήθεια και την προστασία του Κυρίου, χωρίς να παύσω να ελπίζω σ’ Αυτόν. Και με πρόσεξε και άκουσε τη δέηση και την παράκλησή μου. Και μ’ έβγαλε από το λάκκο της ταλαιπωρίας και από τη λάσπη του βούρκου, που δεν μπορούσα να πατήσω στερεά. Και στήριξε όρθια τα πόδια μου, στερεώνοντάς τα σε ασάλευτη πέτρα, και με οδήγησε να πορευθώ σε ευθύ και απλανή δρόμο.

Και έβαλε στο στόμα μου καινούργιο τραγούδι, έναν ύμνο που ταιριάζει στον Θεό μας» (Ψαλμ. 39, 1-4). Και είπε όλους τους στίχους του Ψαλμού από τρεις φορές, κτυπώντας, όπως είπα, το στήθος μου και ύστερα βγήκε έξω. Αμέσως ήρθε στην καρδιά μου φως, χαρά, παρηγοριά, γλυκύτητα και έγινα άλλος άνθρωπος. Καθώς λοιπόν βγήκα τρέχοντας πίσω του, θέλοντας να τον βρω, δεν τον βρήκα, αλλά χάθηκε από εμπρός μου. Από εκείνη την ώρα, με τη Χάρη και το Έλος του Θεού, δεν μου συνέβη πια να ενοχληθώ ούτε από λύπη, ούτε από δειλία, αλλά μέχρι τώρα με σκέπασε ο Θεός με τις ευχές εκείνων των αγίων γερόντων.

Σας τα είπα αυτά, αδελφοί μου, επειδή ήθελα να σας δείξω πόση ανάπαυση και ξεγνοιασιά και κάθε ασφάλεια έχει αυτός που δεν εμπιστεύεται στο λογισμό του, αλλά αφήνει κάθε σχετικό με τον εαυτό του στα χέρια του Θεού και σ’ αυτούς που, μετά τον Θεό, μπορούν να τον καθοδηγήσουν. Συνηθίστε λοιπόν και σεις, αδελφοί μου, να ρωτάτε. Συνηθίστε να μην εμπιστεύεστε στον εαυτό σας. Είναι ωφέλιμο πράγμα. Είναι ταπείνωση, είναι ξεκούραση, είναι χαρά. Ποιός ο λόγος να κατατσακίζεται κανείς άδικα; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη σωτηρία παρά μόνο αυτός.

Ίσως όμως σκεφτεί κανείς ό,τι αν δεν έχει το κατάλληλο πρόσωπο για να ρωτήσει, τί πρέπει να κάνει; Πραγματικά, αν θελήσει κανείς ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού με όλη του την καρδιά, ποτέ μα ποτέ δεν θα τον αφήσει ο Θεός, αλλά με κάθε τρόπο θα τον οδηγήσει σύμφωνα μ’ αυτό. Όντως, αν στρέψει κανείς την καρδιά του στο θέλημα του Θεού, ακόμα και μικρό παιδί μπορεί να φωτίσει ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά Του. Αν όμως δεν ζητά κανείς ειλικρινά το θέλημα του Θεού, ακόμα και αν πάει να συμβουλευτεί Προφήτη, σύμφωνα με την αμαρτωλή καρδιά του θα δώσει ο Θεός πληροφορία στην καρδιά του Προφήτη, για να του απαντήσει στην απορία του, όπως λέει η Αγία Γραφή: «Αν πλανηθεί και μιλήσει ο Προφήτης, εγώ ο ίδιος ο Κύριος πλάνησα τον Προφήτη εκείνον» (Ιεζ. 14, 9). Γι’ αυτό πρέπει με όλη μας τη δύναμη να στρέψουμε τον εαυτό μας στο θέλημα του Θεού και να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας.

