Για το ότι δεν πρέπει να κρίνουμε τον πλησίον μας (μέρος Α’) – Αββά Δωροθέου.

Αν θυμόμασταν, αδελφοί μου, τα λόγια των αγίων γερόντων, αν τα μελετούσαμε, δύσκολα θα πέφταμε στην αμαρτία, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Γιατί, αν, όπως ακριβώς μας συμβούλευσαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε τα μικρά και όσα θεωρούμε ασήμαντα, δεν θα φθάναμε να πέσουμε στα μεγάλα και βαριά. Πάντοτε σας λέω, ότι από αυτά τα μικρά, δηλαδή από το να λέμε «τί σημασία έχει αυτό, τι σημασία έχει εκείνο;» κακοσυνηθίζει η ψυχή και αρχίζει να μη δίνει σημασία και στα μεγάλα. Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Πραγματικά, τί μπορεί να είναι βαρύτερο από αυτό; Τί άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν και οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτή.

Και όμως λένε ότι απ’ αυτά τα μικροπράγματα φθάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχθεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει «τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός, τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτό τον ένα λόγο, τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τί πάει να κάνει αυτός ο ξένος», αρχίζει ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και να απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φθάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σε όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες1, τον πεθαμένο εαυτό του, δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να διορθώσει τον εαυτό του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον˙ π. χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.

Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύστης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί άλλο είναι να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φθάσει να πει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε κοίταξε να βγάλεις και την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε την μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, την δε κατάκριση με το δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση, που ξεπερνά σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Και εκείνος ο Φαρισαίος της παραβολής, όταν προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό για τα κατορθώματά του, δεν έλεγε ψέματα, αλλά αλήθεια. Δεν κατακρίθηκε βέβαια γιατί ευχαρίστησε τον Θεό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε τον Θεό, αν ποτέ αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, επειδή Αυτός συνεργάσθηκε μαζί μας και μας βοήθησε. Γι’ αυτό, όπως είπα, δεν κατακρίθηκε επειδή είπε «δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους» – δηλαδή δεν κάνω αυτά που κάνουν οι άλλοι άνθρωποι ή κάνω μερικά πράγματα που οι άλλοι δεν τα κάνουν – (Λουκ. 18, 11), αλλά κατακρίθηκε όταν γύρισε το βλέμμα του στον Τελώνη και είπε: «Ούτε σαν αυτόν εδώ τον Τελώνη». Τότε αμάρτησε, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέκρινε ως πρόσωπο, κατέκρινε τη διάθεση της ψυχής του. Και μ’ ένα λόγο, κατέκρινε ολόκληρη τη ζωή του. Και γι’ αυτό ο τελώνης έφυγε από το Ναό περισσότερο δικαιωμένος απ’ αυτόν.

Πραγματικά, τίποτε δεν είναι πιο βαρύ, τίποτε πιο επιζήμιο, όπως πολλές φορές λέω, από το να κατακρίνει κανείς ή να εξουδενώνει τον πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στον Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από τον Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Αλήθεια! Δεν πρέπει να τρέμουμε όταν ακούμε τι συνέβη στον μεγάλο εκείνον Γέροντα, που, όταν άκουσε ότι κάποιος αδελφός έπεσε σε πορνεία, είπε: «Αχ! έκανε άσχημα!» Δεν ξέρετε τι φρικτό πράγμα αναφέρει γι’ αυτόν το Γεροντικό; Δεν λέει ότι πήγε ο άγιος Άγγελος την ψυχή του αδελφού που αμάρτησε σ’ αυτόν και του είπε: «Να, αυτός που κατέκρινες, ¨κοιμήθηκε¨. Πού λοιπόν προστάζεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση»; Υπάρχει τίποτε φοβερότερο απ’ αυτό το βάρος; Τί άλλο σημαίνει ο λόγος του Αγγέλου στον γέροντα, παρά σαν να του έλεγε: «Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, πες μου τι προστάζεις γι’ αυτή την ταπεινή ψυχή;

Της δίνεις χάρη; Την καταδικάζεις»; Ώστε να μείνει έκπληκτος ο άγιος εκείνος γέροντας και να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με αμέτρητους κόπους, παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρέσει γι’ αυτή του την αμαρτία. Και αυτά συνέβησαν αφού πρόσπεσε στα πόδια του Αγγέλου και πήρε συγχώρεση. Γιατί, λέγοντας ο Άγγελος «να, ο Θεός σου έδειξε πόσο μεγάλο είναι το βάρος της κατακρίσεως, μην το ξανακάνεις», σημαίνει ότι ο Θεός τον συγχώρησε. Και όμως δεν επέτρεψε στην ψυχή του να χάσει ποτέ τη συντριβή γι’ αυτό το αμάρτημα, μέχρι που πέθανε.