Αλλά, και αν ακόμα πρόκειται και για καλό πράγμα και πληροφορηθούμε από κάποιον άγιο ότι πράγματι είναι καλό, έχουμε υποχρέωση να το θεωρούμε μεν καλό, να μην πιστεύουμε όμως ότι και το εφαρμόζουμε σωστά και όπως ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά να κάνουμε μεν ό,τι μπορούμε, να συμβουλευόμαστε όμως και για τον τρόπο που θα έπρεπε να το εκτελέσουμε. Και όταν το εκτελέσουμε, πάλι να ρωτάμε αν το κάναμε σωστά. Και όταν ακόμα τα εφαρμόζουμε όλα αυτά, ούτε τότε να ξεγνοιάζουμε, αλλά να περιμένουμε και την κρίση του Θεού. Όπως ακριβώς και ο άγιος εκείνος αββάς Αγάθων, όταν τον ρώτησαν και του είπαν «και συ φοβάσαι, πάτερ;» απάντησε: «Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι το έργο μου άρεσε στον Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι».5 Ο Θεός να μας φυλάξει από τον κίνδυνο που απειλεί εκείνους που έχουν εμπιστοσύνη στο λογισμό τους και να μας αξιώσει να κρατηθούμε στο δρόμο των Πατέρων μας.

Περί του μη οφείλειν τινά στοιχείν τη ιδία συνέσει.

Εν ταις Παροιμίαις λέγει˙ Οις μη υπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσιν ώσπερ φύλλα˙ σωτηρία δε υπάρχει εν πολλή βουλή. Βλέπετε την δύναμιν του λόγου, αφελφοί, βλέπετε τι διδάσκει ημάς η αγία Γραφή˙ ασφαλίζεται ημάς, ίνα μη στοιχώμεν εαυτοίς, ίνα μη έχωμεν εαυτούς συνετούς, ίνα μη πιστεύωμεν ότι δυνάμεθα εαυτούς διοικήσαι. Χρήζομεν βοηθείας, χρήζομεν των μετά Θεόν κυβερνώντων ημάς. Ουδέν εστίν αθλιώτερον, ουδέν ευαλωτότερον των μη εχόντων τινά οδηγούντα αυτούς εις την οδόν του Θεού. Τί γαρ λέγει˙ Οις μη υπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσι ώσπερ φύλλα; Το φύλλον εξ αρχής αεί εστί χλωρόν, ευθαλές, τερπνόν, είτα κατά μικρόν ξηραίνεται και πίπτει, και λοιπόν περιφρονείται και καταπατείται. Ούτως εστί και ο άνθρωπος ο μη κυβερνώμενος υπό τινός. Εξ αρχής μεν αεί έχει θέρμην εις νηστείαν, εις αγρυπνίαν, εις ησυχίαν, εις υπακοήν, εις άλλα τινά αγαθά˙ είτα κατά μικρόν της θέρμης εκείνης σβεννυμένης και μη έχοντος αυτού τον κυβερνώντα αυτόν, τον πιαίνοντα και εξάπτοντα την θέρμην εκείνην, ξηραίνεται ούτως ανεπαισθήτως και πίπτει
και γίνεται λοιπόν υποχείριος τοις εχθροίς, και ποιούσιν εις αυτόν ει τι θέλουσι.

Περί δε των εξαγγελλόντων τα καθ’ εαυτούς και μετά βουλής πάντα ποιούντων λέγει˙ Σωτηρία δε υπάρχει εν πολλή βουλή. Ου λέγει πολλή βουλή, ως ίνα μετά εκάστου βουλεύηταί τις, άλλ’ ίνα εις πάντα βουλεύηται, δήλον ότι μεθ’ ου οφείλει έχειν πληροφορίαν, και μη τα μεν σιωπά, τα δε λέγει, αλλά πάντα εξαγγέλλει, και εις πάντα, ως είπον, βουλεύεται. Τω γαρ τοιούτω ακριβώς σωτηρία υπάρχει εν πολλή βουλή.