Λοιπόν, τί ζητάμε και εμείς από τον πλησίον; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. καθένας ας έχει το νου του στον εαυτό του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως αυτός μόνο γνωρίζει. Διαφορετικά βέβαια κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, παρά μόνο Αυτός που δημιούργησε τα πάντα. Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Θυμάμαι ότι άκουσα πως κάποτε συνέβη κάτι σχετικό με το θέμα αυτό. Ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους αγκυροβόλησε κοντά σε μια πόλη. Ζούσε δε σ’ εκείνη την πόλη μια μοναχή με πολύ άγια ζωή και πολλή προσοχή στον εαυτό της. Όταν έμαθε ότι άραξε το πλοίο εκείνο, χάρηκε, γιατί ήθελε να αγοράσει ένα πολύ – πολύ μικρό κοριτσάκι. Επειδή σκέφτηκε: «Θα την πάρω και θα την αναθρέψω όπως θέλω, για να μη μάθε τίποτε από την κακία του κόσμου». Έστειλε λοιπόν και κάλεσε τον καραβοκύρη του πλοίου εκείνου και έμαθε ότι είχε δύο πολύ μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Και αμέσως με χαρά δίνει το αντίτιμο και παίρνει το ένα κοριτσάκι μαζί της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ο καραβοκύρης από το μέρος που κατοικούσε εκείνη η αγία, μόλις λίγο απομακρύνθηκε, τον συναντά μια κακόφημη και μολυσμένη γυναίκα και βλέπει το άλλο κοριτσάκι που ήταν μαζί του. Της ήρθε τότε η επιθυμία να το αγοράσει και το αγόρασε. Συμφώνησε, έδωσε το αντίτιμο και έφυγε παίρνοντάς το μαζί της.

Βλέπετε το μυστήριο του Θεού, βλέπετε «ανεξιχνίαστη βουλή»; Ποιός μπορεί να το εξηγήσει; Πήρε λοιπόν η αγία εκείνη μοναχή το κοριτσάκι εκείνο και το ανέθρεψε με φόβο Θεού, συνηθίζοντάς το σε κάθε καλή πράξη, διδάσκοντάς το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής πολιτείας και κάνοντάς το να γνωρίσει το άρωμα που πηγάζει από την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε και η κακόφημη τη δύστυχη εκείνη μικρή και την έκανε όργανο του διαβόλου. Γιατί, τί άλλο μπορούσε να τη διδάξει η ακόλαστη εκείνη, παρά το πώς να καταστρέψει την ψυχή της; Τί μπορούμε λοιπόν να πούμε για τη φοβερή αυτή βουλή του Θεού; Και οι δύο ήταν μικρές και οι δύο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν που πάνε. Και βρέθηκαν η μια στα χέρια του Θεού και η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, αν κάτι απαιτεί από τη μια ο Θεός, το περιμένει και από την άλλη; Πώς είναι δυνατόν; Αν λοιπόν πέσουν και οι δυο στην πορνεία ή σε κάποιο άλλο παράπτωμα, είναι ποτέ δυνατόν να πούμε ότι θα κριθούν με το ίδιο μέτρο, έστω και αν ακόμα πέσουν
στο ίδιο σφάλμα; Πώς είναι δυνατόν; Η μια έμαθε όλα τα σχετικά με την Κρίση, έμαθε τα πάντα για τη Βασιλεία του Θεού, ζώντας μέρα – νύχτα με το λόγο του Θεού. Η άλλη, η ταλαίπωρη, ποτέ δεν έμαθε ή δεν άκουσε τίποτε καλό, αλλά, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πώς λοιπόν μπορεί να απαιτήσει κανείς και από τις δύο την ίδια ακρίβεια;

Λοιπόν, τίποτε απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνο αυτός είναι εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνο Αυτός γνωρίζει. Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα2. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί τον Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Και, αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φθάσει να μοιάζει η αμαρτία το σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού3; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, ενώ εσύ τον κατακρίνεις και χάνεις την ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως και τη μετάνοια.

Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε. Γιατί άλλο είναι, όπως είπα, η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνο κατακρίνει κανείς κάποιον αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Περί του μη κρίνειν τον πλησίον. Α’.

Ει εμνημονεύομεν, αδελφοί, των λόγων των αγίων γερόντων, ει εμελετώμεν αυτούς πάντοτε, δυσχερώς είχομεν αμαρτάνειν, δυσχερώς είχομεν αμελείν εαυτών. Ει γαρ, ως είπον εκείνοι, μη καταφρονώμεν των μικρών και δοκούντων ημίν είναι μηδαμινών, ουκ είχομεν εμπίπτειν εις τα μεγάλα και βαρέα. Αεί λέγω υμίν ότι εκ τούτων των λεπτών, εκ του λέγειν˙ Τί γαρ εστί τούτο; Τί εστίν εκείνο; Γίνεται κακή συνήθεια τη ψυχή, και άρχεται και εις τα μεγάλα καταφρονείν. Είδες ποίον βαρύ αμάρτημά εστί το κρίνειν τον πλησίον; Τί γαρ τούτου βαρύτερον; Τί γαρ ούτως μισεί ο Θεός και αποστρέφεται, καθώς και οι Πατέρες είπον ότι ουδέν χείρον του κρίναι; Και όμως από τούτων φησίν των ευτελών έρχεταί τις εις το τοιούτον μέγα κακόν. Εκ του γαρ δέξασθαι μικράν υπόνοιαν κατά του πλησίον, εκ του λέγειν˙ Τί γαρ εστίν εάν ακούσω τι λαλεί ο αδελφός ούτος; Τί γαρ εστίν εάν είπω καγώ τούτον τον ένα λόγον; Τί έστιν εάν ίδω τι υπάγει ούτος ο αδελφός ή εκείνος ο ξένος ποιήσαι; Άρχεται ο νους αφιέναι τας ιδίας αμαρτίας και αδολεσχείν εις τον πλησίον.

Και λοιπόν εκ τούτου γίνεται το κατακρίνειν, το καταλαλείν, το εξουδενείν˙ εκ τούτου και εις αυτά α κατακρίνεις τις, εμπίπτει. Εκ του γαρ μη μεριμνάν τα ίδια κακά, μηδέ κλαίειν, ως είπον οι Πατέρες, τον ίδιον νεκρόν, ου δύναται εις τι ποτέ όλως εαυτόν διορθώσασθαι, αλλά πάντοτε τον πλησίον έργω λαμβάνει˙ και ουδέν ούτως παροργίζει τον Θεόν, ουδέν ούτως γυμνοί άνθρωπον και φέρει εις εγκατάλειψιν ως το καταλαλείν ή κατακρίνειν ή εξουδενείν τον πλησίον.

Άλλο γαρ εστί το καταλαλήσαι και άλλο το κατακρίναι και άλλο το εξουδενώσαι. Το καταλαλήσαί εστί το ειπείν κατά τίνος ότι˙ Εψεύσατο ο δείνα, ή ότι˙ Ωργίσθη, ή ότι˙ Επόρνευσεν ή τι τοιούτον. Ήδη γαρ κατελάλησεν αυτού, οιονεί ελάλησε κατ’ αυτού, ελάλησε εμπαθώς το αμάρτημα αυτού.