Εάν γαρ μη πάντα ανατίθηται άνθρωπος τα καθ’ εαυτόν και μάλιστα εάν ευρεθή τις από κακής συνηθείας ή και ανατροφής, ευρίσκει ο διάβολος εν αυτώ εν θέλημα ή εν δικαίωμα και δι’ αυτού καταβάλλει αυτόν. Όταν γαρ βλέπη ο διάβολός τινά μη θέλοντα αμαρτήσαι, ουχ ούτως εστίν αφυής των προφανών αμαρτημάτων˙ ου λέγει αυτώ˙ Ύπαγε πόρνευσον, ουδέ˙ Ύπαγε κλέψον. Οίδε γαρ ότι ου θέλομεν ταύτα, και ουκ ανέχεται ειπείν ημίν α ου θέλομεν˙ αλλά ευρίσκει ημάς έχοντας, ως είπον, εν θέλημα ή εν δικαίωμα, και δι’ εκείνου μετά ευλογοφανείας βλάπτει ημάς˙ όθεν πάλιν λέγει˙ Πονηρός κακοποιεί, όταν συμμίξη δικαίωμα. Ο πονηρός εστίν ο διάβολος˙ τότε δε κακοποιεί, όταν συμμίξη δικαίωμα, τούτ’ έστι τω δικαιώματι ημών. Τότε γαρ πλέον ισχύει, τότε πλέον βλάπτει, τότε πλέον ενεργεί. Όταν γαρ κρατώμεν το ίδιον θέλημα και στοιχώμεν τοις δικαιώμασιν ημών, τότε λοιπόν ως καλόν πράγμα ποιούντες εαυτοίς επιβουλεύομεν και ούτε οίδαμεν πως απολλύμεθα.

Πώς γαρ δυνάμεθα γνώναι το θέλημα του Θεού ή όλως ζητήσαι αυτό πιστεύοντες εαυτοίς και κρατούντες το ίδιον θέλημα;

Δια τούτο ο αββάς Ποιμήν έλεγεν ότι˙ Το θέλημα τείχός εστί χαλκούν αναμέσον ανθρώπου και του Θεού. Βλέπετε δύναμιν λόγου. Και πάλιν προσέθηκε λέγων˙ Πέτρα εστίν αντιδέρουσα, οιονεί εναντιουμένη αντικρούουσα τω θελήματι του Θεού. Εάν ουν καταλείπη αυτό άνθρωπος, λέγει και αυτός εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού. Πάνυ θαυμασίως είπε. Τότε γαρ βλέπει τις την οδόν του Θεού μη έχουσαν μώμον, όταν καταλείψη το ίδιον θέλημα˙ όταν δε συμπεισθή τω ιδίω θελήματι, ου βλέπει άμωμον την οδόν του Θεού˙ άλλ’ ει τι δ’ αν ακούση περί ασφαλείας, ευθέως μέμφεται, καταπτύει, αποστρέφεται, αντικρούει. Πώς γαρ έχει ανασχέσθαι τινός ή πεισθήναι οιαδήποτε συμβουλία ο κρατών το ίδιον θέλημα;

Είτα λέγει ο γέρων και περί του δικαιώματος. Εάν δε και το δικαίωμα συνεργήση τω θελήματι, ουκ ευσυστροφή ο άνθρωπος. Βαβαί, ποίαν ακολουθίαν έχουσιν οι λόγοι των αγίων. Θάνατος ιδικώς εστί το ευρεθήναι δικαίωμα μετά του θελήματος, μέγας κίνδυνος, μέγας φόβος. Τότε πίπτει τελείως ο άθλιος τις γαρ πείθει τον τοιούτον πιστεύσαι ότι οίδεν άνθρωπος πλέον αυτού το συμφέρον αυτώ; Τότε τελείως εκδίδωσιν εαυτόν ακολουθήσαι τω ιδίω λογισμώ˙ και λοιπόν, ως θέλει ο εχθρός, πτωματίζει αυτόν. Δια τούτο λέγει˙ Πονηρός κακοποιεί, όταν συμμίξη δικαίωμα˙ μισεί δε ήχον ασφαλείας.

Μισείν δε ήχον ασφαλείας λέγει, επειδή ου μόνον αυτήν την ασφάλειαν μισεί ο πονηρός, αλλά ουδέ την φωνήν αυτής δύναται ακούσαι, αλλά και αυτόν τον ήχον της ασφαλείας μισεί, τούτ’ έστιν αυτό το λαλείσθαί τι ποτέ περί ασφαλείας οίόν τι λέγω˙ Προ του ενεργήσαί τι τον επερωτώντα περί ωφελείας, προ του γνώναι τον εχθρόν ει φυλάττει ο ακούει, ή ου φυλάττει, μισεί αυτό το όλως επερωτήσαί τινά και ακούσαί τίποτε των συμφερόντων˙ αυτήν την φωνήν, αυτόν τον ήχον των τοιούτων λόγων μισεί και αποστρέφεται. Και λέγω δια τι˙ Οίδεν ότι τέως νοείται η κακουργία αυτού δι’ αυτού του επερωτάν και γυμνάζειν λόγον περί ωφελείας, και ουδέν ούτως μισεί και φοβείται ως το γνωσθήναι, επειδή ουκ έτι ευρίσκει επιβουλεύσαι ως θέλει. Εάν γαρ ασφαλίζηται η ψυχή δια του αναγγείλαι πάντα και ακούσαι παρά τινός ειδότος˙ Τούτο ποίησον, τούτο μη ποιήσης, τούτο καλόν εστί, τούτο ουκ έστιν καλόν, τούτο δικαίωμά εστί, τούτο θέλημά εστί, πάλιν ακούει˙ Ουκ έστι καιρός τούτου του πράγματος, άλλοτε ακούει˙ Άρτι καιρός εστίν˙ ουχ ευρίσκει ο
διάβολος δια ποίας προφάσεως βλάψαι αυτήν, ουδέ πως ρίψαι αυτήν, επειδή πάντοτε, ως είπον, κυβερνάται και πανταχόθεν ησφάλισται, και γίνεται εν αυτή το Σωτηρία υπάρχει εν πολλή βουλή. Ο πονηρός δε ου θέλει τούτο, αλλά μισεί. Θέλει γαρ κακοποιήσαι και μάλλον εκείνος χαίρει οις μη υπάρχει κυβέρνησις. Δια τί; Επειδή πίπτουσιν ώσπερ φύλλα.

Ίδε εκείνον τον αδελφόν ηγάπα ο πονηρός περί ου έλεγε τω αββά Μακαρίω˙ Έχω έναν αδελφόν, και ότε βλέπει με, στρέφεται ως ανέμη. Τους τοιούτους αγαπά, τοις τοιούτοις αεί χαίρει, τοις κυβερνήτοις, τοις μη ανατιθεμένοις τω δυναμένω μετά Θεόν βοηθήσαι και δούναι αυτοίς χείρα. Μη γαρ ου προς πάντας τους αδελφούς απήλθεν τότε ο δαίμων εκείνος, ον είδε ο άγιος βαστάζοντα όλα τα γεύματα εκείνα εν τοις ληκυθίοις; Μη ου προσέβαλεν όλοις; Άλλ’ έκαστος αυτών αισθανόμενος της επιβουλής αυτού, έτρεχε και ανήγγειλε τους ιδίους λογισμούς και ηύρισκε βοήθειαν εν τω καιρώ του πειρασμού, και λοιπόν ουκ ίσχυε κατ’ αυτών ο πονηρός. Τον άθλιον εκείνον μόνον ηύρισκεν εαυτώ στοιχούντα και μη έχοντα παρά τινός αντίληψιν, και είχεν αυτόν παίγνιον και ανεχώρει ευχαριστών αυτώ και καταρώμενος τους άλλους. Αμέλει ότε είπε τω αγίω Μακαρίω το πράγμα και το όνομα του αδελφού, και έδραμεν ο άγιος προς αυτόν, εύρεν ότι αύτη ην η αιτία της απωλείας αυτού, εύρεν αυτόν μη θέλοντα ομολογήσαι, εύρεν αυτόν μη έχοντα συνήθειαν του εξαγγέλειν˙
δια τούτο γαρ και έστρεφεν αυτόν όπου ήθελεν ο εχθρός. Ερωτώμενος γαρ υπό του αγίου˙ Πώς τα κατά σε, αδελφέ; Έλεγεν˙ Ευχαίς σου καλώς˙ και πάλιν αυτού λέγοντος˙ Ου πολεμούσί σε οι λογισμοί; Απεκρίνατο˙ Τέως καλώς ειμί˙ και ουδέν ήθελεν ομολογήσαι, έως ου μετά τέχνης έπεισεν αυτόν ο άγιος εξειπείν τα καθ’ εαυτόν, και λαλήσας αυτώ τον λόγον του Θεού ησφαλίσατο αυτόν και υπέστρεψεν. Ήλθεν ουν πάλιν κατά την συνήθειαν ο εχθρός θέλων ρίψαι αυτόν, και ησχημόνησεν. Εύρε γαρ αυτόν εστηριγμένον, εύρε αυτόν μηκέτι χλευαζόμενον. Απήλθεν λοιπόν άπρακτος, απήλθε κατησχυμμένος και παρ’ αυτού. Δια τούτο επερωτηθείς πάλι υπό του αγίου˙ Πώς έχει εκείνος ο αδελφός ο φίλος σου; ουκ έτι είπεν αυτόν φίλον, άλλ’ εχθρόν, και κατηράσατο αυτόν λέγων ότι˙ Και αυτός διεστράφη και ουδέ αυτός μοι πείθεται, αλλά πάντων εγένετο αγριώτερος.