Το δε κατακρίναί εστί το ειπείν ότι˙ Ο δείνα ψεύστης εστίν, οργίλος εστίν, πόρνος εστίν. Ιδού γαρ κατέκρινεν αυτήν την διάθεσιν της ψυχής αυτού και απεφήνατο κατά όλου του βίου αυτού λέγων ότι τοιόσδε εστί, και κατέκρινεν αυτόν ως τοιούτον. Και έστι βαρύ πράγμα. Άλλο γαρ εστί το ειπείν. Ωργίσθη, και άλλο το ειπείν ότι οργίλός εστί, και αποφήνασθαι, ως είπον, κατ’ αυτής όλης της ζωής αυτού. Και τοσούτόν εστί βαρύ το κατακρίναι υπέρ εκάστην αμαρτίαν, ώστε αυτόν τον Χριστόν λέγειν˙ Υποκριταί, έκβαλε πρώτον την δοκόν την εν τω οφθαλμώ σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου. Και απείκασε την μεν αμαρτίαν του πλησίον προς το κάρφος, το δε κατακρίνειν προς την δοκόν, τοσούτον καλεπόν εστί το κατακρίναι σχεδόν υπέρ πάσαν αμαρτίαν. Και εκείνος δε φαρισαίος ευχόμενος και ευχαριστών τω Θεώ δια τα κατορθώματα αυτού, ουκ εψεύσατο, αλλά την αλήθειαν έλεγεν˙ και ου δια τούτο κατεκρίθη.

Χρεωστούμεν γαρ ευχαριστείν τω Θεώ, επειδόν αξιωθώμεν τι ποτέ αγαθόν ποιήσαι, ως αυτού συνεργήσαντος και βοηθήσαντος ημίν. Δια τούτο, ως είπον, ου κατεκρίθη ότι είπεν˙ Ουκ ειμί ως οι λοιποί των ανθρώπων˙ άλλ’ ότε στραφείς προς τον τελώνην είπεν˙ Ουδέ ως ο τελώνης ούτος τότε εβαρήθη˙ κατέκρινε γαρ αυτού του προσώπου αυτού, αυτής της διαθέσεως της ψυχής αυτού, και απλώς ειπείν, όλου του βίου αυτού. Και δια τούτο κατέβη ο τελώνης δεδικαιωμένος υπέρ εκείνον.

Ουδέν γαρ βαρύτερον, ουδέ χαλεπώτερον, ως πολλάκις λέγω, του κατακρίναι ή εξουδενώσαι τον πλησίον. Δια τι μη μάλλον εαυτούς κατακρίνομεν και τα κακά ημών, α ακριβώς οίδαμεν και περί ων μέλλομεν λόγον δούναι τω Θεώ; Τί αρπάζομεν το κρίμα του Θεού; Τί θέλομεν εκ του πλάσματος αυτού; ουκ οφείλομεν τρέμειν ακούοντες τι συνέβη τω μεγάλω εκείνω γέροντι τω ακούσαντι περί τινός αδελφού πεσόντος εις πορνείαν, και ειπόντι˙ Ω κακώς εποίησεν; Ουκ οίδατε ποίον φρικτόν λέγει περί αυτού εις το Γεροντικόν; Ότι απήνεγκεν ο άγιος άγγελος την ψυχήν του αμαρτήσαντος προς αυτόν και λέγει αυτώ˙ Ίδε ον έκρινας, εκοιμήθη˙ πού ουν κελεύεις βάλω αυτόν, εις την βασιλείαν ή εις την κόλασιν; Έστι τούτου του βάρους τι ποτέ φοβερώτερον; Τι άλλο εστίν ο λόγος του αγγέλου προς τον γέροντα, ει μη τούτο˙ Επειδή συ ει ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, ειπέ τι κελεύεις περί της ταπεινής ψυχής ταύτης ελεείς αυτήν; Κολάζεις αυτήν; Ώστε τον άγιον εκείνον γέροντα υπερεκπλαγέντα μείναι όλον τον υπόλοιπον αυτού χρόνον μετά στεναγμών, μετά
δακρύων, μετά μυρίων πόνων, δεόμενον του Θεού συγγνώναι αυτώ περί της αμαρτίας εκείνης. Και ταύτα μετά το πεσείν αυτόν επί πρόσωπον προς τους πόδας του αγγέλου και λαβείν συγχώρησιν. Το γαρ ειπείν τον άγγελον˙ Ιδού έδειξέ σοι ο Θεός τι εστί το βάρος του κατακρίναι, μηκέτι ποιήσης το πράγμα τούτο συγχωρήσαντος ην, και όμως ουκ έτι ηνέσχετο όλως παρακληθήναι η ψυχή του γέροντος από του πένθους εκείνου, έως ότου απέθανε.