Ίδε δια τι μισεί ο εχθρός τον ήχον της ασφαλείας˙ επειδή θέλει πάντοτε την απώλειαν ημών. Ίδε δια τι αγαπά τους στοιχούντας εαυτοίς˙ επειδή τω διαβόλω συνεργούσιν, αυτοί εαυτοίς επιβουλεύοντες. Εγώ άλλην πτώσιν ουκ οίδα μοναχού, άλλ’ η εκ του πιστεύειν τη ιδία καρδία. Τινές λέγουσι˙ Δια τόδε πίπτει ο άνθρωπος ή δια τόδε. Εγώ δε, καθώς είπον, άλλην πτώσιν γινομένην τινί ουκ οίδα ει μη εκ τούτου. Είδές τινά πεσόντα; Μάθε ότι εαυτώ εστοίχησεν. Ουδέν βαρύτερον του στοιχείν εαυτώ, ουδέν τούτου ολεθριώτερον.

Εσκέπασέ με ο Θεός, και αεί εφοβήθην τον κίνδυνον τούτον. Ότε ήμην εις το κοινόβιον, πάντα ανετιθέμην τω γέροντι τω αββά Ιωάννη˙ ουδέποτε γαρ, καθώς είπον, ηνεσχόμην ποιήσαί τι δίχα γνώμης αυτού. Και έστιν ότε έλεγέ μοι ο λογισμός˙ Ου τόδε σοι έχει ειπείν ο γέρων; Τί θέλεις οχλήσαι αυτώ; και έλεγον τω λογισμώ˙ Ανάθεμά σοι και τη διακρίσει σου και τη συνέσει σου και τη φρονήσει σου, και τη ειδήσει σου, ότι ο οίδας, από δαιμόνων οίδας. Και απηρχόμην και ηρώτουν τον γέροντα, και ενίοτε απεκρίνετό μοι τον λόγον εκείνον ον ενεθυμήθην, και λοιπόν έλεγέ μοι ο λογισμός˙ Τί ένι; Ιδού αυτό εστίν, ο είπον, μη ουκ ακαίρως ώχλησας τω γέροντι; Και έλεγον τω λογισμώ˙ Άλλ’ άρτι καλόν εστίν, άρτι από Πνεύματος αγίου εστί. Το σον γαρ πονηρόν εστίν, από δαιμόνων εστίν, από εμπαθούς καταστάσεώς εστί.

Και ούτως ουδέποτε συνεχώρουν εμαυτώ πεισθήναι τω λογισμώ μου άνευ επερωτήσεως και πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ότι ήμην εν μεγάλη αναπαύσει, εν μεγάλη αμεριμνία, ώστε με και δυσχεραίνειν επί τούτω, καθώς και άλλοτε οίδα είπον υμίν. Ήκουον γαρ ότι˙ Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, και έβλεπον εμαυτόν μη έχοντα μηδεμίαν θλίψιν, και εφοβούμην και εν απορία ήμην, μη γινώσκων την αιτίαν της τοιαύτης αναπαύσεως, έως ου εδήλωσέ μοι ο γέρων ότι˙ Μη θλιβής. Έκαστος γαρ βάλλων εαυτόν εις υπακοήν Πατέρων, ταύτην την ανάπαυσιν και την αμεριμνίαν έχει.

Σπουδάσατε και υμείς επερωτάν, αδελφοί, και μη στοιχείν εαυτοίς˙ μάθετε ποίαν αμεριμνίαν έχει το πράγμα, ποίαν χαράν, ποίαν ανάπαυσιν.

Άλλ’ επειδή είπον ότι ουδέποτε εθλίβην, ακούσατε και περί τούτου ποίόν μοι συνέβη τότε. Έτι όντος μου εκεί εν τω κοινοβίω, άπαξ εγένετό μοι μεγάλη και αφόρητος λύπη, και ήμην εν τοιούτω κόπω και στενώσει, ως υπάγων σχεδόν παραδούναι αυτήν την ψυχήν μου. Ην δε η θλίψις εκείνη εκ επιβουλής δαιμόνων, και έστιν ο τοιούτος πειρασμός εκ του φθόνου των δαιμόνων επιφερόμενος˙ βαρύτατος μεν, ολιγοχρόνιος δε, βαρύς, σκοτεινός, απαράκλητος, μη έχων ποθέν μηδεμίαν ανάπαυσιν˙ αλλά παταχόθεν στένωσις, πανταχόθεν πνιγμός. Ταχέως δε έρχεται η χάρις του Θεού εις την ψυχήν, επεί ουδείς ηδύνατο βαστάσαι. Ήμην ουν, ως είπον, εν τοιούτω πειρασμώ και εν τοιαύτη στενοχωρία. Εν μια ουν των ημερών εν όσω ιστάμην εις το αίθριον του μοναστηρίου ολιγωρών και παρακαλών περί τούτου τον Θεόν, αιφνίδιον προσέχω έσω εις την εκκλησίαν και βλέπω τινά εν σχήματι επισκόπου φορούντα ως μυίνον, εισερχόμενον εις το ιερατείον. Ουδέποτε δε επλησίαζον ξένω δίχα ανάγκης ή επιτροπής, άλλ’ ως τι ποτέ έσυρέ με τότε, και εισέρχομαι οπίσω αυτού˙
και μένει ιστάμενος επί ικανόν, έχων τας χείρας αυτού εκτεταμένας εις τον ουρανόν, καγώ οπίσω αυτού ιστάμην μετά πολλού φόβου ευχόμενος εγένετο γαρ μοι δειλία πολλή εκ της θέας αυτού. Μετά δε το παύσαι αυτόν την ευχήν, στρέφεται και έρχεται προς με, και καθόσον ήγγιζέ μοι, ησθανόμην ως υποχωρούσης και της λύπης και της δειλίας. Είτα ως εστάθη έμπροσθέν μου, εκτείνει την χείρα αυτού και άπτεται του στήθους μου και κρούει τοις δακτύλοις αυτού εις το στήθός μου λέγων˙ Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου και ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος. Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τω Θεώ ημών. Και λέγει όλους τους στίχους εκ τρίτου, κρούων, ως είπον, εις το στήθός μου, και ούτως εξέρχεται. Και γίνεται ευθέως εις την καρδίαν μου φως, χαρά, παράκλησις, γλυκύτης, και ευρίσκομαι άλλος εξ άλλου. Ως ουν εξήλθον τρέχων οπίσω αυτού θέλων αυτόν ευρείν, και ουν εύρον, άλλ’ εγένετο
αφανής. Εξ εκείνης της ώρας, δια των οικτιρμών του Θεού, ουκ έτι οίδα οχληθείς ούτε υπό λύπης ούτε υπό δειλίας, άλλ’ εσκέπασέ με ο Κύριος μέχρι του νυν δια των ευχών εκείνων των αγίων γερόντων.

Ταύτα είπον υμίν, αδελφοί, θέλων παραστήσαι υμίν, πόσην έχει ανάπαυσιν και αμεριμνίαν μετά πάσης ασφαλείας το μη στοιχείν τινά εαυτώ, άλλ’ επιρρίπτειν τα καθ’ εαυτόν επί τον Θεόν και επί τους δυναμένους μετά Θεόν οδηγήσαι αυτόν˙ μάθετε ουν και υμείς ερωτάν, αδελφοί, μάθετε μη στοιχείν εαυτοίς καλόν εστί˙ ταπείνωσίς εστίν˙ ανάπαυσίς εστί˙ χαρά εστί. Τις χρεία του συντρίβεσθαί τινά εις μάτην; Ουκ ενδέχετα άλλως σωθήναι ει μη ούτως.