Τί ουν θέλομεν και ημείς από του πλησίον; Τί θέλομεν από αλλοτρίου βάρους; Έχομέν τι μεριμνήσαι, αδελφοί˙ έκαστος εαυτώ πρόσχη και τοις ιδίοις κακοίς. Θεού μόνου εστί το δικαιώσαι και το κατακρίναι, του ειδότος και την κατάστασιν εκάστου και την δύναμιν και τας αναστροφάς και τα χαρίσματα και την κράσιν και την επιτηδειότητα, και κρίνοντος προς έκαστον τούτων ως αυτός μόνος οίδεν. Άλλως γαρ κρίνει ο Θεός τα του επισκόπου και άλλως τα του άρχοντος, άλλως κρίνει τα του ηγουμένου και άλλως τα του μαθητού, άλλως τα του γέροντος και άλλως τα του νεωτέρου, άλλως τα του ασθενούντος και άλλως τα του υγιαίνοντος. Και τις δύναται ταύτα τα κρίματα ειδέναι, ει μη αυτός μόνος ο ποιήσας τα πάντα, ο και πλάσας πάντα, και γινώσκων πάντα;

Μέμνημαι ακούσας ότι ποτέ εγένετο πράγμα τοιούτον. Πλοίον ανδραπόδων παρέλαβεν εις πόλιν τινά. Ην δε εν εκείνη τη πόλει μία παρθένος αγία πάνυ προσέχουσα εαυτή˙ αύτη μαθούσα ότι παρέβαλε το πλοίον εκείνο, εχάρη˙ επεθύμει γαρ αγοράσαι εαυτή εν κοράσιον μικρόν πάνυ. Ελογίσατο γαρ ότι˙ Λαμβάνω και ανατρέφω αυτήν ως θέλω, ίνα μηδέν οίδεν της κακίας του κόσμου τούτου. Και πέμψασα μεταστέλλεται τον ναύκληρον του πλοίου εκείνου, και ευρίσκει αυτόν έχοντα δύο κοράσια πάνυ μικρά, οία ιδικώς επεθύμει η παρθένος, και ευθέως μετά χαράς παρέχει την τιμήν και λαμβάνει το εν κοράσιον προς εαυτήν. Ως ουν κατήλθεν ο ναύκληρος όθεν η αγία εκείνη, μόνον περιεπάτησε μικρόν και απαντά αυτώ μία θυμελική παντάχρηστος και βλέπει το άλλο κοράσιον μετ’ αυτού και επεθύμησε λαβείν αυτό και λαμβάνει˙ συμφωνεί και παρέχει την τιμήν και απέρχεται έχουσα αυτό.

Βλέπετε μυστήριον Θεού, βλέπετε κρίμα. Τίς δύναται δούναι περί τούτου λόγου; Λαμβάνει ουν η αγία παρθένος την μικράν εκείνην και ανατρέφει ατυήν εις τον φόβον του Θεού, την τυπούσα αυτήν εις παν έργον αγαθόν, διδάσκουσα αυτήν πάσαν την μοναχικήν κατάστασιν και πάσαν απλώς την ευωδίαν των αγίων εντολών του Θεού. Λαβούσα δε και η θεμελική την αθλίαν εκείνην, απετέλεσεν αυτήν εργαλείον του διαβόλου. Τί γαρ άλλο είχεν η οργή εκείνη διδάξαι αυτήν, ει μη την απώλειαν της ψυχής αυτής; Τί ουν δυνάμεθα ειπείν περί του φοβερού κρίματος τούτου; Αι δύο μικραί ήσαν, αι δύο επράθησαν μήτε ειδυίαι που απέρχονται, και ευρέθη η μία εις τας χείρας του Θεού και η άλλη ενέπεσε εις τας χείρας του διαβόλου. Άρα ουν δυνατόν ετίν ειπείν ότι ει τι απαιτεί ταύτην ο Θεός, απαιτεί και την άλλην; Πώς εγχωρεί; Άρα εάν αι δύο εμπέσωσιν εις πορνείαν ή εις άλλο παράπτωμα, δυνατόν εστίν ειπείν ότι το αυτό κρίμα έχουσιν αι δύο, καν το αυτό σφάλμα συμβή αμφοτέραις; Πώς ενδέχεται, αύτη έμαθε τα περί της κρίσεως, έμαθε τα περί της βασιλείας
του Θεού, ημέρας και νυκτός ούσα εις τα λόγια του Θεού˙ εκείνη η αθλία ουδέποτε είδεν ή ήκουσέ τι ποτέ αγαθόν, αλλά το εναντίον, πάντα τα αισχρά, πάντα τα διαβολικά, και πώς εγχωρεί απαιτηθήναι αμφοτέρας την αυτήν ακρίβειαν;