Ίσως δε ενθυμείταί εις ότι εάν μη έχη τις τινά επερωτήσαι, τι έχει ποιήσαι. Όντως εάν εν αληθεία θελήση τις το θέλημα του Θεού εν όλη καρδία, ουδέποτε αφίει αυτόν ο Θεός, αλλά πάντως οδηγεί αυτόν κατά το θέλημα αυτού. Όντως εάν κατευθύνη τις την καρδίαν εαυτού προς το θέλημα του Θεού, παιδίον μικρόν φωτίζει ο Θεός ειπείν αυτώ το θέλημα αυτού. Εάν δε μη θέλη τις μετά αληθείας το θέλημα του Θεού και προς προφήτην εάν απέλθη, προς την καρδίαν αυτού την στρεβλήν διδεί ο Θεός εις την καρδίαν του προφήτου αποκριθήναι αυτώ, καθώς λέγει η Γραφή. Εάν πλανηθή και λαλήση ο προφήτης, εγώ ο Κύριος επλάνησα τον προφήτην εκείνον. Δια τούτο οφείλομεν πάση δυνάμει κατευθύνειν εαυτούς προς το θέλημα του Θεού και μη πιστεύειν τη ιδία καρδία, αλλά και καλόν πράγμα εάν η, και ακούσωμεν παρά τινός αγίου ότι καλόν εστίν, οφείλομεν έχειν μεν ότι καλόν εστί, μη πιστεύειν δε εαυτοίς ότι ήδη και καλώς ποιούμεν αυτό και ως δικαίως οφείλει γενέσθαι.

Αλλά οφείλομεν ποιείν μεν την δύναμιν ημών, πάλιν δε ανατίθεσθαι και το πώς εποιούμεν, και μανθάνειν ει καλώς αυτό΄ εποιήσαμεν, και μετά ταύτα μήτε ούτως αμεριμνείν, άλλ’ εκδέχεσθαι και την του Θεού κρίσιν, ώσπερ ο άγιος εκείνος ο αββάς Αγάθων, ότε ηρωτήθη˙ Και συ φοβή, Πάτερ; απεκρίνατο ότι: Τέως εγώ την δύναμίν μου εποίησα, ουκ οίδα δε ει ήρεσε το έργον μου τω Θεώ. Άλλο γαρ εστί το κρίμα του Θεού και άλλο το των ανθρώπων. Ο Θεός σκεπάση ημάς από του κινδύνου των στοιχούντων εαυτοίς και αξιώση κρατήσαι την οδόν των Πατέρων ημών.

Υποσημειώσεις.

1. «Είπεν ο Αββάς Ποιμήν ότι το θέλημα του ανθρώπου τείχός εστί χαλκούν αναμέσον αυτού και του Θεού, και πέτρα αντιδέρουσα. Εάν ουν καταλείψη αυτό άνθρωπος, λέγει και αυτός: «Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος». Εάν ουν το δικαίωμα συνέλθη τω θελήματι, κάμνει ο άνθρωπος» (Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 333A νδ’).
2. «Όταν προς πάσας τας εντολάς του Θεού δια συνειδήσεως κατορθούσθαι βιαζόμεθα, τότε νοήσομεν τον νόμον του Κυρίου άμωμον, εν τοις ημετέροις μεν καλοίς επιτηδευόμενον˙ χωρίς δε οικτιρμών του Θεού εν ανθρώποις τελειωθήναι μη δυνάμενον» (Μάρκου Ερημίτου, P. G. 65, 909B ΛΔ’).
3. «Αδελφός ηρώτησε τον αββάν Ποιμένα, λέγων: Πώς ουκ αφίεμαι ελεύθερος γενέσθαι μετά των γερόντων εν τοις λογισμοίς μου; Λέγει αυτώ ο γέρων, ότι είπεν ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός ότι «ου χαίρει επ’ ουδενί ούτως ο εχθρός, ως επί τοις μη εκφαίνουσι τους λογισμούς αυτών» (Αββάς Ποιμήν, P. G. 65, 345D, ρα’).
4. Αββά Μακαρίου, P. G. 65, 261B.
5. Αββά Αγάθωνος, P. G. 65, 117B.

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.