Ουκούν ουδέν δύναται άνθρθωπος ειδέναι των κριμάτων του Θεού, αλλά αυτός μόνος εστίν ο καταλαμβάνων πάντα και δυνάμενος τα καθ’ έκαστον κρίναι, καθώς αυτός μόνος επίσταται. Αληθώς συμβαίνει ότι ποιεί αδελφός πράγματί τινά εν απλότητι˙ έχει δει εν πράγμα ό, τι αρέσκει τω Θεώ υπέρ όλην την ζωήν σου, και συ καθέζει κατακρίνων αυτόν και κολάζων την ψυχήν σου; Εάν δε και συμβή αυτώ ασυστροφήσαι, πόθεν οίδας πόσα ηγωνίσατο και πόσα έσταξε το αίμα αυτού πριν ενεργήσει, και σχεδόν ευρίσκεται το σφάλμα αυτού ως δικαιοσύνη παρά τω Θεώ; Βλέπει γαρ ο Θεός τον κόπον αυτού και την θλίψιν ην έσχεν, ως είπον, προ του ενεργήσαι, και ελεεί αυτόν και συγγινώσκει αυτώ˙ και ο μεν Θεός ελεεί αυτόν, συ δε κατακρίνεις αυτόν και απόλλεις την ψυχήν σου; Πόθεν δε οίδας και πόσα δάκρυα εξέχεεν ενώπιον του Θεού περί τούτου; Και συ την μην αμαρτίαν είδες, την δε μετάνοιαν ουκ οίδας.

Εσθ’ ότε ου μόνον ότι κατακρίνομεν, αλλά και εξουδενούμεν. Άλλο γαρ εστίν, ως είπον, το κατακρίναι και άλλο το εξουδενώσαι˙ η εξουδένωσίς εστίν ότι ου μόνον κατακρίνεις τις, αλά και εξουδενεί, οιονεί βδελύσσεται τον πλησίον, σικχαίνεται αυτόν ως αηδίαν τινά, και έστι τούτο χείρον του κατακρίναι και ολεθριώτερον πολύ. …

Υποσημειώσεις.

1. «Τί ποιήσει άνθρωπος εν παντί πειρασμώ επερχομένω επάνω αυτού, ή εν παντί λογισμώ του εχθρού; Λέγει αυτώ ο γέρων˙ Κλαίειν οφείλει ενώπιον της αγαθότητος του Θεού, ίνα βοηθήση αυτώ˙ και αναπαύεται ταχέως, εάν παρακαλή εν γνώσει˙ γέγραπται γαρ˙ Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Αββάς Μωυσής, P. G. 65, 288D)
2. «Η απλότητα», όπως διδάσκει η δογματική, είναι ιδιότητα του Θεού. Ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει την απλότητα, έχει γίνει ήδη θεοειδής. Έχει εδραιωμένη την απάθεια, την αγαθότητα και την αγάπη. Άνθρωπος εγωκεντρικός, δίβουλος και ανειρήνευτος δεν είναι δυνατόν να είναι απλός, αν και, σε ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να μιμείται τις εξωτερικές εκδηλώσεις των απλών. Τότε βέβαια υποκρίνεται και είναι πολύ επικίνδυνος.
3. Όσο είναι δύσκολο να είναι κανείς δίκαιος, άλλο τόσο είναι δύσκολο να απονέμει δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό ο μοναχός (και κάθε πνευματικός άνθρωπος0 που αγωνίζεται, οφείλει να αποθέτει την απονομή της δικαιοσύνης είτε στους ανθρώπους που έχουν επιφορτισθεί με αυτό το καθήκον, είτε στον Θεό. Έτσι προσπαθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις του να έχει τη βάση της φιλαδελφίας και του ελέους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος διακήρυξε «δεν ήλθα για να κρίνω, αλλά για να σώσω τον κόσμο» (Ιωάν. 12, 47).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.